Σύγχρονες ποιμαντικές προκλήσεις

 Σύγχρονες ποιμαντικές προκλήσεις

(Εἰσήγηση στήν ἱερατική σύναξη τῆς Ἱ. Μ. Κερκύρας, τήν 5.3.2024)


    Στήν ἐποχή μας ἐμφανίζονται διάφορες συνθῆκες καί καταστάσεις, οἱ ὁποῖες  ἀφʼ  ἑνός μέν ἦταν ἀδιανόητες σέ παλαιότερες ἐποχές, καί ἀφʼ  ἑτέρου χρήζουν ἰδιαίτερης ἀντιμετώπισης σέ κοινωνικό, πρακτικό καί ποιμαντικό ἐπίπεδο, τό ὁποῖο καί μᾶς ἀφορᾶ. Δέν ἀπέχει μάλιστα πολύ ἡ ἐποχή, πού μέ κυβερνητική ἀπόφαση, οἱ ἐκκλησίες ἔμειναν κλειστές καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἀλειτούργητος ἐπί μακρόν. Τά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζουν σήμερα τόσο οἱ κοινωνίες, ὅσο καί οἱ ἄνθρωποι ξεχωριστά, εἶναι πολλά καί ὅπως φαίνεται, δυσεπίλυτα. Ὅλα ὅμως αὐτά τά ἀτομικά καί τά κοινωνικά προβλήματα, ἄν παρατηρήσουμε καλά, θά διαπιστώσουμε ὅτι εἴτε εἶναι ἀμιγῶς πνευματικά, εἴτε ἔχουν πνευματικά αἴτια. Καλούμαστε, ἑπομένως, ὡς ποιμένες τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τοῦ Θεοῦ, νά ἐνσκήψουμε στά προβλήματα αὐτά, νά σταλάξουμε στίς πληγές τῶν ἀνθρώπων τό βάλσαμο τοῦ θείου ἐλέους καί νά περιδέσουμε τίς πληγές τους μέ τόν λόγο τῆς Ἀληθείας. Καί ἐάν οἱ σειρῆνες τῆς ἐποχῆς μας ἀπαιτοῦν μονάχα ὑλική στήριξη, γνωρίζουμε πολύ καλά ὅτι «Οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ' ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Ματθ. δ´, 4).

Ὥσπερ ὁ χρυσὸς τῇ γῇ μέμικται...

Λευτέρης Βελέτζας: Ορίζοντες (χαρακτικό)


Ὥσπερ ὁ χρυσὸς τῇ γῇ μέμικται͵ εἶτα διϋλιζόμενος ὑπὸ τοῦ ὕδατος φανερὸς γίνεται ἀπὸ τῆς γῆς͵ πάλιν δὲ εἰς χωνευτήριον βάλλεται͵ ἕως οὗ καθαρισθῇ τελείως͵ καὶ τότε λαμβάνει εἰκόνα βασιλέως καὶ εἰς ἐμπορίαν ἀπέρχεται καὶ εἰς θησαυροὺς βασιλικοὺς ἀποτίθεται· πρὸ δὲ τοῦ διϋλισθῆναι κατεπατεῖτο ὑπὸ τῶν θηρίων͵ οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ ἐν γῇ οὖσα μετὰ τῆς ἁμαρτίας μεμιγμένη ὑπὸ τῶν θηρίων τῶν πονηρῶν πνευμάτων κατεπατεῖτο͵ εἶτα ὑπὸ τοῦ πνεύματος͵ τοῦ οὐρανίου ὕδατος͵ διϋλίζεται καὶ πρῶτον φανεροῦται λαμβάνουσα χάριν καὶ γινώσκει ἑαυτὴν χωριζομένην τῆς κακίας· εἶτα εἰς τὸ χωνευτήριον τῆς δοκιμασίας βάλλεται͵ ἵνα τελείως καθαρισθῇ ἀπὸ παντὸς ῥύπου͵ καὶ οὕτως εἰκόνα βασιλέως οὐρανίου λαμβάνει καὶ μορφοῦται Χριστὸς ἐν αὐτῇ καὶ τότε καθαρὰ γενομένη εὔχρηστός ἐστι τῷ δεσπότῃ καὶ εἰς τοὺς βασιλικοὺς θησαυροὺς ἀποτίθεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. 

Ἅγ. Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος


Ὁ «θρησκευτικός» ὅρκος εἶναι πολιτικός



    Ἡ πρόταση γιά τήν κατάργηση τοῦ «θρησκευτικοῦ» ὅρκου, κάθε φορά πού τίθεται ἐπί τάπητος ἡ ἀναθεώρηση κάποιων ἄρθρων τοῦ Συντάγματος, ἐπανέρχεται ἀπό διάφορους κύκλους μέ διαφορετικά, κατά περίπτωση, πολιτικά ἤ ἰδεολογικά κίνητρα καί αἰτιάσεις. Τά πρῶτα, βεβαίως, δέν εἶναι πάντοτε εὐδιάκριτα, μέ ἀποτέλεσμα νά καθίσταται εὔκολη ἡ παρερμηνεία ἀκόμα καί τῶν πλέον ἀγαθῶν προθέσεων· οἱ λόγοι ὅμως πού ἐπικαλοῦνται εἶναι πασίδηλοι καί ἐφ' ὅσον τίθενται, καθίστανται αὐτομάτως ἀντικείμενο συζητήσεως καί κριτικῆς, μέ βάση τήν λογική καί τά κατά περίπτωση δεδομένα. Καί τά ἐπιχειρήματα πού προτάσσονται σέ αὐτή τήν καθ’ ὅλα πολιτική συζήτηση, διακρίνονται σέ τρεῖς ὁμάδες: σέ θεολογικά, μέ ἀφετηρία τήν σχετική ἀπαγόρευση τοῦ Εὐαγγελίου· σέ ἱστορικά, ἐπειδή «τόν ἐπέβαλαν οἱ Βαυαροί»· καί σέ πολιτικά, ἐπειδή εἶναι ἀνάγκη νά προστατέψουμε τό οὐδετερόθρησκο κράτος καί νά προχωρήσουμε σέ διαχωρισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία.

Μ. Βασιλείου: Ὁμιλία ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν


 

Εἰσαγωγή, ἀπόδοση στήν Νεοελληνική, σχόλια:

ἀρχιμ. Χερουβείμ Βελέτζας

Ἱεροκήρυκας τῆς Ἱ. Μ. Κερκύρας, Παξῶν καί Διαποντίων Νήσων


Κάθε φορά πού συμβαίνει κάποια φυσική ἤ μή καταστροφή, ἡ ὁποία μάλιστα ἐπιφέρει τόν θάνατο σέ πολλές ἀνθρώπινες ζωές, στόν νοῦ καί στά χείλη πολλῶν (πιστῶν εἴτε ὄχι) ἀνέρχεται τό ἐρώτημα: Γιατί συνέβη αὐτή ἡ συμφορά; γιατί ὁ Θεός ἐπέτρεψε τοῦτο τό κακό; γιατί, ὡς παντοδύναμος, δέν τό ἀπέτρεψε; γιά ποῖον λόγο ἀφήνει νά χάνονται τόσες ἀνθρώπινες ζωές; εἶναι, τελικά, πρόξενος κακῶν ὁ Θεός; Ἰδιαιτέρως δέ στήν ἐποχή μας, ἡ ὁποία ἔχει θεοποιήσει τήν ἐπιστήμη, τήν τεχνολογία, τόν «ὀρθό λόγο», τό ἐγώ ἑνός ἑκάστου καί τίς γήινες ἐπιθυμίες του (γι' αὐτό καί οἱ περισσότεροι κομπάζουν γιά τά ὑλικά ἀγαθά πού ἀπολαμβάνουν καί εὔκολα κατηγοροῦν τούς πάντες πλήν αὐτῶν τῶν ἰδίων γιά ὅλα τά κακά τοῦ κόσμου), κατά κανόνα παραθεωρεῖται ἡ πνευματική διάσταση τῶν πραγμάτων εἴτε σέ φιλοσοφικό εἴτε σέ θεολογικό ἐπίπεδο· μέ ἀποτέλεσμα νά ἀπορρίπτεται ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἤ, στήν καλύτερη τῶν περιπτώσεων, νά θεωρεῖται ὁ Θεός ὡς ὑπηρέτης τῆς ἀτομικῆς ἄνεσης καί τῆς ἐν γένει εὐδαιμονίας, κατά τίς ἐπιθυμίες τοῦ καθενός. Μέ αὐτές τίς συνθῆκες, οἱ ἀνθρώπινες συμφορές, πόλεμοι, σεισμοί, πεῖνες κλπ, ἀποτελοῦν γιά τούς πολλούς ἀπόδειξη ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός· ἡ ἀλήθεια, ὡστόσο, εἶναι ὅτι ἡ αἰτίαση αὐτή ἀποτελεῖ τήν ἀφορμή τῆς ἀπιστίας τους, ἡ αἰτία εἶναι ἐσωτερική καί βαθύτερη.

Ὁ Λόγος (με´) Εἰς τό ἅγιον Πάσχα, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου*



Ἀπό τίς σωζόμενες ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἡ πρώτη1 καί ἡ τεσσαρακοστή πέμπτη2 εἶναι ἀφιερωμένες στήν ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄν καί ἡ πρώτη εἶναι ἀρκετά σύντομη, ἐν τούτοις μαζί μέ τήν τελευταία καί πολύ ἐκτενέστερη, τήν ὁποία θά μελετήσουμε στήν συνέχεια, ἀποτελοῦν ἐξαιρετικά παραδείγματα ἐκκλησιαστικῆς ρητορικῆς, μάθημα ὀρθοδόξου θεολογίας, σημεῖο ἀναφορᾶς τῶν μεταγενεστέρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί πηγή ἔμπνευσης τῶν ὑμνογράφων, μέ κορυφαῖο τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό. Εἰδικότερα, ὁ κανόνας ἀλλά καί διάφοροι ἄλλοι ὕμνοι τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, περιέχουν ὁλόκληρες φράσεις ἀπό τούς λόγους αὐτούς, ἐλάχιστα προσαρμοσμένες στίς ἀνάγκες τοῦ ποιητικοῦ λόγου. Γιά παράδειγμα, ἡ ἀρχή τοῦ πρώτου λόγου, «Ἀναστάσεως ἡμέρα͵ καὶ ἡ ἀρχὴ δεξιὰ, καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει, καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα· εἴπωμεν͵, ἀδελφοὶ, καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς, μὴ ὅτι τοῖς δι΄ ἀγάπην τι πεποιηκόσιν͵ ἢ πεπονθόσι· συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει», ἀναπαράγεται σχεδόν αὐτολεξί στό δοξαστικό τῶν Αἴνων3· καί ἡ φράση, «Χθὲς συνεσταυρούμην Χριστῷ, σήμερον συνδοξάζομαι· χθὲς συνενεκρούμην, συζωοποιοῦμαι σήμερον· χθὲς συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι», συναντᾶται σ’ ἕνα ἀπό τά τροπάρια τῆς γ’ ὡδῆς4.

Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ὁ τελώνης καί ὁ ληστής (ἤ λόγος περί μετανοίας)

(φωτογραφία από pemptousia.gr)

(Ὁμιλία στόν ἱερό ναό Ἁγίου Νεκταρίου Πρεβέζης, κατά τόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό τῆς Ε' Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, 2.4.2023)

«Ἔδωκας κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά σου, Κύριε»1.

Τοῦτος ὁ στίχος τοῦ Ψαλτηρίου, Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί χριστιανοί, τόν ὁποῖο ψάλλαμε νωρίτερα, κατά τήν διάρκεια τοῦ ἀποψινοῦ Κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ, συγκεφαλαιώνει τό περιεχόμενο τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα ἀλλά καί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος, ἰδιαιτέρως δέ κατά τήν περίοδο τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία καί διανύουμε. Διότι τό «Κύριε» ἀποτελεῖ ὁμολογία πίστεως, ἀναγνωρίζουμε δηλαδή τόν τριαδικό Θεό ὡς κύριό μας καί ἑπομένως θέτουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό τίς προσταγές του. Ὁ φόβος δέ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ σημαίνει τόν σεβασμό πρός τόν Θεό καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Ἐνῶ ἡ κληρονομία, τήν ὁποῖα μᾶς δίνει, δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς λέει ξεκάθαρα στό Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως: «τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»2. Γιατί, ὅμως, λέει «Ἔδωκας» καί δέν λέει «θά δόσεις»; Διότι, κατά τούς ἀψευδεῖς λόγους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστίν»3, γι’ αὐτό καί μετά τήν βάπτισή του στόν Ἰορδάνη ποταμό καί τήν τεσσαρακονθήμερη νηστεία στήν ἔρημο, τό πρῶτο πρᾶγμα πού κήρυξε εἶναι: «Μετανοεῖτε, ἤγγικεν γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»4.