Αγ. Ιωάνου Χρυσοστόμου: Λόγος εἰς Πέτρον τόν ἀπόστολον καί Ὴλίαν τόν προφήτην (Μέρος Γ')

PG 50, 735 εξ.
(Απόδοση στη Νεοελληνική: π. Χερουβείμ Βελέτζας)

Μέρος Α'
Μέρος Β'

γ. Σήμερα δε γι αυτό βγήκα να πω τον λόγο υπέρ αυτών (ΣτΜ: εννοεί τον Πέτρο και τον Ηλία), ότι δηλαδή γι αυτό δεν έγινε άγγελος ιερέας, αλλά άνθρωπος (γεννημένος) από άνθρωπο, ώστε να μη θανατώνονται από αναμάρτητο εκείνοι που αμαρτάνουν. Γιατί εάν ο ιερεύς ήταν άγγελος που δεν αμαρτάνει, θα τιμωρούσε ακαριαία εκείνους που αμαρτάνουν· αλλά γι αυτό έγινε άνθρωπος, ώστε να γνωρίζει μαζί με τον ομοιοπαθή, παίρνοντας υπόμνηση για τους ομόφυλους από τα δικά του πάθη. Έπειτα είπαμε ότι και τους μεγάλους, στους οποίους έμελλε να εμπιστευθεί πολύν λαό, συγχώρησε να υποπέσουν στην αμαρτία και τους έδωσε την συγγνώμη, ώστε μετά ταύτα να να γίνουν και αυτοί φιλανθρωπότεροι από αυτά που παιδεύτηκαν. Και προέβαλλα τον Απόστολο Πέτρο, ο οποίος συγχωρέθηκε μεν να αμαρτήσει, με την μετάνοια δε να εξαλείψει την αμαρτία εξαιτίας της φιλανθρωπίας του Θεού. Έλα όμως να επανέλθουμε στον Ηλία, και να δείξουμε το πέλαγος των κατορθωμάτων του, γιατί ο Θεός μεν θέλησε να δείξει φιλανθρωπία, ο Ηλίας όμως δεν έγινε φιλάνθρωπος· και ήθελε (ο Θεός) να δώσει βροχή, αλλά επιζητούσε την παράκληση του δούλου Του. Τι συνέβη λοιπόν; Παρήλθε ο Ηλίας όλον τον δρόμο και ήλθε στα Σάρεφθα της Σιδώνας και είδε κάποια γυναίκα χήρα να μαζεύει ξύλα. Βλέπε όμως την φιλοσοφία και την πίστη του Ηλία. Πάλι άλλο πέλαγος αρετής τον διαδέχτηκε.
Δεν είπε στον Θεό: -Σε ποιον με στέλνεις; με κάνεις να υπομένω τόσο μεγάλους κινδύνους, και με στέλνεις σε χήρα μέσα σε έσχατο λιμό; μήπως δεν υπάρχουν άλλοι άνδρες πιο εύποροι, οι οποίοι έχουν την δύναμη να παρηγορήσουν τη φτώχεια μου; αλλά βαδίζω τόση γη για να συναντήσω μια χήρα, μέσα σε τούτη την συμφορά των κακών, και όχι μόνο χήρα αλλά και πάμφτωχη; Βάλε με το νου σου ότι τίποτα από αυτά είπε ο υπηρέτης, γιατί έπαιρνε θάρρος από τον Δεσπότη του, ο οποίος κάνει τα αδύνατα δυνατά. “Πήγαινε” , λέει, “στα Σάρεφθα της Σιδώνας, και να μια χήρα που μαζεύει ξύλα”. Τι λοιπόν προχωράς πάλι, Ηλία; γιατί τρέχεις πίσω από την χήρα; Είδες τα προπύλαια της φτώχειας, μη ρωτάς για τα πάθη της μετριότητας· είδες την είσοδο της φτώχειας, μη ρωτάς τίποτα για τα εντός. Πού εισέρχεσαι, Ηλία; την είδες να μαζεύει ξύλα και ζητάς να τραφείς από αυτή; Αλλ' όμως έχοντας εγγύηση τον λόγο του Δεσπότου, πήγαινε να ανοίξει κουβέντα με την χήρα. Και τι λέει; “Δώσε μου λίγο νερό να πιω”. Βλέπεις την σοφία του Ηλία; πώς (δηλαδή) δεν πήγε αμέσως στο ισχυρότερο αλλά στο ευτελέστερο; Δεν είπε “δώσε μου ψωμί”, αλλά “δώσε μου νερό”. Πρώτα ζητά νερό, σκεπτόμενος ότι αν προμηθευτεί νερό, δύναται να προμηθευτεί και ψωμί. “Δώσε μου”, λέει, “λίγο νερό”. Η δε χήρα αφού έφυγε τού έφερε και ήπιε, κι έτσι αφού ξεθάρρεψε λέει “πρέπει να πάρω και ψωμί να φάω”. Κι εκείνη τού είπε “ζει Κύριος αν έχω κάτι κρυμμένο, παρεκτός από μια χούφτα αλεύρι στο σταμνί και λίγο λάδι στο δοχείο, το οποίο θα ζυμώσω και θα φάμε εγώ και τα παιδιά μου και μετά θα πεθάνουμε”. Τι λοιπόν λέει ο Ηλίας; “Πήγαινε και φτιάξε για μένα ξέχωρα στα κρυφά, να φάω, και μετά να κάνεις στα παιδιά σου να φάνε”.
Τι κάνεις, Ηλία; έστω, θέλεις ψωμί, γιατί ζητάς ξέχωρα και πρώτος; Δεν οφείλεις να ευχαριστήσεις και να φας μαζί με τα παιδιά; Συ θέλεις να φας μόνος και να πνίξεις στην πείνα τα παιδιά; Δεν θέλω να πνίξω, αλλά να τα ευεργετήσω, γνωρίζω την αφθονία του δικού μου Δεσπότη. Κι όμως η χήρα δεν ταράχτηκε ούτε κατάλαβε ότι αυτό ήταν τόσο μεγάλο ατόπημα, ούτε είπε “Εσύ είσαι αυτός που προκάλεσε τούτο τον λιμό, και μέσα στα λείψανα του λιμού θέλεις να τραφείς από εμένα;” ούτε είπε ότι “Τόσον κόσμο περπάτησες και ήρθες σε μένα για να καταστρέψεις με την πείνα τα παιδιά μου, συ ο αίτιος αυτού του λιμού;” Αλλά αφού έγινε εφάμιλλη του Αβραάμ η γυναίκα, μπήκε μέσα και έκανε σύμφωνα με το θέλημα του προφήτου, και έβλεπε κανείς την χήρα πολύ πιο φιλόξενη κι από τον Αβραάμ. Γιατί εκείνος μεν όντας εύπορος φιλοξένησε αγγέλους, αυτή δε ενώ περίμενε τον θάνατο από την πείνα, φιλοξένησε τον προφήτη. Και ήταν να βλέπει κανείς την φύση να καταφρονείται και την φιλοξενία να τιμάται, τα σπλάγχνα να απορρίπτονται και τον προφήτη να είναι καλοδεχούμενος· κατασκεύασε τάφο για όλα τα παιδιά, γιατί σε ότι μεν αφορά στην προαίρεση της χήρας εκείνα είχαν ήδη πεθάνει, σε ότι δε αφορά στην φιλανθρωπία του Θεού και ζούσαν και μεγάλωναν. Δεν ξέρω πώς να εγκωμιάσω την χήρα· πώς καταφρόνησε τα παιδιά και έκανε φιλοξενία, πώς η ίδια η φύση δεν έθεσε εμπόδια, πώς η μήτρα δεν αλλοιώθηκε, πώς τα σπλάγχνα δεν διαλύθηκαν βλέποντας ολόκληρο δήμο από παιδιά να μέλλουν να χαθούν από την πείνα. Αλλά στάθηκε ανώτερη από όλα και φιλοξένησε τον προφήτη. Κι όταν έλαβε ο προφήτης και έφαγε, λοιπόν τις αμοιβές ανταποδίδει· έσπειρε φιλοξενία η χήρα και αμέσως θέρισε το μεστό στάχυ της φιλοξενίας. Γιατί τι λέει προς αυτήν ο Ηλίας; “Ζει ο Κύριος, το αλεύρι στο σταμνί δεν θα λείψει, και το λάδι στο δοχείο δεν θα ελαττωθεί”. Κι έγινε το δεξί χέρι της χήρας πατητήρι, και το αριστερό της έγινε αλώνι, και οι χούφτες παρείχαν τον καρπό μέσα στην ανάγκη, και έτρεφαν την χήρα με τον λόγο του προφήτη. Πατητήρι και αλώνι έγινε η οικία της χήρας· δεν υπήρχε ανάγκη ούτε από βροχή, ούτε από μπόρα, ούτε από άνοιξη, ούτε από καλοκαίρι, ούτε από καύσωνα, ούτε από αέρα, ούτε από εναλλαγές του καιρού, αλλά μόνο ένας λόγος αφού ειπώθηκε, κι αυτός βγαλμένος από ιδία γνώμη, χορηγεί την αφθονία στην χήρα.
Έπειτα από εκεί, για να συντομέψω τον λόγο, έφυγε και πήγε στον βασιλέα Αχαάβ. Λέω τώρα τα κατορθώματα αυτού ώστε εάν δεις αυτόν να έχει αμαρτήσει, να μάθεις την γεμάτη φιλανθρωπία χάρη του Θεού. Τι λοιπόν λέει σε αυτόν ο Αχαάβ; “Εσύ είσαι που διαστρέφεις τον Ισραήλ;” Κι εκείνος προς αυτόν: “Όχι, αλλά εσύ και ο οίκος του πατέρα σου”. Είδες παρρησία προφήτου, πώς έλεγξε τον βασιλέα; Έπειτα, όταν καθόταν στο βουνό και ήρθε προς αυτόν πεντηκόνταρχος λέγοντας “άνθρωπε του Θεού κατέβα, σε καλεί ο βασιλιάς”, αυτός αποκρίθηκε “άμα είμαι άνθρωπος του Θεού να πέσει φωτιά από τον ουρανό και να κάψει εσένα και τους πενήντα (στρατιώτες) σου”. Μετά για δεύτερη φορά άλλος πεντηκόνταρχος λέει “άνθρωπε του Θεού κατέβα, ο βασιλιάς σε χρειάζεται”. Και τι τού απαντά ο Ηλίας; “άμα είμαι άνθρωπος του Θεού να πέσει φωτιά από τον ουρανό και να καταφάει εσένα και τους πενήντα σου”. Έπειτα πάλι όταν ήρθε στην συγκέντρωση της προσευχής, κάλεσε τους ιερείς της Βάαλ της ντροπής λέγοντας “Ας προσευχηθούμε”, και είπε “κάντε σεις ένα δικό σας θυσιαστήριο και διαλέξτε δυο βόδια και βάλτε το ένα πάνω στα ξύλα και μη βάλετε φωτιά, και θα κάνω κι εγώ το ίδιο· και θα προσευχηθείτε στο όνομα του θεού σας και εγώ στο όνομα του Θεού μου, και ας είναι Θεός αληθινός εκείνος ο οποίος θα απαντήσει με φωτιά”. Έπειτα έστησαν οι ιερείς της αισχύνης θυσιαστηριο και άρχισαν να επικαλούνται την Βάαλ λέγοντας “άκουσέ μας, Βάαλ, άκουσέ μας”, και παρόλο που γινόταν πολλή προσευχή κανείς δεν αποκρίνονταν – ούτε φωνή, ούτε ακρόαση-, και ο Ηλίας δεχόταν με μακροθυμία εκείνους να προσεύχονται. Και σαν είδε ότι ήταν πολλή η ένταση εκείνων, αλλά κανείς να υπακούσει, τούς διακωμωδεί λέγοντας “φωνάξτε πιο δυνατά, μήπως και κοιμάται ο θεός σας”. Έπειτα, αφού μεσημέριασε και πέρασε η ώρα, λέει σε αυτούς “παραμερίστε τώρα, για να κάνω κι εγώ το ολοκαύτωμά μου”, και έστησε θυσιαστήριο και έβαλε τα ξύλα και είπε “φέρτε νερό ολόγυρα στο θυσιαστήριο” και έφεραν, και “δευτερώστε” και δευτέρωσαν, και “τρισσεύσατε” και τρίτωσαν. Αλλά δες για ποιο λόγο το κάνει αυτό ο Ηλίας: επειδή η πλάνη συνηθίζει να προσάπτει στην αλήθεια τα δικά της, πράγμα το οποίο κάνουν οι πόρνες γυναίκες και προλαβαίνουν και αποκαλούν πόρνες τις ελεύθερες γυναίκες, ώστε να μη έχουν εκείνες κάποια βρισιά να επιστρέψουν.
Αλλά όμως ο Ηλίας σκαρφίζεται και σε τούτο, και για ποιο λόγο; επειδή έχω γίνει ήδη θεατής σε αυτό το οποίο μέλλω να πω. Στους βωμούς των ειδώλων υπάρχουν οπές κάτω από το θυσιαστήριο και πιο κάτω ένας λάκκος που δεν φαίνεται, και κατεβαίνουν εργάτες στον λάκκο και με τον τρόπο αυτόν φυσούν από κάτω φωτιά στη θυσία, με σκοπό να εξαπατήσουν πολλούς και να νομίζουν ότι η φωτιά προέρχεται από τον ουρανό. Για να μην αφήσει κανείς λοιπόν υπονοούμενο ότι και ο Ηλίας έκανε κάτι τέτοιο, έριξε νερό, ώστε το νερό να ελέγξει την οπή· γιατί το νερό αναγκαστικά όπου βρει οπή δεν στέκεται αλλά κατεβαίνει. Πλημμύρισε λοιπόν το θυσιαστήριο και προσεύχεται λέγοντας: “Άκουσέ με Κύριε σήμερα με φωτιά· με άκουσες με τη βροχή, άκουσέ με και με τη φωτιά”. Και ιδού, μόλις αυτός κάλεσε, αμέσως κατέβηκε φωτιά από τον ουρανό και κατέφαγε την θυσία, και τις πέτρες, και η φωτιά αποξήρανε ακόμα και το νερό. Και τι λέει στον λαό; “Συλλάβετε τους ιερείς της ντροπής, κανείς να μη σωθεί από αυτούς”. Και τους συνέλαβαν και τους σκότωσαν, τετρακόσιους πενήντα ιερείς της Βάαλ και τετρακόσιους από τους υψηλά ιστάμενους. Άκουσε αυτά που έγιναν η Ιεζάβελ η γυναίκα του Αχαάβ, και στέλνει στον Ηλία λέγοντας: “Αυτά να μου κάνουν οι θεοί και ακόμα περισσότερα, εάν δεν θυσιάσω την ψυχή σου αύριο όπως την ψυχή ενός από αυτούς”. Και όταν το άκουσε ο Ηλίας έφυγε.
Πού είναι ο Ηλίας ο τόσο μεγάλος και τρανός; Ο σκοπός (της φυγής) είναι να μού δείξει ότι υπέπεσε σε αμαρτία· και λέγω ότι υπέπεσε σε αμαρτία όχι για να κατηγορήσω τον δίκαιο, αλλά διαπραγματευόμενος υπόθεση σωτηρίας, ώστε όταν δεις εκείνους να αμαρτάνουν και να μην έχουν επίγνωση του εαυτού τους, αλλά τυγχάνουν της φιλανθρωπίας του Θεού, εσύ εάν αμαρτήσεις να ελπίζεις σε περισσότερη σωτηρία. Επειδή είπε η Ιεζάβελ “αυτά να μου κάνουν οι θεοί και ακόμα περισσότερα, αν δεν θυσιάσω την ψυχή σου αύριο όπως την ψυχή ενός από αυτούς”, άκουσε ο Ηλίας και έφυγε δρόμο σαράντα ημερών. Ω υπερβολή δειλίας! Άκουσε λόγια γυναίκας, και έφυγε βαδίζοντας σαράντα μέρες· όχι μία μέρα, όχι δύο, όχι τρεις, αλλά μόλις ο λόγος της γυναίκας μπήκε στον προφήτη, και από την δειλία δεν ήξερε τι έκανε, φεύγοντας τόσο μεγάλη φυγή.
Τι σού συμβαίνει, Ηλία; Συ είσαι που έκλεισες τον ουρανό, και έδεσες με χαλινάρι την βροχή, που πρόσταξες τον αέρα και κάλεσες την φωτιά από τον ουρανό, που έσφαξες τους ιερείς, που είπες στον βασιλιά Αχαάβ “Εσύ είσαι αυτός που διαστρέφει τον Ισραήλ, και ο οίκος του πατέρα σου”· που είπες “ζει Κύριος ο Θεός, εάν βρέξει παρεκτός κι άμα το πω εγώ”· που έκανες την οικία της χήρας αλώνι και πατητήρι, που διέταξες τα στοιχεία της φύσεως, άκουσες λόγια πόρνης και έφυγες, και μια γυναίκα σε κάνει αιχμάλωτο; Οι δύο ακροπόλεις ελέγχθηκαν από γυναίκα· ο Πέτρος φοβήθηκε μια κοπέλα και αυτός την Ιεζάβελ· στα ίδια αμαρτήματα περιέπεσαν. Και έφυγε ο Ηλίας δρόμο σαράντα ημερών. Πού είναι ο ζήλος σου, Ηλία, όταν έλεγες “Ζει Κύριος, εάν βρέξει παρεκτός κι άμα το πω εγώ”; όταν έλεγχες τον βασιλέα, όταν την φωτιά κάλεσες; τόσο μεγάλα έκανες και δεν άντεξες τα λόγια μιας γυναίκας; Πού είναι ο τόνος σου, όταν δεν ήθελες να ζητήσεις από τον Δεσπότη σου να δώσει βροχή στην γη; Γιατί σού έλεγε με τρανταχτές αποδείξεις: “Ζήτα μου παρόλο που δύναμαι και χωρίς εσένα να δώσω, αλλά δεν θέλησα, ώστε όπως έγινες πρόξενος των κακών, κατά τον ίδιο τρόπο να γίνεις και άρχοντας των αγαθών”. Γιατί εργάστηκες, Ηλία, έργο μεστό ασπλαχνίας· αντίθετα ο Θεός ελεούσε την συμφορά, γιατί αυτός είναι κτίστης των πάντων και πάντων δημιουργός· ομοίως είναι κηδεμόνας πάντων, και θέλησε να σου αποδυναμώσει την απανθρωπία, και συ επέμενες σε αυτή. Σού έλεγε “Εγώ γνωρίζω την συμφορά που γίνεται, γνωρίζω τα κλάματα των μητέρων, γνωρίζω των παιδιών τους λυγμούς· βλέπω την γη, την οποία ποίησα, να αφανίζεται, και θέλω να κάνω φιλανθρωπία, αλλά δεν θέλω να σε βρίσω και χωρίς την δική σου γνώμη να στείλω την βροχή, ώστε να μη γίνεις των κακών μεν αίτιος και των καλών ξένος, αλλά σε τιμώ. Ω φιλανθρωπία Δεσπότου νικημένη από την εύνοια προς τον δούλο! Κι όμως αυτός πολλή είχε απονία σαν να ήταν αναμάρτητος· τώρα όμως απεδείχθη και αυτός ότι υπέπεσε σε αμαρτία, την οποία ο Θεός συγχωρεί και κατανοεί, ώστε εξαιτίας εκείνων που αυτός έτυχε φιλανθρωπίας, και ο ίδιος προς τους άλλους να μη είναι απάνθρωπος. Κι έφυγε, λέει, ο Ηλίας δρόμο σαράντα ημερών. Πού είναι τα λόγια εκείνα τα οποία όταν είπε στους πεντηκόνταρχους κατέβασε φωτιά και τούς κατέκαψε;
Θέλοντας επομένως να δείξει ο Θεός ότι και όταν έκανε (ο Ηλίας) θαύματα δεν ήταν αυτός που τα πραγματοποιούσε, αλλά η δύναμη του Θεού, και δες τι συμβαίνει. Όταν ενεργούσε ο Θεός, και βασιλείς έπεφταν, και άρχοντες, και ο λαός· όταν ο Θεός έφυγε, τότε και η γυναίκα φοβερή ήλθε· έφυγε ο Θεός, και ελέγχθηκε η φύση. Αλλά μετά που ο Ηλίας έφυγε επί σαράντα μέρες, ήλθε και κοιμόταν σε κάποιο τόπο, και έρχεται προς αυτόν ο Θεός, ο Δεσπότης προς τον δούλο, ο κηδεμόνας και φιλάνθρωπος· και τι λέει; Παρόλο που γνώριζε γιατί βρισκόταν εκεί, ωστόσο ρωτά: “Τι είναι εδώ, Ηλία, και συ τι κάνεις εδώ;” υπαινισσόμενος την φυγή αυτού, αντί να του πει “Έφυγες, πού είναι η παρρησία εκείνη; Για να μάθεις να μη έχεις θάρρος από τον εαυτό σου. Τι είναι εδώ Ηλία, και τι κάνεις εδώ;” Αλλ' όμως ο Ηλίας αποκρίνεται, άλλα έχοντας στη σκέψη του και λέγοντας άλλα. Γιατί τι (απάντησε) ο Ηλίας σε αυτά; “Κύριε, σκότωσαν τους προφήτες σου και κατέσκαψαν τα θυσιαστήριά σου, κι εγώ απέμεινα μόνος και ζητούν να μού πάρουν την ψυχή”. Τι λοιπόν τού λέει ο Θεός; Αμέσως τον ελέγχει: “Δεν έφυγες για αυτόν τον λόγο”, λέει, “Ηλία, γιατί δεν είσαι συ ο μόνος που δεν προσκυνά τη Βάαλ”· κι έπειτα συνεχίζει να τον ελέγχει: “άφησα για μένα επτά χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι δεν λύγισαν το γόνατο στη Βάαλ”. Τον έλεγξε λοιπόν αυτόν, ότι δεν έφυγε για αυτό (που είπε), αλλά έχοντας κυριευθεί από τον φόβο της γυναίκας· και μια γυναίκα τον τόσο μεγάλο και τόσο σπουδαίο άνδρα τον έκανε δραπέτη και φυγά, για να μάθεις, Ηλία, όταν κάτι παράδοξο ποιείς να μη βάζεις τη δική σου επιγραφή, αλλά της δυνάμεως του Θεού.
Είδες πώς όταν απομακρύνθηκε η χάρις, φανερώθηκε η φύση; Έφυγε ο Ηλίας δρόμο σαράντα ημερών. Ω, φόβου επίταση! Ω, δειλίας υπερβολή! Δεν έφυγε μια μέρα, ούτε δεύτερη, ούτε τρίτη, αλλά σαράντα ημέρες, και αυτός κατέλαβε τις παντελώς ερημιές, μη έχοντας τροφή, χωρίς να σκέφτεται για τροφοδοσία· γιατί μεθυσμένος από τον φόβο δεν φρόντιζε για αυτά, αλλά καταδίωκε τους ακατοίκητους τόπους. Εισήλθε ο λόγος της γυναίκας στον προφήτη, και σαν τον ζέφυρο που πέφτει με σφοδρότητα στο ιστίο και με τη φόρα που έχει διώχνει μακριά το πλοίο, έτσι και ο λόγος της γυναίκας όταν εισήλθε στον προφήτη, με πολλή φόρα τον ξαπόστειλε στην έρημο. Πού είναι, Ηλία, τα της παρρησίας εκείνης; πού το στόμα το φοβερό; πού η γλώσσα η ηνίοχος των βροχών; πού αυτός ο οποίος διατάζει και τα δυο στοιχεία, άλλοτε κλείνοντας τον ουρανό, και άλλοτε καλώντας την φωτιά πάνω στη θυσία; Αλλά, όπως είπα πιο πριν, τα έκανε αυτά όσο ενεργούσε η χάρις· γι αυτό και ελέγχεται από τον Θεό. Βλέπεις πώς συγχωρέθηκε να πέσει σε μικρό αμάρτημα, ώστε να ενδυθεί ολόκληρο χιτώνα φιλανθρωπίας; Λοιπόν, Ηλία, παιδεύτηκες, γίνε φιλάνθρωπος όπως ο Δεσπότης σου, από αυτά που παιδεύτηκες, από αυτά που έμαθες από τον Δεσπότη σου.
Είδες πώς συγχώρεσε ο Θεός να πέσουν σε μικρό αμάρτημα εκείνοι οι στύλοι, οι προμαχώνες, οι πύργοι; ώστε να μη αποκόψουν τους πάντες από την Εκκλησία εξαιτίας της δικής τους αναμαρτησίας· ώστε όταν δουν κάποιον να αμαρτάνει, και θέλουν να επιδείξουν ασπλαχνία προς αυτόν, να θυμηθούν την δική τους αμαρτία και μεταδώσουν σε αυτόν την ίδια φιλανθρωπία, την οποία έτυχαν από τον Δεσπότη. Τα είπαμε αυτά όχι κατηγορώντας τους δίκαιους, αλλά προετοιμάζοντας οδόν σωτηρίας για εσάς, ώστε όταν αμαρτήσετε να μην πέσετε σε απόγνωση για την σωτηρία σας, έχοντας στη μνήμη σας τους δίκαιους που επλημμέλησαν και εξαιτίας της μετανοίας δεν ελαττώθηκαν της τιμής. Είπαμε δε πρώτα τις αρετές τους, και τότε εισαγάγαμε και τα αμαρτήματα. Και συ λοιπόν, αν και είσαι αμαρτωλός, μη διαγραφείς από την Εκκλησία· κι αν είσαι δίκαιος, μη διαγραφείς, ώστε έχοντας την γνώση των Γραφών δίκαιος να διαμένεις εντός της αυλής, ενθυμούμενος τα σχετικά με την βασιλεία των ουρανών και τα αγαθά εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για εκείνους που Τον αγαπούν· διότι σε Αυτόν πρέπει η δόξα, μαζί με τον Υιό και με το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντα, και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου