«Δεν έχει νόημα να τρέχεις, όταν ξεκινάς από λάθος αφετηρία»


Έχω μια αδυναμία στους τοίχους. Όχι στους κανονικούς, αλλά σ΄ εκείνους που κάποια άγνωστα χέρια χάλασαν την ομοιόμορφη -μονόχρωμη πάντα- όψη τους με λέξεις και σχήματα που δεν έχουν προσχεδιαστεί (όπως τα προεκλογικά συνθήματα), αλλά πήραν την μορφή τους κατευθείαν στο σοβά, από κάποια άγνωστα χέρια που διάλεξαν αυτό τον τρόπο να διαδηλώσουν τις σκέψεις τους. Graffiti πολύπλοκα, που χρειάζεται αρκετή παρατηρητικότητα για να αποκρυπτογραφήσεις το μήνυμα, κι άλλοτε λέξεις απλές, με μαύρα γράμματα, που άλλοτε κάνουν τους ανθρώπους ν΄ αγανακτούν κι άλλοτε να γυρνούν το κεφάλι τους με ντροπή.
Μου αρέσουν γιατί κουβαλάν κάποιες αλήθειες. Γιατί, ακόμα κι αν περιέχουν βρισιές ή «απρεπείς» εκφράσεις, περιέχουν σκέψεις που πιθανόν λίγοι θα τολμούσαν να εκφράσουν ή να παραδεχτούν δημόσια. Γιατί συχνά με τον τρόπο τους αποτελούν ένα παραθυράκι που συνδέει την στημένη καθημερινότητα με τις εσώτατες δυνάμεις του είναι που ακόμα μας κρατάν μακριά από την απροσωποποίηση του κόσμου. Γιατί αποτελούν μια κραυγή διαμαρτυρίας για τον κόσμο, τους ισχυρούς, ή ακόμη για τον εαυτό μας και τις μέχρι τώρα επιλογές μας.
Προσωπικό ή γενικευμένο, εξαιτίας των περιστάσεων ή από την διάθεση της ψυχής, μεταφέρει ένα μήνυμα προς όλους. Είναι λοιπόν χρήσιμο, αν μπορέσουμε να βγάλουμε από ένα τέτοιο ερέθισμα ωφέλιμα συμπεράσματα. Ιδίως όταν διακρίνουμε μέσα τους αυτοκριτική και έντονο προβληματισμό.
«Δεν έχει νόημα να τρέχεις, όταν ξεκινάς από λάθος αφετηρία»! θαυμάζω το άγνωστο χέρι που «τόλμησε» να μουτζουρώσει τον τοίχο τόσο σοφά! Ίσως πει κανείς ότι δεν θα τολμούσε να τα γράψει στο φως της ημέρας. Για να βρεθείς όμως μόνος σου στο σκοτάδι και τα γράφεις αυτά, θα πρέπει να έχεις την τόλμη να τα παραδεχτείς για τον εαυτό σου. Κι ο άγνωστος τολμητίας δεν δίστασε ν΄ αναγνωρίσει ότι έτρεχε. Έτρεχε πολύ, κοπιαστικά, επίμονα. Έτρεχε δεξιά κι αριστερά, διήνυσε μακρινές αποστάσεις, γνώρισε πολλά πράγματα, είδε ακόμα περισσότερα. . . . Όμως σε κάθε τέρμα, σε κάθε σταθμό, όπου κι αν πήγε, δοκίμασε την απογοήτευση, δεν βρήκε το ζητούμενο, διαπίστωσε πως ο δρόμος ήταν λάθος, πως η αφετηρία έβγαζε σ΄ αδιέξοδο.
«Πρόβλημά του», ίσως βιαστούν οι «βολεμένοι» ν΄ απαντήσουν. Πρόβλημα όλων μας, φωνάζει ο άγνωστος διαδηλωτής. Συμφωνώ. Μάθαμε να επαναπαυόμαστε σε όσα μας προσφέρει ο καταναλωτισμός και η ευκολία. Συνηθίσαμε να βαδίζουμε στα χνάρια των «δήθεν», σε δρόμους σπαρμένους με πολύχρωμα γυαλιά που λαμπυρίζουν, που οδηγούν όμως σε χώρες σκοτεινές και τρισάθλιες. Κορέσαμε τις πνευματικές μας ανάγκες με τα ξυλοκέρατα της ηδονής, με τα υποκατάστατα της ευτυχίας. Θεοποιήσαμε το Εγώ, μετατρέψαμε την αγάπη σε ιδιοτέλεια, το χαμόγελο σε υποκρισία, το χρήμα σε φονιά του αδελφού, την οικογένεια σε ιδιοκτησία, την πίστη σε μαγγανεία.
«Δεν έχει νόημα...»! Μακάρι όλοι να μπορούσαμε αυτό να το δούμε. Γιατί τότε θα ψάξουμε για να βρούμε την σωστή αφετηρία, τον δρόμο τον αληθινό, που θα μας φέρει εκεί που η καρδιά μας επιθυμεί, εκεί που αναπαύεται και ξεκουράζεται, εκεί που πραγματικά ανήκει. Γιατί, σαν τον υιό της παραβολής, θ΄ αφήναμε τα ξυλοκέρατα και θα τραβούσαμε τον δρόμο της επιστροφής, που καταλήγει στην πατρική οικία, που μας οδηγεί να ξαναβρούμε τον Θεό, να φωτιστούμε από το φως του Χριστού, να ρίξουμε τα προσωπεία και να ζήσουμε αληθινά, να μεταμορφώσουμε την αγάπη σε αυτοθυσία, το χαμόγελο σε χαρά, το χρήμα σε ελεημοσύνη, την σχέση με το «έτερον ήμισυ» σε κοινωνία αγάπης, την πίστη σε Ζωή!
Δεν είναι τυχαίο που στην αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής μπαίνει η παραβολή του Ασώτου υιού. Η Σαρακοστή είναι η διαδρομή, η Ανάσταση ο θρίαμβος, ο Χριστός το Α και το Ω, η αφετηρία και το τέρμα. Και ο λόγος Του κρυστάλλινος: «Εγώ ειμί η οδός, και η αλήθεια, και η ζωή»!

(Μάρτιος 2001)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου