Η Πρὠτη Οικουμενίκή Σύνοδος

1. Τα πρίν
Από τους πρώτους χρόνους, ακόμα από την εποχή των αποστόλων, διαπιστώνονται διαφοροποιήσεις πάνω σε διάφορα ζητήματα πρακτικής ή ερμηνευτικής φύσεως. Κατά την περίοδο των διωγμών η χριστιανική πίστη έπρεπε να προσδιοριστεί και να διατυπωθεί προς τα έξω, αντικρούοντας τις μομφές που οι ειδωλολάτρες της επέρριπταν. Έτσι οι Απολογητές χρησιμοποίησαν στα συγγράμματά τους την ελληνική φιλοσοφία, όχι για να προσδώσουν στο χριστιανισμό φιλοσοφική υφή και να τον περιορίσουν σε ένα ιδεολόγημα, αλλά για να μεταφέρουν τον Ευαγγελικό λόγο με μια μορφή πιο κατανοητή στον Ελληνικό (με την έννοια του πνευματικού υπόβαθρου) κόσμο. Από τη στιγμή όμως που η ελληνική φιλοσοφία επιχειρήθηκε να ταυτιστεί με την Θεολογία, άρχισαν να διαμορφώνονται οι πρώτες αιρέσεις, άλλες επηρεασμένες από την αριστοτελική και άλλες από τη στωική φιλοσοφία.

2. Τα γεγονότα
Αποκορύφωμα μιας τέτοιας τάσεως απετέλεσε (το 318 περίπου) η διδασκαλία του Αρείου, που ήταν ιερέας στην Αλεξάνδρεια. Πίστευε ότι ο Υιός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, δεν είναι θεός αλλά δημιούργημα, κτίσμα, εφόσον γεννάται από τον Πατέρα. Και ως κτίσμα δεν είναι άναρχος, αλλά έχει χρονική αρχή. Έτσι ο Χριστός είναι ένα κράμμα που αποτελείται από τον κτιστό Υιό και Λόγο του Θεού και από το ορατό υλικό σαρκικό σώμα. Κατά συνέπεια ο Χριστός δεν ήταν για τον ΄Αρειο ούτε τέλειος Θεός ούτε τέλειος άνθρωπος.
Πρώτος αντιμετώπισε τον ΄Αρειο ο Επίσκοπός του, ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος. Ύστερα από πολλές άκαρπες συζητήσεις, συνεκάλεσε τοπική σύνοδο στην Αλεξάνδρεια το 321 και καθαίρεσε τον ΄Αρειο. Αυτός όμως συνέχισε να διαδίδει την αίρεσή του, προξενώντας σύγχυση και διχασμό. Τον σάλο που δημιουργήθηκε θέλησε να κατασιγάσει ο Μέγας Κωνσταντίνος με τη σύγκληση της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, η οποία κατεδίκασε τον ΄Αρειο και την αίρεσή του, συνέταξε δε και το πρώτο σύμβολο της Πίστεως, γνωστό και ως “Σύμβολο της Νικαίας”.
3. Το Σύμβολο της Νικαίας
Πιστεύομεν εις ένα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, πάντων ορατών τε και αοράτων ποιητήν. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού γεννηθέντα εκ του πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός, Θεόν έκ Θεού, φώς εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι ου τα πάντα εγένετο, τα Τε εν τω ουρανώ και τα εν τη γη, τον δι ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα και σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα, παθόντα και αναστάντα τη τρίτη ημέρα, ανελθόντα εις τους ουρανούς και ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς. Και εις το άγιον Πνεύμα.
Τους δε λέγοντας ήν ποτε ότε ουκ ήν, και πριν γεννηθήναι ουκ ήν και ότι εξ ουκ όντων εγένετο ή εξ ετέρας υποστάσεως ή ουσίας φάσκοντας είναι κτιστόν ή αλλοιωτόν τον Υιόν του Θεού, αναθεματίζει η Καθολική Εκκλησία.
4. Η Θεολογία των Πατέρων
Όπως φαίνεται μέσα από το κείμενο του Συμβόλου οι ΄Αγιοι 318 Πατέρες δεν υιοθέτησαν τις απόψεις του Αρείου. Συγκεκριμένα ο Μέγας Αθανάσιος κατέδειξε ότι με την διδασκαλία του Αρείου, εκτός του ότι έχουμε ειδωλολατρεία (επειδή λατρεύουμε τον Υιό ως κτίσμα), καθίσταται επιπλέον αδύνατη η σωτηρία και θέωση του ανθρώπου. Μόνον ο Θεός ο άκτιστος μπορεί να σώσει τον άνθρωπο και να τον θεώσει κατά χάριν. Έτσι λοιπόν ο Υιός δεν μπορεί να είναι κτίσμα, αλλά Θεός αληθινός από την ίδια υπόσταση και ουσία με τον Πατέρα, γι αυτό και συνάναρχος και συναΐδιος. Δεν νοείται λοιπόν αλλοίωση της υποστάσεώς Του, είναι τέλειος Θεός, ενανθρώπησε και δεν ενσακώθηκε, προσέλαβε δηλαδή ολόκληρη την ανθρώπινη φύση και όχι μόνο την σάρκα. Για τον καθοριστικό του ρόλο στην έκφραση της αληθείας και την διατύπωση του Δόγματος τιμήθηκε με τον μοναδικό τίτλο του Στύλου της Ορθοδοξίας
5. H σωτηριολογική σημασία.
Κριτήριο και γνώμονας της Αγιοπατερικής σκέψεως και κρίσεως των κακοδοξιών του Αρείου απετέλεσε, όπως είδαμε, η δυνατότητα της σωτηρίας και της θέωσης των ανθρώπων, σύμφωνα πάντα με την Αγία Γραφή. Αν ο κτιστός κατά τον ΄Αρειο Λόγος σώζει τους κτιστούς ανθρώπους, τότε οι άνθρωποι θα μπορούσαν να σωθούν από μόνοι τους χωρίς την βοήθεια κανενός “θεού”. Αυτό όμως είναι άτοπο και αναληθές, διότι Υιός και Λόγος του Θεού μαρτυρείται στο Ευαγγέλιο ως Θεός αδιαίρετος αλλά και ασύγχυτος με τον Πατέρα. Τα λόγια του Κυρίου είναι καταλυτικά: “εγώ και ο πατήρ έν εσμέν” (Ιω. ι΄, 30), “εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί” (Ιω. ιδ΄, 11), “ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα” ( Ιω. ιδ΄,9). Καταδεικνύεται άρα ότι ο ΄Αρειος δεν πρέσβευε μια απλή αίρεση, μια διαφοροποίηση, αλλά στην ουσία μια θεολογία ξένη προς το πνεύμα του Ευαγγελίου και της εκκλησιαστικής παραδόσεως, η οποία στερούσε από τον άνθρωπο την ευκαιρία και τη δυνατότητα της σωτηρίας. Αυτό το πνεύμα και αυτή την συνέπεια καταπολέμησαν οι Πατέρες, και μαζί τους τον αμετανόητο και αμετακίνητο από την κακοδοξία του ΄Αρειο.

(1999)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου