Η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος


Μετά τη Νίκαια
Με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, όπως είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα, τέθηκαν οι βάσεις του Τριαδικού Δόγματος και αποσαφηνίστηκε η φύση, η ουσία και ο σωτήριος ρόλος του σαρκωθέντος Υιού του Θεού, του Κυρίου Ιησού Χριστού. Εντούτοις, έπρεπε να παρέλθουν αρκετές δεκαετίες ταραχών. Διότι η καταδίκη της αίρεσης δεν σημαίνει και αυτόματη αποβολή κάθε πλανημένης ιδέας. Οι αρειανίζοντες προσπαθούσαν είτε να υπερισχύσουν των Ορθοδόξων, στηριζόμενοι στον πολιτικό παράγοντα, είτε να συγκεράσουν το δόγμα της Νικαίας με τις βασικές αρχές της αρειανικής αιρέσεως, δημιουργώντας έτσι νέες αιρετικές ομάδες, παρακλάδια και παραλλαγές του αρειανισμού. Σε μια τέτοια ομάδα, τους ‘Ομοιουσιανούς’, ανήκε και ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιος (343-360), που χαρακτήριζε το Άγιον Πνεύμα ως αγγελοειδές κτίσμα, το πρώτο και διαπρεπέστερο δημιούργημα του Υιού. Οι οπαδοί του, αλλά και στη συνέχεια όλοι όσοι ακολούθησαν τη διδασκαλία του, ονομάζονταν Μακεδονιανοί ή «Πνευματομάχοι», επειδή αρνούνταν την θεότητα και αϊδιότητα του Αγίου Πνεύματος, υποβιβάζοντάς το σε κτίσμα, έφθασαν δε και στο σημείο να πρεσβεύουν ότι το Άγιο Πνεύμα είχε σαρκωθεί στο πρόσωπο του Μελχισεδέκ πολύ πριν την ενσάρκωση του Υιού του Θεού στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού.
Τα γεγονότα
Πρώτος ο Μέγας Αθανάσιος αντιμετώπισε αυτή την νέα δοξασία, αναπτύσσοντας αντιστοίχως την Ορθόδοξη διδασκαλία για το Άγιον Πνεύμα. Με μέθοδο παραπλήσια με αυτήν που χρησιμοποίησε στην περίπτωση του Αρείου κατέδειξε την θεότητα και του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδος, Παράλληλα κάνουν την εμφάνισή τους οι Καππαδόκες θεολόγοι, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Γρηγόριος Νίσσης. Μέσα από τη θεολογία που ανέπτυξαν κατέστησαν σαφή την Τριαδολογία της Εκκλησίας. Το 379 στην τοπική Σύνοδο της Αντιόχειας καταδικάστηκαν οι πνευματομάχοι. Το 381 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας συγκάλεσε την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, με την συμμετοχή 150 αγίων Πατέρων – επισκόπων, και με αντικείμενο την καθολική αντιμετώπιση όλων αυτών των νεοφανών αιρέσεων που αμφισβητούσαν η κάθε μία με τον τρόπο της τη Θεότητα του Αγίου Πνεύματος, και συνεπώς δεν αναγνώριζαν την Αγία Τριάδα. Καταδικάστηκε και αναθεματίστηκε εκ νέου ο αρειανισμός και όλες οι συναφείς ομάδες των Ημιαρειανών, των Ευδοξιανών, των Ανομοίων, των Σαβελλιανιστών, των Πνευματομάχων κλπ.
Το Σύμβολο της Νικαίας- Κωνσταντινουπόλεως
Η Β΄ οικουμενική Σύνοδος συμπλήρωσε το Σύμβολο της Νικαίας (της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου) κυρίως κατά το τρίτο μέρος του που αναφέρεται στο Άγιον Πνεύμα και προσέθεσε τα άρθρα περί Εκκλησίας, Βαπτίσματος και αιωνίου ζωής. Οι αναθεματισμοί που περιελάμβανε το αρχικό σύμβολο της Νικαίας εδώ εξαλείφονται, λόγω και της λειτουργικής χρήσεώς του, περιλαμβάνονται όμως και επεκτείνονται στους Όρους της Συνόδου. Το Σύμβολο της Νικαίας –Κωνσταντινουπόλεως, όπως αποκαλείται από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, δεν είναι άλλο από το Σύμβολο της Πίστεως, το «Πιστεύω» που μέχρι και σήμερα απαγγέλλεται στις Ιερές ακολουθίες και αποτελεί ένδειξη και γνώμονα ορθής πίστεως. Στο εξής, οποιοσδήποτε δεν δέχεται το Σύμβολο της Πίστεως απαραλλάκτως, χωρίς δηλαδή αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις, δεν ανήκει στο σώμα της μίας Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η Θεολογία των Πατέρων
Ο Μέγας Αθανάσιος τονίζει ότι το Άγιον Πνεύμα δεν είναι κτίσμα, αλλά άκτιστο κατά φύση και ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό. Άλλωστε στην Αγία Γραφή το Άγιον Πνεύμα αποκαλείται Θεός, Κύριος κλπ, ονόματα που αποδίδονται και στον Πατέρα και στον Υιό. Και όπως μία είναι η ουσία των τριών προσώπων της Αγία Τριάδος, μία είναι και η ενέργειά τους. «Ο Πατήρ», λέει χαρακτηριστικά ο Μ. Αθανάσιος, «διά του Λόγου εν τω Πνεύματι ενεργεί και δίδωσι τα πάντα».
Ο Μ. Βασίλειος, μέσα από αγιογραφικά χωρία αποδεικνύει ότι το Άγιον Πνεύμα συμμετέχει και συνεργάζεται με τον Πατέρα και τον Υιό τόσο στο έργο της δημιουργίας, όσο και στο έργο της θείας οικονομίας και σωτηρίας του κόσμου. Επιπλέον οι Καππαδόκες Πατέρες συνέβαλαν στην διαμόρφωση και ολοκλήρωση του Τριαδικού δόγματος. Η σημαντικότατη συμβολή τους οφείλετει στη διάκριση που έκαναν ανάμεσα στις λέξεις ‘ουσία’ και ‘υπόστασις’. Έτσι στην Αγία Τριάδα διακρίνουμε μία ουσία και τρείς υποστάσεις – πρόσωπα, που διακρίνονται μεταξύ τους από τα διαφορετικά υποστατικά τους ιδιώματα, δηλαδή το ‘αγέννητο’ ή η ‘πατρότης’ του Πατέρα, το ‘γεννητό’ ή ‘υιότης’ για τον Υιό και ο ‘αγιασμός’ ή ‘αγιαστική δύναμις’ για το Άγιον Πνεύμα. Και ενώ ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα, το Αγιον Πνεύμα εκπορεύεται «ως πνεύμα στόματος αυτού» (δηλ. του Πατρός).
H σωτηριολογική σημασία.
Είναι όντως πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε πώς τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν είναι τρεις θεοί, και ταυτόχρονα η ενότητα και κοινωνία των τριών προσώπων δεν αποτελεί μονοθεϊσμό. Πρόκειται για Τριάδα εν Μονάδι και Μονάδα εν Τριάδι. Απτή εικόνα εξάλλου της ενότητας και συνεργείας και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος στο έργο της σωτηρίας, μάς δόθηκε κατά την ημέρα των Θεοφανείων, όπου φάνηκε και ο ιδιαίτερος ρόλος του κάθε προσώπου. Ειδικότερα το Άγιον Πνεύμα, ο Παράκλητος, το Πνεύμα της αληθείας, είναι αυτό που από την ημέρα της Πεντηκοστής και μέχρι της συντελείας του αιώνος συνοδεύει και συγκροτεί την αγία μας Εκκλησία και τον καθένα μας στην ανοδική αγιαστική πορεία προς την τελείωση και την θέωση. Την επίδραση στη σωτηρία του ανθρώπου από την άρνηση της θεότητας του Αγ. Πνεύματος καταδεικνύει ο Μ. Βασίλειος. «Ει τοίνυν», υπογραμμίζει, «εν ημίν ο Θεός ενοικείν λέγεται διά του Πνεύματος, πώς ουχί φανεράς ασεβείας εστίν αυτό το Πνεύμα λέγειν αμέτοχον της θεότητος; Και, ει θεούς ονομάζομεν τους κατ’ αρετήν τελείους, η δε τελείωσις διά του Πνεύματος, πώς το ετέρους θεοποιούν αυτό της θεότητος απολείπεται;» Και ο Θεολόγος Γρηγόριος τονίζει ότι δεν είναι δυνατόν να μας θεοποιεί ένα κτίσμα, μεταδίδοντάς μας κάτι το οποίο δεν έχει: « Ει μη Θεός το Πνεύμα το Άγιον, θεωθήτω πρώτον, και ούτω θεούτω με». Επομένως στην υπεράσπιση της θεότητας του Αγίου Πνεύματος οι Πατέρες έβλεπαν και την διασφάλιση της δυνατότητας της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους.

(1999)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου