Μνήμη Ευαγγελιστού Λουκά (18 Οκτωβρίου)

(Λουκ. 10, 16-21)

Ένα στιγμιότυπο από τη ζωή του Κυρίου μας και την αποστολή των μαθητών Του να διδάξουν στον κόσμο, μάς περιγράφει η σημερινή Ευαγγελική περικοπή, μιας και εορτάζουμε τη μνήμη του αγίου εαγγελιστού Λουκά. Και από τη διήγηση αυτή τρία είναι τα κυριότερα σημεία, που αντανακλούν άμεσα και στη δική μας κλίση και ιδιότητα ως μαθητών του Χριστού.

Το πρώτο είναι, ότι ο Χριστός αποστέλλει τους μαθητές Του να διδάξουν, με τη σαφή διευκρίνιση ότι «εκείνος που σας ακούει, ακούει εμένα, και εκείνος που σας αθετεί, αθετεί εμένα και τον Πατέρα, που με απέστειλε»[1]. Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, όσο ακόμα ήταν στη γη αλλά κυρίως μετά την Πεντηκοστή και την δωρεά του Αγίου Πνεύματος στους αγίους Αποστόλους, δίνει στους μαθητές Του την εντολή και τη διακονία να κηρύξουν το Ευαγγέλιο της αληθείας και της σωτηρίας στον κόσμο. Και είναι τόσο σπουδαία και σημαντική η μαρτυρία των αγίων Αποστόλων στον κόσμο, εφόσον απορρέει από τη διδασκαλία του Χριστού, ώστε να ταυτίζεται η ευπείθεια και η υπακοή προς αυτούς με την υπακοή στον ίδιο το Θεό. Τη διακονία αυτή και την υποχρέωση οι Απόστολοι την μεταβίβασαν στους επισκόπους και τους πρεσβυτέρους, μέσω της επιθέσεως των χειρών και της μεταδόσεως της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Και για τον λόγο αυτό, το κύριο έργο των ιερέων και των επισκόπων δεν είναι άλλο, παρά να «ορθοτομούν τον λόγο της αληθείας», δηλαδή να τηρούν το Ευαγγέλιο και να διδάσκουν τον κόσμο πώς πρέπει να πιστεύει και πώς πρέπει να προσεύχεται. Και αν όλοι οι κληρικοί οφείλουν να είναι υποδείγματα μαθητού του Χριστού και κήρυκα της Αληθείας, το χρέος όλων μας, κληρικών και λαϊκών, είναι να ακούμε τα λόγια των αφοσιωμένων στο αποστολικό τους έργο διδασκάλων σαν να ακούγαμε τον ίδιο το Χριστό.
Το δεύτερο σημείο που αξίζει προσοχής, είναι η απάντηση που έδωσε ο Κύριος στους μαθητές Του, όταν αυτοί επέστρεψαν και με χαρά τού ανακοίνωσαν ότι ακόμα και τα δαιμόνια έφευγαν στο όνομα του Χριστού. Τους παροτρύνει να μη χαίρονται όταν με τη χάρη του Θεού κάνουν ακόμη και θαύματα, αλλά να χαίρονται περισσότερο διότι τα ονόματά τους είναι γραμμένα στο βιβλίο της ζωής[2]. Και τούτο για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή η χάρη της θαυματουργίας και η «ἐξουσία τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων και σκορπίων και ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ» δεν αποτελεί προσωπικό επίτευγμα κανενός, αλλά δωρεά του ίδιου του Θεού. Και δεύτερον, γιατί είναι το αποτέλεσμα της πίστεως στο Χριστό, πίστεως στο ότι είναι ο Υιός του Θεού, που σαρκώθηκε και σταυρώθηκε και αναστήθηκε για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτή η πίστη είναι που σώζει τον άνθρωπο, που τον εγγράφει στο βιβλίο της ζωής και που του δίνει δύναμη να ανορθώνεται από τις πτώσεις του και να προχωρά με δύναμη, την οποία αντλεί από τον ίδιο το Θεό. Αυτή η πίστη είναι που τελικά πραγματώνει κάθε θαύμα, μικρό ή μεγαλύτερο στη ζωή μας, και μάς φέρνει καθημερινά κοντά στη σωτηρία και την Ανάσταση.
Το τρίτο σημείο, βρίσκεται στην ευχαριστία που αναπέμπει στη συνέχεια ο Χριστός προς τον Θεό Πατέρα, διότι αποκάλυψε την Αλήθεια όχι στους σοφούς, αλλά σε «νηπίους»[3], δηλαδή σε απλούς ανθρώπους. Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στη σοφία των ανθρώπων και τη σοφία του Θεού δεν πρέπει να μάς ξενίζει. Γιατί ο Θεός δεν προσεγγίζεται με διανοητικές διεργασίες, αλλά με την καρδιά, φεύγει και κρύβεται από τους υπερήφανους και αποκαλύπτεται στους ταπεινούς. Γιατί η γνώση του Θεού δεν είναι επίτευγμα του ανθρώπου, αλλά δωρεά και ευεργεσία και φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο που διψά, σαν τη Σαμαρείτιδα, για το ύδωρ της Ζωής. Γιατί τελικά ο Θεός δεν ανακαλύπτεται, αλλά ο ίδιος αποκαλύπτεται στον άνθρωπο που με ταπείνωση αναγνωρίζει την προσωπική του αδυναμία.
Αυτά τα τρία στοιχεία έχουμε ανάγκη όλοι μας προκειμένου να ζήσουμε την αλήθεια του Χριστού και του Ευαγγελίου. Την απλότητα και τη ζέση της καρδιάς, μακριά από ατέρμονες αναζητήσεις ξένες προς τον Χριστό, με ταπείνωση και με ειλικρίνεια στη διάθεσή μας να Τον γνωρίσουμε, να αποκαλυφθεί στη ζωή μας και να μάς οδηγήσει στη σωτηρία. Την πίστη ότι αυτός είναι ο μόνος Σωτήρας και Λυτρωτής μας, και ότι κάθε ευεργεσία πηγάζει από τη δική Του χάρη και ευλογία και όχι από τις δικές μας ικανότητες. Και τέλος, την ευπείθεια και υπακοή προς τους καλούς ποιμένες και διδασκάλους, στους οποίους ο ίδιος ο Κύριος, μέσω της αποστολικής διαδοχής, έχει αναθέσει να μάς διδάσκουν την αλήθεια, να μάς οδηγούν κοντά στο Χριστό και να μάς κατευθύνουν «εις νομάς σωτηρίους».
[1] Λουκ. 10, 16.
[2] Λουκ. 10, 17-20.
[3] Λουκ. 10, 21.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου