[Ότι δεν υπάρχουν δύο αρχές]
Ότι δεν υπάρχουν δύο αρχές, μία αγαθή και μία πονηρή, από αυτό θα το καταλάβουμε: το αγαθό και το πονηρό είναι αντίθετα το ένα με το άλλο και δεν μπορούν να υπάρχουν το ένα μέσα στο άλλο ή και τα δύο μαζί. Το καθένα λοιπόν πρέπει να είναι μέρος του παντός. Επομένως, πρώτα απ΄ όλα περιορίζονται και τα δυο από το όλον, αλλά και το καθένα από μέρος του όλου. Έπειτα, ποιός είναι αυτός που καθορίζει το χώρο του καθενός; γιατί δεν μπορούν να συνυπάρξουν και να συμβιβαστούν από μόνα τους, μιας που το κακό δεν θα ήταν κακό αν είχε ειρηνικές διαθέσεις προς το αγαθό και συμβιβαζόταν μαζί του, ούτε το αγαθό θα ήταν αγαθό αν είχε φιλικές διαθέσεις προς το κακό. Αν λοιπόν κάποιος άλλος όρισε το χώρο του καθενός, τότε εκείνος είναι ο Θεός. Διότι ένα από τα δύο μπορεί να συμβαίνει, ή να συγκρούονται και να φθείρονται μεταξύ τους, ή να υπάρχει κάποιο ενδιάμεσο σημείο, όπου δεν υπάρχει ούτε το καλό ούτε το κακό, ώστε σαν κάποιο όριο να τα διαχωρίζει αναμεταξύ τους. Και τότε δεν θα υπάρχουν δύο, αλλά τρεις αρχές.
Είναι επίσης ανάγκη είτε να έχουν ειρήνη αναμεταξύ τους, πράγμα αδύνατο για το κακό (γιατί η ειρήνη δεν είναι κακό), ή να μάχονται, πράγμα αδύνατο για το καλό (γιατί αυτό που μάχεται δεν μπορεί να είναι εντελώς αγαθό), ή το μεν κακό να μάχεται και το κακό να μην αντιμάχεται, αλλά να φθείρεται από το κακό, ή να λυπάται ή να καταπονείται, που δεν είναι γνωρίσματα του αγαθού. Επομένως υπάρχει μία μόνο αρχή αγαθή, και απαλλαγμένη από κάθε κακία.
Αλλά εάν είναι έτσι, λένε, από πού προέρχεται το κακό; διότι είναι αδύνατο το κακό να γεννάται από το αγαθό. Λέμε λοιπόν, ότι το κακό δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η στέρηση του αγαθού και η εκτροπή από το κατά φύσιν στο παρά φύσιν, γιατί κανένα κακό δεν είναι φυσιολογικό. Και τούτο, επειδή όσα δημιούργησε ο Θεός, τα έκανε καλά λίαν. Όταν επομένως παραμένουν έτσι, όπως κτίστηκαν, είναι καλά λίαν, ενώ όταν αποσκιρτούν με τη θέλησή τους από το κατά φύση και έρχονται στο παρά φύση, έρχονται στο κακό. Διότι κατά φύση σημαίνει ότι όλα δουλεύουν και υπακούουν στο Δημιουργό. Όταν όμως εκουσίως κάποιο από τα κτίσματα αυθαδιάσει και παρακούσει τον δημιουργό του, συνιστά μέσα του την κακία. Γιατί η κακία δεν είναι κάποια ουσία, ούτε ιδίωμα κάποιας ουσίας, αλλά κάποιο γεγονός (συμβεβηκός), δηλαδή η εκούσια εκτροπή από το κατά φύση στο παρά φύση, το οποίο είναι η αμαρτία.
Κι από πού λοιπόν προέρχεται η αμαρτία; Είναι εύρημα της αυτεξούσιας βούλησης του διαβόλου. Δηλαδή ο διάβολος είναι κακός; Όπως δημιουργήθηκε, δεν ήταν κακός αλλά αγαθός, διότι κτίσθηκε από το Θεό ως άγγελος λαμπρός και φωτεινός, αυτεξούσιος ως λογικό ον, και εκουσίως αποσκίρτησε από την κατά φύσιν αρετή και βρέθηκε στο σκοτάδι της κακίας, εφόσον απομακρύνθηκε από τον Θεό, που είναι ο μόνος αγαθός και φωτοποιός. Διότι από τον Θεό κάθε αγαθό αγαθύνεται και όσο απομακρύνεται από τον Θεό κατά την προαίρεσή του (και όχι κατά τον τόπο)[Στμ.: μιας που ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών], τόσο βρίσκεται στο κακό.
Είναι επίσης ανάγκη είτε να έχουν ειρήνη αναμεταξύ τους, πράγμα αδύνατο για το κακό (γιατί η ειρήνη δεν είναι κακό), ή να μάχονται, πράγμα αδύνατο για το καλό (γιατί αυτό που μάχεται δεν μπορεί να είναι εντελώς αγαθό), ή το μεν κακό να μάχεται και το κακό να μην αντιμάχεται, αλλά να φθείρεται από το κακό, ή να λυπάται ή να καταπονείται, που δεν είναι γνωρίσματα του αγαθού. Επομένως υπάρχει μία μόνο αρχή αγαθή, και απαλλαγμένη από κάθε κακία.
Αλλά εάν είναι έτσι, λένε, από πού προέρχεται το κακό; διότι είναι αδύνατο το κακό να γεννάται από το αγαθό. Λέμε λοιπόν, ότι το κακό δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η στέρηση του αγαθού και η εκτροπή από το κατά φύσιν στο παρά φύσιν, γιατί κανένα κακό δεν είναι φυσιολογικό. Και τούτο, επειδή όσα δημιούργησε ο Θεός, τα έκανε καλά λίαν. Όταν επομένως παραμένουν έτσι, όπως κτίστηκαν, είναι καλά λίαν, ενώ όταν αποσκιρτούν με τη θέλησή τους από το κατά φύση και έρχονται στο παρά φύση, έρχονται στο κακό. Διότι κατά φύση σημαίνει ότι όλα δουλεύουν και υπακούουν στο Δημιουργό. Όταν όμως εκουσίως κάποιο από τα κτίσματα αυθαδιάσει και παρακούσει τον δημιουργό του, συνιστά μέσα του την κακία. Γιατί η κακία δεν είναι κάποια ουσία, ούτε ιδίωμα κάποιας ουσίας, αλλά κάποιο γεγονός (συμβεβηκός), δηλαδή η εκούσια εκτροπή από το κατά φύση στο παρά φύση, το οποίο είναι η αμαρτία.
Κι από πού λοιπόν προέρχεται η αμαρτία; Είναι εύρημα της αυτεξούσιας βούλησης του διαβόλου. Δηλαδή ο διάβολος είναι κακός; Όπως δημιουργήθηκε, δεν ήταν κακός αλλά αγαθός, διότι κτίσθηκε από το Θεό ως άγγελος λαμπρός και φωτεινός, αυτεξούσιος ως λογικό ον, και εκουσίως αποσκίρτησε από την κατά φύσιν αρετή και βρέθηκε στο σκοτάδι της κακίας, εφόσον απομακρύνθηκε από τον Θεό, που είναι ο μόνος αγαθός και φωτοποιός. Διότι από τον Θεό κάθε αγαθό αγαθύνεται και όσο απομακρύνεται από τον Θεό κατά την προαίρεσή του (και όχι κατά τον τόπο)[Στμ.: μιας που ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών], τόσο βρίσκεται στο κακό.
Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έκφρασις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως
(κάντε κλικ για το πρωτότυπο κείμενο)
(κάντε κλικ για το πρωτότυπο κείμενο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου