Ὁ Λόγος (με´) Εἰς τό ἅγιον Πάσχα, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου*



Ἀπό τίς σωζόμενες ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἡ πρώτη1 καί ἡ τεσσαρακοστή πέμπτη2 εἶναι ἀφιερωμένες στήν ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄν καί ἡ πρώτη εἶναι ἀρκετά σύντομη, ἐν τούτοις μαζί μέ τήν τελευταία καί πολύ ἐκτενέστερη, τήν ὁποία θά μελετήσουμε στήν συνέχεια, ἀποτελοῦν ἐξαιρετικά παραδείγματα ἐκκλησιαστικῆς ρητορικῆς, μάθημα ὀρθοδόξου θεολογίας, σημεῖο ἀναφορᾶς τῶν μεταγενεστέρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί πηγή ἔμπνευσης τῶν ὑμνογράφων, μέ κορυφαῖο τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό. Εἰδικότερα, ὁ κανόνας ἀλλά καί διάφοροι ἄλλοι ὕμνοι τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, περιέχουν ὁλόκληρες φράσεις ἀπό τούς λόγους αὐτούς, ἐλάχιστα προσαρμοσμένες στίς ἀνάγκες τοῦ ποιητικοῦ λόγου. Γιά παράδειγμα, ἡ ἀρχή τοῦ πρώτου λόγου, «Ἀναστάσεως ἡμέρα͵ καὶ ἡ ἀρχὴ δεξιὰ, καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει, καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα· εἴπωμεν͵, ἀδελφοὶ, καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς, μὴ ὅτι τοῖς δι΄ ἀγάπην τι πεποιηκόσιν͵ ἢ πεπονθόσι· συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει», ἀναπαράγεται σχεδόν αὐτολεξί στό δοξαστικό τῶν Αἴνων3· καί ἡ φράση, «Χθὲς συνεσταυρούμην Χριστῷ, σήμερον συνδοξάζομαι· χθὲς συνενεκρούμην, συζωοποιοῦμαι σήμερον· χθὲς συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι», συναντᾶται σ’ ἕνα ἀπό τά τροπάρια τῆς γ’ ὡδῆς4.

Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ὁ τελώνης καί ὁ ληστής (ἤ λόγος περί μετανοίας)

(φωτογραφία από pemptousia.gr)

(Ὁμιλία στόν ἱερό ναό Ἁγίου Νεκταρίου Πρεβέζης, κατά τόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό τῆς Ε' Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, 2.4.2023)

«Ἔδωκας κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά σου, Κύριε»1.

Τοῦτος ὁ στίχος τοῦ Ψαλτηρίου, Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί χριστιανοί, τόν ὁποῖο ψάλλαμε νωρίτερα, κατά τήν διάρκεια τοῦ ἀποψινοῦ Κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ, συγκεφαλαιώνει τό περιεχόμενο τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα ἀλλά καί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος, ἰδιαιτέρως δέ κατά τήν περίοδο τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία καί διανύουμε. Διότι τό «Κύριε» ἀποτελεῖ ὁμολογία πίστεως, ἀναγνωρίζουμε δηλαδή τόν τριαδικό Θεό ὡς κύριό μας καί ἑπομένως θέτουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό τίς προσταγές του. Ὁ φόβος δέ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ σημαίνει τόν σεβασμό πρός τόν Θεό καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Ἐνῶ ἡ κληρονομία, τήν ὁποῖα μᾶς δίνει, δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς λέει ξεκάθαρα στό Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως: «τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»2. Γιατί, ὅμως, λέει «Ἔδωκας» καί δέν λέει «θά δόσεις»; Διότι, κατά τούς ἀψευδεῖς λόγους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστίν»3, γι’ αὐτό καί μετά τήν βάπτισή του στόν Ἰορδάνη ποταμό καί τήν τεσσαρακονθήμερη νηστεία στήν ἔρημο, τό πρῶτο πρᾶγμα πού κήρυξε εἶναι: «Μετανοεῖτε, ἤγγικεν γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»4.