Ὁ «θρησκευτικός» ὅρκος εἶναι πολιτικός



    Ἡ πρόταση γιά τήν κατάργηση τοῦ «θρησκευτικοῦ» ὅρκου, κάθε φορά πού τίθεται ἐπί τάπητος ἡ ἀναθεώρηση κάποιων ἄρθρων τοῦ Συντάγματος, ἐπανέρχεται ἀπό διάφορους κύκλους μέ διαφορετικά, κατά περίπτωση, πολιτικά ἤ ἰδεολογικά κίνητρα καί αἰτιάσεις. Τά πρῶτα, βεβαίως, δέν εἶναι πάντοτε εὐδιάκριτα, μέ ἀποτέλεσμα νά καθίσταται εὔκολη ἡ παρερμηνεία ἀκόμα καί τῶν πλέον ἀγαθῶν προθέσεων· οἱ λόγοι ὅμως πού ἐπικαλοῦνται εἶναι πασίδηλοι καί ἐφ' ὅσον τίθενται, καθίστανται αὐτομάτως ἀντικείμενο συζητήσεως καί κριτικῆς, μέ βάση τήν λογική καί τά κατά περίπτωση δεδομένα. Καί τά ἐπιχειρήματα πού προτάσσονται σέ αὐτή τήν καθ’ ὅλα πολιτική συζήτηση, διακρίνονται σέ τρεῖς ὁμάδες: σέ θεολογικά, μέ ἀφετηρία τήν σχετική ἀπαγόρευση τοῦ Εὐαγγελίου· σέ ἱστορικά, ἐπειδή «τόν ἐπέβαλαν οἱ Βαυαροί»· καί σέ πολιτικά, ἐπειδή εἶναι ἀνάγκη νά προστατέψουμε τό οὐδετερόθρησκο κράτος καί νά προχωρήσουμε σέ διαχωρισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία.


    Ἡ θεολογική διάσταση τοῦ πράγματος ἔχει ἀναλυθεῖ διεξοδικά πολλές φορές, ἡ ἀπαγόρευση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπόλυτη: «Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδόσεις δὲ τῷ Κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστί τοῦ Θεοῦ· μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιόν ἐστι τῶν ποδῶν αὐτοῦ· μήτε εἰς Ἱεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστί τοῦ μεγάλου βασιλέως· μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι μίαν τρίχα λευκὴν ἢ μέλαιναν ποιῆσαι. ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν.» (Ματθ. ε´, 33-37). Ἑπομένως, ὅσοι ἐπικαλοῦνται τό Εὐαγγέλιο, χρωστοῦν νά ἀντιτίθενται σέ κάθε μορφῆς ὅρκο, εἴτε περιλαμβάνει ἐπίκληση στό θεῖο εἴτε στήν τιμή καί στήν συνείδηση ἑνός ἑκάστου. Εἶναι δέ ἀπορίας ἄξιο, πῶς γίνεται ἀπό τήν μία μεριά ἡ Ἐκκλησία, κλῆρος καί πιστοί, νά ἀνέχονται τόν ὅρκο εἰς βάρος μάλιστα τῶν πεποιθήσεών τους (θά ἐπανέλθουμε σέ αὐτό), καί ἀπό τήν ἄλλη οἱ πολιτικοί, καί μάλιστα μέ περισσό σθένος ὅσοι δηλώνουν ἄθεοι, νά αὐτοανακηρύσσονται σέ προστάτες τῶν πιστῶν καί ὑπερασπιστές τῶν Γραφῶν.
    Προστάτες, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας καί διδάσκαλοι καί θεματοφύλακες τῆς πίστεως εἶναι οἱ ἐπίσκοποι· ἑπομένως, ἀπό τήν στιγμή πού ἡ Ἐκκλησία δέν ἀντιτίθεται στόν ὅρκο, τό ἐπιχείρημα αὐτό δέν δύναται νά ἔχει θέση σέ πολιτικά χείλη. Γιά τόν ἁπλούστατο λόγο, ὅτι οἱ πολιτικοί δέν εἶναι θρησκευτικοί ἡγέτες καί ὀφείλουν νά σκέπτονται μέ πολιτικά κριτήρια, δηλαδή μέ γνώμονα τό κοινό καλό τῶν πολιτῶν καί τήν προάσπιση τῶν συμφερόντων τοῦ κράτους καί τοῦ ἔθνους. Γιατί ἄν ὄντως κόπτονται γιά τό Εὐαγγέλιο, πρέπει ἤ νά καταργήσουν ἐντελῶς τόν ὅρκο, ἤ νά ἀπαγορεύσουν στούς χριστιανούς νά ὁρκίζονται (πρᾶγμα πού σημαίνει τόν ἀποκλεισμό τους ἀπό δημόσια ἀξιώματα, ἀπό τήν ἀνώτατη ἐκπαίδευση καί ἀπό τήν στράτευση, γιά τόν ἐπιπρόσθετο λόγο ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή ἐντέλλεται «Οὐ φονεύσεις»), νά θεσπίσουν δηλαδή συνταγματικά ἀπαράδεκτες διακρίσεις, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται γιά τήν συνοχή τοῦ κράτους καί γιά τήν ὁμαλή λειτουργία τοῦ πολιτεύματος. Ἐπιπλέον, ὡς «θεοσεβούμενοι», θά ὄφειλαν μᾶλλον νά ἀναλάβουν πρωτοβουλίες γιά τήν ἐκ νέου ποινικοποίηση τῆς μοιχείας καί τῶν ἀμβλώσεων, γιά τήν κατάργηση τῆς ΛΟΑΤΚΙ ἀτζέντας καί κάθε σχετικῆς νομοθεσίας, γιά τήν ἐκδίκαση τῶν διαφορῶν τῶν πιστῶν ἀπό τούς κληρικούς καί, κατά συνέπεια, νά διαγράψουν κάθε σκέψη γιά χωρισμό Κράτους καί Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ λοιπόν, εὐτυχῶς, τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά δέν ἰσχύει, ἡ ἐπίκληση τοῦ Εὐαγγελίου μέ σκοπό τήν κατάργηση τοῦ «θρησκευτικοῦ» ὅρκου (ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶναι προαιρετικός, μέ μόνη ἐπί τοῦ παρόντος ἐξαίρεση τόν ὅρκο τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας) καί τήν ὑποχρεωτική ἐπιβολή τοῦ «πολιτικοῦ», ἀποδεικνύεται ἀβάσιμη, ψευδής καί ἀντιδημοκρατική.
    Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἄν ἡ κατάργηση τοῦ «θρησκευτικοῦ» ὅρκου συνιστᾶ στοιχεῖο οὐδετερόθρησκου Κράτους καί ἀπόδειξη διαχωρισμοῦ του ἀπό τήν Ἐκκλησία, τότε πῶς ἐξηγεῖται τό γεγονός ὅτι οἱ μουσουλμᾶνοι βουλευτές ὁρκίζονται στό Κοράνι; ἔχουμε ἄραγε διπλῆ θεοκρατία, χριστιανική καί ἰσλαμική, καί δέν τό γνωρίζουμε; Ἀσφαλῶς ὄχι. Εἴμαστε ἕνα χριστιανικό κράτος, ἐπειδή τέτοιο τό δημιούργησαν οἱ πρόγονοί μας πού ἀγωνίστηκαν καί πέτυχαν τήν ἐδαφική καί πολιτική του ἐλευθερία· γιά τόν λόγο αὐτό, μάλιστα, ἔθεσαν προμετωπίδα τοῦ πρώτου Συντάγματος (καί ὅλων μέχρι σήμερα) τήν ἐπίκληση στήν Ἁγία Τριάδα, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα τόν σεβασμό τῶν δικαιωμάτων τῶν μή χριστιανῶν, τήν ἐλευθερία νά θρησκεύουν κατά πῶς θέλουν καί τήν ἴση μεταχείριση αὐτῶν ἔναντι τοῦ νόμου. Σέ κάθε ἀγῶνα τοῦ ἔθνους μας, ἡ Ἐκκλησία ἔβαλε πλάτη, δέν ἐφείσθη ἀνθρώπων, τιμαλφῶν, προσόδων, περιουσίας, ὅλα τά προσέφερε καί τά προσφέρει γιά τό κοινό καλό. Δέν ἀξιώνει νά διοικήσει ἤ νά ἐπιβάλλει τίς θέσεις της ἀκόμα καί ὅταν ἐκφράζει, ὅπως ὀφείλει, τήν γνώμη της γιά διάφορα πράγματα τοῦ δημόσιου βίου. Ἀκόμη, τό σήμερα ἰσχῦον πλαίσιο τῶν σχέσεων Πολιτείας καί Ἐκκλησίας ὄχι μόνο δέν συνιστᾶ ἕνωση (ὥστε νά χρειάζεται χωρισμός), ἀλλά ἐν πολλοῖς ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας στήν Πολιτεία, ἐνῶ σέ πολλές περιπτώσεις οἱ θρησκευτικές μειονότητες στήν χώρα μας ἀπολαμβάνουν περισσοτέρων ἐλευθεριῶν καί προνομίων. Εἴτε τό θέλουμε εἴτε δέν τό θέλουμε, εἴτε ἀναφέρεται στό Σύνταγμα εἴτε ὄχι, ἡ πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν εἶναι χριστιανοί ὀρθόδοξοι καί στά μάτια ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς λογιζόμαστε ὡς χριστιανικό ἔθνος καί ὡς χριστιανικό κράτος. Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ στοιχεῖο τῆς συλλογικῆς ταυτότητας τῶν Ἑλλήνων, καί ἡ ἀναφορά τῆς ταυτότητάς μας στό Σύνταγμά μας, ὅτι δηλαδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπικρατοῦσα θρησκεία τοῦ κράτους (δηλαδή τῆς πλειονότητας τῶν πολιτῶν), δέν ἀποτελεῖ οὔτε ντροπή οὔτε ἀναχρονισμό οὔτε ψεγάδι, ἀλλά στοιχεῖο ἱστορικῆς ἀλήθειας καί περηφάνειας. Ἡ κατάργηση ἑπομένως, ἤ πιό σωστά ἡ ἀπαγόρευση τοῦ «θρησκευτικοῦ» ὅρκου, δέν συνιστᾶ τομή στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους, ἀφοῦ ἡ καθιέρωσή του δέν ὀφείλεται σέ παρέμβαση τῆς ἐκκλησίας ἀλλά στήν κοινή θρησκευτική συνείδηση ὅσων ἀρχικά τόν θέσπισαν ἀλλά καί τῆς πλειονότητας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Γεννᾶται ὅμως τό ἐρώτημα: ἡ κατάργηση τοῦ «θρησκευτικοῦ» ὅρκου ἀφορᾶ μόνο στήν ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος ἤ σέ κάθε εἶδος θρησκευτικῆς ἀναφορᾶς; Ἄν περιλαμβάνει κάθε θρησκευτική ἀναφορά, τότε παραβιάζει τήν ἀρχή τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς ἔκφρασης· ἐάν πάλι ἀφορᾶ μόνο τήν ἐπίκληση στήν Ἁγία Τριάδα, τότε συνιστᾶ παράλληλα διάκριση εἰς βάρος τῶν χριστιανῶν.
    Τόν ὅρκο δέν τόν ἐπέβαλαν οἱ Βαυαροί, καί ὡς ἐκ τούτου δέν ἀποτελεῖ κατάλοιπο τῆς βασιλείας. Ὁ ὅρκος εἶναι πανάρχαια συνήθεια καί ἀποτελεῖ προφορικό συμβόλαιο, ἐπιστέγασμα μιᾶς συμφωνίας ἤ μιᾶς μαρτυρίας σέ δίκη, ὑπέρτατη δέσμευση ὅτι ἡ ὑπόσχεση ἤ ἡ διαβεβαίωση ἤ ἡ μαρτυρία πού δίνεται εἶναι ἀληθινή, γι’ αὐτό καί ἡ ἐπίκληση σέ ὅ,τι ὁ καθένας ἔχει ἱερό καί ὅσιο: τόν θεό πού πιστεύει, τήν πόλιν (οἱ ἀρχαῖοι Ἀθηναῖοι), τήν πατρίδα (οἱ ἀγωνιστές τοῦ 1821), τήν τιμή καί τήν συνείδησή του, τήν ζωή τήν δική του ἤ τῶν παιδιῶν του. Εἶναι, ἑπομένως, ὁ ὅρκος πράξη πολιτική, ἀνεξαρτήτως τῆς ἐπικλήσεως.
    Ὅρκους ὑπέγραψαν οἱ δημογέροντες καί οἱ ὁπλαρχηγοί τῆς Ἐπανάστασης, τέτοιους πού κανείς μας σήμερα δέν θά τολμοῦσε νά ξεστομίσει: «… συνελθόντες ἡμεῖς οἱ συνιστῶντες τήν Γερουσίαν τῆς Πελοποννήσου, καί ἀρχιστράτηγος αὐτῆς Θ. Κολοκοτρώνης, καί συσκεψάμενοι σπουδαίως … ἀπεφασίσαμεν αὐτοπροαιρέτως, και Ὁρκιζόμεθα ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ ἑνός ὑψίστου Θεοῦ καί τῆς φιλτάτης ἡμῶν πατρίδος, καί εἰς τήν συνείδησιν καί εἰς τήν τιμήν μας· … νά συνεργῶμεν ἀκαταπαύστως διά τό γενικόν συμφέρον, ὁδηγούμενοι ἀπό μόνον τόν πατριωτισμόν καί τήν δικαιοσύνην, νά θυσιάζομεν ὅλα τά μερικά μας συμφέροντα, καί νά μή φρονοῦμεν ἄλλο, νά μήν πνέωμεν παρά τά δίκαια τῆς πατρίδος ἕκαστος εἰς τό ὁποῖον ἐκλήθη ὑπούργημα. … Ἄν τις ἡμῶν μέχρι τέλους φανῇ ἐπίορκος, ἤ ἀπατεών ἤ ἐναντίος εἴς τι τῶν ἀνωτέρω κοινοφελῶν (sic) καί ἐνόρκων καί ἀμοιβαίων ὑποσχέσεών μας, οἱ λοιποί θέλει τόν κατατρέχομεν καί εἰς αὐτήν του τήν ζωήν. … Τῇ 16 Ὀκτωβρίου 1822, ἐν Τριπολιτσᾷ. … Κορίνθου Κύριλλος, Πρωτοσύγκελλος Ἀμβρόσιος, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαῖος, … Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» (Ἀρχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Παλιγγενεσίας, τ. 1, σ. 460-462).
    Παρ’ ὅλο πού τά μέλη τῆς Α’ Ἐθνοσυνέλευσης (1821-1822) ὁρκίστηκαν πρίν τήν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων τους, στό Προσωρινόν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος (Ὀργανικός Νόμος) πού ψήφισαν τήν 1.1.1822, δέν θεσπίστηκε ἡ μέ ὅρκο ἀνάληψη τῶν καθηκόντων τῶν βουλευτῶν, τῶν μελῶν τῆς Κυβερνήσεως, τῶν ὑπαλλήλων καί τῶν λειτουργῶν τοῦ κράτους. Τό κενό αὐτό ἀναπληρώθηκε σχεδόν ἀμέσως μέ τό ὑπ’ ἀριθ. 657 διάταγμα: «ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΥ. Ἐπειδή ὅλοι οἱ ἀξιωματικοί καί ὑπουργοί ἔχουσι χρέη ἱερά πρός τήν πατρίδα νά ἐκπληρώσωσιν. Ἐπειδή ἡ ὀρκωμοσία εἶναι σωτήριος φυλακή τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθενείας καί ἐγγύησις τοῦ κοινοῦ συμφέροντος. Διατάττει: α´. Ὅλοι οἱ δημόσιοι ἀξιωματικοί καί ὑπουργοί ἅμα διοριζόμενοι νά ὁρκίζωνται. … στ´. Ὅρκος δέ διορίζεται ἀναλλοίωτος ὁ ἀκόλουθος: “Ὁρκίζομαι ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων πίστιν πρός τήν πατρίδα, ὑποταγήν εἰς τόν Ὀργανικόν Νόμον, οἷον ἔδωκεν ἐν Ἐπιδαύρῳ ἡ ἐθνική Συνέλευσις, καί εὐπείθειαν πρός τάς νομίμους ἀρχάς τῆς Ἑλλάδος. Παραβάτης δ’ ἑνός τούτων γενόμενος, καί τῶν νόμων ἄν διαφύγω τήν αὐστηρότητα, νά ἔχω τήν θεότητα ἐκδικήτριαν”. … Ἐν Κορίνθῳ, τῇ κα’ Μαρτίου ,αωκβ´. Ἀ. Μαυροκορδάτος» (Ἀρχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Παλιγγενεσίας, τ. 1, σ. 324).
    Ὁ ὅρκος τελικά εἰσήχθη ἀπό τήν Β’ Ἐθνοσυνέλευση (1823) στό ἀναθεωρημένο Προσωρινόν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος (Νόμος τῆς Ἐπιδαύρου): «ϟθ´. Νά ὁρκίζωνται, τά μέν τῆς διοικήσεως μέλη ἐνώπιον τοῦ κοινοῦ, οἱ δέ ἑπτά Ὑπουργοί καί ὁ Γενικός Γραμματεύς τοῦ Ἐκτελεστικοῦ ἐνώπιον τοῦ Ἐκτελεστικοῦ· οἱ κριταί ἐνώπιον τοῦ κοινοῦ, καί πάντες οἱ ὑπουργοί καί στρατιωτικοί καί οἱ ναυτικοί ἐνώπιον τῶν ἀνηκόντων ὑποκειμένων, ἕκαστος κατά τόν ἀκόλουθον τρόπον: “Ὁρκίζομαι εἰς τό ἅγιον ὄνομα τῆς τρισυποστάτου Θεότητος καί εἰς τήν γλυκυτάτην πατρίδα, πρῶτον μέν, ἤ νά ἐλευθερωθῇ τό ἑλληνικόν ἔθνος ἤ μέ τά ὅπλα εἰς τάς χεῖρας νά ἀποθάνω χριστιανός καί ἐλεύθερος· ἕπειτα δέ, νά ὑποτάσσωμαι μ’ ὅλην τήν πίστιν εἰς τόν παρόντα νόμον τῆς πατρίδος, ὅ,τι λογῆς αἱ δύο Ἐθνικαί Συνελεύσεις τοῦ ,αωκβ’ καί ,αωκγ’ παρέδωκαν εἰς τό ἑλληνικόν ἔθνος.”» (Ἀρχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Παλιγγενεσίας, τ. 3, σ. 97).
    Κατά τήν ἄποψή μας, οἱ κληρικοί τουλάχιστον καί οἱ διανοούμενοι πού συμμετεῖχαν στίς Ἐθνοσυνελεύσεις καί στήν Προσωρινή Διοίκηση τῆς Ἑλλάδος, γνώριζαν τήν ἐπιταγή τοῦ Εὐαγγελίου καί θά μποροῦσαν νά ἐπηρεάσουν τό σῶμα τῶν παραστατῶν· προέταξαν ὅμως τήν πατρίδα πιό πάνω καί ἀπό τήν θρησκεία, ἔμπρακτη ἀπόδειξη τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ ὁ ὅρκος. Ἐπιπλέον τούτου, διότι ἀποτελεῖ δέσμευση ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὅτι αὐτός πού ἀναλαμβάνει ὁποιοδήποτε ἀξίωμα θά τηρήσει τό Σύνταγμα καί τούς νόμους καί θά ὑπερασπιστεῖ τό καλῶς νοούμενο συμφέρον τῆς πατρίδας (ἴσως ἔπρεπε οἱ ἐπίορκοι νά δικάζονται σέ διά βίου στέρηση ἀπό κάθε δημόσιο ἀξίωμα). Γιά τούς λόγους αὐτούς ἡ Ἐκκλησία διαχρονικά συγχωρεῖ ὄχι μόνο τόν ὅρκο, ὁ ὁποῖος δίνεται γιά τό καλό τῆς πατρίδας καί τοῦ ἔθνους, ἀλλά καί τόν πόλεμο καί τόν φόνο σέ καιρό πολέμου, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι τά ἐγκρίνει ἤ τά ἀμνηστεύει. Κι ἄν μερικοί ἐνοχλοῦνται ἐπειδή οἱ Ἕλληνες χριστιανοί τολμοῦμε νά θέσουμε σέ πρώτη μοῖρα τήν πατρίδα, ἐλάχιστα πιό πάνω ἀπό τήν θρησκευτική μας συνείδηση, ἄς μελετήσουν προηγουμένως τά ἀντίθετα παραδείγματα, παλαιά καί πρόσφατα. 

 
Ἀρχιμ. Χερουβείμ Βελέτζας
Ἱεροκήρυκας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κερκύρας, 
Παξῶν καί Διαποντίων Νήσων

Απλά και Ορθόδοξα



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου