«Μέσα σέ τούτη τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος πού ζοῦμε, ὧρες - ὧρες φανερώνεται καθαρά στόν ἄνθρωπο πού ζεῖ μέσα στήν κοινωνία, ἡ σκληρή ὄψη της καί παγώνει ἡ καρδιά του. ... Ἄχ! Πουθενά δέν ὑπάρχει ἀγάπη. Ὅλα τἄχει σκεπασμένα μέ τά μαῦρα καί φαρμακερά φτερά της ἡ νυχτερίδα πού λέγεται κακία. Σπίτια, μαγαζιά, δρόμοι, συγγένειες, φιλίες, αἰσθήματα, ὅλα εἶναι μολεμένα ἀπό τήν κακία. Δίκες, καυγάδες, ἔχθρητες, πεῖσμα, φθόνος. Κακία! Κακία! Ἀπονιά ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, σκληρότητα, ἀδιαφορία τοῦ ἑνός γιά τόν ἄλλον, κι ἄς λένε ὁλοένα πώς εἶναι ἀδέρφια.»[2]
Απλά και Ορθόδοξα
«ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινείᾳ Θεοῦ» (Β΄Κορ. 1, 12)
Η σκηνή του Λόγου
Εβρ. θ΄, 1-7
Η αγία μας Εκκλησία εορτάζει σήμερα, αδελφοί χριστιανοί, την κατάθεση της Τιμίας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου στον ναό που είχε ανεγερθεί προς τιμήν της στην συνοικία Χαλκοπρατεία της Κωνσταντινουπόλεως. Το αποστολικό ανάγνωσμα της εορτής, το οποίο ακούσαμε νωρίτερα, αναφέρεται στην Σκηνή του Μαρτυρίου, η οποία αποτελεί προτύπωση της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως θα δούμε στην συνέχεια. Η Σκηνή του Μαρτυρίου, μάς λέει ο απόστολος Παύλος, ήταν διπλή· η πρώτη σκηνή, στην οποία ήταν τοποθετημένα η επτάφωτη λυχνία και η τράπεζα και η πρόθεση που προσέφεραν τους άρτους, ονομάζονταν «Άγια». Στη συνέχεια ήταν το καταπέτασμα και μετά από αυτό η δεύτερη σκηνή, τα «Άγια των Αγίων», όπου ήταν τοποθετημένα το χρυσό θυμιατήριο και η Κιβωτός της Διαθήκης, ολόγυρα επενδυμένη με χρυσό, μέσα στην οποία φυλάσσονταν οι πλάκες με τις Δέκα Εντολές, η ράβδος του Ααρών που είχε βλαστήσει και μία χρυσή στάμνα που περιείχε μάνα, ενώ στο πάνω μέρος την επεσκίαζαν δύο ολόχρυσα χερουβείμ. Και στην μεν πρώτη σκηνή εισέρχονταν πάντοτε οι ιερείς και επιτελούσαν την λατρεία του Θεού, ενώ στην δεύτερη εισέρχονταν μία φορά τον χρόνο μόνο ο αρχιερέας, αφού πρώτα είχε θυσιάσει κάποια ζώα, προσφέροντας το αίμα τους ως εξαγνισμό δικό του αλλά και του λαού.
Μιμητές των αποστόλων
Α΄ Κορ. δ΄, 9-16
Σύγχρονες ποιμαντικές προκλήσεις
Ὥσπερ ὁ χρυσὸς τῇ γῇ μέμικται...
![]() |
| Λευτέρης Βελέτζας: Ορίζοντες (χαρακτικό) |
Ὁ «θρησκευτικός» ὅρκος εἶναι πολιτικός
Ἡ πρόταση γιά τήν κατάργηση τοῦ «θρησκευτικοῦ» ὅρκου, κάθε φορά πού τίθεται ἐπί τάπητος ἡ ἀναθεώρηση κάποιων ἄρθρων τοῦ Συντάγματος, ἐπανέρχεται ἀπό διάφορους κύκλους μέ διαφορετικά, κατά περίπτωση, πολιτικά ἤ ἰδεολογικά κίνητρα καί αἰτιάσεις. Τά πρῶτα, βεβαίως, δέν εἶναι πάντοτε εὐδιάκριτα, μέ ἀποτέλεσμα νά καθίσταται εὔκολη ἡ παρερμηνεία ἀκόμα καί τῶν πλέον ἀγαθῶν προθέσεων· οἱ λόγοι ὅμως πού ἐπικαλοῦνται εἶναι πασίδηλοι καί ἐφ' ὅσον τίθενται, καθίστανται αὐτομάτως ἀντικείμενο συζητήσεως καί κριτικῆς, μέ βάση τήν λογική καί τά κατά περίπτωση δεδομένα. Καί τά ἐπιχειρήματα πού προτάσσονται σέ αὐτή τήν καθ’ ὅλα πολιτική συζήτηση, διακρίνονται σέ τρεῖς ὁμάδες: σέ θεολογικά, μέ ἀφετηρία τήν σχετική ἀπαγόρευση τοῦ Εὐαγγελίου· σέ ἱστορικά, ἐπειδή «τόν ἐπέβαλαν οἱ Βαυαροί»· καί σέ πολιτικά, ἐπειδή εἶναι ἀνάγκη νά προστατέψουμε τό οὐδετερόθρησκο κράτος καί νά προχωρήσουμε σέ διαχωρισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία.




