Ὁ Λόγος (με´) Εἰς τό ἅγιον Πάσχα, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου*



Ἀπό τίς σωζόμενες ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἡ πρώτη1 καί ἡ τεσσαρακοστή πέμπτη2 εἶναι ἀφιερωμένες στήν ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄν καί ἡ πρώτη εἶναι ἀρκετά σύντομη, ἐν τούτοις μαζί μέ τήν τελευταία καί πολύ ἐκτενέστερη, τήν ὁποία θά μελετήσουμε στήν συνέχεια, ἀποτελοῦν ἐξαιρετικά παραδείγματα ἐκκλησιαστικῆς ρητορικῆς, μάθημα ὀρθοδόξου θεολογίας, σημεῖο ἀναφορᾶς τῶν μεταγενεστέρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί πηγή ἔμπνευσης τῶν ὑμνογράφων, μέ κορυφαῖο τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό. Εἰδικότερα, ὁ κανόνας ἀλλά καί διάφοροι ἄλλοι ὕμνοι τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, περιέχουν ὁλόκληρες φράσεις ἀπό τούς λόγους αὐτούς, ἐλάχιστα προσαρμοσμένες στίς ἀνάγκες τοῦ ποιητικοῦ λόγου. Γιά παράδειγμα, ἡ ἀρχή τοῦ πρώτου λόγου, «Ἀναστάσεως ἡμέρα͵ καὶ ἡ ἀρχὴ δεξιὰ, καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει, καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα· εἴπωμεν͵, ἀδελφοὶ, καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς, μὴ ὅτι τοῖς δι΄ ἀγάπην τι πεποιηκόσιν͵ ἢ πεπονθόσι· συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει», ἀναπαράγεται σχεδόν αὐτολεξί στό δοξαστικό τῶν Αἴνων3· καί ἡ φράση, «Χθὲς συνεσταυρούμην Χριστῷ, σήμερον συνδοξάζομαι· χθὲς συνενεκρούμην, συζωοποιοῦμαι σήμερον· χθὲς συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι», συναντᾶται σ’ ἕνα ἀπό τά τροπάρια τῆς γ’ ὡδῆς4.
Αὐτά ὅμως, ὡς δευτερευούσης σημασίας, θά περιοριστοῦν στόν σύντομο σχολιασμό στό κάτω μέρος τοῦ κειμένου, μαζί μέ τίς βιβλικές παραπομπές, ἀπό τίς ὁποῖες φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὡς βαθύς γνώστης τῆς ἀποστολικῆς καί ἄρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, φροντίζει σέ κάθε βῆμα νά τεκμηριώσει ἁγιογραφικά τόν λόγο του μέ τίς ἀπαραίτητες ἀναφορές, τόσο στήν Παλαιά ὅσο καί στήν Καινή Διαθήκη. Τό σημαντικότερο, κατά τήν γνώμη μας, εἶναι, νά γίνουμε κι ἐμεῖς κοινωνοί, ἔστω ἐν μέρει, τῶν σκέψεων τοῦ μεγάλου θεολόγου καί ὑπέρμαχου τῆς ὀρθοδοξίας· νά καταστοῦμε ἀκροατές καί μαθητές τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία ἐναργῶς μᾶς παρουσιάζει· καί μύστες, τό κατά δύναμιν, τῶν μυστηρίων τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεως.

Γιά τόν λόγο αὐτό προσπαθήσαμε, στό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, νά περιλάβουμε μέ τήν μεγαλύτερη δυνατή συντομία τά σημαντικότερα νοήματα τοῦ τεσσαρακοστοῦ πέμπτου Λόγου, καί παράλληλα νά διατηρήσουμε τό ὕφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου· πρᾶγμα δύσκολο, ἀφοῦ ἡ κάθε λέξη καί ἡ κάθε φράση εἶναι περιεκτική καί προσεκτικά ζυγισμένη. Ζητοῦμε, ἑπομένως, προκαταβολικά, τήν ἐπιείκεια τοῦ ἀναγνώστη, ἀφοῦ ἡ παρουσίαση πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ὑποδεέστερη τοῦ πρωτοτύπου.

* * *

Α´. Στάθηκα σήμερα στό παρατηρητήριο μαζί μέ τόν προφήτη Ἀββακούμ5 καί εἶδα ἄγγελο μεγαλοπρεπῆ καί ἀπαστράπτοντα, περικυκλωμένο ἀπό πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου. Ἔδειξε πρός τήν ἀνατολή καί μέ δυνατή φωνή εἶπε: «Σήμερα εἶναι σωτηρία γιά τόν κόσμο6· Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, σηκωθεῖτε μαζί του· Χριστός ἀνέστη ἀπό τούς τάφους, ἐλευθερωθεῖτε ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Οἱ πύλες τοῦ ἄδη ἀνοίγονται, ὁ θάνατος καταλύεται, ὁ παλαιός Ἀδάμ ἀποτίθεται καί ὁ νέος συμπληρώνεται· ἐάν κάποιος εἶναι ἐν Χριστῷ καινή κτίση, ἀνακαινίζεσθε». Οἱ δέ ἄγγελοι ἀνυμνοῦσαν, ὅπως καί κατά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τό «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Μαζί μ’ αὐτούς τά ἴδια λέγω καί σ’ ἐσᾶς, καί εἴθε ὁ λόγος νά λάβει ἀγγελική ἀξία καί νά ἀντηχήσει στά πέρατα.

Β´. Πάσχα Κυρίου Πάσχα, καί πάλι θά πῶ Πάσχα7, τιμή τῆς Τριάδος. Αὐτή εἶναι γιά μᾶς ἑορτῶν ἑορτή καί πανήγυρις πανηγύρεων8, καί ὑπερέχει ἀπό ὅλες ὅσο ὁ ἥλιος ἀπό τ’ ἄστρα. Καλή, βεβαίως, καί ἡ χθεσινή λαμπαδηφορία, κατά τήν ὁποῖα λαός καί ἐπίσημοι φωταγώγησαν τήν νύκτα, συμβολίζοντας τό μεγάλο φῶς τῆς Τριάδος, ἀπό τήν ὁποία πηγάζει κάθε φῶς πού φωτίζει τόν οὐρανό ἄνω καί τούς ἀγγέλους καί τόν κόσμο ἅπαντα. Καλύτερη ὅμως ἡ σημερινή καί ἐπιφανέστερη. Καθ’ ὅτι χθές ἡ φωτοχυσία ἦταν προάγγελος τῆς Ἀναστάσεως, ἐνῶ σήμερα ἑορτάζουμε αὐτή τήν Ἀνάσταση ἤδη συντελεσθεῖσα9. Ἄς φέρουμε δῶρα, οἱ πνευματικοί φίλοι τοῦ Θεοῦ, ἄλλος μικρό, ἄλλος μεγάλο, ὁ καθένας κατά τήν δύναμή του. Κι ἐμεῖς θά προσφέρουμε λόγο πληρέστατο καί συντομώτατο, ὑμνοῦντες τόν Λόγο· γιατί δέν θά ἀνεχόμουν ὁμιλῶν γιά τό μεγάλο θαῦμα καί γιά τήν μέγιστη ἡμέρα, νά μήν ἀνατρέξω πρός τόν Θεό.

Γ´. Ὁ Θεός ἦταν μέν πάντα, καί εἶναι, καί θά εἶναι· μᾶλλον δέ εἶναι πάντα, ἀφοῦ ὁ χρόνος ἀποτελεῖ μέτρο τῆς ρευστῆς μας φύσεως. Διότι ἔχει ὅλο τό εἶναι, δίχως ἀρχή καί χωρίς τέλος, σάν κάποιο πέλαγος οὐσίας ἄπειρο καί ἀόριστο, ὑπεράνω ἀπό κάθε ἔννοια καί χρόνου καί φύσεως· μόνο μέ τόν νοῦ σκιαγραφεῖται ἀμυδρῶς, ὄχι ἀπό αὐτά πού ἀνήκουν σέ αὐτόν ἀλλά ἀπό ὅσα συμβαίνουν γύρω του, καί καθαίρει τόν νοῦ καί τόν καθιστᾶ θεοειδῆ. Μέ τόν τρόπο γνωρίζεται ὁ Θεός, ὁ ἄπειρος καί δυσθεώρητος· καί πάντως τοῦτο μόνο καταληπτό, ἡ ἀπειρία10.

Δ´. Μέ δύο τρόπους ἐννοεῖ ὁ νοῦς τό ἄπειρον, κατά τήν ἀρχή καί τό τέλος, καί ἀποκαλεῖ τόν Θεό ἄναρχο καί ἀθάνατο· καί αἰώνιο, ὅταν ἀναφέρεται καί στά δύο. Αὐτά περί τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τό θέμα μας δέν εἶναι ἡ θεολογία ἀλλά ἡ οἰκονομία. Ὅταν δέ λέγω Θεοῦ, ἐννοῶ Πατρός καί Υἱοῦ καί ἁγίου Πνεύματος· ἡ δέ θεότης οὔτε ὑπέρκειται αὐτῶν (κατά τήν ἑλληνίζουσα πολυθεΐα) οὔτε ὁρίζεται ἐντός τούτων (κατά τήν ἰουδαΐζουσα μοναρχία), γιατί τό κακό εἶναι τό ἴδιο καί στίς δύο περιπτώσεις, κι ἄς εἶναι ἀντίθετες. Ἀλλά ἡ μία κυριότητα καί θεότητα δοξάζεται μέ τό τριπλό «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος» τῶν σεραφείμ11, πού κάλυπταν τά Ἅγια τῶν ἁγίων.

Ε’. Ἐπειδή ἡ ἄπειρη ἀγαθότητα δέν ἀρκέσθηκε στήν ἑαυτῆς θεωρία, πρῶτα μέν ἐννοεῖ τίς ἐπουράνιες ἀγγελικές δυνάμεις· καί τό ἐννόημα γίνεται ἔργο, συμπληρούμενο ἀπό τόν Λόγο καί τελειούμενο ἀπό τό Πνεῦμα, κι ἔτσι ὑφίστανται λαμπρότητες δεύτερες, λειτουργοί τῆς πρώτης, πῦρ ἄϋλο καί ἀσώματο, εἴτε κάποια ἄλλη φύση παρόμοια. Ἤθελα νά πῶ ὅτι δημιουργήθηκαν ἀκίνητοι πρός τό κακό καί μόνη τους κίνηση ἦταν ἡ ἀγαθή περί τόν Θεό, ἀλλά μέ πείθει νά πῶ δυσκίνητους ὁ ἐξαιτίας τῆς λαμπρότητας Ἑωσφόρος καί ἐξαιτίας τῆς ἔπαρσης σκότος γενόμενος καί λεγόμενος, καθώς καί οἱ ὑπ’ αὐτόν ἀποστάτες ἄγγελοι, δημιουργοί τῆς κακίας λόγῳ τῆς φυγῆς ἀπό τό καλό, καί πρόξενοι κακῶν σ’ ἐμᾶς.

Στ´. Ἔπειτα δεύτερον ἐννοεῖ κόσμο, ὑλικό καί ὁρατό, τόν οὐρανό καί τήν γῆ καί τό μεταξύ τους σύστημα12· ἐπαινετό γιά τήν εὐφυΐα ἑνός ἑκάστου καί ἄξιο μεγαλυτέρου ἐπαίνου γιά τήν μεταξύ τους ἁρμονία καί συμφωνία, ὥστε ὅλα νά ἀπαρτίζουν ἕναν κόσμο. Δείχνει ἔτσι ὅτι ἔχει τήν δύναμη νά δημιουργήσει φύση ὄχι μόνο οἰκεία πρός αὐτόν, ἀλλά καί παντελῶς ξένη. Διότι οἰκεῖο πρός τήν θεότητα εἶναι οἱ νοερές φύσεις, καί καταληπτές μόνο μέ τόν νοῦ· ξένο δέ ἐντελῶς, ὅσες ὑπόκεινται στίς αἰσθήσεις· κι ἀκόμη περισσότερο, ὅσες εἶναι παντελῶς ἄψυχες καί ἀκίνητες.

Ζ´. Νοῦς λοιπόν καί αἴσθηση, ἀφοῦ διακρίθηκαν τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἔφεραν τό μεγαλεῖο τοῦ δημιουργοῦ Λόγου, σιωπηλοί κήρυκες καί ἐγκωμιαστές τῆς μεγαλουργίας. Δέν ὑπῆρχε ἀκόμη κρᾶμα ἀπό τά δύο ἀντίθετα, σοφίας γνώρισμα καί πλοῦτος ἀγαθότητος. Τοῦτο θέλησε νά ἐπιδείξει ὁ τεχνίτης Λόγος, καί δημιουργεῖ ζῶο ἀπό τίς δύο φύσεις, τήν ἀόρατη καί τήν ὁρατή, τόν ἄνθρωπο. Κι ἀπό τήν μέν προηγουμένως δημιουργηθεῖσα ὕλη ἔλαβε τό σῶμα, ἀπό δέ τόν ἑαυτό του ἔθεσε μέσα πνοή (αὐτό πού ὀνομάζουμε νοερά ψυχή καί εἰκόνα Θεοῦ), τρόπον τινά ἄλλον κόσμο, «ἐν μικρῷ μέγαν»13, καθιστᾶ ἐπί τῆς γῆς, ἄλλον ἄγγελο, προσκυνητή μικτό, ἐπόπτη τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστη τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπί τῆς γῆς, ἄνωθεν βασιλευόμενο, ἐπίγειο καί οὐράνιο, πρόσκαιρο καί ἀθάνατο, ὁρατό καί νοούμενο, πνεῦμα τόν ἴδιο καί σάρκα, καί πέρας τοῦ μυστηρίου, θεούμενο μέ τήν πρός τόν Θεό κίνηση.

Η´. Τοῦτον ἔθεσε στόν παράδεισο καί τόν τίμησε μέ τό αὐτεξούσιο, ὥστε τό ἀγαθό νά εἶναι ἀποτέλεσμα ἐκείνου πού τό ἐπιλέγει καί ὄχι αὐτοῦ πού ἔθεσε τόν σπόρο, φυτῶν ἀθανάτων γεωργό, δηλαδή τῶν θείων ἐννοιῶν. Καί τοῦ δίνει νόμο, ὑλικό γιά τό αὐτεξούσιο, ποιά φυτά ἐπιτρεπόταν τά φάει καί ποιό δέν ἐπιτρεπόταν νά ἀγγίξει. Τοῦτο ἦταν τό ξύλο τῆς γνώσεως, οὔτε φυτεμένο ἀπό τήν ἀρχή κακῶς οὔτε ἀπαγορευμένο ἀπό φθόνο (ἄς μήν ἐπικαλοῦνται τοῦτο οἱ θεομάχοι, μιμούμενοι τόν ὄφι), ἀλλά καλό ὅταν μεταλαμβάνεται κατά τόν κατάλληλο χρόνο (γιατί τό φυτό ἦταν Θεία ἔννοια), ὅπως ἡ τέλεια τροφή δέν εἶναι κατάλληλη γιά τά βρέφη, πού ἔχουν ἀνάγκη γάλακτος. Ἐπειδή δέ ἀπό φθόνο τοῦ διαβόλου λησμόνησε τήν ἐντολή καί νικήθηκε ἀπό τήν μικρή γεύση, ἐξόριστος γίνεται τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καί τοῦ παραδείσου καί τοῦ Θεοῦ, καί ἐνδύεται τούς δερμάτινους χιτῶνες, ἴσως τήν παχύτερη καί θνητή σάρκα. Κερδίζει λοιπόν τόν θάνατο, γιά νά μή γίνει τό κακό ἀθάνατο. Καί γίνεται ἡ τιμωρία φιλανθρωπία· γιατί ἔτσι πιστεύω κολάζει ὁ Θεός.

Θ´. Ἀφοῦ πρῶτα παιδεύτηκε κατά διάφορους τρόπους καί χρόνους γιά τά πολλά ἁμαρτήματα πού βλάστησε ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ, μέ λόγους, νόμους, προφῆτες, εὐεργεσίες, ἀπειλές, πολέμους, νῖκες, ἧττες, σημεῖα ἐξ οὐρανοῦ, μέ σκοπό νά ἐξαλειφθεῖ ἡ κακία, τέλος ἔχει ἀνάγκη ἰσχυροτέρου φαρμάκου γιά τίς δεινότερες ἀρρώστιες, φόνους, μοιχεῖες, ἐπιορκίες, καί τό χειρότερο τῶν κακῶν, τίς εἰδωλολατρίες καί τήν μετάθεση τῆς προσκυνήσεως ἀπό τόν κτίστη στά κτίσματα. Τό φάρμακο εἶναι αὐτό: ὁ Λόγος τοῦ θεοῦ, ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας, χωρεῖ στήν ἴδια του τήν εἰκόνα, καί σάρκα φορεῖ γιά χάρη τῆς σάρκας καί ἑνώνεται μέ ψυχή νοερά γιά χάρη τῆς δικῆς μου ψυχῆς, καί γίνεται καθ’ ὅλα ἄνθρωπος, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὁποία παράδοξη ἕνωση! Ὁ ὤν γίνεται καί ὁ ἄκτιστος κτίζεται καί ὁ ἀχώρητος χωρεῖται14, καί ὁ πλήρης κενοῦται ἀπό τήν δόξα του γιά λίγο, γιά νά μεταλάβω ἐγώ τοῦ δικοῦ του πληρώματος. Δεύτερη κοινωνία κοινωνεῖ, πολύ πιό παράδοξη ἀπό τήν πρώτη· καθ’ ὅτι τότε μετέδωσε τό κρεῖττον, τώρα δέ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος.

Ι´. Ἀλλά, ἄς ἔλθουμε στά τῆς ἑορτῆς, καί πρῶτα στήν ὀνομασία τοῦ Πάσχα. Οἱ Ἑβραῖοι στήν γλῶσσα τους τό λένε Φάσκα, πού σημαίνει διάβαση· ἱστορικῶς μέν, τήν φυγή ἀπό τήν Αἴγυπτο καί τήν μετανάστευση στήν γῆ Χαναάν· πνευματικῶς δέ, τήν ἀνάβαση ἀπό τά κάτω πρός τά ἄνω. Συνέβη δέ αὐτό πού σέ πολλά σημεῖα τῆς Γραφῆς παρατηροῦμε, κάποια ὀνόματα νά ἔχουν μεταποιηθεῖ ἐπί τό σαφέστερο ἤ τό εὐσχημονέστερο. Ἀφοῦ μερικοί ἐνόμισαν ὅτι τό ὄνομα αὐτό ἀφορᾶ στό σωτήριο πάθος, ἔπειτα ἐξελλήνισαν τήν φωνή, τρέποντας τό φῖ σέ πῖ καί τό κάππα σέ χῖ, καί ὀνόμασαν τήν ἡμέρα Πάσχα.

ΙΑ´. Διότι πάντα τά τοῦ νόμου15 εἶναι σκιά τῶν μελλόντων, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος16. Ἀλλά καί ὁ Θεός, ὅταν παρέδιδε τόν νόμο στόν Μωυσῆ, «Κοίταξε», τοῦ λέει, «νά τά κάνεις ὅλα σύμφωνα μέ τόν τύπο πού σοῦ ἔδειξα στό ὄρος»17· παραδεχόμενος ὅτι τά βλεπόμενα ἦταν σκιαγραφία καί προτύπωση τῶν ἀοράτων. Καί ἄς μή διαβάλλουμε τήν νομοθεσία τοῦ Θεοῦ καί τήν ὑπουργία τοῦ Μωυσῆ, ἄν εἶναι κακή ἡ κάθε σκιά, διότι οἱ καθαρισμοί καί οἱ τελετουργίες, καί οἱ θυσίες καί ὅλες οἱ λεπτομέρειες, νομοθετήθηκαν σύμφωνα μέ τήν ἀρετή τοῦ Μωυσῆ ἤ ἀνάλογα τῆς παιδείας του. Ἐπειδή καί σέ τοῦτο τό βουνό φανερώνεται ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, κατεβαίνοντας αὐτός ἀπό τήν δόξα του καί ἀναβιβάζοντας ἐμᾶς ἀπό τήν ἔσχατη ταπείνωση.

ΙΒ´. Διότι πιστεύουμε ὅτι, ἐπειδή πέσαμε ἀπό τήν ἀρχή ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας καί διά τῆς ἡδονῆς κλαπήκαμε μέχρι τήν εἰδωλολατρία, ἔπρεπε νά ἀνακληθοῦμε καί νά ἐπιστρέψουμε στήν πρότερη κατάσταση, διά τῆς φιλευσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα μας, πού δέν ἀνεχόταν νά ζημιώνεται τόσο πολύ τό ἔργο τῶν χεριῶν του, ὁ ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό δόθηκε ὁ νόμος γιά βοήθειά μας, τρόπον τινά μεσοτοιχία μεταξύ Θεοῦ καί εἰδώλων, ἀπομακρύνοντάς μας ἀπό τά μέν καί ἐπαναφέροντάς μας πρός αὐτόν. Καί συγχωρεῖ κάτι μικρό στήν ἀρχή, γιά νά λάβει τό μεῖζον· συγχωρεῖ τίς θυσίες, γιά νά ἐγκαταστήσει τόν Θεό· κι ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, γιά νά καταργήσει τίς θυσίες καί νά μᾶς ὁδηγήσει στό Εὐαγγέλιο, γυμνασμένους ἤδη πρός εὐπείθεια18.

ΙΓ´. Γι’ αὐτό εἰσῆλθε ὁ γραπτός νόμος, συνάγοντάς μας στόν Χριστό· καί συγκέρασε «τό μέγα καί ἄθυτον ἱερεῖον»19 μέ τίς νομικές θυσίες. Λαμβάνεται πρόβατο, γιά τήν ἀκακία καί τό ἔνδυμα τῆς ἀρχαίας γυμνώσεως· διότι ὁ σφαγιασθείς γιά χάρη μας, ἔνδυμα ἀφθαρσίας καί εἶναι καί λέγεται. Ἀρσενικό, ἐπειδή προσάγεται ὑπέρ τοῦ Ἀδάμ. Ἄμωμο δέ καί ἀκέραιο, ὡς θεραπευτικό τῆς κακίας καί τῶν μολυσμάτων. Γιατί, παρ’ ὅλο πού ἀνέλαβε τίς ἁμαρτίες μας καί βάσταξε τίς ἀσθένειές μας, δέν ἔπαθε κάτι αὐτός ἄξιο θεραπείας. Πειράχτηκε σέ ὅλα, ὅπως ἐμεῖς, χωρίς ὅμως ἁμαρτία· ἀφοῦ ὁ διώκτης δέν κατέλαβε τό φῶς πού φωτίζει τό σκοτάδι.

ΙΔ´. Ἐκλέγεται δέ ὄχι μόνο ἀπό τά πρόβατα ἀλλά καί ἀπό τά ἐρίφια, ἐπειδή δέν σφαγιάζεται μόνο γιά τούς δικαίους ἀλλά καί γιά τούς ἁμαρτωλούς· ἴσως δέ καί περισσότερο γι’ αὐτούς, καθ’ ὅσον ἔχουμε ἀνάγκη μεγαλύτερης φιλανθρωπίας.

ΙΕ´. Ἀπό ἐδῶ προέρχεται ἡ ἱερή νύχτα καί ἀντίπαλος τῆς διάχυτης νύχτας τοῦ παρόντος βίου, κατά τήν ὁποῖα λύεται τό πρωτόγονο σκότος κι ὅλα φωτίζονται καί λαμβάνει ὀμορφιά ἡ πρώην ἀσχήμια. Φεύγουμε τήν Αἴγυπτο, τήν σκυθρωπή καί διώκτρια ἁμαρτία, καί τόν Φαραώ, τόν ἀόρατο τύραννο, καί πρός τόν ἄνω μετερχόμαστε κόσμο. Σφαγιάζεται ὁ ἀμνός καί σφραγίζονται μέ τό τίμιο αἷμα του ἡ πράξη καί ὁ λόγος, ἡ συνήθεια καί ἡ ἐνέργεια, οἱ παραστάδες τῶν δικῶν μας θυρῶν, δηλαδή τῶν κινήσεων καί τῶν σκέψεων τοῦ νοῦ. Ἐπέρχεται δέ ἡ τελευταία καί βαρύτατη πληγή στούς διῶκτες, καί θρηνεῖ ἡ Αἴγυπτος τά πρωτότοκα τῶν δικῶν της λογισμῶν καί πράξεων.

ΙΣΤ’. Κι ἐμεῖς θά φᾶμε τόν ἀμνό· πρός τό ἑσπέρας, ἐπειδή στό τέλος τῶν αἰώνων ἔλαβε χώρα τό πάθος τοῦ Χριστοῦ, κι ἐπειδή τό ἑσπέρας παρέδωσε τό μυστήριο στούς μαθητές, λύοντας τό σκότος τῆς ἁμαρτίας. Ὄχι βρασμένο ἀλλά ψημένο, γιατί ὁ λόγος δέν περιέχει κάτι τό ἄδηλο σ’ ἐμᾶς καί ὑδαρές, ἀλλά εἶναι ὁλόκληρος καί στερρός, δοκιμασμένος ἀπό το καθαρκτικό πῦρ ἐκείνου πού ἦλθε νά βάλει φωτιά στήν γῆ, ἡ ὁποία κατακαίει τίς παλαιές συνήθειες.

ΙΖ´. Ἀλλά καί ὁ τρόπος τῆς βρώσεως δέν εἶναι ἄνευ σημασίας· θά ἀναλώσουμε τό θῦμα μέ βιασύνη, τρώγοντας μαζί μ’ αὐτό ἄζυμα καί πικρά χόρτα, φορῶντας ζώνη στήν μέση, καί ὑποδήματα, καί κρατῶντας ραβδί ὅπως οἱ ἡλικιωμένοι. Μέ βιασύνη, ὅπως ὁ Λώτ, γιά νά μή μᾶς προλάβει τό Σοδομιτικό πῦρ οὔτε νά γίνουμε στήλη ἅλατος, ἐξ αἰτίας τῆς ἐπιστροφῆς ἐπί τά χείρω. Μέ πικρά χόρτα, γιά τήν πικράδα τοῦ κατά Θεόν βίου· γιατί, ἄν καί ὁ νέος ζυγός εἶναι καλός καί ἐλαφρύς, ὅπως ἀκοῦς20,αὐτό ὀφείλεται στήν ἐλπίδα καί στήν ἀνταπόδοση, ἡ ὁποία εἶναι πολύ πιό γενναιόδωρη ἀπό τίς ἐδῶ κακουχίες. Ἐξ ἄλλου, ποιός θά μποροῦσε νά διαφωνήσει ὅτι τό Εὐαγγέλιο εἶναι πιό σκληρό καί χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια; Γιατί ὁ νόμος ἀπαγορεύει τήν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, ἐμεῖς ὅμως ἐγκαλούμεθα καί γιά τίς αἰτίες. Οὐ μοιχεύσεις, λέει ὁ νόμος· σύ ὅμως οὔτε νά ἐπιθυμήσεις, πυροδοτῶντας τό πάθος μέ μιά περίεργη καί ἐπίμονη ματιά.

ΙΗ´. Ἡ μέση πάλι, στά μέν ἄλογα ζῶα δέν θά πῶ ὅτι εἶναι ἄδετη ἐπειδή δέν διαθέτουν λογική, πού συγκρατεῖ τίς ἡδονές· γιατί ἐκεῖνα γνωρίζουν τά ὅρια τῶν φυσικῶν παρορμήσεων. Σ’ ἐσένα ὅμως, ἡ ζώνη τῆς σωφροσύνης ἄς ἀναστέλλει τίς ἐπιθυμίες καί τούς χλιμιντρισμούς (ὅπως λέει ἡ Γραφή21, διασύροντας τήν αἰσχρότητα τοῦ πάθους), ὥστε μέ καθαρή συνείδηση νά φᾶς τό Πάσχα. Γνωρίζω ἐπίσης τήν στρατιωτική ζώνη, καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ πού ζώστηκε ὁ Δαβίδ22, καί τήν ζώνη τῆς ἀληθείας, πού ἀναφέρει ὁ Παῦλος23.

ΙΘ´. Τά δέ ὑποδήματα, τά λύει ὅποιος πρόκειται, σάν τόν Μωυσῆ, νά πατήσει σέ ἅγια γῆ. Ἐκεῖνος ὅμως πού φεύγει ἀπό τήν Αἴγυπτο ἄς τά φορεῖ γιά ἐπιπρόσθετη ἀσφάλεια, ὥστε νά μήν τρωθεῖ στήν πτέρνα ἀπό τά πολλά φίδια καί σκορπιούς πού τρέφει ἡ Αἴγυπτος, τά ὁποῖα ἔχουμε λάβει τήν ἐντολή νά πατοῦμε24. Τέλος, γνωρίζω τήν ράβδο στήν ὁποία στηριζόμαστε, καί τήν ποιμαντική καί διδασκαλική, ἡ ὁποία ἐπαναφέρει τά λογικά πρόβατα. Ἀλλά σ’ ἐσένα ὁ νόμος ὁρίζει τήν ὑποστηρικτική, νά μήν καθήσει δηλαδή πουθενά ὁ λογισμός σου, ἐνῶ ἀκοῦς γιά τό αἷμα τοῦ Θεοῦ καί γιά τό πάθος, καί περιπλανηθεῖς ἀθέως· ἀλλά μέ πίστη, χωρίς ντροπή ἤ δισταγμό φάε τό σῶμα, πιές τό αἷμα, καί στηρίξου στήν πέτρα, γιά νά μήν διασαλευθοῦν τά βήματά σου πρός τόν Θεό.

Κ´.
Ἐπιπλέον, χρησιμοποίησε τά χρυσᾶ καί ἀργυρά σκεύη τῶν Αἰγυπτίων· ταλαιπωρήθηκες ἐδῶ παλεύοντας μέ τόν πηλό, τό μοχθηρό τοῦτο καί ρυπαρό σῶμα, θά ἐξέλθεις λοιπόν ἀμισθί; Δικό μου εἶναι τό χρυσάφι καί δικό μου εἶναι τό ἀσήμι, λέει25 ὁ Δεσπότης, καί σοῦ τό προσφέρει σήμερα γιά νά τό χρησιμοποιήσεις γιά τήν σωτηρία σου. Ἄς ἀποκτήσουμε, λοιπόν, φίλους ἀπό τόν μαμμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ὥστε ὅταν φύγουμε, νά λάβουμε ἀνταπόδοση κατά τόν καιρό τῆς κρίσεως26.

ΚΑ’. Ἄν ἔτσι ἐγκαταλείψεις τήν Αἴγυπτο, γνωρίζω καλά ὅτι στήλη πυρός καί νεφέλη θά σέ καθοδηγεῖ νύχτα καί ἡμέρα, θά διαχωρισθεῖ ἡ θάλασσα, θά καταποντιστεῖ ὁ Φαραώ, θά βρέξει ἄρτος, ἡ πέτρα θά πηγάσει, ὁ Ἀμαλήκ θά καταπολεμηθεῖ ἀπό τά τίμια χέρια, τά ὁποῖα σχηματίζουν τό ἀήττητο τρόπαιο τοῦ σταυροῦ27· καί ὅλα τά ἄλλα, γιά νά μήν μακρηγορῶ, θά σοῦ δοθοῦν ἀπό τόν Θεό. Τέτοια ἑορτή ἑορτάζεις σήμερα, τέτοια τροφή σοῦ προσφέρει ἡ γέννηση τοῦ γεννηθέντος καί ὁ ἐνταφιασμός τοῦ παθόντος· τοῦτο εἶναι τό μυστήριο τοῦ Πάσχα.

ΚΒ´. Ἐπιβάλλεται μάλιστα νά ἐξετάσουμε ἕνα πρᾶγμα καί δόγμα, τό ὁποῖο πολλοί παρερμηνεύουν: Τό μέγα καί περιβόητο αἷμα τοῦ Θεοῦ καί ἀρχιερέως καί θύματος, τό ὁποῖο χύθηκε γιά ἐμᾶς, σέ ποῖον προσεφέρθη; Διότι ἤμασταν αἰχμάλωτοι τοῦ πονηροῦ, πουλημένοι σκλάβοι στήν ἁμαρτία28, κι ἄν τά λύτρα καταβάλλονται ὄχι στόν κατέχοντα, τότε σέ ποῖον καί γιατί; Ἐάν μέν στόν πονηρό, ὁποία βλασφημία· ὄχι μόνο ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί τόν Θεό τόν ἴδιο λύτρο ὁ ληστής λαμβάνει, καί μισθό τόσο ὑπέρογκο γιά τήν τυραννία του, ὥστε θά ἦταν δίκαιο νά μᾶς ἐλευθερώσει. Ἐάν πάλι στόν Πατέρα, πρῶτον μέν πῶς; ἀφοῦ δέν μᾶς κρατοῦσε αὐτός. Καί δεύτερον, πῶς γίνεται τό αἷμα τοῦ Μονογενοῦς νά τέρπει τόν Πατέρα, ὁ ὁποῖος οὔτε τόν Ἰσαάκ δέν δέχτηκε ὡς πατρική προσφορά, ἀλλά ἀντάλλαξε τήν θυσία μέ κριάρι, ἀντί τοῦ λογικοῦ θύματος; Ἄρα, λαμβάνει μέν ὁ Πατήρ, ὄχι ἐπειδή τό ἀπαίτησε οὔτε γιατί τό εἶχε ἀνάγκη, ἀλλά γιά τήν οἰκονομία καί γιά τήν ἀνάγκη νά ἁγιασθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Θεοῦ· γιά νά μᾶς ἀπελευθερώσει ὁ ἴδιος ἀπό τόν βίαιο τύραννο πού μᾶς κρατοῦσε καί νά μᾶς ἐπαναφέρει κοντά του μέ τήν μεσολάβηση τοῦ Υἱοῦ29.

ΚΓ´. Θά μεταλάβουμε λοιπόν τοῦ Πάσχα τώρα μέν ὡς τύπο, λίγο ὅμως ἀργότερα τελειότερο καί καθαρότερο, ὅταν θά πίνει καινό αὐτό ὁ Λόγος στήν βασιλεία τοῦ Πατρός30, ἀποκαλύπτοντας καί διδάσκοντας αὐτά πού τώρα μετρίως φανέρωσε. Διότι καινό μέν ἀεί, εἶναι αὐτό πού τώρα γνωρίζεται31. Ποία δέ ἡ πόση καί ἡ ἀπόλαυση, σ’ ἐμᾶς μέν ἀπόκειται νά μάθουμε, σ’ ἐκεῖνον δέ νά τό διδάξει. Γιατί τροφή εἶναι ἡ διδασκαλία, καί τοῦ τρέφοντος32. Ἀλλά ἐλᾶτε, ἄς μεταλάβουμε κι ἐμεῖς τοῦ νόμου μέ τρόπο εὐαγγελικό, ὄχι κατά γράμμα· ἄς στρέψουμε τό βλέμμα μας στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἄς προσφέρουμε θυσία στόν Θεό θυσία δοξολογίας, μαζί μέ τόν οὐράνιο χορό· ἀκόμη περισσότερο, ἄς προσφέρουμε θυσία στόν Θεό τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό, κάθε ἡμέρα καί σέ κάθε μας κίνηση.

ΚΔ´. Ἄν εἶσαι Σίμων Κυρηναῖος, σήκωσε τόν σταυρό καί ἀκολούθησε· ἄν συσταυρωθεῖς σάν τόν ληστή, προσκύνησε τόν κρεμασθέντα γιά χάρη σου. Ἄν εἶσαι Ἰωσήφ ἤ Νικόδημος, ζήτησε τό σῶμα καί ἐνταφίασέ τό. Δάκρυσε μαζί μέ τίς μυροφόρες, δές τό πρωί τόν λίθο καί τούς ἀγγέλους καί τόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ, καί γίνε ὁ πρῶτος κήρυκας τῆς Ἀνάστασης. Γίνε Πέτρος ἤ Ἰωάννης, σπεῦσε στόν τάφο, συναγωνιζόμενος τήν καλή ἅμιλλα. Κι ἄν σάν τόν Θωμᾶ ἀπουσιάσεις, μήν ἀπιστήσεις ἀλλά λάβε ἀπόδειξη ἀπό τά σημάδια τῶν ἥλων. Ἄν κατεβῆ στόν Ἄδη, κατέβα μαζί του, γνώρισε καί τά ἐκεῖ μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, ποῖος ὁ λόγος καί ποία ἡ οἰκονομία τῆς διπλῆς καταβάσεως· σώζει ἁπλῶς μόνον τούς δικαίους ἤ καί τούς ἐκεῖ πιστεύοντες.

ΚΕ´. Κι ἄν ἀνέλθει στούς οὐρανούς, ἀνέβα μαζί του, γίνε ἕνα μέ τούς ἀγγέλους πού τόν προπέμπουν ἤ τόν ὑποδέχονται· διάταξε νά ἀφαιρεθοῦν οἱ πύλες καί δῶσε ἀπάντηση σέ ὅσους ἀποροῦν γιά τό σῶμα καί γιά τά σημάδια τοῦ Πάθους καί ρωτοῦν: Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Κύριος κραταιός καί δυνατός33 σέ ὅλα ὅσα πάντα ἔκανε, καί κάνει, καί σέ τοῦτο τόν τροπαιοφόρο πόλεμο γιά τήν ἀνθρωπότητα.

ΚΣΤ´. Σέ αὐτά τί θά μᾶς ποῦν οἱ συκοφάντες, οἱ σκοτεινοί περί τό φῶς καί ἀπαίδευτοι περί τήν σοφία, γιά τούς ὁποίους ὁ Χριστός δωρεάν πέθανε; Γι’ αὐτό κατηγορεῖς τόν Θεό, γιά εὐεργεσία; ὅτι γιά σένα ἔγινε ταπεινός καί γι’ αὐτό εἶναι μικρός; ὅτι ὁ Ποιμήν ὁ καλός πῆρε τά ὄρη καί τά βουνά, ὅπου θυσίαζες, καί σέ βρῆκε πλανώμενο, καί σέ πῆρε στούς ὤμους, καί σέ ἐπανέφερε στήν ἄνω ζωή; Ὅτι ζώνεται τήν ποδιά καί πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν, καί δείχνει τήν ἄριστη ὁδό τῆς ὑψώσεως, τήν ταπείνωση; Καί πῶς δέν τόν κατηγορεῖς ὅτι τρώσει καί μέ τελῶνες, γιά νά κερδήσει τί; Τήν σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν. Διαφορετικά, καί τόν γιατρό θά κατηγοροῦσε κάποιος ὅτι σκύβει στίς πληγές καί ἀνέχεται τίς δυσωδίες, γιά νά δώσει τήν ὑγεία στούς πάσχοντες.

ΚΖ´. Ἀπεστάλη δέ ὡς ἄνθρωπος, γιατί ἦταν διπλός· καί γι’ αὐτό καί ἐκοπίασε καί πείνασε καί δίψασε καί δάκρυσε, σύμφωνα μέ τόν νόμο τῆς φύσεως34· καί ὡς Θεός, ἔχοντας ὡς ἀποστολή τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός, πρός τόν ὁποῖο ἀναφέρεται καί τόν τιμᾶ ὡς ἀρχή ἄναρχο, καί γιά νά μή νομίσουμε ὅτι εἶναι ἀντίθεος. Γι’ αὐτό λέγεται ὅτι τόν παρέδωσαν35, ἀλλά ἔχει γραφεῖ ὅτι καί ὁ ἴδιος παρέδωσε τόν ἑαυτό του· καί ὅτι ὁ Πατήρ τόν ἀνέστησε, ἀλλά καί ὅτι ἀνέστησε τόν ἑαυτό του· ἐκεῖνα εἶναι τῆς εὐδοκίας, τοῦτα τῆς ἐξουσίας. Σύ ὅμως, ἀναφέρεις αὐτά πού τόν μειώνουν καί παραβλέπεις αὐτά πού τόν ἀνυψώνουν· καί ὅτι μέν ἔπαθε, τό λογαριάζεις, ὅτι δέ ἀκουσίως, δέν προσθέτεις. Αὐτά πού πάσχει καί τώρα ὁ Λόγος36· ἀπό ἄλλους νά συγχέεται μέ τόν Θεό Πατέρα, καί ἀπό ἄλλους ὡς σάρκα νά ἀτιμάζεται καί νά χωρίζεται ἀπό τήν Θεότητα. Σύ δέ, οὔτε τήν ἰσότητα δέχεσαι, οὔτε ὁμολογεῖς τήν Θεότητα.

ΚΗ´. Ἀνακεφαλαιώνοντας: Δημιουργηθήκαμε γιά νά εὐτυχήσουμε, εὐτυχήσαμε ἐπειδή δημιουργηθήκαμε. Μᾶς πιστώθηκε ὁ Παράδεισος, γιά νά ἀπολαύσουμε. Λάβαμε ἐντολή, γιά νά φανοῦμε δόκιμοι τηρῶντας την· ὄχι γιατί ὁ Θεός ἀγνοοῦσε τί θά συνέβαινε, ἀλλ’ ἐπειδή νομοθετοῦσε τό αὐτεξούσιο. Ἀπατηθήκαμε, ἐπειδή μᾶς ἐφθόνησαν· ἐκπέσαμε, ἐπειδή παραβήκαμε· νηστέψαμε, ἐπειδή δέν νηστέψαμε ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς. Εἴχαμε ἀνάγκη νά σαρκωθεῖ ὁ Θεός37 καί νά νεκρωθεῖ, γιά νά ζήσουμε· νεκρωθήκαμε μαζί του, γιά νά καθαρισθοῦμε· συναναστηθήκαμε, ἐπειδή συννεκρωθήκαμε· συνδοξαστήκαμε, ἐπειδή συναναστηθήκαμε.

ΚΘ´. Εἶναι μέν πολλά τά θαύματα τοῦ τότε καιροῦ· Θεός σταυρούμενος, ἥλιος σκοτιζόμενος (γιατί ἔπρεπε μαζί μέ τόν Κτίστη νά συμπάσχουν καί τά κτίσματα), αἷμα καί ὕδωρ νά χύνεται ἀπό τήν πλευρά· τό μέν ὡς ἀνθρώπου, τό δέ ὡς πιό πάνω ἀπό τόν ἄνθρωπο· ἡ γῆ νά σείεται, πέτρες νά ραγίζουν, νεκροί νά ἀνασταίνονται πρός ἀπόδειξη τῆς τελευταίας καί κοινῆς ἀναστάσεως· τά ἐπί τοῦ τάφου θαύματα, τά μετά τόν τάφο, ποιός ἄραγε θά μποροῦσε νά ὑμνήσει ἀξίως; Ἀλλά κανένα δέν εἶναι σάν τό θαῦμα τῆς δικῆς μου σωτηρίας· λίγες σταγόνες αἵματος ὅλον τόν κόσμο ἀναπλάττουν καί γίνονται γιά τούς ἀνθρώπους ὅπως γίνεται γιά τό γάλα ὁ χυμός τῆς συκιᾶς38, σέ ἕνα συγκεντρώνοντάς μας καί συνδέοντάς μας.

Λ´.
Ὦ Πάσχα, τό μέγα καί ἱερό, καί ὅλου τοῦ κόσμου καθαρτήριο! Ὦ Λόγε Θεοῦ, καί φῶς, καί ζωή, καί σοφία, καί δύναμη! Διότι χαίρομαι μέ ὅλα σου τά ὀνόματα. Ὦ Λόγε νοούμενε καί ἄνθρωπε θεωρούμενε! Τώρα μέν ἄς ἔχεις τόν λόγο τοῦτο, εὐχαριστήριο καί συνάμα ἱκετήριο, νά μήν πάθουμε κανένα κακό πέρα ἀπό τά ἀναγκαῖα καί ἱερά, τά ὁποῖα ζήσαμε· καί ἄς σταματήσεις τήν τυραννία τοῦ σώματός μας (βλέπεις, Κύριε, πόσο μεγάλη εἶναι καί πόσο μᾶς κάμπτει), ἤ τήν κρίση σου, ἐάν μέ τοῦτο μᾶς καθαρίζεις. Κι ἄν φθάσουμε ἐπαξίως στό ποθούμενο τέλος καί γίνουμε δεκτοί στά οὐράνια σκηνώματα, τότε κι ἐκεῖ θά σοῦ προσφέρουμε θυσίες δεκτές στό ἅγιο θυσιαστήριό σου, ὦ Πάτερ, καί Λόγε, καί Πνεῦμα τό ἅγιο· διότι σʼ ἐσένα πρέπει κάθε δόξα, τιμή, καί κράτος, στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


π. Χερουβείμ Βελέτζας 
 
* Δημοσιεύτηκε στό περιοδικό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Τριμυθοῦντος «Ἅγιος Σπυρίδων», τεῦχος Ἰανουαρίου -  Ἀπριλίου 2023.

--------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 MPG 35, 396-401.

2 MPG 36, 624-664.

3 Ἀναστάσεως ἡμέρα, καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει, καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα. Εἴπωμεν ἀδελφοί, καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς· Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει, καὶ οὕτω βοήσωμεν· Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος.

4 Χθὲς συνεθαπτόμην σοι Χριστὲ συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι, συνεσταυρούμην σοι χθὲς, αὐτός με συνδόξασον Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.

5 Αββακούμ, β’.

6 Πρβλ. ὡδή δ´, ὁ εἱρμός: «Ἐπί τῆς θείας φυλακῆς ὁ θεηγόρος Ἀββακούμ στήτω μεθ’ ἡμῶν καί δεικνύτω φαεσφόρον ἄγγελον, διαπρυσίως λέγοντα· σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅτι ἀνέστη Χριστός, ὡς παντοδύναμος».

7 Πρβλ. τά τροπάρια τῶν Αἴνων, «Πάσχα ἱερόν ἡμῖν σήμερον» κλπ.

8 Πρβλ. ὡδή η´, ὁ εἱρμός: «Αὕτη ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία, ἑορτῶν ἑορτή, καὶ πανήγυρις ἐστὶ πανηγύρεων, ἐν ᾗ εὐλογοῦμεν, Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας».

9 Πρβλ. τροπάριον τῆς ζ’ ὡδῆς: «Ὡς ὄντως ἱερὰ καὶ πανέορτος, αὕτη ἡ σωτήριος, νὺξ καὶ φωταυγής, τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας, τῆς ἐγέρσεως οὖσα προάγγελος, ἐν ᾗ τὸ ἄχρονον φῶς, ἐκ τάφου σωματικῶς πᾶσιν ἐπέλαμψεν».

10 Πρβλ. «Ἄπειρον οὖν τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον, καὶ τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία. Ὅσα δὲ λέγομεν ἐπὶ Θεοῦ καταφατικῶς, οὐ τὴν φύσιν ἀλλὰ τὰ περὶ τὴν φύσιν δηλοῖ. Κἂν ἀγαθόν, κἂν δίκαιον, κἂν σοφόν, κἂν ὅ τι ἂν εἴπῃς, οὐ φύσιν λέγεις Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ περὶ τὴν φύσιν». Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. 4.

11 Ἠσ. στ´, 1-3.

12 Σημ.: ἐννοεῖ τά συστήματα τῶν ἄστρων καί τῶν πλανητῶν.

13 Πρβλ. «ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας», Ὀδυσσέα Ἐλύτη, Τό Ἄξιον ἐστί.

14 Πβλ. τό τροπάριο τῶν Χριστουγέννων: «Ὁ άχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί...».

15 Νόμος ἐδῶ ἐννοεῖται ὁ Μωσαϊκός, ὅπως προκύπτει ἀπό τά συμφραζόμενα.

16 Κολασ. β´, 16-17.

17 Ἔξοδ. κε’, 40.

18 Πρβλ. «Πρὸ τοῦ δὲ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκλειόμενοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν͵,ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν». Γαλ. γ´, 23-25.

19 Δηλαδή τόν Χριστό.

20 «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ' ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.» Ματθ. ια´, 28-30.

21 «οὗτος ὁ κλῆρός σου καὶ μερὶς τοῦ ἀπειθεῖν ὑμᾶς ἐμοί, λέγει κύριος, ὡς ἐπελάθου μου καὶ ἤλπισας ἐπὶ ψεύδεσιν. κἀγὼ ἀποκαλύψω τὰ ὀπίσω σου ἐπὶ τὸ πρόσωπόν σου, καὶ ὀφθήσεται ἡ ἀτιμία σου, καὶ ἡ μοιχεία σου καὶ ὁ χρεμετισμός σου καὶ ἡ ἀπαλλοτρίωσις τῆς πορνείας σου. ἐπὶ τῶν βουνῶν καὶ ἐν τοῖς ἀγροῖς ἑώρακα τὰ βδελύγματά σου· οὐαί σοι, Ιερουσαλημ, ὅτι οὐκ ἐκαθαρίσθης ὀπίσω μου, ἕως τίνος ἔτι;» Ἱερ. ιγ´, 25-27.

22 «ὁ θεὸς ὁ περιζωννύων με δύναμιν καὶ ἔθετο ἄμωμον τὴν ὁδόν μου». Ψαλμός 17.

23 «στῆτε οὖν περιεζωσμένοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ,καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης». Ἐφεσ. στ´, 14.

24 «ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων͵ καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ͵ καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ». Λουκ. ι´, 19.

25 Γ’ Βασιλ. κα´, 3.

26 Λουκ. ιστ´, 9.

27 Ἔξοδ. ιζ´, 9-13.

28 Ρωμ. ζ´, 14.

29 Οἱ προεκτάσεις τοῦ συλλογισμοῦ αὐτοῦ εἶναι πάντα ἐπίκαιρες, ἀφ’ ἑνός στήν ποιμαντική του διάσταση μέσα στό ἱερό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, ἀλλά καί στούς θεολογικούς διαλόγους, καθ’ ὅτι ἀντικρούει, ἄν καί διετυπώθη ἀρκετούς αἰῶνες νωρίτερα, τό λατινικό δόγμα περί τῆς ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης (Ἄνσελμος Καντερβουρίας κλπ)

30 Πρβλ. ὡδή θ´ τοῦ κανόνα τῆς Ἀναστάσεως: «Ὤ Πάσχα τὸ μέγα, καὶ ἱερώτατον Χριστέ· ὤ σοφία καὶ Λόγε, τοῦ Θεοῦ καὶ δύναμις· δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ, ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου».

31 Εἶναι καί ἐδῶ φανερός ὁ σύνδεσμος τῆς βρώσεως καί τῆς γνώσεως, σέ βαθμό πού σχεδὸν νά ταυτίζονται.

32 Πρβλ. «Λάβετε, φάγετε· τοῦτο ἐστί τό σῶμα μου» (…). Δέν εἶναι ἄλλο τώρα καί ἄλλο στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄρα, τό μυστήριο εἶναι καί τώρα τέλειο, ἡ μετοχή μας ὅμως ἀτελής, λόγῳ τῆς δικῆς μας ἀτέλειας. Φανερώνεται. Ἑπομένως, και διδάσκει και νυν τούς μεταλαμβάνοντας, κατά τό μέτρο τῆς δυνάμεώς μας. Πρβλ. Α’ Κορ. ιγ´, 12: «βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι΄ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους͵, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην».

33 Ψαλμός 23.

34 Ἐννοεῖ κατά τούς νόμους τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

35 «τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν͵ τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ». Ματθ. κζ´, 26.

36 Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος κάνει ἐδῶ ἀναφορά στίς ἀρειανικές ἔριδες καί δοξασίες τῆς ἐποχῆς του. Ὡστόσο, ὁ λόγος ἔχει καί σήμερα ἰδιαίτερη σημασία, ἕνεκα τῆς ἄγνοιας τῶν πολλῶν.

37 Πρβλ. Μ. Ἀθανασίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου.

38 Ἡ ἀκριβής διατύπωση εἶναι «ῥανίδες αἵματος ὀλίγαι κόσμον ὅλον ἀναπλάττουσαι͵ καὶ γίνονται καθάπερ ὀπὸς γάλακτι πᾶσιν ἀνθρώποις͵,...». Ὀπός εἶναι ὁ γαλακτώδης χυμός τῆς συκιᾶς, ὁ ὁποῖος χρησίμευε ὡς πυτιά, γιά νά πήξει τό γάλα καί νά γίνει τυρί. Ὁ παραλληλισμός τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ μέ τό «γάλα» τῆς συκιᾶς, φωτίζει καί τό νόημα ἄλλων σημείων τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως ἐπί παραδείγματι τήν ἄκαρπη καί καταρασθεῖσα ἀπό τόν Κύριο καί ξηρανθεῖσα συκῆ.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου