Απλά και Ορθόδοξα
«ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινείᾳ Θεοῦ» (Β΄Κορ. 1, 12)
Σύγχρονες ποιμαντικές προκλήσεις
Ὥσπερ ὁ χρυσὸς τῇ γῇ μέμικται...
Λευτέρης Βελέτζας: Ορίζοντες (χαρακτικό) |
Ὁ «θρησκευτικός» ὅρκος εἶναι πολιτικός
Ἡ πρόταση γιά τήν κατάργηση τοῦ «θρησκευτικοῦ» ὅρκου, κάθε φορά πού τίθεται ἐπί τάπητος ἡ ἀναθεώρηση κάποιων ἄρθρων τοῦ Συντάγματος, ἐπανέρχεται ἀπό διάφορους κύκλους μέ διαφορετικά, κατά περίπτωση, πολιτικά ἤ ἰδεολογικά κίνητρα καί αἰτιάσεις. Τά πρῶτα, βεβαίως, δέν εἶναι πάντοτε εὐδιάκριτα, μέ ἀποτέλεσμα νά καθίσταται εὔκολη ἡ παρερμηνεία ἀκόμα καί τῶν πλέον ἀγαθῶν προθέσεων· οἱ λόγοι ὅμως πού ἐπικαλοῦνται εἶναι πασίδηλοι καί ἐφ' ὅσον τίθενται, καθίστανται αὐτομάτως ἀντικείμενο συζητήσεως καί κριτικῆς, μέ βάση τήν λογική καί τά κατά περίπτωση δεδομένα. Καί τά ἐπιχειρήματα πού προτάσσονται σέ αὐτή τήν καθ’ ὅλα πολιτική συζήτηση, διακρίνονται σέ τρεῖς ὁμάδες: σέ θεολογικά, μέ ἀφετηρία τήν σχετική ἀπαγόρευση τοῦ Εὐαγγελίου· σέ ἱστορικά, ἐπειδή «τόν ἐπέβαλαν οἱ Βαυαροί»· καί σέ πολιτικά, ἐπειδή εἶναι ἀνάγκη νά προστατέψουμε τό οὐδετερόθρησκο κράτος καί νά προχωρήσουμε σέ διαχωρισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Μ. Βασιλείου: Ὁμιλία ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν
Εἰσαγωγή, ἀπόδοση στήν Νεοελληνική, σχόλια:
ἀρχιμ. Χερουβείμ Βελέτζας
Ἱεροκήρυκας τῆς Ἱ. Μ. Κερκύρας, Παξῶν καί Διαποντίων Νήσων
Κάθε φορά πού συμβαίνει κάποια φυσική ἤ μή καταστροφή, ἡ ὁποία μάλιστα ἐπιφέρει τόν θάνατο σέ πολλές ἀνθρώπινες ζωές, στόν νοῦ καί στά χείλη πολλῶν (πιστῶν εἴτε ὄχι) ἀνέρχεται τό ἐρώτημα: Γιατί συνέβη αὐτή ἡ συμφορά; γιατί ὁ Θεός ἐπέτρεψε τοῦτο τό κακό; γιατί, ὡς παντοδύναμος, δέν τό ἀπέτρεψε; γιά ποῖον λόγο ἀφήνει νά χάνονται τόσες ἀνθρώπινες ζωές; εἶναι, τελικά, πρόξενος κακῶν ὁ Θεός; Ἰδιαιτέρως δέ στήν ἐποχή μας, ἡ ὁποία ἔχει θεοποιήσει τήν ἐπιστήμη, τήν τεχνολογία, τόν «ὀρθό λόγο», τό ἐγώ ἑνός ἑκάστου καί τίς γήινες ἐπιθυμίες του (γι' αὐτό καί οἱ περισσότεροι κομπάζουν γιά τά ὑλικά ἀγαθά πού ἀπολαμβάνουν καί εὔκολα κατηγοροῦν τούς πάντες πλήν αὐτῶν τῶν ἰδίων γιά ὅλα τά κακά τοῦ κόσμου), κατά κανόνα παραθεωρεῖται ἡ πνευματική διάσταση τῶν πραγμάτων εἴτε σέ φιλοσοφικό εἴτε σέ θεολογικό ἐπίπεδο· μέ ἀποτέλεσμα νά ἀπορρίπτεται ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἤ, στήν καλύτερη τῶν περιπτώσεων, νά θεωρεῖται ὁ Θεός ὡς ὑπηρέτης τῆς ἀτομικῆς ἄνεσης καί τῆς ἐν γένει εὐδαιμονίας, κατά τίς ἐπιθυμίες τοῦ καθενός. Μέ αὐτές τίς συνθῆκες, οἱ ἀνθρώπινες συμφορές, πόλεμοι, σεισμοί, πεῖνες κλπ, ἀποτελοῦν γιά τούς πολλούς ἀπόδειξη ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός· ἡ ἀλήθεια, ὡστόσο, εἶναι ὅτι ἡ αἰτίαση αὐτή ἀποτελεῖ τήν ἀφορμή τῆς ἀπιστίας τους, ἡ αἰτία εἶναι ἐσωτερική καί βαθύτερη.
Ὁ Λόγος (με´) Εἰς τό ἅγιον Πάσχα, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου*
Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ὁ τελώνης καί ὁ ληστής (ἤ λόγος περί μετανοίας)
(Ὁμιλία στόν ἱερό ναό Ἁγίου Νεκταρίου Πρεβέζης, κατά τόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό τῆς Ε' Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, 2.4.2023)
«Ἔδωκας κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά σου, Κύριε»1.
Τοῦτος ὁ στίχος τοῦ Ψαλτηρίου, Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί χριστιανοί, τόν ὁποῖο ψάλλαμε νωρίτερα, κατά τήν διάρκεια τοῦ ἀποψινοῦ Κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ, συγκεφαλαιώνει τό περιεχόμενο τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα ἀλλά καί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος, ἰδιαιτέρως δέ κατά τήν περίοδο τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία καί διανύουμε. Διότι τό «Κύριε» ἀποτελεῖ ὁμολογία πίστεως, ἀναγνωρίζουμε δηλαδή τόν τριαδικό Θεό ὡς κύριό μας καί ἑπομένως θέτουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό τίς προσταγές του. Ὁ φόβος δέ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ σημαίνει τόν σεβασμό πρός τόν Θεό καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Ἐνῶ ἡ κληρονομία, τήν ὁποῖα μᾶς δίνει, δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς λέει ξεκάθαρα στό Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως: «τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»2. Γιατί, ὅμως, λέει «Ἔδωκας» καί δέν λέει «θά δόσεις»; Διότι, κατά τούς ἀψευδεῖς λόγους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστίν»3, γι’ αὐτό καί μετά τήν βάπτισή του στόν Ἰορδάνη ποταμό καί τήν τεσσαρακονθήμερη νηστεία στήν ἔρημο, τό πρῶτο πρᾶγμα πού κήρυξε εἶναι: «Μετανοεῖτε, ἤγγικεν γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»4.