Τό προπατορικό ἁμάρτημα


Εἶναι σέ ὅλους γνωστό τό παράδειγμα τῆς μητέρας, πού γιά νά προστατέψει τό μονάκριβο βρέφος της ἀπό τόν κίνδυνο ἐγκαύματος φέρνει προσεκτικά τό χέρι του πάνω σέ μιά χλιαρή ἑστία. Τοῦτο τό τέχνασμα προέρχεται ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη της καί τήν ἀγωνία γιά ἐκεῖνο· γιατί δέν ἀντιλαμβάνεται τόν κίνδυνο κι ἐπειδή, ὅσες φορές τοῦ εἶπε «Μή ἐκεῖ, ντζίζ!», ἐκεῖνο, ὡς παιδί, τό ἐκλαμβάνει ὡς παιγνίδι καί τείνει τό χέρι. Καί πάλι, τρέμει καί μόνο στήν ἰδέα ὅτι μπορεῖ ἐκεῖνο νά διαφύγει τῆς προσοχῆς της καί, μέσα στήν ἀθωότητά του, νά βάλει τό χέρι του στή φωτιά.


Αὐτός της ὁ φόβος εἶναι πέρα γιά πέρα ἀληθινός γιατί γνωρίζει, κι ἄν ἀκόμα δέν μπορεῖ νά τό διατυπώσει σωστά, ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννιέται αὐτεξούσιος καί δέν τοῦ ἀρκεῖ ἡ πληροφορία ὅτι κάτι τοῦ εἶναι ἐπιβλαβές, ἀλλά θέλει καί νά τό δοκιμάσει. Γιατί ἐκ τῆς γεύσεως ἔρχεται ἡ γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Καί ἡ ἐπιθυμία γιά γνώση γεννᾶ τήν παρακοή. Αὐτή ἡ ταυτόχρονη μέ τήν γέννηση κάθε ἀνθρώπου ροπή, νά θέλει σέ χρόνο ἀνύποπτο νά κάνει αὐτό τό ὁποῖο τόσο ἡ πληροφορία ὅσο καί ἡ λογική πού διαθέτει διακρίνουν ὡς κακό, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα.


Κι ὅταν λέμε ὅτι τό προπατορικό ἁμάρτημα ἐξαλείφεται μέ τό Βάπτισμα, δέν ἐννοοῦμε τίποτα γιά χρέη κι ἐνοχές, ἀλλά αὐτό: ὅτι ἀποτασσόμαστε τόν σατανᾶ σύν πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ, μέ πρώτη καί καλύτερη τήν παρακοή· καί συντασσόμαστε μέ τόν Χριστό, μέ τό ἀρχέτυπο τῆς ὑπακοῆς, καί βαπτιζόμαστε στήν τριήμερο ταφή καί στήν Ἀνάσταση τοῦ κυρίου. Θέτουμε, δηλαδή, τό αὐτεξούσιο στήν ὑπηρεσία τοῦ ἀγαθοῦ.