Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ὁ τελώνης καί ὁ ληστής (ἤ λόγος περί μετανοίας)

(φωτογραφία από pemptousia.gr)

(Ὁμιλία στόν ἱερό ναό Ἁγίου Νεκταρίου Πρεβέζης, κατά τόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό τῆς Ε' Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, 2.4.2023)

«Ἔδωκας κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά σου, Κύριε»1.

Τοῦτος ὁ στίχος τοῦ Ψαλτηρίου, Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί χριστιανοί, τόν ὁποῖο ψάλλαμε νωρίτερα, κατά τήν διάρκεια τοῦ ἀποψινοῦ Κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ, συγκεφαλαιώνει τό περιεχόμενο τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα ἀλλά καί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος, ἰδιαιτέρως δέ κατά τήν περίοδο τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία καί διανύουμε. Διότι τό «Κύριε» ἀποτελεῖ ὁμολογία πίστεως, ἀναγνωρίζουμε δηλαδή τόν τριαδικό Θεό ὡς κύριό μας καί ἑπομένως θέτουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό τίς προσταγές του. Ὁ φόβος δέ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ σημαίνει τόν σεβασμό πρός τόν Θεό καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Ἐνῶ ἡ κληρονομία, τήν ὁποῖα μᾶς δίνει, δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς λέει ξεκάθαρα στό Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως: «τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»2. Γιατί, ὅμως, λέει «Ἔδωκας» καί δέν λέει «θά δόσεις»; Διότι, κατά τούς ἀψευδεῖς λόγους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστίν»3, γι’ αὐτό καί μετά τήν βάπτισή του στόν Ἰορδάνη ποταμό καί τήν τεσσαρακονθήμερη νηστεία στήν ἔρημο, τό πρῶτο πρᾶγμα πού κήρυξε εἶναι: «Μετανοεῖτε, ἤγγικεν γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»4.


Ἡ μετάνοια, ἑπομένως, εἶναι τό βασικό συστατικό τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἡ μετάνοια ἀνοίγει τίς πύλες τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ τήν κεντρική ἰδέα πού διαπερνᾶ ὅλη τήν περίοδο τοῦ Τριωδίου, ἀπό τόν τελώνη τῆς παραβολῆς μέχρι τόν ληστῆ ἐπί τοῦ σταυροῦ, μέ κορυφαῖο παράδειγμα τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία, τήν μνήμη τῆς ὁποίας τιμᾶ σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ὁ βίος της εἶναι ἀξιοθαύμαστος καί ἀξιομίμητος, τουλάχιστον σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν μετάνοια, στήν σταθερότητα τῆς ἀποφάσεως καί στήν καταφρόνηση τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν καί ἀπολαύσεων. Ἀλλά πρίν ἐντρυφήσουμε στόν βίο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, εἶναι ἀνάγκη νά προσδιορίσουμε τί ἐστί μετάνοια καί μέ ποῖον τρόπο προβάλλεται καθ’ ὅλη τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Μετάνοια σημαίνει μεταστροφή τοῦ νοῦ. Νοῦς, πάλι, δέν εἶναι ἁπλά καί μόνον οἱ διανοητικές διεργασίες τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἡ λογική. Νοῦς εἶναι τό ἡγεμονικόν τῆς ψυχῆς, τό αὐτεξούσιο, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί δέν περιορίζεται ἀπό κανέναν φυσικό ἤ ἠθικό νόμο, ἀλλά ἐνεργεῖ ἐν πλήρει ἐλευθερίᾳ. Νοῦς, βεβαίως, καί λόγος συνδέονται· πρῶτα ἡ ἁμαρτία προσβάλλει τόν λόγο καί στή συνέχεια ὁ νοῦς ὠθεῖ στήν πράξη, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν διήγηση τῆς Γενέσεως ἀναφορικά μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα. Ἑπομένως, μετάνοια δέν συνιστᾶ ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας, ὅπως νομίζει ὁ πολύς κόσμος· αὐτό λέγεται μεταμέλεια. «Μεταμεληθείς ὁ Ἰούδας, ἐπέστρεψε τά τριάκοντα ἀργύρια ... καί ἀπελθών ἀπήγξατο»5. Μεταμελήθηκε καί ὁ Πέτρος, ἦλθε σέ συναίσθηση τῆς προδοσίας πού μέ τήν σειρά του διετέλεσε, «καὶ ἐξελθών ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς»6. Ἡ μετάνοια, ἑπομένως, δέν συνίσταται μόνο στήν συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἀλλά στήν μετά δακρύων ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καί στήν ἀπόφαση νά ἀκολουθήσουμε τίς ἐντολές του. Μετάνοια, ἑπομένως, εἶναι ἡ διάθεση ὅλης μας τῆς ὑπάρξεως, ψυχῆς καί σώματος, στήν ὑπηρεσία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, μέ κινητήριο δύναμη τόν νοῦ καί ἀρωγό του τόν λόγο.

Πρῶτο παράδειγμα μετανοίας, ὁ τελώνης τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου· ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του δέν τόν ἀπέτρεψε νά ἔλθει στόν ναό καί νά προσευχηθεῖ, παρακαλῶντας μέ δάκρυα: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»7. Ἀλλά καί ὁ ἄσωτος υἱός, τά ἴδια περίπου λόγια ἀπηύθυνε πρός τόν πατέρα: «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου»8. Καί οἱ δύο ἔγιναν ἀποδέκτες τῆς συγχωρήσεως τοῦ Θεοῦ καί ὁ μέν τελώνης δικαιώθηκε, ὁ δέ πρώην ἄσωτος υἱός ἀποκατεστάθη στόν πατρικό οἶκο.

Τήν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω ὁ Κύριος μᾶς παρακινεῖ στήν φιλανθρωπία, ἰδίως πρός τούς μικρούς, τούς ἐλαχίστους· μᾶς δείχνει ὅτι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό περνᾶ μέσα ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον καί φανερώνεται σέ αὐτήν. Μᾶς προτρέπει νά προσδιορίσουμε ἐκ νέου τήν στάση μας πρός τούς ἀδελφούς μας· καί ἡ ἐνέργεια αὐτή συνιστᾶ ὁπωσδήποτε κίνηση μετανοίας.

Ἀλλά καί οἱ προτροπές τοῦ Κυρίου, τίς ὁποῖες μᾶς ἀπευθύνει τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς, σκοπό ἔχουν τόν ὀρθό προσανατολισμό τῆς πνευματικῆς μας πυξίδας, δηλαδή τοῦ νοῦ. Μᾶς παραγγέλλει νά συγχωροῦμε, νά νηστεύουμε μέ χαρά χωρίς νά τό διατυμπανίζουμε, νά μή συνάγουμε ὑλικά πλούτη ἀλλά πνευματικούς θησαυρούς· γιατί ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός μας, ἐκεῖ βρίσκεται καί ἡ καρδιά μας9.

Εἴπαμε ὅτι ἀρωγός τοῦ νοῦ στήν μετάνοια εἶναι ὁ λόγος· γιατί ἄν σκεφτόμαστε λαθεμένα, τότε καί οἱ ἀποφάσεις μας καί οἱ πράξεις μας θά εἶναι λανθασμένες. Γιά τήν θεραπεία λοιπόν τοῦ λόγου, τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας προβάλλει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τήν ὀρθόδοξη πίστη, ὅπως τήν διετράνωσαν οἱ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἕβδομης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα τό 787 μ.Χ. στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Στήν Σύνοδο αὐτή, ἡ Ἐκκλησία καταδίκασε τήν εἰκονομαχία, τήν υἱοθέτηση δηλαδή τῆς ἰουδαϊκῆς καί τῆς ἰσλαμικῆς ἄποψης ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπρόσιτος στόν ἄνθρωπο καί ἄρα ἀπαγορεύεται νά ἀπεικονίζεται, καί μᾶς δίδαξε ὅτι ἀπό τήν στιγμή πού ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, στό πρόσωπο τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατέστη καί προσιτός καί περιγραπτός. Ἀκόμη, τήν Δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν, προβάλλει τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἡ ὁποία ἐπικυρώθηκε μέ ἀντίστοιχες Συνόδους, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός δέν γίνεται καταληπτός ἀπό τὴν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου μέσῳ τῆς λογικῆς, ὅπως πρέσβευαν οἱ Σχολαστικοί θεολόγοι τῆς δύσης, ἀλλά μέσῳ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, πού φωτίζουν τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ἐπιδίδεται στήν ἄσκηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί ἰδιαιτέρως τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Τήν Τρίτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν ὑψώνεται ἐνώπιόν μας ὁ Τίμιος Σταυρός· βρισκόμαστε ἤδη στό μέσον τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι»10. Προσκυνοῦμε τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, τό «ὅπλον κατά τοῦ διαβόλου»11, λαμβάνουμε δύναμιν ἐξ ὕψους, προσβλέπουμε στήν Ἀνάσταση καί ψάλλουμε: «Προσκυνήσεως ἡμέρα τοῦ τιμίου Σταυροῦ δεῦτε πρὸς τοῦτον πάντες· τῆς γὰρ ἐγέρσεως Χριστοῦ, τὰς αὐγὰς φωτοβολῶν, προτίθεται νῦν· αὐτὸν ἀσπασώμεθα ψυχικῶς ἀγαλλόμενοι»12.

Τήν Τέταρτη Κυριακή, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ συγγραφέας τῆς «Κλίμακος», μᾶς διδάσκει μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Μετάνοια σημαίνει ἀνανέωσις τοῦ βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία μὲ τὸν Θεὸν γιὰ νέα ζωή. Μετανοῶν σημαίνει ἀγοραστὴς τῆς ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος ἀποκλεισμὸς κάθε σωματικῆς παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αὐτοκατακρίσεως, ἀμεριμνησία γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα καὶ μέριμνα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καὶ ἀποκήρυξις τῆς ἀπελπισίας. Μετανοῶν σημαίνει κατάδικος ἀπηλλαγμένος ἀπὸ αἰσχύνη. Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις μὲ τὸν Κύριον, μὲ ἔργα ἀρετῆς ἀντίθετα πρὸς τὰ παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμὸς τῆς συνειδήσεως. Μετάνοια σημαίνει θεληματικὴ ὑπομονὴ ὅλων τῶν θλιβερῶν πραγμάτων. Μετανοῶν σημαίνει ἐπινοητὴς τιμωριῶν τοῦ ἑαυτοῦ του. Μετάνοια σημαίνει ὑπερβολικὴ ταλαιπωρία τῆς κοιλίας (μὲ νηστεία) καὶ κτύπημα τῆς ψυχῆς μὲ ὑπερβολικὴ συναίσθησι»13.

Καί σήμερα, τελευταία Κυριακή πρίν ἀπό τήν ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα, προβάλλει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία, γιά νά μᾶς ἐμψυχώσει ἀκόμη περισσότερο, γιά νά μᾶς δείξει ὅτι ὁ ἀγῶνας μας δέν εἶναι ἀκατόρθωτος, ὅτι ἡ μετάνοια ὑπερνικᾶ, μέ τήν χάρη τοῦ θεοῦ, ἀκόμη καί τούς νόμους τῆς φύσεως, καί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν θύρα τοῦ Παραδείσου, ὅσο χαμηλά κι ἄν ἔχει πέσει στήν ζωή του.

Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἔζησε ἀνάμεσα στόν 4ο καί στόν 5ο αἰῶνα· καταγόταν ἀπό τήν Αἴγυπτο, ἄγνωστο ἀπό ποία περιοχή, καί σέ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ἐγκατέλειψε τούς γονεῖς της καί ἦλθε στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ ἐξασφάλιζε τά πρός τό ζῆν ἀπό τήν ἐπαιτεία, ἀπό τό γνέσιμο τοῦ λιναριοῦ καί ἀπό ἄλλα θελήματα. Σύντομα παραδόθηκε στό πάθος τῆς πορνείας καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε δέν ἔπαιρνε χρήματα γιά τίς ἐρωτικές της περιπτύξεις. Δεκαεπτά χρόνια κύλησαν ἔτσι, καί μιά μέρα εἶδε κόσμο πολύ στό λιμάνι· ρώτησε καί ἔμαθε ὅτι πήγαιναν στά Ἱεροσόλυμα γιά τήν ἑορτή τῆς ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Μέ σκοπό τήν ἱκανοποίηση τοῦ πάθους της, ἐπιβιβάσθηκε κι αὐτή σ’ ἕνα πλοῖο. Τόσο κατά τήν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ, ὅσο καί κατά τήν παραμονή της στά Ἱεροσόλυμα, ἔπραττε αὐτό πού τῆς ὑπαγόρευε τό ἀκόρεστο πάθος.

Ἦλθε καί ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, καί παρατηροῦσε τόν κόσμο πού ἔμπαινε στόν ναό τῆς Ἀναστάσεως γιά τήν ἱερά ἀγρυπνία. Ἀποφάσισε νά εἰσέλθει κι αὐτή στόν ναό· ὅμως, ὅσες φορές κι ἄν προσπάθησε, δέν τά κατάφερε· γιατί μία ἀόρατη δύναμη τήν ἐμπόδιζε. Τότε συναισθάνθηκε ὅτι δέν μποροῦσε νά εἰσέλθει ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν της. Στάθηκε σέ μιά γωνιά καί ἄρχισε νά κλαίει· βλέπει τότε λίγο πιό ψηλά μία εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καί ἄρχισε νά τήν παρακαλεῖ νά μεσιτεύσει στόν Κύριο καί Υἱό της, ὥστε νά τῆς ἐπιτρέψει νά προσκυνήσει τό Τίμιο Ξύλο, ἐπάνω στό ὁποῖο ἔχυσε τό αἷμα του γιά τήν σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὑποσχέθηκε, μάλιστα, νά ἐγκαταλείψει τήν ἁμαρτία καί νά πορευθεῖ ὅπου τῆς δείξει ἡ Παναγία. Ἔτσι καί ἔγινε· εἰσῆλθε στόν ναό, προσκύνησε μέ δάκρυα τόν Τίμιο Σταυρό, ἐπέστρεψε καί εὐχαρίστησε τήν Παναγία, ἐτούτη τήν φορά μέ δάκρυα εὐγνωμοσύνης. «Δέσποινα Θεοτόκε», παρακαλοῦσε, «σύ πού δέν μέ σιχάθηκες, τήν ἁμαρτωλή, κι ἔγινες ἐγγυήτρια γιά μένα, γίνε καί ὁδηγήτρια τῆς σωτηρίας μου καί δίδαξέ με πῶς νά ἀρέσω στόν Υἱό σου». Ἄκουσε τότε φωνή νά τῆς λέει: «Ἄν διαβῆς τόν Ἰορδάνη, θά βρῆς μεγάλη ἀνάπαυση». Δίχως ἀναβολή, ἀγόρασε τρία ψωμιά καί ἔφτασε νύχτα στόν Ἰορδάνη. Τό ἑπόμενο πρωί, ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε καί κοινώνησε σέ μία παρακείμενη μονή, διέβη τον ποταμό καί πορεύθηκε στήν ἔρημο τήν πέραν τοῦ Ἰορδάνου.

Σαράντα χρόνια ἔζησε στήν ἔρημο, τρεφόμενη μέ τόν λιγοστό ἄρτο καί μέ τά ἰσχνά χόρτα πού φύονται στήν ἄγονη γῆ, ἐκτεθειμένη στήν ζέστη τῆς ἡμέρας καί στό ψῦχος τῆς νύχτας, γυμνή, ἀφοῦ τά λιγοστά της ροῦχα σύντομα εἶχαν φθαρεῖ. Ἀλλά καί ἀντιμέτωπη, τά πρῶτα δεκαεπτά ἔτη, μέ τούς πειρασμούς, μέ τίς ἐνθυμήσεις τῆς τρυφηλῆς ζωῆς στήν Ἀλεξάνδρεια, μέ τίς παλιές κακές ἐπιθυμίες. Καταφυγή της ὅμως εἶχε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅπλο της τήν προσευχή, σύμμαχό της τήν ἔρημο καί σωτηρία της τήν χάρη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τήν προστάτευε ἀπό τούς ἀόρατους ἐχθρούς καί ἀπό τά στοιχεῖα τῆς φύσεως.

Στήν ἔρημο τήν συνάντησε ὁ ἅγιος Ζωσιμᾶς, γέροντας ἱερομόναχος, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε σέ ἕνα μοναστήρι κοντά στόν Ἰορδάνη ποταμό. Εἶχαν δέ τήν συνήθεια οἱ πατέρες τῆς μονῆς, κατά τήν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς νά ἐξέρχονται στήν ἔρημο, ὁ καθένας χωριστά, γιά περισσότερη ἄσκηση καί προσευχή. Περιπλανώμενος στήν ἐρημιά, εἶδε μία σκιά, ξερακιανή, ἡλιοκαμένη, μέ ἄσπρα μαλλιά ὥς τούς ὤμους, καί στήν ἀρχή νόμισε ὅτι ἐπρόκειτο γιά δαιμονική φαντασία. Σάν ὅμως ἔκανε τήν προσευχή του καί εἶδε ὅτι ἡ σκιά δέν ἐξαφανίστηκε, πλησίασε γιά νά συναντήσει τόν ἄγνωστο ἐρημίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἀπέφευγε καί κρυβόταν. Μετά ἀπό πολλά παρακάλια, ἡ ὁσία τοῦ ζήτησε νά τῆς ρίξει ἕνα ράσο γιά νά καλύψει τήν γύμνια της. Στήν συνέχεια τόν πλησίασε καί τοῦ διηγήθηκε ὅλον της τόν βίο. Τοῦ παρήγγειλε, μάλιστα, νά τήν συναντήσει τό ἑπόμενο ἔτος στήν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη, ἀνήμερα τήν Μεγάλη Πέμπτη, γιά νά τῆς μεταδώσει τά Ἄχραντα Μυστήρια, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Πράγματι, πῆγε ὁ ἅγιος Ζωσιμᾶς στό προκαθορισμένο σημεῖο, καί ἀναρωτιόταν μέ ποῖον ἄραγε τρόπο ἐπρόκειτο νά διασχίσει ἡ ὁσία Μαρία τόν ποταμό· διότι πλεούμενο δέν ὑπῆρχε. Τότε τήν εἶδε στήν ἀπέναντι ὄχθη· ἔκανε ἡ ὁσία τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί εὐθύς βρέθηκε δίπλα του. Ἀφοῦ μετέλαβε καί δοξολόγησε τόν Θεό, παρακάλεσε τόν Ζωσιμᾶ νά τήν συναντήσει πάλι τό ἑπόμενο ἔτος, στό σημεῖο ὅπου τήν εἶχε δεῖ τήν πρώτη φορά· καί ἀφοῦ ἔκανε πάλι τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, βρέθηκε στήν ἀντίπερα ὄχθη.

Ὅταν τόν ἑπόμενο χρόνο πῆγε ὁ ἅγιος Ζωσιμᾶς στήν ἔρημο, βρῆκε τό νεκρό σκήνωμα τῆς ὁσίας Μαρίας ξαπλωμένο στήν ἄμμο, μέ τά χέρια σταυρωμένα καί τό κεφάλι πρός τήν δύση. Δίπλα της μία ἐπιγραφή, χαραγμένη στήν ἄμμο, τόν πληροφοροῦσε ὅτι ἡ ὁσία Μαρία ἐκοιμήθη τήν ἴδια νύχτα πού μετέλαβε· καί τόν παρακαλοῦσε νά τήν ἐνταφιάσει στό σημεῖο ἐκεῖνο. Ὁ Ζωσιμᾶς, ἀφοῦ τῆς ἔψαλλε τά νεκρώσιμα γράμματα, ἀποροῦσε πῶς νά σκάψει τόν τάφο, ἀφοῦ οὔτε ἐργαλεῖα διέθετε, οὔτε ἡ ἡλικία του τόν βοηθοῦσε. Ἐμφανίστηκε τότε ἕνα λιοντάρι τό ὁποῖο, ἀφοῦ ἔγλυψε τά πόδια τῆς ἁγίας, ἔσκαψε μέ τά μπροστινά του πόδια ἕναν λάκκο καί ἀποχώρησε στήν ἔρημο. Ὁ δέ γέροντας, ἔθαψε τήν ἁγία καί ἐπέστρεψε στήν μονή δοξάζοντας τόν Θεό.

Αὐτός εἶναι, μέ λίγα λόγια, Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί χριστιανοί, ὁ θαυμαστός βίος τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, τόν ὁποῖο συνέγραψε, διασώζοντας τήν προφορική παράδοση τῶν πατέρων τῆς ἐρήμου, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, πατριάρχης Ἱεροσολύμων (560-638), καί προβάλλει σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Συνοψίζεται μάλιστα ἐναργέστατα στό Κοντάκιον, τό ὁποῖο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἡ πορνείαις πρότερον μεμεστωμένη παντοίαις, Χριστοῦ Νύμφη σήμερον τῇ μετανοίᾳ ἐδείχθης, Ἀγγέλων τὴν πολιτείαν ἐπιποθοῦσα, δαίμονας Σταυροῦ τῷ ὅπλῳ καταπατοῦσα· διὰ τοῦτο βασιλείας ἐφάνης νύμφη, Μαρία ἔνδοξε». Ἡ μετάνοια, μᾶς λέει, κατέστησε τήν πρώην πόρνη σέ νύμφη τοῦ Χριστοῦ· γιατί ἀντήλλαξε τούς γήινους ἔρωτες μέ τόν ἔρωτα πρός τόν Νυμφίο Χριστό.

Ἀλλά καί τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν μετάνοια· γιατί, ὅπως εἴδαμε, μετάνοια σημαίνει νά ζοῦμε, νά ἀναπνέουμε, νά σκεφτόμαστε καί νά πράττουμε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ θεοῦ, σύμφωνα μέ ὅσα μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί μᾶς παρέδωσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ μεγάλοι Πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά ἀκόμα καί ἄν δέν ἔχουμε διαβάσει πολλά, ἀκόμα κι ἄν δέν ξέρουμε γράμματα, ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μέ τό παράδειγμά της μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ἀρκεῖ νά λάβουμε μία καί μόνη ἀπόφαση, καί νά τήν τηρήσουμε μέχρι τέλους· νά πράττουμε πάντοτε αὐτό πού ἀρέσει στόν Θεό. Κι ἄν ἀκόμα νιώθουμε ὅτι οἱ ἁμαρτίες μας εἶναι μεγάλες καί φοβερές, ἄς ἔχουμε κατά νοῦ τά λόγια τοῦ Κυρίου μας: «οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν»14.

Γιατί εἶναι τόσο φιλάνθρωπος, ὥστε ἕνα δάκρυ ἔχυσε στά πόδια του ἡ πόρνη, κι ἐκεῖνος τήν συγχώρησε· ἕνα «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»15 εἶπε ὁ Τελώνης, καί ὁ Χριστός τόν δικαίωσε· καί ὁ ληστής ἐπί τοῦ σταυροῦ, «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»16 εἶπε, καί ὁ Κύριος τόν ἔμπασε στόν Παράδεισο. Καί ὁ ὑμνωδός θά προσθέσει: «Ἡ τοῦ λῃστοῦ μετάνοια, τὸν Παράδεισον ἐσύλησεν, ὁ δὲ θρῆνος τῶν Μυροφόρων τὴν χαρὰν ἐμήνυσεν· ὅτι ἀνέστης Χριστὲ ὁ Θεάς, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος»17. Τί παράδοξο θαῦμα! Ὁ Πέτρος νά κατέχει τά κλειδιά τοῦ Παραδείσου, καί ὁ ληστής, μέ μόνη τήν μετάνοια, νά ἔχει ἤδη εἰσέλθει, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καί νά καρπώνεται ὅ,τι πολυτιμότερο ὑπάρχει.

Καθώς πλησιάζουμε στίς ἅγιες ἡμέρες τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἄς μή λησμονοῦμε ὅτι «ἑνός ἐστί χρεία»18, δηλαδή ἀληθινῆς μετανοίας, διδάσκαλος τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ὁλόκληρη ἡ ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἄς μιμηθοῦμε τήν μετάνοια τοῦ Τελώνη καί τοῦ ληστῆ, ἄς μιμηθοῦμε τήν σταθερότητα μέ τήν ὁποία ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀποξένωσε τήν ψυχή καί τό σῶμα της ἀπό τήν ἁμαρτία τῆς νεότητάς της. Ἄς προσέλθουμε μέ συναίσθηση καί συντριβή καρδίας στό ἱερό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, ἄς παρακαλέσουμε μέ δάκρυα τόν Κύριό μας νά μᾶς κατευθύνει στόν δρόμο τῆς σωτηρίας καί νά μᾶς προφυλάσσει ἀπό τούς πειρασμούς. Ἄς προσέλθουμε μέ κατάνυξη ψυχῆς, μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης στήν Θεία Κοινωνία, ὥστε καταλλήλως προετοιμασμένοι νά φωτισθοῦμε, νοῦς καί ψυχή καί διάνοια, ἀπό τό ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί νά τύχουμε, μέ τήν χάρη του, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας του, ἀμήν.


π. Χερουβείμ Βελέτζας

---------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Ψαλμός 60.

2 Ματθ. κε’, 34.

3 Λουκ. ιζ´, 21.

4 Ματθ. δ´, 17.

5 Ματθ. κζ’, 3-5.

6 Ματθ. κστ’, 74.

7 Λουκ. ιη’, 13.

8 Λουκ. ιε´, 21.

9 Πρβλ. Ματθ. στ´, 21.
 
10 Ματθ. η´, 34.

11 Πρβλ. στιχηρόν τῶν Αἴνων, ἦχος πλ. δ’: «Κύριε, ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου, τὸν Σταυρόν σου ἡμῖν δέδωκας∙ φρίττει γὰρ καὶ τρέμει, μὴ φέρων καθορᾷν αὐτοῦ τὴν δύναμιν∙ ὅτι νεκροὺς ἀνιστᾷ καὶ θάνατον κατήργησε∙ διὰ τοῦτο προσκυνοῦμεν, τὴν Ταφήν σου καὶ τὴν Ἔγερσιν».

12 Τροπάριον τῆς α’ ὠδῆς τοῦ Τριωδίου, τῆς Γ’ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν.

13 Ἡ Κλῖμαξ, μτφρ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου.

14 Ματθ. θ´, 13.

15 Λουκ. ιη’, 13.

16 Λουκ. κγ´, 42.

17 Παρακλητική, ἦχος α´, ἡ Ὑπακοή.

18 Πρβλ. Λουκ. ι´, 42.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου