Επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι·
ο διαχρονικός λόγος των Πατέρων της Εκκλησίας μας
ο διαχρονικός λόγος των Πατέρων της Εκκλησίας μας
π. Χερουβείμ Βελέτζας
Ιεροκήρυξ της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας
(Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Ιερό Προσκύνημα Αγίου Σπυρίδωνος Κερκύρας, κατά τον Κατανυκτικό Εσπερινό της Κυριακής της Ορθοδοξίας, 1-3-2015)
«Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο,ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν· οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν, Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ τοὺς αὐτοῦ ἁγίους ἐν λόγοις τιμῶντες, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν ναοῖς, ἐν εἰκονίσμασι, τὸν μὲν ὡς Θεὸν καὶ δεσπότην προσκυνοῦντες καὶ σέβοντες, τοὺς δὲ διὰ τὸν κοινὸν δεσπότην ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες καὶ τὴν κατὰ σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες» (Συνοδικό της Ορθοδοξίας).
«Αὕτη ἡ πίστις τῶν ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν» (Ζ' Οικουμενική Σύνοδος).
Σεβασμιώτατε,
σεβαστοί συμπρεσβύτεροι,
αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και αδελφές,
τα παραπάνω λόγια από το Συνοδικό της Κυριακής της Ορθοδοξίας, τα ακούσαμε - μεταξύ άλλων - κατά την σημερινή λιτάνευση των ιερών εικόνων στους ανά την Ορθοδοξία ιερούς ναούς. Ειδικότερα δε στην Κέρκυρα, έχουμε την εξαιρετική ευλογία να λιτανεύουμε τις ιερές εικόνες στους δρόμους και στις πλατείες της πόλεως, μαζί με το σκήνωμα της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας, η οποία το έτος 842 πρωτοστάτησε στην πανηγυρική αναστήλωση των εικόνων και θέσπισε τον εορτασμό της Κυριακής της Ορθοδοξίας· ενώπιόν της διακηρύσσουμε τα λόγια αυτά και στο πρόσωπό της επίσης τα εφαρμόζουμε, τιμώντας αυτήν ως γνήσια φίλη του Χριστού και απονέμοντας σε αυτήν και στο ιερό της λείψανο την αρμόζουσα στους αγίους τιμητική προσκύνηση. Ο λόγος για τον οποίο προτάθηκε αυτό το απόσπασμα απόψε, είναι επειδή συνοψίζει μία αλήθεια, ότι δηλαδή η διδασκαλία της Εκκλησίας μας είναι μία, ενιαία, αναλλοίωτη και διαχρονική· μάς δίνει λοιπόν αυτή η αναφορά το έναυσμα για την εμβάθυνση στο θέμα της παρούσης ομιλίας, το οποίο είναι ο διαχρονικός λόγος των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Τι ομολογούμε λοιπόν με τα λόγια αυτά; ομολογούμε ότι διατηρούμε απαρασάλευτη την διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως την ανήγγειλαν οι προφήτες, όπως την φανέρωσε ο Χριστός, όπως την κήρυξαν οι απόστολοι, όπως την δίδαξαν οι Πατέρες της Εκκλησίας και όπως την επικύρωσαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι· και μέρος αυτής της διδασκαλίας είναι η προσκύνηση των ιερών εικόνων του Χριστού και των αγίων. Αυτή είναι η πίστη των αποστόλων, αυτή είναι η πίστη των Πατέρων, αυτή είναι η πίστη των ορθοδόξων· μία, ενιαία, αναλλοίωτη στους αιώνες.
Πίστη, Παράδοση, διδασκαλία
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να διευκρινήσουμε ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί όταν λέμε πίστη, Παράδοση ή διδασκαλία, εννοούμε ένα και το αυτό, δηλαδή την αποκεκαλυμένη αλήθεια του Θεού στον κόσμο. Στην εποχή μας υπάρχει μία μεγάλη παρανόηση της σημασίας της λέξεως «Παράδοση»· πολλοί πιστεύουν ότι αφορά στο ιστορικό στοιχείο της Εκκλησίας, δηλαδή στα χριστιανικά ήθη και έθιμα, τα οποία διαφέρουν από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο. Η εκκλησιαστική Παράδοση όμως δεν ταυτίζεται εννοιολογικά με τις κοσμικές παραδόσεις· Παράδοση σημαίνει διδασκαλία, παρακαταθήκη της πίστεως, η οποία παραδόθηκε από τον Χριστό στους αποστόλους, και από εκείνους στην οικουμένη και από τους θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας μας μέχρι τις μέρες μας. Το λέει ο απόστολος Παύλος, στην δεύτερη προς Θεσσαλονικείς επιστολή: «Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι' ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Β' Θεσ. 2,15).
Παράδοση, επομένως, σημαίνει διδασκαλία· και κατά συνέπεια, παραδοσιακός δεν είναι εκείνος ο οποίος τηρεί τους εξωτερικούς τύπους της ευσεβείας, αλλά αυτός ο οποίος κρατεί στην καρδιά του ανόθευτη την διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Η παράδοση, ακόμη, διακρίνεται σε γραπτή και άγραφη· και επιπλέον, η γραπτή και η άγραφη διδασκαλία των αποστόλων και της Εκκλησίας, έχουν την ίδια σημασία και την ίδια βαρύτητα. Για το θέμα αυτό, ο Μέγας Βασίλειος τονίζει χαρακτηριστικά τα εξής: «Τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καὶ κηρυγμάτων͵ τὰ μὲν ἐκ τῆς ἐγγράφου διδασκαλίας ἔχομεν͵ τὰ δὲ ἐκ τῆς τῶν ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν μυστηρίῳ παρεδεξάμεθα· ἅπερ ἀμφότερα τὴν αὐτὴν ἰσχὺν ἔχει πρὸς τὴν εὐσέβειαν. Καὶ τούτοις οὐδεὶς ἀντερεῖ͵ οὐκοῦν ὅστις γε κατὰ μικρὸν γοῦν θεσμῶν ἐκκλησιαστικῶν πεπείραται. Εἰ γὰρ ἐπιχειρήσαιμεν τὰ ἄγραφα τῶν ἐθῶν ὡς μὴ μεγάλην ἔχοντα τὴν δύναμιν παραιτεῖσθαι͵ λάθοιμεν ἂν εἰς αὐτὰ τὰ καίρια ζημιοῦντες τὸ Εὐαγγέλιον· μᾶλλον δὲ εἰς ὄνομα ψιλὸν περιιστῶντες τὸ κήρυγμα» (Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κεφ. 27). Δηλαδή: “Από τα δόγματα και τα κηρύγματα τα οποία διαφυλάττει η Εκκλησία, άλλα μεν τα έχουμε από την γραπτή διδασκαλία, ενώ άλλα τα έχουμε παραλάβει από την αποστολική παράδοση προφορικά, αφού έχουν διαθοθεί σε εμάς με μυστικό τρόπο· και τα δύο έχουν την ίδια ισχύ και σημασία για την πίστη μας. Και σε αυτό δεν αντιλέγει κανείς, ο οποίος βεβαίως έχει μικρή έστω πείρα των εκκλησιαστικών θεσμών. Διότι εάν επιχειρήσουμε να απορρίψουμε την άγραφη παράδοση με το σκεπτικό ότι δεν έχει μεγάλη δύναμη, τότε θα διαπράξουμε το σφάλμα να ζημιώσουμε το Ευαγγέλιο ακόμα και σε αυτά τα καίρια ζητήματα· πολύ δε περισσότερο, θα καταστήσουμε το κήρυγμά μας κενές λέξεις”. Στην συνέχεια ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα της αγράφου Παραδόσεως της Εκκλησίας, όπως το να σφραγίζουμε το σώμα μας με το σημείο του Σταυρού, το να στρεφόμαστε προς την ανατολή όταν προσευχόμαστε, τα λόγια της επικλήσεως κατά την Θεία Λειτουργία, η ευλογία του ύδατος και η τριπλή κατάδυση κατά το βάπτισμα, το μυστήριο του χρίσματος κλπ, τα οποία προέρχονται «ἐκ τῆς ἀδημοσιεύτου ταύτης καὶ ἀπορρήτου διδασκαλίας͵ ἣν ἐν ἀπολυπραγμονήτῳ καὶ ἀπεριεργάστῳ σιγῇ οἱ πατέρες ἡμῶν ἐφύλαξαν͵ καλῶς ἐκεῖνο δεδιδαγμένοι͵ τῶν μυστηρίων τὸ σεμνὸν σιωπῇ διασῴζεσθαι» (ό.π.).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι κάθε φορά που έπρεπε να διατυπώσουν την πίστη της Εκκλησίας έθεταν ως κριτήριο της χριστιανικής αληθείας την διαφύλαξη της αποστολικής παραδόσεως, σε αντίθεση με τις αιρέσεις, οι οποίες αλλοιώνουν την διδασκαλία της Εκκλησίας. Την ίδια διακήρυξη συναντούμε στους όρους των Οικουμενικών Συνόδων· αρκεί να δούμε μερικές από τις φράσεις της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου, μιας που η σημερινή εορτή αναφέρεται σε αυτήν: «ἁπάσας τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἐγγράφως ἢ ἀγράφως τεθεσπισµένας ἡµῖν παραδόσεις ἀκαινοτοµήτως φυλάττοµεν»· και πιο κάτω, «Τούτων οὕτως ἐχόντων, τὴν βασιλικὴν ὥς περ ἐρχόµενοι τρίβον, ἐπακολουθοῦντες τῇ θεηγόρῳ διδασκαλίᾳ τῶν ἁγίων πατέρων ἡµῶν καὶ τῇ παραδόσει τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας –τοῦ γὰρ ἐν αὐτῇ οἰκήσαντος ἁγίου πνεύµατος εἶναι ταύτην γινώσκοµεν–, ὁρίζοµεν οὖν σὺν ἀκριβείᾳ πάσῃ καὶ ἐµµελείᾳ παραπλησίως τῷ τύπῳ τοῦ τιµίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ ἀνατίθεσθαι τὰς σεπτὰς καὶ ἁγίας εἰκόνας»· και πιο μετά, «῾Η γὰρ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει, καὶ ὁ προσκυνῶν τὴν εἰκόνα προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τὴν ὑπόστασιν. οὕτω γὰρ κρατύνεται ἡ τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν διδασκαλία, εἴτουν παράδοσις τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας τῆς ἀπὸ περάτων εἰς πέρατα δεξαμένης τὸ εὐαγγέλιον. οὕτω τῷ ἐν Χριστῷ λαλήσαντι Παύλῳ καὶ πάσῃ τῇ θείᾳ ἀποστολικῇ ὁμηγύρει καὶ πατρικῇ ἁγιότητι ἐξακολουθοῦμεν κρατοῦντες τὰς παραδόσεις ἃς παρειλήφαμεν».
Συντηρητικότητα ή διαχρονικότητα;
Ίσως αναρωτηθεί κανείς: -Είναι λοιπόν η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι Πατέρες συντηρητικοί, και επομένως αρνούνται την πρόοδο; είναι δυνατόν να ζούμε στην εποχή της επιστήμης και της προόδου, και η Εκκλησία να ζει στον μεσαίωνα; Η απάντηση στα πιο πάνω ερωτήματα δεν μπορεί να είναι μονολεκτική, διότι αυτά προέρχονται είτε από διαφορετική ιστορική ή και φιλοσοφική αφετηρία, είτε από παρανοήσεις οι οποίες έχουν παγιωθεί κατά την διάρκεια των τελευταίων αιώνων. Για να αποσαφηνίσουμε λοιπόν τα πράγματα, οφείλουμε να ορίσουμε την διάκριση ανάμεσα στην χριστιανική αλήθεια και στην επιστήμη, ανάμεσα στο δόγμα και στο κήρυγμα, και ανάμεσα στην διαφύλαξη της εκκλησιαστικής Παραδόσεως και στην πρόοδο ή την συντηρητικότητα.
Η Αλήθεια είναι ο ίδιος ο Θεός· το είπε ο Κύριός μας, ότι «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ιω. 14.6). Αποκαλύφθηκε ο Θεός στους ανθρώπους με δική του πρωτοβουλία, διαμέσου των προφητών, με την σάρκωση του Λόγου στο πρόσωπο του Χριστού και με την χάρη του Αγίου Πνεύματος στους θεοφόρους αποστόλους και στους Πατέρες της Εκκλησίας, σύμφωνα πάλι με τα λόγια του Χριστού, ότι «ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν» (Ιω. 14.26), και πιο μετά, «ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν· οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα ἂν ἀκούσει λαλήσει, καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν. ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν» (Ιω. 16.13-15). Άρα η αλήθεια ταυτίζεται με τον τριαδικό Θεό, ο οποίος αποκαλύφθηκε στον κόσμο. Αλήθεια είναι επίσης η γνώση του Θεού στην πληρότητά της, και για τον λόγο αυτό δεν επιδέχεται προσθήκες ή αφαιρέσεις. Πάλι θα καταφύγουμε στα λόγια του Χριστού, ότι «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24.35, Μαρκ. 13.31)· επομένως ο λόγος του Χριστού και του Ευαγγελίου είναι διαχρονικός και ακαινοτόμητος. Η επιστήμη πάλι, είναι κάτι το διαφορετικό, καθότι αποτελεί ανθρώπινο επίτευγμα – το οποίο κατά την διδασκαλία των Πατέρων είναι δώρο του Θεού – και συνίσταται στην ανακάλυψη των νόμων που διέπουν τον κτιστό κόσμο· η επιστήμη, ασφαλώς, είναι κάτι το οποίο συνεχώς εξελίσσεται και προοδεύει. Με άλλα λόγια, η χριστιανική αλήθεια είναι η γνώση του ακτίστου Θεού, ενώ επιστήμη η γνώση του κτιστού κόσμου· και πάλι, πίστη είναι η εμπειρία της σχέσης του κτιστού ανθρώπου με τον άκτιστο Θεό, ενώ τεχνολογία η σχέση του ανθρώπου με τον κτιστό κόσμο, στον βαθμό που προοδεύει η γνώση του για αυτόν.
Κατά την αυτή αντιστοιχία το δόγμα, δηλαδή η διδασκαλία της Εκκλησίας, ταυτίζεται με την γνώση της αληθείας και επομένως αποτελεί περισσότερο βίωμα, παρά διανοητική διεργασία· το κήρυγμα πάλι αποτελεί την διατύπωση του δόγματος, δηλαδή την έκφραση του βιώματος της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Γι αυτό και ο Μέγας Βασίλειος θα πει, «Ἄλλο γὰρ δόγμα͵ καὶ ἄλλο κήρυγμα. Τὸ μὲν γὰρ σιωπᾶται͵ τὰ δὲ κηρύγματα δημοσιεύεται» (ό.π.).
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η ασάλευτη στάση των Πατέρων στην διαφύλαξη της διδασκαλίας της Εκκλησίας, ή της εκκλησιαστικής Παραδόσεως ή του ορθοδόξου δόγματος, όπως αυτά παραδόθηκαν από τον Χριστό και τους αγίους αποστόλους, χωρίς προσθήκες, χωρίς αφαιρέσεις, δίχως καινοτομίες, αποτελεί κριτήριο μείζονος σημασίας για την πορεία της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Από την στιγμή δε που η πρόοδος αναφέρεται στην επιστήμη, δεν τίθεται θέμα αναχρονισμού της διδασκαλίας των Πατέρων, ότι δηλαδή αυτοί είναι προσκολλημένοι στο παρελθόν και δήθεν αντιστρατεύονται την πρόοδο. Εξάλλου, οι μεγαλύτεροι Πατέρες της Εκκλησίας μας κατείχαν και σπουδαία επιστημονική κατάρτιση: ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είχαν φοιτήσει στην φιλοσοφική σχολή της Αθήνας, όπου σπούδασαν φιλοσοφία, μαθηματικά, ιατρική, μουσική και αστρονομία· πολλοί επίσης κληρικοί, ακόμα και κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, συνέγραψαν επιστημονικές πραγματείες, όπως περί φυσικής, αστρονομίας κλπ, και ίδρυσαν πρότυπα για την εποχή τους σχολεία.
Η σύγχυση η οποία προκαλεί το ερώτημα εάν το ορθόδοξο δόγμα ή η Ορθόδοξη Εκκλησία συγκρούεται με την επιστήμη ή την πρόοδο, οφείλεται σε μία εντελώς διαφορετική θεώρηση, η οποία έχει την αρχή της στην δυτική φιλοσοφική και θεολογική σκέψη. Σύμφωνα με αυτήν, το δόγμα είναι κάτι το οποίο εξελίσσεται· επίσης, η γνώση του Θεού δεν αποτελεί μόνο την αποκεκαλυμμένη από τον ίδιο αλήθεια, αλλά είναι προσβάσιμη στον ανθρώπινο νου μέσα από συλλογισμούς και διανοητικές διεργασίες. Η αντίληψη αυτή οφείλεται σε μονομερή ερμηνεία της αριστοτελικής φιλοσοφίας, η οποία έγινε γνωστή στην Δύση από τον 11ο αιώνα και μετά, και γέννησε αρχικά μεν την σχολαστική θεολογία και αργότερα την ακαδημαϊκή θεολογία. Και στο μεν εσωτερικό της χριστιανικής δύσης γέννησε καινοφανή δόγματα, οδήγησε δε σταδιακά την ακαδημαϊκή θεολογία σε αποξένωση από το εκκλησιαστικό βίωμα, από την ζώσα δηλαδή εμπειρία της αληθείας και της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Ετούτη η τελευταία παθολογία έχει προσβάλλει και μεγάλη μερίδα των ορθοδόξων θεολόγων, οδηγώντας σε ξένες προς την Ορθοδοξία ατραπούς.
Η συμβολή των Πατέρων
Εάν όμως τελεί σε τέτοια σύγχυση ο κόσμος στον οποίο ζούμε, τότε έχουν πλήρη εφαρμογή τα λόγια του Κυρίου, ότι «τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. 15.14). Πώς λοιπόν μπορούμε να προφυλαχθούμε από μία τέτοια πνευματική πανωλεθρία; Επόμενοι τοις αγίοις πατράσι, δηλαδή ακολουθώντας την διδασκαλία των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας μας, των απλανών φωστήρων του νοητού στερεώματος. Το έργο τους είναι πελώριο, τόσο σε όγκο όσο και σε βάθος θεολογικών αναλύσεων και ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Δεν είχαν τους περισπασμούς που δημιουργεί ο προηγμένος τεχνολογικά πολιτισμός μας, και αφιέρωσαν τον χρόνο τους στην διαρκή μελέτη του λόγου του Θεού, στην διδαχή, στην συγγραφή. Αντιμετώπισαν τα ίδια με εμάς πνευματικά προβλήματα, τις ίδιες ποιμαντικές ανάγκες, τις ίδιες πνευματικές ανησυχίες· διέκριναν τις παγίδες, διέγνωσαν τις πνευματικές ασθένειες και προσέφεραν λύσεις και θεραπείες σύμφωνες με τον λόγο του Ευαγγελίου και την αποστολική Παράδοση. Ο λόγος των Πατέρων είναι κρυστάλλινος, διεισδυτικός στην ουσία των προβλημάτων και των διλημμάτων που καθημερινά αντιμετωπίζουμε ως άνθρωποι και ως πιστοί χριστιανοί. Τα συγγράμματά τους αποτελούν άριστους οδοδείκτες στην πνευματική μας πορεία, και μάς φέρνουν πιο κοντά στην εμπειρία του δικού τους βιώματος, της κοινωνίας με τον Θεό. Πέρα από αυτήν την αμεσότητα, μάς παρέχουν και πνευματική και ψυχική ασφάλεια· ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι όλοι οι αιρετικοί ήταν χριστιανοί θεολόγοι, γνώριζαν το Ευαγγέλιο καλύτερα από εμάς και όμως κάπου έσφαλαν και εκτροχιάστηκαν. Επομένως, τα αντιαιρετικά και απολογητικά έργα των αγίων Πατέρων δεν μάς δίνουν απλά πληροφορίες για τις αιρέσεις που υπήρχαν εκείνες τις εποχές, αλλά μάς προσφέρουν τα ασφαλή και διαχρονικά κριτήρια με τα οποία διακρίνεται η αλήθεια από την πλάνη.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας συνέβαλαν με το έργο τους, ώστε να διατηρηθεί ανόθευτη η Παράδοση, δηλαδή η διδασκαλία της Εκκλησίας· πολλοί από αυτούς συμμετείχαν στις Οικουμενικές Συνόδους, ενώ άλλοι μπορεί να μη παρευρέθηκαν σε αυτές, αλλά συνέβαλαν με τα συγγράμματά τους. Άλλοι έγραψαν Κατηχήσεις βαπτισματικές και μυσταγωγικές, επεξηγώντας τα δόγματα και τα Μυστήρια της Εκκλησίας. Πολλοί έγραψαν ποιμαντικές επιστολές για πάρα πολλά ζητήματα, προς κληρικούς, προς μοναχούς, προς λαϊκούς, άνδρες και γυναίκες, επιφανείς ή ασήμαντους για τον κόσμο, προσφέροντας συμβουλές για όλα τα ζητήματα που απασχολούν διαχρονικά τον άνθρωπο: για τις σχέσεις του με τον Θεό και τον πλησίον, για την οικογένεια, τον πλούτο, την φτώχεια, την υπομονή, για την μετάνοια, για την νηστεία, για την Θεία Ευχαριστία. Άλλοι πάλι μάς διέσωσαν τους βίους των αγίων, τα μαρτύρια των αρχαίων χριστιανών, τις ιστορίες και τις διδαχές των αναχωρητών της ερήμου, και άλλοι έγραψαν προσευχές και ύμνους, τους οποίους χρησιμοποιούμε καθημερινά, μέχρι και σήμερα, ακόμα και στην ατομική μας προσευχή.
Ο κατάλογος του πλούτου της πατερικής γραμματείας είναι μακρύς και ανεξάντλητος· ο λόγος τους είναι διαχρονικός καθότι, όπως είδαμε νωρίτερα, αναφέρεται στην ακαινοτόμητη αλήθεια του Ευαγγελίου. Επομένως, εάν επιθυμούμε να ακολουθούμε την διδασκαλία της Εκκλησίας μας ανόθευτη και απαρασάλευτη, τότε ο μόνος ασφαλής δρόμος είναι να γνωρίσουμε τους Πατέρες της Εκκλησίας, να μελετήσουμε τα συγγράμματά τους. Ως χριστιανοί οφείλουμε να μελετάμε την Αγία Γραφή –Τί λέω; εάν ήμασταν αληθινοί χριστιανοί θα διψούσαμε συνέχεια για Χριστό, θα σπεύδαμε σε κάθε ευκαιρία να διαβάσουμε το Ευαγγέλιο, να μαθητεύσουμε στους Πατέρες, να εμβαθύνουμε σε θέματα που άπτονται της πνευματικής μας προκοπής. Δόξα τω Θεώ, στην εποχή μας η πρόσβαση στα έργα των Πατέρων είναι κάτι περισσότερο από εύκολη· με την πρόοδο της τεχνολογίας, σχεδόν δεν χρειάζεται να έχει κανείς βιβλία στο σπίτι του, καθώς όλα τα έργα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας υπάρχουν στο διαδίκτυο, ενώ δεν είναι λίγες και οι μεταφράσεις ποικίλων έργων τους στην νεοελληνική διάλεκτο.
Όταν βέβαια μιλάμε για τους Πατέρες, εννοούμε εκείνους των οποίων το έργο έχει επικυρωθεί από τις Οικουμενικές Συνόδους ή από ισόκυρες με αυτές απόφαση· έτσι, Πατέρες και διδάσκαλοι τις Εκκλησίας, υπό την αυστηρή έννοια του όρου, είναι ο Μέγας Βασίλειος, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όχι όμως και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ή ο Άγιος Παϊσιος. Ένα άλλο λεπτό ζήτημα το οποίο χρειάζεται αρκετή διάκριση, είναι ότι οι άγιοι, ακόμα και οι Πατέρες της Εκκλησίας, δεν αποτελούν από μόνοι τους αυθεντία· κανείς δεν είναι αλάνθαστος· το αλάθητο στην Ορθοδοξία το έχει η Εκκλησία, συνοδικώς αποφαινομένη εν Αγίω Πνεύματι, και πάλι υπό την αίρεση της εκκλησιαστικής αποδοχής από το πλήρωμα των πιστών. Έτσι, υπάρχουν περιπτώσεις μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας οι οποίοι σε κάποιο ζήτημα διατύπωσαν μία εσφαλμένη αντίληψη, η οποία δεν έγινε αποδεκτή από την Εκκλησία· το γεγονός αυτό δεν ακυρώνει ούτε την αγιότητά τους, ούτε την εγκυρότητα του υπόλοιπου έργου τους. Από την άλλη μεριά, ακόμα και ο προφορικός λόγος του ασκητή της Παναγούδας, όταν έλεγε στους προσκυνητές για την αγάπη του Θεού και τούς προέτρεπε να έχουν πίστη, υπομονή, μακροθυμία και αγάπη, δεν υστερούσε σε σχέση με τον λόγο των Πατέρων της Εκκλησίας ή των αγίων αποστόλων.
Συνέπειες της αποξένωσης από τους Πατέρες
Η μαθητεία, επομένως, στους Πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας μας, αποτελεί τον ασφαλέστερο δρόμο για την σύνδεσή μας με τον Καθηγητή, δηλαδή με τον Χριστό· «εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός» (Ματθ. 23.10). Όταν ομιλούμε για αποστολική διαδοχή, συνήθως την περιορίζουμε στο χάρισμα της ιερωσύνης ή της αρχιερωσύνης· διάδοχος των αποστόλων είναι αυτός που ακολουθεί και την διδασκαλία των αγίων αποστόλων, και για τον λόγο αυτό οι επίσκοποι, οι κατ' εξοχήν κληθέντες να είναι οι θεματοφύλακες της ορθοδόξου πίστεως, πριν την χειροτονία τους δίνουν Ομολογία Πίστεως, ομολογούν δηλαδή ότι ακολουθούν την Παράδοση των αποστόλων και της Εκκλησίας μας στο σύνολό της, χωρίς να προσθέτουν ή να αφαιρούν κάτι.
Η αποξένωσή μας από τους Πατέρες της Εκκλησίας, οδηγεί σε επικίνδυνες καταστάσεις. Τέτοια είναι ο ατομικισμός περί την πίστη, δηλαδή το να θεωρούμε την πίστη ιδιωτική υπόθεση του καθενός. Στην παγίδα αυτή, δυστυχώς, πέφτουμε πολλοί εξ ημών· πηγαίνουμε στην εκκλησία τις Κυριακές ή τις μεγάλες εορτές για να ασκήσουμε μία ιδιωτική ευσέβεια, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, κι ας μετέχουμε του κοινού Ποτηρίου· κοινωνούμε «για να σώσουμε την ψυχή μας» και όχι για να ενωθούμε με τον Χριστό και με όλους τους συνανθρώπους μας· όλα αυτά βρίσκονται σε αντίθεση με την εκκλησιαστική αγιοπατερική εμπειρία, η οποία αποτελεί έκφραση του σώματος του Χριστού, μέλη του οποίου είμαστε όλοι. Τελούμε «ιδιωτικές Θείες Λειτουργίες», τελούμε το Βάπτισμα και τον Γάμο στον στενό κύκλο των συγγενών και των φίλων μας, αποκομμένοι από το σώμα της Εκκλησίας, αδιάφοροι για τις χαρές ή τις λύπες των αδελφών μας.
Ένα άλλο σύμπτωμα είναι ο ευσεβισμός, ο οποίος συνίσταται στην τήρηση των τύπων της χριστιανικής ζωής, ενώ μάς διαφεύγει η ουσία. Για παράδειγμα, νηστεύουμε γιατί νομίζουμε ότι από μόνη της η νηστεία θα μάς καθαρίσει από τα πάθη, θα μάς «εξαγνίσει» ενώπιον του Θεού, ή ακόμη ότι με τον τρόπο αυτό θα κερδίσουμε τον παράδεισο. Οι Πατέρες όμως μάς λένε ότι η νηστεία είναι άσκηση, μαθαίνουμε δηλαδή να εγκρατευόμαστε από τις τροφές, ώστε να ασκήσουμε την εγκράτεια και στα πάθη μας, στην γλώσσα μας, στους λογισμούς μας.
Άλλοτε πάλι τηρούμε τις εντολές του Θεού, γιατί περιμένουμε με τον τρόπο αυτό να υποχρεώσουμε τον Θεό, ώστε να εκπληρώσει τις γήινες επιθυμίες μας, υγεία, καλή τύχη, χρήματα, υλικά αγαθά. Δεν είναι λίγοι οι χριστιανοί οι οποίοι προσέρχονται στον ιερέα ζητώντας του να τούς διαβάσει μία ευχή «για το καλό», ή να τελέσει ευχέλαιο για να ξορκίσει την κακοτυχία που τους ταλαιπωρεί. Η ορθόδοξη πίστη όμως και η Εκκλησία δεν είναι μαγεία, αλλά σχέση προσώπων, των πιστών με τον Θεό και μεταξύ τους. Εάν διαβάζαμε έστω λίγο την Καινή Διαθήκη, θα γνωρίζαμε ότι το θαύμα δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας μαγικής δύναμης, αλλά επέμβαση του Θεού ανάλογη με το μέγεθος της πίστεως του αιτούντος, και πάντως με γνώμονα την σωτηρία και όχι τον εντυπωσιασμό ή την ικανοποίηση πρόσκαιρων επιθυμιών.
Απότοκο των προηγουμένων νοσηρών καταστάσεων αποτελεί το αίσθημα πνευματικής αυτάρκειας· θεωρούμε δηλαδή ότι είμαστε εν τάξει και δεν μάς λείπει τίποτα, κι έτσι αμελούμε την μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, και σταδιακά αμελούμε κάθε πνευματική εργασία, ακόμα και αυτή την καθημερινή μας προσευχή. Και από την στιγμή που δεν ασχολούμαστε πλέον με την επιμέλεια της ψυχής μας, εξετάζουμε τις ζωές των συνανθρώπων μας, κρίνουμε, κατακρίνουμε, καταλαλούμε, ή γινόμαστε αυστηροί κριτές των αδελφών μας, και λησμονούμε την σαφή εντολή του Κυρίου «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν. τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Ματθ. 7.1-5).
Το τέλος αυτής της καταστάσεως είναι το αντίθετο με αυτό που λέει το Ευαγγέλιο· αντί δηλαδή να συσχηματιζόμαστε με τον Χριστό, κόβουμε και ράβουμε τον Χριστό στα δικά μας μέτρα, και με τον τρόπο μας εξαναγκάζουμε και αρκετούς από τους αδελφούς μας να συσχηματισθούν σύμφωνα με τις επιθυμίες μας.
Νεωτερικότητα και μετανεωτερικότητα
(ή όταν το παλαιό προβάλλεται ως νέο)
(ή όταν το παλαιό προβάλλεται ως νέο)
Όλες οι παραπάνω καταστάσεις δεν είναι άσχετες με το περιβάλλον στο οποίο ζούμε· εξάλλου ο ατομοκεντρισμός αποτελεί την κεντρική ιδέα της νεώτερης εποχής, την οποία εξήραν ο ουμανισμός και ο μετά από αυτόν ιντιβιντουαλισμός. Και ο μεν ουμανισμός τόνισε την ιδέα της αξίας του κάθε ανθρώπου, ο δε ιντιβιντουαλισμός την ιδέα ότι ο κάθε άνθρωπος αποτελεί από μόνος του αυθεντία, η οποία μπορεί να ερμηνεύει αυτοτελώς τον κόσμο και αναλόγως να αποφαίνεται. Γέννημα του τελευταίου είναι ο προτεσταντισμός, ο οποίος απορρίπτει την αυθεντία της Εκκλησίας και των Πατέρων και στηρίζεται στην ατομική από τον καθένα ερμηνεία της Αγίας Γραφής.
Η Δύση, βέβαια, είχε αποκοπεί πολύ νωρίτερα από τους Πατέρες της αδιαίρετης ορθοδόξου Εκκλησίας, κατά πρώτο λόγο ένεκα της αδυναμίας να κατανοήσουν τα ελληνικά κείμενα και κατά δεύτερο εξαιτίας του μεγάλου Σχίσματος του 1054, το οποίο επιδείνωσε την προς τους Έλληνες αντιπάθεια των λατίνων. Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε την εύλογη αντίθεση ανάμεσα στους Διαφωτιστές και στους Κολλυβάδες συντάκτες της «Φιλοκαλίας»· σε ότι αφορά πάντως στα καθ' ημάς, μπορεί να άργησε λίγο αλλά τελικά επεκράτησε η ατομοκεντρική προοπτική στην ακαδημαϊκή θεολογία. Η ανάκαμψη των πατερικών μελετών κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, από ότι φαίνεται δεν ανέκοψε αυτό το ξένο ως προς την ορθόδοξη Παράδοση ρεύμα· και τούτο διότι στα σύγχρονα θεολογικά συγγράμματα κατά κύριο λόγο απουσιάζουν οι αναφορές στους Πατέρες της Εκκλησίας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται αποσπασματικά, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις προθέσεις των σύγχρονων συγγραφέων. Αποτέλεσμα αυτής της καταστάσεως είναι η προσπάθεια μίμησης των ξένων θεολογικών διλημμάτων και ο κατακερματισμός της θεολογίας σε «θεολογία της απελευθέρωσης», «φεμινιστική θεολογία», «θεολογία του εργάτη», «θεολογία και τεχνολογία», «θεολογία και οικολογία», «θεολογία και Αριστερά» κλπ.
Την βαβυλωνία αυτή επιτείνει το νέο ρεύμα της λεγομένης μετανεωτερικότητας (σαν να λέμε ότι το νέο πάλιωσε και φτιάχνουμε ένα νεώτερο μετά το νέο), η οποία συνίσταται στην γνωστή σε όλους παγκοσμιοποίηση, δηλαδή στην απαλοιφή κάθε στοιχείου το οποίο διαφοροποιεί και ξεχωρίζει τους πολιτισμούς. Εάν η νεωτερικότητα κατέλυσε το πρόσωπο στην προσπάθειά της να αναδείξει το άτομο, η μετανεωτερικότητα καταλύει το άτομο για να επιβάλλει μια παγκόσμια ηγεμονία, πολιτική, οικονομική και θρησκευτική. Και αποτέλεσμα αυτής της σύγχυσης είναι άλλοτε η μετανεωτερικότητα να εκθειάζεται από ορθόδοξους θεολόγους ως πανανθρώπινο αγαθό, και άλλοτε να προβάλλεται σαν το τέρας της Αποκαλύψεως.
Ας μη μας τρομάζουν τα παραπάνω· δεν είναι νέες οι ιδέες αυτές, νέος είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται και η ευκολία, σε σχέση με το παρελθόν, με την οποία διαδίδονται. Η αυτονόμηση του Αδάμ, στην προοπτική να υπερβεί τον Θεό μέσω της γεύσεως του καρπού του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού, αποτελεί μία «νεωτερική» ενέργεια· ο νεωτερικός άνθρωπος έφτασε να διακηρύξει ότι ο Θεός πέθανε· ο Δαβίδ το περιέγραψε με άλλες λέξεις: «Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 13.1). Η κίνηση πάλι του βασιλέως των Περσών Ναβουχοδονόσορα, να ανακηρύξει δηλαδή τον εαυτό του ως Θεό και να επιβάλλει σε όλον τον λαό να προσκυνήσει την χρυσή εικόνα του, επί ποινή θανάτου σε όποιον αρνηθεί, δεν ήταν παρά μία «μετανεωτερική» κίνηση παγκοσμιοποίησης· το ίδιο επιχείρησαν αργότερα οι Ρωμαίοι και με ελαφρά παραλλαγή τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, το ίδιο θα επιδιώξει και ο αντίχριστος, σύμφωνα με την προφητική περιγραφή της Αποκαλύψεως. Ο λόγος για τον οποίο σήμερα τα ρεύματα αυτά καταλαμβάνουν συνεχώς έδαφος, είναι η απόσταση που μάς χωρίζει από την Αλήθεια, η οποία δεν οφείλεται στην πάροδο των αιώνων αλλά στην αποκοπή μας από τους θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι αποτελούν τους ενδιάμεσους κρίκους που μάς συνδέουν με την Αλήθεια, τους φορείς και τους αγωγούς της αποστολικής Παραδόσεως.
Εν κατακλείδι
Σεβασμιώτατε,
αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, κληρικοί τε και λαϊκοί,
η σημερινή μέρα, Κυριακή της Ορθοδοξίας, δεν σηματοδοτεί μόνο τον θρίαμβο των ιερών εικόνων· αποτελεί την σύνοψη της διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και τούτο για δύο λόγους: πρώτα επειδή οι εικονομάχοι έστρεψαν τα βέλη τους κατά του προσώπου του Χριστού, με αποτέλεσμα η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος να επαναβεβαιώσει ολόκληρη την περί του Χριστού διδασκαλία· κι έπειτα, επειδή στο Συνοδικό της Κυριακής της Ορθοδοξίας, η οποία εορτάζεται κάθε χρόνο από το 842 μέχρι και σήμερα, έχουν περιληφθεί και αποφάσεις των μετέπειτα συνόδων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως του έτους 1082 και του έτους 1351, με τις οποίες καταδικάστηκαν οι αιρετικές ιδέες του Ιωάννου του Ιταλού και των Βαρλαάμ και Ακινδύνου αντίστοιχα. Επιπροσθέτως, η σημερινή εορτή υπενθυμίζει σε όλους μας την σημασία της διατηρήσεως της διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δηλαδή της αποστολικής Παραδόσεως, χωρίς προσθήκες, χωρίς αφαιρέσεις, ακολουθώντας «τήν μέσην καί βασιλικήν τρίβον», και υπογραμμίζει τον ρόλο που διαδραμάτισαν προς τον σκοπό αυτό οι άγιοι Πατέρες της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και την διαχρονική σπουδαιότητα του έργου τους.
Η εποχή μας βιώνει έντονα τον πειρασμό του αποπροσανατολισμού από την διαχρονική αλήθεια του Ευαγγελίου· η μελέτη των Πατέρων της Εκκλησίας αποτελεί τον σύνδεσμο με αυτή την αλήθεια, δηλαδή με το πρόσωπο του Χριστού, και ταυτόχρονα το αντίδοτο σε κάθε παρόμοια κρίση. Ευρισκόμενοι στο ξεκίνημα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, παράλληλα με την νηστεία και τον αγώνα μας για την καταπολέμηση των παθών, ας καλλιεργήσουμε την καρδιά μας τόσο με την επιμέλεια των αρετών όσο και με την μελέτη της Αγίας Γραφής και των σπουδαιοτέρων συγγραφικών έργων των Πατέρων. Και ας γίνει αυτή η μελέτη καθημερινή μας συνήθεια, έστω για μισή ώρα κάθε μέρα, ούτως ώστε να διατηρούμε μέσα μας άσβεστη την φλόγα της ορθοδόξου χριστιανικής Πίστεώς μας, να διατηρούμε ανόθευτη την διδασκαλία του Κυρίου ημών και των αγίων αποστόλων, η οποία παραδόθηκε μέχρις εμάς διαμέσου των Πατέρων, και να γινόμαστε, τέλος, κοινωνοί της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, θεατές της ακτίστου δόξης του αγίου Θεού και μύστες του φωτός της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αμήν.
π. Χερουβείμ Βελέτζας
Απλά και Ορθόδοξα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου