Συχνά αναλογιζόμενοι το μέγεθος και το πλήθος των αμαρτιών μας, την απόσταση και το χάσμα που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε και μας χωρίζει από το Θεό, νοιώθουμε αδύναμοι να κινηθούμε προς την κατεύθυνση που θα θέσει τέρμα σ’ αυτή την οδυνηρή κατάσταση και θα αποκαταστήσει στην προηγούμενη γαλήνη στην καρδιά μας.
Έτσι ακριβώς ένοιωθε μέσα της και η Ταϊσία*. Ήταν κοπέλα με χριστιανικές αρχές. Όταν πριν από χρόνια πέθαναν οι γονείς της διέθεσε την περιουσία της για την διακονία των πατέρων της ερήμου και συχνά τους φιλοξενούσε στο σπίτι της. Έπειτα όμως, αφού ξόδεψε όσα είχε, έπεσε σε στέρηση. Και στη δύσκολη στιγμή που βρέθηκε δεν κατάλαβε τις προθέσεις των σκοτεινών ανθρώπων που την πλησίασαν. Έτσι άρχισε να ζει αμαρτωλά, ώσπου κατάντησε και σε πορνείο. Και στην αρχή βέβαια η γεύση της αμαρτίας ήταν γλυκιά. Σύντομα όμως μεταβλήθηκε σε πίκρα και οδύνη. Τότε η ψυχή καταλαβαίνει πως έχασε την ελευθερία της. Νοιώθει εγκλωβισμένη. Αναζητά διεξόδους και νοσταλγεί το παρελθόν. Εύχεται τα μέχρι τώρα γεγονότα να μην είχαν συμβεί. Ή να μπορούσε να γύριζε πίσω στο χρόνο και να μην έκανε τα προηγούμενα σφάλματα. Γιατί τώρα…. Τώρα πια μάλλον είναι αργά … Τώρα κυριαρχεί ο πόνος και η μελαγχολία και αφανίζει κάθε ικμάδα η απελπισία και η απόγνωση. Έτσι ανακυκλώνεται η αμαρτία και διαιωνίζεται η πτώση. Αποτελούν πλέον ρουτίνα και κάποιες φορές σταματά πλέον η συνείδηση να ελέγχει.
Σ’ αυτήν την κατάσταση την βρήκε ο απρόσμενος επισκέπτης. Γνωστός και συνάμα μακρινός. Οικείος και όμως πια αποξενωμένος. Ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, ύστερα από προτροπή των πατέρων της Σκήτης και πολλή προσευχή, ήρθε να προσφέρει στην ψυχή της τη βοήθεια που χρειαζόταν. Κάθισε κοντά της. Την κοίταξε για πολλή ώρα στο πρόσωπο. Στο βλέμμα του δεν διέκρινε τόσο τον έλεγχο, όσο τη θλίψη και την απορία. Στο τέλος της λέει:
- Γιατί τα έβαλες με τον Ιησού και κατάντησες έτσι;
Πάγωσε η κόρη. Εν ριπή οφθαλμού πέρασε από μπροστά της όλη η ζωή και οι πράξεις της, όλες οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι κρυφές της επιθυμίες. Αυτή η απλή ερώτηση πυροδότησε μέσα της αλυσιδωτές αντιδράσεις. Και το μεγάλο χτύπημα έδωσαν τα δάκρυα του Οσίου.
- Αββά, γιατί κλαίς; τον ρωτάει εκείνη.
- Βλέπω το σατανά να παίζει στο πρόσωπό σου, και να μην κλάψω;
Το πρώτο σοκ διαδέχθηκε άλλο και η ανάγκη για αποτίναξη του ζυγού της οδύνης είναι πλέον επιτακτική.
Υπάρχει πλέον για μένα μετάνοια, αββά;
Υπάρχει. Πάντα υπήρχε.
Πάρε με, λοιπόν, τώρα όπου θέλεις!
Η μεγάλη απόφαση πάρθηκε, με μια γενναία κίνηση γύρισε σελίδα στη ζωή της. Τώρα πλέον κάθε αναβολή θα είναι επιζήμια. Έτσι ο Όσιος ακολουθούμενος από την Ταϊσία κατευθύνονται προς τη Σκήτη. Η νύχτα τους βρήκε στην έρημο. Ο γέροντας της έφτιαξε ένα μικρό προσκέφαλο και αφού το σταύρωσε την άφησε να κοιμηθεί. Πήγε λίγο παραπέρα, έκανε την προσευχή του και ξάπλωσε κι εκείνος.
Ξύπνησε γύρω στα μεσάνυχτα. Και βλέπει ένα φωτεινό δρόμο από τον ουρανό μέχρι την Ταϊσία, και αγγέλους φωτεινούς ν’ ανεβάζουν την ψυχή της! Πήγε κοντά της, τη σκούντησε και διαπίστωσε πως ήταν νεκρή! Τότε προσευχήθηκε θερμά στο Θεό παρακαλώντας για την ψυχή της. Και άκουσε φωνή να του λέει πως αυτές οι λίγες στιγμές ειλικρινής μετάνοιας ήταν πιο ευπρόσδεκτες και καρποφόρες από την πολύχρονη μετάνοια πολλών άλλων που μετανοούν, αλλά δε δείχνουν της δικής της μετάνοιας τη θέρμη και την αποφασιστικότητα!!!
________________
* Η Αγία Ταϊσία έζησε τον 5ο μ.Χ. αι. Η μνήμη της τιμάται την 8η Οκτωβρίου.
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Ψηφίδες" της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος τον Οκτώβριο του 1998)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου