Μ. Βασιλείου: Ὁμιλία ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν


 

Εἰσαγωγή, ἀπόδοση στήν Νεοελληνική, σχόλια:

ἀρχιμ. Χερουβείμ Βελέτζας

Ἱεροκήρυκας τῆς Ἱ. Μ. Κερκύρας, Παξῶν καί Διαποντίων Νήσων


Κάθε φορά πού συμβαίνει κάποια φυσική ἤ μή καταστροφή, ἡ ὁποία μάλιστα ἐπιφέρει τόν θάνατο σέ πολλές ἀνθρώπινες ζωές, στόν νοῦ καί στά χείλη πολλῶν (πιστῶν εἴτε ὄχι) ἀνέρχεται τό ἐρώτημα: Γιατί συνέβη αὐτή ἡ συμφορά; γιατί ὁ Θεός ἐπέτρεψε τοῦτο τό κακό; γιατί, ὡς παντοδύναμος, δέν τό ἀπέτρεψε; γιά ποῖον λόγο ἀφήνει νά χάνονται τόσες ἀνθρώπινες ζωές; εἶναι, τελικά, πρόξενος κακῶν ὁ Θεός; Ἰδιαιτέρως δέ στήν ἐποχή μας, ἡ ὁποία ἔχει θεοποιήσει τήν ἐπιστήμη, τήν τεχνολογία, τόν «ὀρθό λόγο», τό ἐγώ ἑνός ἑκάστου καί τίς γήινες ἐπιθυμίες του (γι' αὐτό καί οἱ περισσότεροι κομπάζουν γιά τά ὑλικά ἀγαθά πού ἀπολαμβάνουν καί εὔκολα κατηγοροῦν τούς πάντες πλήν αὐτῶν τῶν ἰδίων γιά ὅλα τά κακά τοῦ κόσμου), κατά κανόνα παραθεωρεῖται ἡ πνευματική διάσταση τῶν πραγμάτων εἴτε σέ φιλοσοφικό εἴτε σέ θεολογικό ἐπίπεδο· μέ ἀποτέλεσμα νά ἀπορρίπτεται ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἤ, στήν καλύτερη τῶν περιπτώσεων, νά θεωρεῖται ὁ Θεός ὡς ὑπηρέτης τῆς ἀτομικῆς ἄνεσης καί τῆς ἐν γένει εὐδαιμονίας, κατά τίς ἐπιθυμίες τοῦ καθενός. Μέ αὐτές τίς συνθῆκες, οἱ ἀνθρώπινες συμφορές, πόλεμοι, σεισμοί, πεῖνες κλπ, ἀποτελοῦν γιά τούς πολλούς ἀπόδειξη ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός· ἡ ἀλήθεια, ὡστόσο, εἶναι ὅτι ἡ αἰτίαση αὐτή ἀποτελεῖ τήν ἀφορμή τῆς ἀπιστίας τους, ἡ αἰτία εἶναι ἐσωτερική καί βαθύτερη.


Ὑπάρχουν, βεβαίως, καί ἄνθρωποι πού μέ πίστη ἀτενίζουν στόν οὐρανό· οἱ ὁποῖοι μέ ἄλλα κριτήρια καί μέ ἄλλα μάτια, πνευματικά, θεωροῦν τόν κόσμο καί ὅσα συμβαίνουν πάνω στήν γῆ καί πέρα ἀπό αὐτήν. Ἀγωνίζονται νά ὑπερβοῦν τό πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου, γιατί θεωροῦν τά πάντα ὑπό τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως· γι' αὐτό καί ὁ κόσμος δέν θέλει καί δέν δύναται νά κατανοήσει τήν πίστη τους στόν Θεό, τήν σκέψη τους καί τόν τρόπο τῆς ἱεράρχησης τῶν ἀξιῶν καί τῶν πραγμάτων· τά ὁποῖα (πρέπει νά) ἀντανακλοῦν στόν πρόσκαιρο τοῦτο βίο μας καί στήν ἐν γένει πολιτεία μας. Ὁ λόγος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου πού ἀκολουθεῖ, ἀπευθύνεται πρωτίστους στούς πιστούς καί ἀποσκοπεῖ νά τούς στηρίξει στήν πίστη, ἀναλύοντας τό ζήτημα τῆς παρουσίας τοῦ κακοῦ στόν κόσμο καί διαλύοντας τά νέφη τῶν διαφόρων λογισμῶν· ἀπευθύνεται δέ καί σέ ὅποιον, καλῇ τῇ πίστει, ἐπιθυμεῖ νά γνωρίσει τόν τρόπο τοῦ κατά Θεόν σκέπτεσθαι καί ζῆν.


Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου:

ΟΜΙΛΙΑ ΟΤΙ ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΑΙΤΙΟΣ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ Ο ΘΕΟΣ1


Πολλοί τρόποι διδασκαλίας μᾶς ἔχουν ὑποδειχθεῖ διά τοῦ ἱεροψάλτου Δαβίδ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα πού ἐνεργοῦσε σέ αὐτόν. Γιατί ἄλλοτε μέν, διηγούμενος ὁ προφήτης τά δικά του παθήματα καί πῶς ὑπέμεινε γενναίως τίς συμφορές, μέσα ἀπό τό δικό του παράδειγμα μᾶς ἀφήνει σαφέστατη διδασκαλία τῆς ὑπομονῆς, ὅπως ὅταν λέει: «Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με;»2 Ἄλλοτε δέ, ὑπογραμμίζει τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καί τήν ταχύτητα τῆς συνδρομῆς, τήν ὁποία παρέχει σέ ὅσους ἀληθινά τόν ἐπιζητοῦν, λέγοντας: «Ἐν τῷ ἐπικαλεῖσθαι με εἰσήκουσέ μου ὁ Θεός τῆς δικαιοσύνης μου»3· πρᾶγμα πού ἰσοδυναμεῖ μέ τόν προφήτη πού εἶπε: «Ἔτι λαλοῦντός σου, ἐρεῖ· Ἰδοὺ πάρειμι»4. Δηλαδή, δέν πρόλαβε νά προφέρῃ τήν ἐπίκληση, καί πρόλαβε τό τέλος της ἡ ἀκοή τοῦ Θεοῦ. Ὅταν πάλι προσφέρει στόν Θεό ἱκεσίες καί δεήσεις, μᾶς διδάσκει μέ ποῖον τρόπο ἁρμόζει οἱ εὑρισκόμενοι σέ ἁμαρτίες νά ἐκζητοῦν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ: «Κύριε, μή τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδέ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με»5. Στόν δέ δωδέκατο Ψαλμό, ἀφοῦ φανερώνει κάποιον παρατεινόμενο πειρασμό, λέγοντας: «Ἕως πότε, Κύριε, ἐπιλήσῃ μου εἰς τέλος;», μέσα ἀπό ὅλον τόν ψαλμό μᾶς διδάσκει νά μήν λιώσουμε ἀπό τήν θλίψη, ἀλλά νά ἀναμένουμε τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καί νά γνωρίζουμε ὅτι κατ’ οἰκονομία μᾶς παραδίδει στίς θλίψεις, ἀνάλογα μέ τήν πίστη πού ὑπάρχει μέσα στόν καθένα. Διότι, ἀφοῦ λέει τό: «Ἕως πότε, Κύριε, ἐπιλήσῃ μου εἰς τέλος;» καί τό: «ἕως πότε ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ;»6, εὐθύς μεταβαίνει στό κακό τῶν ἀθέων· οἱ ὁποῖοι, ὅταν προσκρούσουν σέ κάποιο μικρό ἀπό τά βιοτικά, ἐπειδή δέν ἀντέχουν τίς δυσκολώτερες τῶν περιστάσεων, ἀμέσως ἀμφιβάλλουν μέ τόν νοῦ, ἐάν ὑπάρχει Θεός πού ἐπιμελεῖται τά ἐπίγεια, ἐάν βλέπει τίς πράξεις τοῦ καθενός, ἐάν διανέμει στόν καθένα ἀνάλογα μέ τήν ἀξία του. Ἔπειτα, ὅταν δοῦν νά παρατείνονται σέ αὐτούς ὅσα δέν ἐπιθυμοῦν, ἐπιβεβαιώνουν μέσα τους τό πονηρό δόγμα καί ἀποφαίνονται ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός»7. Καί ἀφοῦ βάλει αὐτό μέσα στόν νοῦ του, χωρίς λοιπόν περίσκεψη κάθε ἁμαρτία χωρεῖ. Διότι, ἐάν δέν ὑπάρχει αὐτός πού βλέπει ἀπό ψηλά, ἐάν δέν ὑπάρχει αὐτός πού ἀνταποδίδει στόν καθένα κατά τήν ἀξία τῆς βιοτῆς του, τί τόν ἐμποδίζει νά καταδυναστεύει τόν φτωχό, νά φονεύει τά ὀρφανά, νά σκοτώνει τήν χῆρα καί τόν ἀλλοεθνῆ, νά ἀποτολμᾶ κάθε ἀνόσια πράξη καί νά μολύνεται μέ ἀκάθαρτα πάθη καί μέ ὅλες τίς κτηνώδεις ἐπιθυμίες; Γι’ αὐτό, ὡς συνέπεια τοῦ «δέν ὑπάρχει Θεός», προσέθεσε τό: «Διεφθάρησαν, καί ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασι»8. Διότι εἶναι ἀδύνατο νά ἐκτραποῦν ἀπό τήν ὁδό τῆς δικαιοσύνης, ἐάν δέν νοσήσουν οἱ ψυχές τους τήν λήθη τοῦ Θεοῦ.

Ἀπό ποῦ τά ἔθνη παραδόθηκαν σέ ἀδόκιμο νοῦ καί ποιοῦν τά ἀνάρμοστα; Ὄχι ἐπειδή εἶπαν: «Δέν ὑπάρχει θεός»; Ἀπό ποῦ ἔπεσαν στά πάθη τῆς ἀτιμίας, καί οἱ μέν γυναῖκες τους μετάλλαξαν τήν φυσική χρήση στήν παρά φύσιν, ἄνδρες δέ σέ ἄνδρες τήν ἀσχημοσύνη διαπράττουν; Ὄχι ἐπειδή ἄλλαξαν τήν δόξα τοῦ ἄφθαρτου Θεοῦ μέ ὁμοιώματα κτηνῶν καί τετραπόδων καί ἑρπετῶν9; Ἄφρων λοιπόν εἶναι, ὡς ἀληθινά στερημένος καί νοῦ καί φρονήσεως, αὐτός πού λέει ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. Πολύ κοντά δέ σέ αὐτόν, καί σέ τίποτα ὑπολειπόμενος κατά τήν ἀφροσύνη, καί ἐκεῖνος πού λέει ὅτι ὁ Θεός εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν. Γιατί θεωρῶ ὅτι ἴδια ἀξία ἔχει ἡ ἁμαρτία τους, ἐπειδή καί οἱ δύο ὁμοίως ἀρνοῦνται τόν ἀγαθό Θεό· ὁ μέν λέγοντας ὅτι δέν ὑπάρχει παντελῶς, ὁ δέ ἀποφαινόμενος ὅτι δέν εἶναι ἀγαθός. Διότι, ἐάν εἶναι αἴτιος κακῶν, γίνεται φανερό ὅτι δέν εἶναι ἀγαθός10· ἑπομένως κι ἀπό τά δύο προκύπτει ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ποῦ λοιπόν, λένε, προέρχονται οἱ ἀσθένειες; ἀπό ποῦ οἱ πρόωροι θάνατοι; ἀπό ποῦ οἱ πανωλεθρίες τῶν πόλεων; τά ναυάγια; οἱ πόλεμοι; οἱ ἐπιδημίες; Γιατί αὐτά, λένε, εἶναι κακά, καί τά πάντα ποιήματα τοῦ Θεοῦ. Ὥστε ποῖον ἄλλον ἔχουμε νά αἰτιάσουμε γιά ὅσα συμβαίνουν, καί ὄχι τόν Θεό; Ἔλα λοιπόν τώρα, ἐπειδή πέσαμε μέσα στό πολυθρύλλητο ζήτημα, ἀφοῦ ἀναβιβάσουμε τόν λόγο σέ κάποια κοινῶς ὁμολογουμένη ἀρχή, νά ἐξετάσουμε τό πρόβλημα μέ μεγαλύτερη προσοχή καί νά ἀποπειραθοῦμε νά δώσουμε τρανή καί σαφῆ ἐξήγηση.

Τοῦτο τό ἕνα πρέπει νά ἔχουμε πρῶτα στό μυαλό μας, ὅτι ἀφοῦ εἴμαστε ποίημα τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ καί συναρμοσμένοι ἀπό αὐτόν, ὁ ὁποῖος μικρά καί μεγαλύτερα οἰκονομεῖ γιά ἐμᾶς, οὔτε θά παθαίναμε κάτι χωρίς νά τό θέλει ὁ Θεός, οὔτε ἀπό ὅσα πάσχουμε εἶναι κάτι ἀληθινά βλαβερό, ἤ εἶναι τέτοιο, ὥστε νά λαμβάνουμε μέσα ἀπό αὐτό κάποιο καλύτερο νόημα. Γιατί, ἀπό Θεοῦ μέν οἱ θάνατοι· δέν εἶναι πάντως ἀληθινά πονηρός ὁ θάνατος, πλήν ἐάν κανείς ἀναφέρεται στόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, διότι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τά ἐδῶ τυγχάνει ἀρχή τῶν κολάσεων τοῦ ἄδη. Πάλι δέ, τά κακά τοῦ ἄδη δέν προέρχονται ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους. Γιατί ἡ ἀρχή καί ρίζα τῆς ἁμαρτίας βρίσκεται σέ ἐμᾶς καί στό αὐτεξούσιο. Διότι αὐτοί πού ἐφ’ ὅσον ἀπεῖχαν ἀπό τό κακό τούς ἐπετρέπετο νά μήν ὑποστοῦν κανένα δεινό, ὅταν αὐτοί διά τῆς ἡδονῆς δελεάσθηκαν στήν ἁμαρτία, τί λόγο εὐπρεπῆ θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὅτι τάχα δέν ἔγιναν οἱ ἴδιοι αἴτιοι τῶν δικῶν τους συμφορῶν; Κακό λοιπόν εἶναι, τό μέν ὡς πρός τήν δική μας αἴσθηση, τό δέ ὡς πρός τήν ἴδια του τήν φύση. Καί τό μέν φύσει κακόν ἀπό ἐμᾶς ἐξαρτᾶται, ἀδικία, ἀσέλγεια, ἀφροσύνη, δειλία, φθόνοι, φόνοι, μαγεῖες, ραδιουργίες, καί τόσα ἄλλα συγγενικά μέ αὐτά παθήματα, τά ὁποῖα καταρρυπαίνουν τήν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος δημιουργηθεῖσα ψυχή καί ἀμαυρώνουν τό κάλλος αὐτῆς. Πάλι κακό λέμε τό ἐπίπονο γιά ἐμᾶς καί ὀδυνηρό ὡς πρός τήν αἴσθηση, ἀρρώστια σωματική, καί πληγές τοῦ σώματος, καί στέρηση τῶν ἀναγκαίων, καί ἀτιμία, καί ζημίες χρηματικές, καί ἐκδιώξεις τῶν οἰκείων· τό καθένα ἀπό τά ὁποῖα ἐπέρχεται σέ ἐμᾶς ἀπό τόν φρόνιμο καί ἀγαθό Δεσπότη γιά τό συμφέρον μας. Τόν μέν πλοῦτο ἀφαιρεῖ ἀπό αὐτούς πού τόν χρησιμοποιοῦν μέ κακό τρόπο, καταστρέφοντας τό ὄργανο τῆς ἀδικίας τους· ἀρρώστια δέ ἐπιφέρει σέ αὐτούς πού εἶναι πιό ἐπωφελές νά δεθοῦν τά μέλη τους, παρά νά ἔχουν ἀνεμπόδιστες τίς ὁρμές πρός τήν ἁμαρτία· οἱ δέ θάνατοι ἔρχονται ὅταν πληρωθοῦν τά ὅρια τῆς ζωῆς, τά ὁποῖα ἐξ ἀρχῆς ἔθεσε γιά τόν καθένα ἡ δίκαια κρίση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος προβλέπει ἀπό μακριά τό συμφέρον ἑνός ἑκάστου· λιμοί δέ καί ξηρασίες καί κατακλυσμοί, εἶναι κάποιες κοινές πληγές τῶν πόλεων καί τῶν ἐθνῶν, οἱ ὁποῖες μετριάζουν τό κακό. Ὅπως λοιπόν εὐεργέτης εἶναι ὁ ἰατρός, ἀκόμα κι ἄν προκαλεῖ στό σῶμα πόνους καί πληγές (γιατί τήν νόσο πολεμᾶ, ὄχι τόν πάσχοντα)· ἔτσι ἀγαθός ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος διαχειρίζεται τήν σωτηρία σέ ὅλους μέ τίς μερικές τιμωρίες. Σύ ὅμως τόν μέν ἰατρό δέν ἐγκαλεῖς, πού ἄλλα κόβει, ἄλλα καυτηριάζει καί ἄλλα ἀφαιρεῖ ἐντελῶς ἀπό τό σῶμα· ἀλλά καί χρήματα τοῦ καταβάλλεις, καί σωτῆρα τόν προσφωνεῖς, ἐπειδή σέ λιγοστό μέρος περιορίζει τό νόσημα, πρίν ἐξαπλωθεῖ τό πάθος σέ ὅλο τό σῶμα. Ὅταν ὅμως δεῖς πόλη νά σείεται καί νά πέφτει στούς κατοίκους, ἤ πλοῖο αὔτανδρο νά ἔχει διαλυθεῖ στήν θάλασσα, δέν τεμπελιάζεις νά κινεῖς γλῶσσα βλάσφημη κατά τοῦ ἀληθινοῦ ἰατροῦ καί σωτῆρος. Ἔπρεπε ὡστόσο νά γνωρίζεις ὅτι ὅταν οἱ ἄνθρωποι πάσχουν μέτρια καί ἰάσιμα, παραλαμβάνονται οἱ ὠφέλειες πού προέρχονται ἀπό τήν φροντίδα· ὅταν ὅμως τό πάθος ἀποδειχθεῖ μεγαλύτερο ἀπό τήν θεραπεία, γίνεται ἀπαραίτητη ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀχρηστευθέντος μέλους, ὥστε νά μήν συνεχίσει ἡ νόσος ν´α ἐπεκτείνεται καί βλάψει τά ζωτικά ὄργανα. Ὅπως λοιπόν τῆς τομῆς ἤ τοῦ καυτηριασμοῦ δέν εἶναι αἴτιος ὁ ἰατρός ἀλλά ἡ νόσος, ἔτσι καί οἱ ἀφανισμοί τῶν πόλεων, ἐπειδή προέρχονται ἀπό τήν ἀμετρία τῶν ἁμαρτημάτων, ἀπαλλάσσουν τόν Θεό ἀπό κάθε μομφή.

Ἀλλ’ ἐάν ὁ Θεός δέν εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν, λέει, πῶς ἔχει λεχθεῖ τό: «Ἐγὼ ὁ κατασκευάσας φῶς, καὶ ποιήσας σκότος, ποιῶν εἰρήνην καὶ κτίζων κακά»;11 Καὶ πάλι: «Κατέβη κακὰ παρὰ Κυρίου ἐπὶ πύλας Ἱερουσαλήμ»12· καί: «Οὐκ ἔστι κακία ἐν πόλει, ἣν Κύριος οὐκ ἐποίησε»13. Καὶ στήν μεγάλῃ ᾠδή τοῦ Μωυσῆ: «Ἴδετε, ἴδετε, ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ οὐκ ἔστι Θεὸς πλὴν ἐμοῦ· ἐγὼ ἀποκτενῶ, καὶ ζῇν ποιήσω· πατάξω, κἀγὼ ἰάσομαι»14. Ἀλλά γιά ὅποιον γνωρίζει τό πνεῦμα τῆς Γραφῆς, κανένα ἀπό αὐτά δέν κατηγορεῖ τόν Θεό ὡς αἴτιο καί ποιητῆ τῶν κακῶν· γιατί αὐτός πού εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι πού κατασκευάζω φῶς καί ποιῶ σκοτάδι», μέ τοῦτα καθιστᾶ τόν ἑαυτό του δημιουργό τῆς κτίσεως, ὄχι ποιητῆ κάποιου κακοῦ. Γιά νά μή νομίσης λοιπόν ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ αἴτιος τοῦ φωτός καί ἄλλος τοῦ σκότους, εἶπε ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ποιητής καί τεχνίτης τῶν φαινομενικά ἀντιθέτων στήν κτίση, ὥστε νά μήν ἀναζητήσης ἄλλον δημιουργό τῆς φωτιᾶς, ἄλλον τοῦ νεροῦ, ἄλλον τοῦ ἀέρα καί ἄλλον τῆς γῆς· ἐπειδή νομίζουν μερικοί ὅτι αὐτά ἀλληλοσυγκρούονται, λόγῳ τῆς διαφορετικῆς τους ποιότητας. Τό ὁποῖο ἤδη κάποιοι ἔπαθαν καί ἔχουν στραφεῖ στήν πολυθεΐα. Ποιεῖ δέ εἰρήνη καί κτίζει κακά. Μάλιστα, ποιεῖ εἰρήνη μέσα σου, ὅταν μέ τήν καλή διδασκαλία εἰρηνεύσῃ τόν νοῦ σου καί συμφιλιώσει τά ἐπαναστατημένα πάθη μέ τήν ψυχή· κτίζει δέ κακά· δηλαδή, τά μεταποιεῖ καί τά βελτιώνει ὥστε, ἀφοῦ ἀποβάλλουν τήν κακία, νά μεταλαμβάνουν τήν φύση τοῦ καλοῦ. «Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός»15. Δέν λέει τώρα νά δημιουργήσεις, ἀλλά νά ἀνακαινίσεις αὐτήν πού πάλιωσε ἐξ αἰτίας τῆς κακίας. Καί: «Ἵνα τούς δύο κτίσῃ εἰς ἕνα καινόν ἄνθρωπον»16. Τό «κτίσῃ», δέν σημαίνει νά δημιουργήσει ἐκ τοῦ μή ὄντος, ἀλλά τά ὄντα νά μετακοσμήσει. Καί: «Εἴ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις»17. Καί πάλι ὁ Μωυσῆς: «Οὐκ αὐτὸς οὗτος ὅ σου πατὴρ ἐκτήσατό σε, καὶ ἐποίησέ σε, καὶ ἔκτισέ σε»18; Διότι ἐδῶ, ἀφοῦ ἡ κτίση κατετάγη μετά τήν ποίηση, σαφῶς μᾶς διδάσκει ὅτι τό ὄνομα τῆς κτίσεως ἔχει τεθεῖ, μεταξύ ἄλλων, μέ τήν σημασία τῆς βελτιώσεως. Ὥστε ὅταν ποιεῖ εἰρήνη, μέ αὐτόν τόν τρόπο ποιεῖ τήν εἰρήνη, κτίζοντας τά κακά· δηλαδή μεταποιῶντας καί βελτιώνοντας αὐτά. Ἔπειτα βέβαια, ἐάν νοήσεις ὅτι εἰρήνη εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό τούς πολέμους καί κακό ὀνομάσεις τά ἐπώδυνα πού τούς ἀκολουθοῦν, ἐκστρατεῖες πέρα ἀπό τά σύνορα, πόνους, ἀγρυπνίες, ἀγωνίες, ἱδρῶτες, τραύματα, σφαγές, ἁλώσεις πόλεων, ὑποδουλώσεις ἀνθρώπων, ἀπαγωγές, τά ἐλεεινά τῶν κατακτητῶν θεάματα, καί ἁπλῶς ὅσα λυπηρά ἀκολουθοῦν τούς πολέμους, λέμε ὅτι συμβαίνουν σύμφωνα μέ τήν δίκαια κρίση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιφέρει μέ τούς πολέμους τίς τιμωρίες σέ αὐτούς πού τίς ἀξίζουν. Ἤ προτιμοῦσες ἐσύ νά μήν κατακαοῦν τά Σόδομα, μετά ἀπό ἐκεῖνες τίς ἀνοσιουργίες; ἤ νά μήν καταστραφῇ ἡ Ἱερουσαλήμ, μήτε νά ἐρημωθῇ ὁ ναός, μετά τήν φρικτή παράνοια κατά τοῦ Κυρίου; Καί πῶς ἀλλιῶς ἦταν δίκαιο νά γίνουν αὐτά, καί ὄχι ἀπό τά χέρια τῶν Ρωμαίων, στούς ὁποίους παρέδωσαν τόν Κύριο οἱ ἐχθροί τῆς ἴδιας τους τῆς ζωῆς Ἰουδαῖοι; Ὥστε συμβαίνει ἐνίοτε, καί δικαίως, τά κακά τοῦ πολέμου νά ἔρχονται σέ ἐκείνους πού τά ἀξίζουν. Καί τό: «Ἐγώ θά ἀποκτείνω καί θά ζωοποιήσω», δέξου το, ἄν θέλεις, μέ τήν πρόχειρη ἔννοια. Διότι οἰκοδομεῖ ὁ φόβος τούς ἁπλούστερους. «Θά πλήξω, κι ἐγώ θά θεραπεύσω». Καί τοῦτο χρήσιμο, μέ τήν ἴδια ἔννοια· ἡ μέν πληγή προξενεῖ τόν φόβο, ἡ δέ ἴαση προτρέπει στήν ἀγάπη. Δύνασαι ὡστόσο νά διανοηθεῖς καί ὑψηλότερα γιά αὐτά πού εἰπώθηκαν. «Ἐγώ θά ἀποκτείνω», ἀναφέρεται στήν ἁμαρτία· καί «θά ζωοποιήσω», στήν δικαιοσύνη. Ἐπειδή, ὅσο ὁ ἔξω ἄνθρωπος διαφθείρεται, τόσο ὁ ἔσω ἀνακαινίζεται. Δέν ἀποκτείνει ἄλλον καί ἄλλον ζωοποιεῖ· ἀλλά τόν ἴδιο, μέ αὐτά πού ἀποκτείνει, ζωοποιεῖ· καί μέ αὐτά πού πλήττει, θεραπεύει, σύμφωνα μέ τήν Παροιμία πού λέει: «Σύ μέν πατάξεις αὐτόν ράβδῳ, τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ἐκ θανάτου ῥύσῃ»19. Τό δέ «Κατέβηκαν κακά παρά Κυρίου στίς πύλες τῆς Ἱερουσαλήμ», τήν ἴδια ἔχει ἐξήγηση. Ποῖα κακά; Θόρυβος ἁρμάτων καί ἱππέων. Ὅταν δέ ἀκούσεις ὅτι «δέν ὑπάρχει κακία σέ πόλη, τήν ὁποία δέν ποίησε ὁ Κύριος», νά ἐννοήσεις τῆς κακίας τό ὄνομα· γιατί ὁ λόγος ὑπαινίσσεται τήν κάκωση πού ἐπιφέρει σέ αὐτούς πού ἁμαρτάνουν, μέ σκοπό τήν διόρθωση τῶν πλημμελημάτων. Γιατί λέει: «Σέ ὑπέβαλα σέ κακουχίες καί σέ πεῖνα»20, γιά νά σέ εὐεργετήσω· συγκρατῶντας τήν ἁμαρτία, πρίν ξεχειλίσει δίχως μέτρο, ὅπως ἕνα ὁρμητικό ποτάμι συγκρατεῖται ἀπό κάποιο ἰσχυρό φράγμα.

Γι’ αὐτό συμβαίνουν νόσοι πόλεων καί ἐθνῶν, ἀνέμων ξηρασίες καί ἀκαρπία τῆς γῆς, καί στόν καθένα οἱ δυσκολώτερες περιστάσεις τοῦ βίου, γιά νά περικόπτουν τῆς κακίας τήν αὔξηση. Ὥστε αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά κακά προέρχονται ἀπό τόν Θεό, γιά νά ἐξαλείψουν τήν γένεση τῶν ἀληθινῶν κακῶν. Διότι οἱ κακώσεις τοῦ σώματος καί οἱ ἐξωτερικοί πόνοι, στοχεύουν στήν ἀποχή ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἀναιρεῖ ἑπομένως ὁ Θεός τό κακό, καί δέν προέρχεται τό κακό ἀπό τόν Θεό· ἐπειδή καί ὁ ἰατρός ἐξαλείφει τήν νόσο, καί δέν τήν βάζει στό σῶμα. Οἱ δέ καταστροφές τῶν πόλεων, σεισμοί καί πλημμύρες, καί ἀπώλειες στρατοπέδων, καί ναυάγια, καί κάθε πολυάνθρωπη φθορά, εἴτε προέρχεται ἀπό τήν γῆ, εἴτε ἀπό τήν θάλασσα, εἴτε ἀπό τόν ἄνεμο, εἴτε ἀπό τήν φωτιά, ἤ ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη αἰτία, γίνονται γιά τόν συνετισμό τῶν ὑπολοίπων, σωφρονίζοντας ὁ Θεός τήν πάνδημη πονηρία μέ δημόσιες μάστιγες.

Ἑπομένως, τό μέν κυρίως κακό ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία μάλιστα ἀξίζει νά ὀνομάζεται ἔτσι, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν δική μας προαίρεση, ἀφοῦ σέ ἐμᾶς ἐπαφίεται ἤ νά ἀπέχουμε ἀπό τήν πονηρία, ἤ νά εἴμαστε μοχθηροί· ἀπό δέ τά ὑπόλοιπα, ἄλλα μέν προβάλλονται ὡς ἀγωνίσματα γιά νά φανεῖ ἡ ἀνδρεία, ὅπως στόν Ἰώβ ἡ στέρηση τῶν παιδιῶν, ὁ ἀφανισμός ὅλου τοῦ πλούτου μέσα σέ μιά στιγμή, ἡ πληγή στό σῶμα· ἄλλα δέ γιά τήν θεραπεία τῶν ἁμαρτημάτων, ὅπως στόν Δαβίδ ἡ ντροπή τοῦ οἴκου του, ἡ δίκαιη τιμωρία τῆς παράνομης ἐπιθυμίας. Καί πάλι κατανοήσαμε κάποιο ἄλλο εἶδος τῶν φοβερῶν, προερχόμενο ἀπό τήν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, μέ σκοπό νά σωφρονίσει τούς ἐπιρρεπεῖς στήν ἁμαρτία· ὁ Δαθάν καί ὁ Ἀβειρών, πού ἄνοιξε βάραθρο κάτω ἀπό τά πόδια τους καί τούς κατάπιε ἡ γῆ. Διότι ἐδῶ, μέ αὐτόν τόν τρόπο τῆς τιμωρίας δέν ἔγιναν καλύτεροι αὐτοί (πῶς θά μποροῦσαν, ἀφοῦ κατέβηκαν στόν ἄδη;), ἀλλά μέ τό παράδειγμά τους συνέτισαν τούς ὑπόλοιπους. Ἔτσι καί ὁ Φαραώ καταποντίστηκε μέ ὅλο τό στράτευμά του. Ἔτσι ἀφανίστηκαν οἱ πρώην κάτοικοι τῆς Παλαιστίνης. Ὥστε, ὅταν λέει ὁ Ἀπόστολος: «Σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν»21, ἄς μή νομίσουμε ὅτι πρόκειται γιά κάποια πονηρή κατασκευή τοῦ Φαραώ (γιατί ἔτσι δικαιότερα ἡ αἰτία θά ἀποδοθεῖ σέ αὐτόν πού τά κατασκεύασε)· ἀλλά ὅταν ἀκούσεις σκεύη, βάλε μέ τόν νοῦ σου ὁτιδήποτε χρήσιμο ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς ἔπραξε. Καί ὅπως στό ἀνάκτορο ἄλλο μέν σκεῦος εἶναι χρυσό, ἄλλο ἀσημένιο, ἄλλο πήλινο καί ἄλλο ξύλινο (ἡ προαίρεση ἑκάστου παρομοιάζεται μέ τήν ὕλη· καί χρυσό μέν σκεῦος εἶναι ὁ καθαρός καί ἄδολος στούς τρόπους· ἀσημένιο δέ, ὁ ὑποδεέστερος αὐτοῦ κατά τήν ἀξία· πήλινο δέ, ἐκεῖνος πού φρονεῖ τά γήινα καί εὔκολος νά συντριβεῖ· καί ξύλινο, ἐκεῖνος πού εὔκολα ρυπαίνεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί γίνεται καύσιμο στό αἰώνιο πῦρ)· ἔτσι καί σκεῦος τῆς ὀργῆς εἶναι αὐτός πού ὅλη τήν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου, σάν σέ ἀγγεῖο, χώρεσε, καί ἀπό τήν μεγάλη δυσωδία πού τόν συνοδεύει, ἐξ αἰτίας τῆς φθορᾶς, δέν δύναται πλέον νά χρησιμοποιηθεῖ ἀλλά εἶναι ἄξιος ἀφανισμοῦ καί ἀπωλείας. Γι’ αὐτό, ἐπειδή ἔπρεπε αὐτός νά συντριβεῖ, ὁ φρόνιμος καί σοφός τῶν ψυχῶν οἰκονόμος ὥρισε ὥστε αὐτός νά γίνει περιφανής καί ξακουστός σέ ὅλους, γιά νά ὠφελήσει ἄλλους μέ τά παθήματά του, ἐπειδή αὐτός ἦταν ἀνίατος ἐξ’ αἰτίας τῆς ὑπερβολικῆς του κακίας. Τόν ἐσκλήρυνε μάλιστα, ἐπιτείνοντας τήν κακία του μέ τήν μακροθυμία καί μέ τήν ἀναβολή τῆς τιμωρίας, ὥστε ἀφοῦ αὐξηθεῖ στό ἔσχατο ἡ πονηρία του, νά διαφανεῖ ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν λόγο αὐτό, ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό μικρότερες πληγές καί πάντα προσέθετε καί ἐπέτεινε τίς μάστιγες, δέν κάμφθηκε ἡ ἀδιαλλαξία του, ἀλλά τόν εὕρισκε καί νά καταφρονεῖ τήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ καί νά συνηθίζει τά δεινά πού ἔπεφταν ἐπάνω του. Καί οὔτε μέ τόν τρόπο αὐτό τόν παρέδωσε στόν θάνατο, μέχρις ὅτου τόν καταπόντισε, ὅταν ἀπό τήν ὑπερηφάνεια τῆς καρδιᾶς του ἀποτόλμησε νά ἀνακόψει τήν πορεία τῶν δικαίων καί νόμισε ὅτι, ὅπως γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί γι’ αὐτόν ἦταν βατή ἡ Ἐρυθρά θάλασσα.

Ἀφοῦ λοιπόν ἔμαθες ὅτι αὐτά προέρχονται ἀπό τόν Θεό, καί ἔχοντας κάνει τήν διάκριση ἀνάμεσα στά εἴδη τοῦ κακοῦ, καί ἀφοῦ εἶδες τί εἶναι τό ὄντως κακό, ἡ ἁμαρτία, τῆς ὁποίας τό τέλος εἶναι ἡ ἀπώλεια· καί τί εἶναι αὐτό πού νομίζεται ὡς κακό, ἐπειδή εἶναι ὀδυνηρό στίς αἰσθήσεις, ἔχει ὅμως τήν δύναμη τοῦ ἀγαθοῦ, ὅπως οἱ κακουχίες πού ὁδηγοῦν σέ ἀποχή τῆς ἁμαρτίας, τῶν ὁποίων οἱ καρποί εἶναι ἡ αἰώνια σωτηρία τῶν ψυχῶν· πάψε λοιπόν νά δυσαρεστεῖσαι μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ καί μήτε νά νομίζεις ὅτι ὁ Θεός εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ, μήτε νά φαντάζεσαι ὅτι τό κακό ἔχει δική του ὑπόσταση. Διότι δέν ὑφίσταται, σάν κάποιο ζῶο, ἡ πονηρία· οὔτε οὐσία αὐτῆς μέσα σέ κάποιο ὄν ἔχουμε νά παρουσιάσουμε. Γιατί τό κακό εἶναι στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ. Ὁ ὀφθαλμός ἐκτίσθη· ἡ δέ τυφλότητα ἐπισυνέβη μέ τήν ἀπώλεια τῶν ὀφθαλμῶν. Ὥστε, ἐάν ὁ ὀφθαλμός δέν ἀνῆκε στήν φθαρτή φύση, δέν θά εἶχε παρεισφρήσει ἡ τυφλότητα. Ἔτσι καί τό κακό, δέν ἔχει δική του ὕπαρξη ἀλλά ἐπισυμβαίνει μέ τήν τύφλωση τῆς ψυχῆς. Οὔτε εἶναι ἀγέννητο, ὅπως λένε οἱ ἀσεβεῖς, ὁμότιμη μέ τήν ἀγαθή φύση καθιστῶντας αὐτήν πονηρή, ἐάν καί τά δύο εἶναι ἄναρχα καί ἀνώτερα γενέσεως· ἀλλά οὔτε καί γεννητό. Διότι, ἐάν τά πάντα προέρχονται ἀπό τόν Θεό, πῶς τό κακό προέρχεται ἀπό τόν ἀγαθό; γιατί οὔτε τό αἰσχρό προέρχεται ἀπό τό καλό, οὔτε ἡ κακία ἀπό τήν ἀρετή. Διάβασε τήν κοσμογονία καί θά βρεῖς ὅτι ἐκεῖ ὅλα καλά καί πολύ καλά ἔγιναν22. Τό κακό, ἑπομένως, δέν κτίσθηκε μαζί μέ τά καλά. Ἀλλά οὔτε ἡ νοητή κτίση, ἡ ὁποία ἔγινε ἀπό τόν Δημιουργό, δημιουργήθηκε ἀνακατεμένη μέ τήν πονηρία. Διότι ἐάν τά σωματικά δέν κτίσθηκαν μαζί μέ τό κακό, πῶς θά μποροῦσαν τά νοητά, τά ὁποῖα ὑπερέχουν τόσο πολύ ὡς πρός τήν καθαρότητα καί τόν ἁγιασμό, νά ἔχουν κοινή ὑπόσταση μέ τό κακό; Ἀλλά ὄντως ὑπάρχει τό κακό, καί ἡ ἐνέργεια ἀποδεικνύει ὅτι βρίσκεται πολύ, διάχυτο σέ ὅλον τόν βίο. Ἀπό ποῦ, λοιπόν προέρχεται ἡ ὕπαρξή του, λέει, ἐάν δέν εἶναι ἄναρχο, οὔτε κτίσμα;

Ἀντί αὐτοῦ ἄς ἐρωτηθοῦν ὅσοι ἐπιζητοῦν αὐτά: Ἀπό ποῦ προέρχονται οἱ ἀρρώστιες; ἀπό ποῦ οἱ ἀναπηρίες τοῦ σώματος; Ἐπειδή, οὔτε ἀγέννητη εἶναι ἡ ἀρρώστια οὔτε, βεβαίως, δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά δημιουργήθηκαν μέν τά ζῶα μέ τήν δέουσα φυσική τους διάπλαση καί βγῆκαν στήν ζωή ἀρτιμελῆ, ἀρρώστησαν ὅμως ὅταν παρεκτράπησαν ἀπό τήν φυσική τους πορεία. Ξεστρατίζουν δέ ἀπό τήν ὑγεία, εἴτε ἐξ αἰτίας κάποιας κακῆς τροφῆς εἴτε ἀπό ὁποιαδήποτε νοσοποιό αἰτία. Ἄρα ὁ Θεός ἔπλασε μέν τό σῶμα, ὄχι ὅμως τήν ἁμαρτία· καί ψυχή λοιπόν δημιούργησε ὁ Θεός, ὄχι ὅμως τήν ἁμαρτία· ἔπαθε δέ ἡ ψυχή κακά, ἀφοῦ παρεκτράπη ἀπό τό κατά φύσιν. Τί ὅμως ἦταν γι’ αὐτήν τό προηγούμενο ἀγαθό; Ἡ συναναστροφή μέ τόν Θεό καί ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης· ἀπό τήν ὁποία ἀφοῦ ἐξέπεσε, ὑπέστη τίς κακώσεις τῶν ποικίλων καί πολυτρόπων ἀρρωστημάτων. Γιατί ἔγινε δεκτική τοῦ κακοῦ; Ἐξ αἰτίας τῆς ὁρμῆς τοῦ αὐτεξουσίου, ἡ ὁποία μάλιστα ἁρμόζει στήν λογική φύση. Διότι ἀφοῦ ἔλαβε ἀπό τόν κτίστη αὐτεξούσια ζωή καί λυμένη ἀπό κάθε ἀνάγκη, δημιουργημένη κατ` εἰκόνα Θεοῦ23, νοεῖ μέν τό ἀγαθό καί γνωρίζει αὐτοῦ τήν ἀπόλαυση καί ἔχει ἐξουσία καί δύναμη, παραμένοντας στήν θεωρία τοῦ καλοῦ καί στήν ἀπόλαυση τῶν νοητῶν ἀγαθῶν, νά διαφυλάσσει τήν κατά φύσιν ζωή της· ἔχει ὅμως καί τήν ἐξουσία κάποτε νά ἀποστραφεῖ τό καλό. Τοῦτο δέ συμβαίνει σέ αὐτήν ὅταν, ἀφοῦ χορτάσει ἀπό τήν μακαρία ἀπόλαυση, καί ἀφοῦ τρόπον τινά νυστάξει καί βαρυνθεῖ καί κατρακυλήσει ἀπό τά ἄνω, ἀναμιχθεῖ μέ τήν σάρκα ἐξ αἰτίας τῶν ἀπολαύσεων τῶν αἰσχρῶν ἡδονῶν. Ἦταν κάποτε ὁ Ἀδάμ ἄνω, ὄχι κατά τόν τόπο ἀλλά κατά τήν προαίρεση, ὅταν, μόλις ἔλαβε τήν ψυχή καί κοίταξε πρός τόν οὐρανό, ἀφοῦ καταχάρηκε μέ αὐτά πού εἶδε, ὑπεραγαποῦσε τόν εὐεργέτη, ὁ ὁποῖος τοῦ χάρισε τῆς αἰωνίου ζωῆς τήν ἀπόλαυση, καί τόν ἀνέπαυσε μέ τίς χαρές τοῦ παραδείσου, καί τοῦ ἔδωσε ἀρχή ὅπως τούς ἀγγέλους καί τόν ἔκανε νά τρέφεται τήν τροφή τῶν ἀρχαγγέλων καί νά ἀκούει τήν φωνή τοῦ Θεοῦ, καί πάνω ἀπό ὅλα, ἀπολαμβάνοντας τήν κραταιά προστασία καί τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ· ἀφοῦ, ὅμως, γρήγορα χόρτασε καί ἀπό τόν κορεσμό τρόπον τινά ἀποθρασύνθηκε, ἀντί τοῦ νοητοῦ κάλλους προτίμησε αὐτό πού φάνηκε τερπνό στά σαρκικά του μάτια, καί τό γέμισμα τῆς κοιλιᾶς ἔθεσε ὡς τίμιώτερο ἀπό τίς πνευματικές ἀπολαύσεις. Εὐθύς βρέθηκε ἔξω ἀπό τόν παράδεισο καί ἀπό τήν μακαρία ἐκείνη διαγωγή, ἀφοῦ ἔγινε κακός ὄχι ἐξ ἀνάγκης ἀλλά ἀπό ἔλλειψη θέλησης. Γι’ αὐτό καί ἁμάρτησε μέν ἐξ αἰτίας τῆς μοχθηρῆς προαίρεσης, πέθανε δέ ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας· «Τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος»24. Διότι ὅσο ἀπομακρυνόταν ἀπό τήν ζωή, τόσο πλησίαζε στόν θάνατο. Γιατί ζωή εἶναι ὁ Θεός· στέρηση δέ τῆς ζωῆς, ὁ θάνατος. Ὥστε ὁ Ἀδάμ μέ τήν ἀναχώρηση ἀπό τόν Θεό κατασκεύασε γιά τόν ἑαυτό του τόν θάνατο, σύμφωνα μέ τήν γραφή, ὅτι: «Ἰδού οἱ μακρύνοντες ἑαυτούς ἀπό σοῦ, ἀπολοῦνται»25.

Ἑπομένως, δέν ἔκτισε ὁ θεός τόν θάνατο, ἀλλά ἐμεῖς τόν προξενήσαμε στούς ἑαυτούς μας μέ τήν πονηρή ἀπόφαση. Οὔτε, βεβαίως, ἐμπόδισε τήν διάλυση, γιά τίς αἰτίες πού προαναφέρθηκαν, γιά νά μήν διατηρήσει σέ ἐμᾶς ἀθάνατη τήν ἀρρώστια. Ὅπως, δηλαδή, κάποιος δέν καταδέχεται νά βάλει στήν φωτιά σκεῦος πήλινο πού ἔχει ραγίσει, μέχρις ὅτου τό ἀναπλάσει καί τό ἐξυγιάνει ἀπό τό πάθος πού ὑπάρχει σέ αὐτό. Ἀλλά γιατί, λέει, δέν εἴχαμε ἀπό τήν κατασκευή μας τό ἀναμάρτητο, ὥστε ἀφοῦ ἐμεῖς δέν θά θέλαμε, δέν θά ὑπῆρχε ἡ ἁμαρτία; Ἐπειδή καί σύ τούς οἰκιακούς σου ὑπηρέτες δέν τούς βλέπεις μέ εὔνοια ὅταν τούς ἔχεις δέσμιους, ἀλλά ὅταν τούς δεῖς μέ τήν θέλησή τους νά ἐκπληρώνουν τά καθήκοντά τους. Καί ὁ Θεός, ἑπομένως, δέν ἀγαπᾶ τό ἀναγκαστικό, ἀλλά αὐτό πού κατορθώνεται ἀπό τήν ἀρετή. Ἡ δέ ἀρετή γίνεται ἐκ προαιρέσεως, καί ὄχι ἐξ ἀνάγκης. Ἡ δέ προαίρεση ἐπαφίεται σέ ἐμᾶς, δηλαδή στό αὐτεξούσιο. Αὐτός, ἑπομένως, πού μέμφεται τόν δημιουργό ἐπειδή δέν μᾶς κατασκεύασε ἀπό τήν φύση μας ἀναμάρτητους, τίποτα ἄλλο δέν προτιμᾶ, παρά τήν ἄλογη φύση ἀντί τῆς λογικῆς, καί τήν ἀκίνητη καί δίχως ὁρμή ἀντί τῆς προαιρετικῆς καί ἐμπράκτου. Αὐτά, ἄν καί παρενθετικῶς ἀλλά ἀπαραιτήτως εἰπώθηκαν, γιά νά μήν πέσεις σέ πέλαγος διαλογισμῶν καί στερηθεῖς τά σπουδαῖα κι ἀκόμη περισσότερο τόν Θεό. Ἄς σταματήσουμε λοιπόν νά διορθώνουμε τόν σοφό. Ἄς πάψουμε νά ἐπιζητοῦμε τό καλύτερο ἀπό τά δικά του συμπεράσματα. Γιατί, κι ἄν ἀκόμα μᾶς διαφεύγουν οἱ λόγοι τῶν ἐπί μέρους πραγμάτων πού οἰκονομεῖ ὁ Θεός, ἄς ὑπάρχει μέσα στίς ψυχές μας ἐκεῖνο τό ἕνα δόγμα, ὅτι οὐδέν κακό γίνεται ἀπό τόν ἀγαθό.

Ὑπεισέρχεται δέ σέ αὐτό, κατά λογική ἀκολουθία, καί τό ζήτημα τοῦ διαβόλου. Ἀπό ποῦ προέρχεται ὁ διάβολος, ἐάν δέν προέρχονται ἀπό τόν Θεό τά κακά; Τί, λοιπόν, λέμε; Ὅτι καί γιά τό ζήτημα αὐτό μᾶς ἀρκεῖ ὁ λόγος, ὁ ὁποῖος ἀποδόθηκε καί γιά τήν πονηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἀπό ποῦ ἔγινε πονηρός ὁ ἄνθρωπος; Ἀπό τήν ἴδια του τήν προαίρεση. Ἀπό ποῦ ὁ διάβολος; Ἀπό τήν ἴδια αἰτία, αὐθαίρετη ἔχοντας καί αὐτός τήν ζωή, καί ἔχοντας ὁ ἴδιος τήν ἐξουσία ἤ νά παραμένει μέ τόν Θεό, ἤ νά ἀποξενωθεῖ ἀπό τόν ἀγαθό. Ὁ Γαβριήλ ἄγγελος, καί παρίσταται στόν Θεό διηνεκῶς. Ὁ Σατανᾶς ἄγγελος, καί ἐξέπεσε ἐντελῶς ἀπό τήν τάξη του. Καί ἐκεῖνον ἡ προαίρεση διαφύλαξε στά ἄνω, καί τοῦτον κατακρήμνισε τῆς γνώμης τό αὐτεξούσιο. Γιατί ἦταν δυνατόν ἐκεῖνος νά ἀποστατήσει καί τοῦτος νά μήν ἐκπέσει. Ἀλλά τόν μέν διέσωσε ἡ ἀχόρταστη ἀγάπη πρός τόν Θεό· τόν δέ ἀπόβλητο ἔδειξε ἡ ἀναχώρηση ἀπό τόν Θεό. Αὐτό εἶναι τό κακό, ἡ ἀποξένωση ἀπό τόν Θεό. Μικρή περιστροφή τοῦ ὀφθαλμοῦ ἤ μᾶς κάνει νά βρισκόμαστε μαζί μέ τόν ἥλιο, ἤ μέ τήν σκιά τοῦ σώματός μας. Κι ἄν μέν κοιτάξει ἐκεῖ ἐπάνω, ἕτοιμος ὁ φωτισμός· ἄν ὅμως ἀποστραφεῖ πρός τήν σκιά, ἀναγκαῖος ὁ σκοτασμός. Μέ αὐτόν τόν τρόπο εἶναι πονηρός ὁ διάβολος, ἐκ προαιρέσεως ἔχοντας τήν πονηρία, δέν εἶναι φύση ἀντιμαχόμενη τό ἀγαθό. Ἀπό ποῦ, λοιπόν, πηγάζει σέ αὐτόν ὁ πόλεμος πρός ἐμᾶς; Ἐπειδή, καθώς εἶναι δοχεῖο κάθε κακίας, δέχτηκε καί τήν ἀρρώστια τοῦ φθόνου καί ἐφθόνησε τήν τιμή πού ἀπολαμβάναμε. Γιατί δέν ἄντεχε τήν δίχως λύπες ζωή μας στόν παράδεισο· καί ἀφοῦ μέ δόλο καί μηχανορραφίες ἐξαπάτησε τόν ἄνθρωπο, καί τήν ἐπιθυμία πού εἶχε νά γίνει ὅμοιος μέ τόν Θεό ἀφοῦ τήν χρησιμοποίησε γιά νά τόν ἐξαπατήσει, ἔδειξε τό ξύλο καί τοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι τρώγοντάς τό θά τόν καταστήσει ὅμοιο μέ τόν Θεό. «Ἐάν φάγητε», λέει, «ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλόν καί πονηρόν»26. Ἑπομένως, δέν κατασκευάστηκε γιά νά εἶναι ἐχθρός μας, ἀλλά ἀπό ζηλοτυπία πρός ἐμᾶς κατεστάθη ἐχθρός μας. Διότι βλέποντας τόν ἑαυτό του νά ἔχει καταπέσει ἀπό τούς ἀγγέλους, δέν ἄντεχε νά βλέπει τόν γήινο νά ἀνυψώνεται μέ τήν προκοπή στήν ἀξία τῶν ἀγγέλων. Ἐπειδή, λοιπόν, ἔγινε ἐχθρός, φύλαξε ὁ Θεός σέ ἐμᾶς τήν ἐναντίωση πρός αὐτόν, μέ ὅσα ἔλεγε πρός τό θηρίο πού τόν ὑπηρέτησε, ἀναφέροντας πρός αὐτόν τήν ἀπειλή, ὅτι «Ἔχθραν θήσω ἀναμέσον σοῦ καί ἀναμέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς»27. Εἶναι ὄντως βλαβερές οἱ συνδιαλλαγές μέ τήν κακία· ἐπειδή ἡ φιλία ἔχει ἀπό τήν φύση της τοῦτο τόν νόμο, αὐτοί πού τήν συνάπτουν νά γίνονται ὅμοιοι. Ἑπομένως, εἶναι σωστό τό «Φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί»28. Γιατί ὅπως στίς περιοχές πού προκαλοῦν ἀσθένεια, ἀκόμη καί ὁ ἀέρας πού εἰσπνέεται ἀφήνει στούς κατοίκους κάποια λανθάνουσα νόσο· ἔτσι καί ἡ συνήθεια τῆς κακίας μεγάλα κακά στίς ψυχές ἐναποθέτει, ἀκόμα καί ἐάν μέ τήν πρώτη αἴσθηση τό βλαβερό διαφεύγει. Γι’ αὐτό καί ἡ ἔχθρα πρός τό φίδι εἶναι ἀδιαπραγμάτευτη. Ἐάν πάλι τό ὄργανο εἶναι ἄξιο τόσου μίσους, πόσο πρέπει νά ἐχθρευόμαστε αὐτόν πού ἐνήργησε; Ἀλλά καί γιατί, λέει, ἦταν τό ξύλο στόν παράδεισο, διά τοῦ ὁποίου ἔμελλε νά προχωρήσει ἡ ἐναντίον μας ἐπιχείρηση; Ἐπειδή, ἐάν δέν εἶχε τό δέλεαρ τῆς ἀπάτης, πῶς θά μποροῦσε νά μᾶς ὑποδουλώσει διά τῆς παρακοῆς στόν θάνατο; Διότι ἔπρεπε νά ὑπάρχει ἐντολή γιά νά δοκιμάζει τήν δική μας ὑπακοή. Γι’ αὐτό ἦταν φυτό εὔφορο μέ ὡραίους καρπούς, ὥστε μέ τήν ἀποχή τοῦ γλυκοῦ νά ἐπιδείξουμε τό καλό τῆς ἐγκρατείας καί δικαίως νά ἀξιωθοῦμε τά στέφανα τῆς ὑπομονῆς.

Ἐπακολούθησε δέ τήν βρώση ὄχι μόνο ἡ παρακοή τῆς ἐντολῆς, ἀλλά καί ἡ ἐπίγνωση τῆς γυμνότητας. Γιατί «ἔφαγαν», λέει, «καί ἀνοίχτηκαν τά μάτια τους καί γνώρισαν ὅτι εἶναι γυμνοί»29. Ἦταν δέ ἀπαραίτητο νά μή γνωρίζουν τήν γύμνωση, γιά νά μήν περισπᾶται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀναπλήρωση αὐτῶν πού ἔλειπαν, ἐπινοῶντας ἐνδύματα γιά τόν ἑαυτό του καί καλύμματα τῆς γύμνιας, καί ἀποσπώμενος ἐντελῶς μέ τήν ἐπιμέλεια τῆς σάρκας ἀπό τήν ἐνατένιση τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅμως δέν κατασκευάστηκαν μαζί μέ αὐτόν καί τά ἐνδύματα; Ἐπειδή οὔτε φυσικά ἔπρεπε νά εἶναι αὐτά, οὔτε προϊόν τέχνης. Γιατί τά μέν φυσικά ἀνήκουν στά ἄλογα· ὅπως φτερά, καί τρίχες, καί παχειά δέρματα, γιά νά μποροῦν νά σκεπάζονται τούς χειμῶνες καί νά ἀντέχουν τούς καύσωνες. Στά ὁποῖα κανένα δέν διαφέρει ἀπό τό ἄλλο, ἀλλά εἶναι ὅλα ὅμοια κατά τήν φύση τους. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἔπρεπε, σύμφωνα μέ τό μέτρο τῆς πρός τόν Θεό ἀγάπης, νά ἔχει διαφορετικές τίς ἀνταμοιβές τῶν ἀγαθῶν. Ἡ δέ ἀφοσίωση στήν τέχνη, θά προξενοῦσε πολλή ἀπασχόληση· τό ὁποῖο μάλιστα ἔπρεπε νά ἀποφευχθεῖ, ὡς βλαβερό γιά τόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος, ὅταν μᾶς καλεῖ νά ἐπιστρέψουμε στήν ζωή τοῦ παραδείσου, ἀφήνει ἔξω τίς βιοτικές μέριμνες, λέγοντας: «Μή μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν, τί φάγητε· μηδέ τῷ σώματι ὑμῶν, τί ἐνδύσησθε»30. Οὔτε, λοιπόν, ἀπό τήν φύση του ἔπρεπε νά ἔχει τά σκεπάσματα, οὔτε ἀπό τέχνη· ἀλλά διαφορετικά ἦταν προετοιμασμένα, τά ἐκ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἐπρόκειτο νά ἀνθίσουν ἐπάνω στόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ προκόψει στήν ἀρετή, φωτεινές στολές καί ἀστραποβόλες, ὅμοιες μέ τῶν ἀγγέλων, ἀνώτερες ἀπό τήν ποικιλία τῶν λουλουδιῶν, πιό φωτεινές καί λαμπερές ἀπό τά ἄστρα. Γι’ αὐτό δέν τοῦ δόθηκαν εὐθύς τά ἐνδύματα, ἐπειδή ἦταν ἔπαθλα τῆς ἀρετῆς καί ἐναπέκειντο στόν ἄνθρωπο, στά ὁποῖα δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά φτάσει ἡ πανουργία τοῦ διαβόλου.

Ἀνταγωνιστής μας, λοιπόν, κατέστη ὁ διάβολος, γιά τήν ἐξ αἰτίας τῆς προσβολῆς του παλαιά μας πτώση· τήν δέ πρός αὐτόν πάλη οἰκονόμησε σέ ἐμᾶς ὁ Κύριος, ὥστε μέ τήν ὑπακοή νά παλέψουμε ἐναντίον του καί νά στεφανωθοῦμε νικητές τοῦ ἀντιδίκου. Μακάρι, βεβαίως, νά μήν γινόταν διάβολος, ἀλλά νά ἔμενε στήν τάξη πού ἐτέθη ἐξ ἀρχῆς ἀπό τόν ταξιάρχη· ἐπειδή ὅμως ἔγινε ἀποστάτης, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ, ἐχθρός καί τῶν ἀνθρώπων πού πλάστηκαν κατ` εἰκόνα Θεοῦ (γι’ αὐτό εἶναι μισάνθρωπος, ἐπειδή εἶναι καί θεομάχος· καί μᾶς μισεῖ γιατί ἀνήκουμε στόν Δεσπότη καί εἴμαστε ὁμοιώματά του)· ὁ δέ Θεός, πού μέ σοφία καί πρόνοια οἰκονομεῖ τά ἀνθρώπινα, χρησιμοποίησε καί τήν πονηρία αὐτοῦ γιά νά γυμνάσει τίς ψυχές μας, ὅπως ὁ ἰατρός χρησιμοποιεῖ τό δηλητήριο τοῦ φιδιοῦ γιά νά παρασκευάσει σωτήρια φάρμακα. Ποῖος, λοιπόν, ἦταν ὁ διάβολος; ποία ἡ τάξη του; ποιό τό ἀξίωμά του; καί ἀπό ποῦ τελικά ὀνομάστηκε Σατανᾶς; Σατανᾶς μέν, ἐπειδή ἀντιστρατεύεται τό ἀγαθό· γιατί αὐτό σημαίνει ἡ λέξη, ὅπως μαθαίνουμε στό βιβλίο τῶν Βασιλειῶν· «Ξεσήκωσε», λέει, «ὁ Κύριος ἐναντίον τοῦ Σολομῶντα τόν Σατανᾶ, τόν Ἄδερ τόν βασιλιᾶ τῶν Σύρων»31· διάβολος δέ, ἐπειδή ὁ ἴδιος γίνεται καί συνεργός μας στήν ἁμαρτία καί κατήγορος· χαίρεται γιά τήν ἀπώλειά μας, καί μᾶς διασύρει γιά τίς πράξεις μας. Ἡ δέ φύση του εἶναι ἀσώματη, σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο πού εἶπε: «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας»32. Καί τό ἀρχικό του ἀξίωμα: «Πρός τάς ἀρχάς», λέει, «καί τάς ἐξουσίας, καί τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τούτου»33. Τόπος δέ τῆς ἀρχῆς ὁ ἐναέριος, καθώς λέει ὁ ἴδιος: «Κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος͵ τοῦ πνεύματος τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας»34. Γι’ αὐτό λέγεται καί ἄρχων τοῦ κόσμου, ἐπειδή ἡ ἀρχή του εἶναι γύρω ἀπό τήν γῆ. Καί αὐτά λέει ὁ Κύριος: «Νῦν κρίσις ἐστί τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω»35. Καί πάλι: «Ἔρχεται ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου, καί ἐν ἐμοί εὑρήσει οὐδέν»36. Ἐπειδή μάλιστα ἐλέχθη γιά τήν στρατιά τοῦ διαβόλου ὅτι εἶναι πνεύματα τῆς πονηρίας στόν οὐρανό, εἶναι ἀπαραίτητο νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Γραφή οὐρανό λέει συνήθως τόν ἀέρα, ὅπως τό: «τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ»37, καί τό «ἀναβαίνουσιν ἕως τῶν οὐρανῶν»38, δηλαδή σηκώνονται πολύ ψηλά στόν ἀέρα. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος εἶδε «τόν Σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα»39, δηλαδή νά ἐκπίπτει ἀπό τήν δική του ἀρχή καί νά βρίσκεται κάτω, γιά νά τόν πατοῦν ὅσοι ἐλπίζουν στόν Χριστό. Γιατί ἔδωσε στούς μαθητές του τήν δύναμη «τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων, καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ»40.

Ἐπειδή, λοιπόν, ἐξαλείφθηκε ἡ πονηρή του τυραννία, καί καθαρίστηκε ὁ γύρω ἀπό τήν γῆ τόπος μέ τό σωτήριο Πάθος, τό ὁποῖο ἔφερε τήν εἰρήνη στήν γῆ καί στόν οὐρανό, κηρύσσεται λοιπόν σέ ἐμᾶς ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· καί ὁ μέν Ἰωάννης λέει: «Ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»41· ὁ δέ Κύριος κηρύττει παντοῦ τό Εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας42· καί ἀκόμη πρωτύτερα οἱ ἄγγελοι φωνάζουν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καί ἐπί γῆς εἰρήνη»43· καί αὐτοί πού πανηγύριζαν μέ τήν εἴσοδο τοῦ Κυρίου μας στά Ἱεροσόλυμα, καί κραύγαζαν: «Εἰρήνη στούς οὐρανούς καί δόξα ἐν ὑψίστοις»44. Καί εἶναι μυριάδες οἱ νικητήριες φωνές πού ἐξυμνοῦν τήν καθαίρεση τοῦ ἐχθροῦ, ὥστε πλέον δέν μᾶς μένει καμία πάλη οὔτε ἀγῶνας γιά νά ἀνέλθουμε, οὔτε κάποιος μᾶς ἀντιστέκεται καί μᾶς ἀποτρέπει ἀπό τήν μακαρία ζωή, ἀλλά στό ἑξῆς χωρίς λῦπες πορευόμαστε καί ἀπολαμβάνουμε στό διηνεκές τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, τοῦ ὁποίου ἐμποδιστήκαμε στήν ἀρχή νά μεταλάβουμε ἐξ αἰτίας τῆς μηχανορραφίας τοῦ ὄφεως. Γιατί ὁ Θεός ἔθεσε τήν πύρινη ρομφαία νά φυλάσσει τήν ὁδό τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς· τήν ὁποία ἀφοῦ διέλθουμε ἀνεμποδίστως, εἴθε νά εἰσέλθουμε στήν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ αἰώνια δόξα καί τό κράτος. Ἀμήν.


-------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1MPG 31, 329-353.
2Ψαλμ. 3.
3Ψαλμ. 4.
4Ἠσ. νη’, 9.
5Ψαλμ. 37.
6Ψαλμ. 12.
7Ψαλμ. 13.
8Αὐτόθι.
9Πρβλ. Σοφ. Σολωμ. ιδ΄, 27: «ἡ γὰρ τῶν ἀνωνύμων εἰδώλων θρησκεία παντὸς ἀρχὴ κακοῦ καὶ αἰτία καὶ πέρας ἐστίν».
10Πρβλ. Πλουτάρχου, Περί Ἴσιδος καί Ὀσίριδος: «αἰτίαν δὲ κακοῦ τἀγαθὸν οὐκ ἂν παράσχοι».
11Ἠσ. με’, 7.
12Μιχ. α´, 12.
13Ἀμώς γ´, 6.
14Δευτ. λβ´, 39.
15Ψαλμ. 50.
16Ἐφεσ. β´, 15.
17Β’ Κορ. ε´, 17.
18Δευτ. λβ´, 6.
19Παροιμ. κγ´, 14.
20Δευτ. η´, 3: «ἐκάκωσέν σε καὶ ἐλιμαγχόνησέν σε καὶ ἐψώμισέν σε τὸ μαννα͵, ὃ οὐκ εἴδησαν οἱ πατέρες σου, ἵνα ἀναγγείλῃ σοι ὅτι οὐκ ἐπ΄ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ΄ ἐπὶ παντὶ ῥήματι τῷ ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος θεοῦ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος».
21Ρωμ. θ´, 22.
22Γέν. α´, 31: «καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν».
23Γέν. α´, 27: «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς».
24Ρωμ. στ’, 23.
25Ψαλμ. 72.
26Γέν. γ´, 5.
27Γέν, γ´, 15.
28Α’ Κορ. ιε´, 33. Ἡ φράση προέρχεται ἀπό τόν Μένανδρο (4ος αἰ. π.Χ.).
29Γέν, γ´, 6-7.
30Λουκ. ιβ´, 22.
31Γ’ Βασιλ. ια´, 14. Πρβλ. καί ἁγ. Ἰουστίνου, Διάλογος πρός Τρύφωνα, κεφ. 103: «τὸ γὰρ σατὰν τῇ Ἰουδαίων καὶ Σύρων φωνῇ ἀποστάτης ἐστί, τὸ δὲ νὰς ὄνομα ἐξ οὗ ἡ ἑρμηνεία ὄφις ἐκλήθη· ἐξ ὧν ἀμφοτέρων τῶν εἰρημένων ἓν ὄνομα γίνεται σατανᾶς».
32Ἐφεσ. στ´, 12.
33Αὐτόθι· ὁ πλήρης στίχος ἔχει ὡς ἑξῆς: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις».
34Ἐφεσ. β´, 2.
35Ἰω. ιβ´, 31.
36Ἰω. ιδ´, 30.
37Πρβλ. Γέν. β´, 19· Ματθ. στ´, 26 κλπ.
38Ψαλμ. 106.
39Λουκ. ι´, 18.
40Λουκ. ι´, 19.
41Ματθ. γ´, 1.
42Πρβλ. Ματθ. δ´, 17: «Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· Μετανοεῖτε· ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
43Λουκ. β´, 14.
44Πρβλ. Ματθ. κα´, 9: «Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυῒδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις».

π. Χερουβείμ Βελέτζας
Απλά και Ορθόδοξα



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου