Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
PG 35.965 εξ.
Απόδοση στην Νεοελληνική, π. Χερουβείμ Βελέτζας
«Ποιος θα μού δώσει», λέει ο θείος Δαβίδ δυσκολευόμενος από τα κατ' αυτόν, «φτερά σαν του περιστεριού, για να πετάξω και να ηρεμήσω;» (Ψαλμ. 54.7) Προκειμένου να απομακρυνθεί από τα παρόντα κακά, επιζητεί φτερά περιστεριού· είτε επειδή είναι ελαφρύτερα και ταχύτερα, γιατί τέτοιος είναι ο κάθε δίκαιος· είτε επειδή σκιαγραφούν το Άγιον Πνεύμα, με μόνη την βοήθεια του οποίου αποφεύγουμε τα δεινά. Έπειτα το φάρμακο της στεναχωριας, δηλαδή η ελπίδα: «περίμενα», λέει, «τον Θεό ο οποίος με σώζει από κάθε ολιγοψυχία και καταιγίδα» (Ψαλμ. 54.9). Με τον ίδιο λοιπόν τρόπο με τον οποίο και αλλού φανερώνει, σε εκείνο που προξενεί λύπη προσθέτει τάχιστα το γιατρικό, και παρέχει έργω και λόγω αγαθή παιδεία της μεγαλοψυχίας [ενν. του Θεού] απέναντι στα δεινά· «αρνιόταν πεισματικά», λέει, «η ψυχή μου να παρηγορηθεί» (Ψαλμ. 76.3). Βλέπεις λόγια ακηδίας και απογνώσεως; Άρα δεν φοβήθηκες τον Δαβίδ ως αθεράπευτο; Τι λέγεις; Δεν δέχεσαι παράκληση; δεν ελπίζεις σε παρηγορία; κανείς δεν θα σε θεραπεύσει; ούτε λόγος, ούτε φίλος, ούτε συγγενής, ούτε εκείνος που σε συμβουλεύει, ούτε εκείνος που συμπάσχει με σένα, ούτε εκείνος που διηγείται τα δικά του, ούτε αυτός που λέει τα παλαιά, ούτε αυτός που παραθέτει τα παρόντα, όσοι διασώθηκαν από χειρότερα κακά; Έχουν εκπέσει τα πάντα; φύγανε; αποκόπηκαν; χάθηκε κάθε ελπίδα; πρέπει μονάχα να καθόμαστε κάτω, περιμένοντας το τέλος; Αυτά λέει ο μέγας Δαβίδ, που πλατύνεται [στην προσεχή] σε καιρό θλίψεως, που όταν τον κυκλώνει σκιά θανάτου διαμαρτύρεται έντονα μαζί με τον Θεό.
Τι λοιπόν θα πάθω εγώ, ο μικρός, ο ασθενής, ο γήινος, που δεν είμαι τόσο μεγάλος στο πνεύμα; Ο Δαβίδ παθαίνει ίλιγγο, και ποιος σώζεται; Ποια βοήθεια να βρω όταν κακοπαθώ, ή ποια παρηγοριά; προς ποίον να καταφύγω όταν στεναχωριέμαι; Σού αποκρίνεται ο Δαβίδ, ο μέγας θεραπευτής, που εμφορούμενος από το Άγιον Πνεύμα καταπραΰνει με το άσμα [ενν. Τους Ψαλμούς] τα πονηρά πνεύματα. Θέλεις να μάθεις από εμένα προς ποίον να καταφύγεις, ο ίδιος όμως δεν γνωρίζεις; Ποιος είναι αυτός που ενισχύει τα παραλυμένα χέρια, και προστάζει τα παράλυτα πόδια, και μέσα από τη φωτιά και από το νερό διαπερνά και διασώζει; Δεν σού χρειάζεται, λέει, καμία στρατιά, ούτε όπλα, ούτε τοξότες, ούτε ιππείς, ούτε σύμβουλοι, ούτε φίλοι, ούτε βοήθεια από έξω. Έχεις μέσα σου την συμμαχία, την οποία (έχω) κι εγώ και καθένας που θέλει. Να θελήσεις χρειάζεται μόνο, να ορμήσεις μόνο. Κοντά (είναι) η παρηγοριά, στο στόμα σου, και στην καρδιά σου. «Θυμήθηκα τον Θεό», λέει, «και γέμισα χαρά και ευφροσύνη» (Ψαλμ. 76.4). Τι είναι πιο πρόσφορο από την μνήμη; Θυμήσου και εσύ, και γέμισε χαρά. Ω, πόσο πλούσια γιατρειά! Ω, πόσο ταχεία θεραπεία! Ω, πόσο μεγάλη δωρεά! Δεν αποκοιμίζει μόνο την ολογοψυχία και την λύπη όταν μνημονευθεί ο Θεός, αλλά και ευφροσύνη εργάζεται.
Πρωτότυπο κείμενο
«Τίς δώσει μοι»͵ φησὶ [ὁ θεῖος Δαβὶδ ἐπὶ τοῖς καθ΄ ἑαυτὸν δυσχεραίνων]͵ «πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς͵ καὶ πετασθήσομαι͵ καὶ καταπαύσω;» Περιστερᾶς ἐπιζητεῖ πτέρυγας͵ εἴτε ὡς κουφοτέρας καὶ ταχυτέρας· τοιοῦτος γὰρ ἅπας δίκαιος· εἴτε ὡς τὸ Πνεῦμα σκιαγραφούσας͵ ᾧ μόνῳ τὰ δεινὰ φεύγομεν͵ ἵν΄ ὡς ποῤῥωτάτω γένηται ἀπὸ παρόντων κακῶν. Εἶτα τὸ ἐν τοῖς στενοῖς φάρμακον͵ ἡ ἐλπίς· «Προσεδεχόμην»͵ φησὶ͵ «τὸν Θεὸν τὸν σώζοντά με ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος». Ὅπερ οὖν καὶ ἀλλαχοῦ ποιῶν φαίνεται͵ τάχιστα τῷ λυποῦντι τὸ ἴαμα προστιθεὶς͵ καὶ ἀγαθὸν ἡμῖν παρέχων παίδευμα καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ τῆς πρὸς τὰ δεινὰ μεγαλοψυχίας· «Ἀπηνήνατο»͵ φησὶ͵ «παρακληθῆναι ἡ ψυχή μου». Ὁρᾷς ἀκηδίας ῥήματα καὶ ἀπογνώσεως; Ἆρ΄ οὐκ ἔδεισας ὡς περὶ ἀθεραπεύτου τοῦ Δαβίδ; Τί λέγεις; Οὐ δέχῃ παράκλησιν; ἀπελπίζεις παραμυθίαν; οὐδεὶς θεραπεύσει σε; οὐ λόγος͵ οὐ φίλος͵ οὐ συγγενὴς͵ οὐ συμβουλεύων͵ οὐ συναλγῶν͵ οὐ τὰ καθ΄ ἑαυτὸν διηγούμενος͵ οὐ τὰ ἀρχαῖα λέγων͵ οὐ τὰ νῦν παρατιθεὶς͵ ὅσοι καὶ ἀπὸ χαλεπωτέρων κακῶν διεσώθησαν; Ἔῤῥιπται πάντα; οἴχεται; περικέκοπται; ἀπόλωλε πᾶσα ἐλπίς; κεῖσθαι δεῖ μόνον͵ τὸ τέλος ἐκδεχομένους; Ταῦτα ὁ μέγας Δαβὶδ͵ ὁ ἐν θλίψεσι πλατυνόμενος· ὁ καὶ σκιᾶς θανάτου κυκλούσης μετὰ τοῦ Θεοῦ κατεξανιστάμενος. Τί οὖν ἐγὼ πάθω͵ ὁ μικρὸς͵ ὁ ἀσθενὴς͵ ὁ γήϊνος͵ ὁ μὴ τοσοῦτος τῷ πνεύματι; Δαβὶδ ἰλιγγιᾷ͵ καὶ τίς σώζεται; Τίνα βοήθειαν εὕροιμι κακοπαθῶν͵ ἢ τίνα παράκλησιν; πρὸς τίνα καταφύγω στενοχωρούμενος; Ἀποκρίνεταί σοι Δαβὶδ ὁ μέγας θεραπευτὴς͵ ὁ καὶ πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδων διὰ τοῦ ἐν αὐτῷ Πνεύματος. Πρὸς τίνα καταφεύξῃ παρ΄ ἐμοῦ βούλει μαθεῖν͵ αὐτὸς δὲ οὐκ ἐπίστασαι; Τίς ὁ τὰς παρειμένας ἐνισχύων χεῖρας͵ καὶ γόνατα παραλελυμένα παρακαλῶν͵ καὶ διὰ πυρὸς ἄγων͵ καὶ σώζων δι΄ ὕδατος; Οὐδὲν δεῖ σοι παρατάξεως͵ φησὶν͵ οὐχ ὅπλων͵ οὐ τοξοτῶν͵ οὐχ ἱππέων͵ οὐ συμβούλων͵ οὐ φίλων͵ οὐκ ἐπικουρίας τῆς ἔξωθεν. Ἔχεις ἐν σεαυτῷ τὴν συμμαχίαν͵ ἣν κἀγὼ καὶ πᾶς ὁ βουλόμενος. Θελῆσαι δεῖ μόνον͵ ὁρμῆσαι μόνον. Ἐγγὺς ἡ παράκλησις͵ ἐν τῷ στόματί σου͵ καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ»͵ φησὶ͵ «καὶ εὐφράνθην». Τί μνήμης ἑτοιμότερον; Μνήσθητι καὶ σὺ͵ καὶ εὐφράνθητι. Ὢ τοῦ εὐπορίστου τῆς ἰατρείας! ὢ τοῦ τάχους τῆς θεραπείας! ὢ τοῦ μεγέθους τῆς δωρεᾶς! Οὐ κοιμίζει μόνον ὀλιγοψυχίαν καὶ λύπην μνημονευθεὶς ὁ Θεὸς͵ ἀλλὰ καὶ εὐφροσύνην ἐργάζεται.
PG 35.965 εξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου