«ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν»[1]


 

«Μέσα σέ τούτη τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος πού ζοῦμε, ὧρες - ὧρες  φανερώνεται καθαρά στόν ἄνθρωπο πού ζεῖ μέσα στήν κοινωνία, ἡ σκληρή ὄψη της καί παγώνει ἡ καρδιά του. ... Ἄχ! Πουθενά δέν ὑπάρχει ἀγάπη. Ὅλα τἄχει σκεπασμένα μέ τά μαῦρα καί φαρμακερά φτερά της ἡ νυχτερίδα πού λέγεται κακία. Σπίτια, μαγαζιά, δρόμοι, συγγένειες, φιλίες, αἰσθήματα, ὅλα εἶναι μολεμένα ἀπό τήν κακία. Δίκες, καυγάδες, ἔχθρητες, πεῖσμα, φθόνος. Κακία! Κακία! Ἀπονιά ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, σκληρότητα, ἀδιαφορία τοῦ ἑνός γιά τόν ἄλλον, κι ἄς λένε ὁλοένα πώς εἶναι ἀδέρφια.»[2]


Ἔχουν περάσει περισσότερα ἀπό ἑξῆντα ἔτη ἀπό τήν ἐποχή πού ἔγραφε αὐτά ὁ Φώτης Κόντογλου (ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τό 1965), καί ἀπό τότε ὁ κόσμος ἔχει προοδεύσει. Δυστυχῶς, προόδευσε καί ἡ κακία, ἐκφράζεται πλέον ἀπροκάλυπτα ὡς βία καί συχνά φέρει τήν μυρωδιά τοῦ θανάτου. Η βία μονοπωλεῖ στά δελτία εἰδήσεων: πόλεμοι, δολοφονίες, ἀδελφοκτονίες, ἐνδοοικογενειακή βία, χειροδικίες, ξυλοδαρμοί, στούς δρόμους, στά σπίτια, ἀκόμα καί μέσα στά σχολεῖα. Κι ἐνῶ κομπάζουμε γιά τά τεχνολογικά ἐπιτεύγματα, τήν ταχύτητα στίς μετακινήσεις καί στίς ἐπικοινωνίες, κι ἀκόμα περισσότερο γιά τήν τεχνητή νοημοσύνη πού σάν ἄλλος «ἀπό μηχανῆς θεός» (ἤ μᾶλλον μηχανή – θεός) θά λύσει αὐτομάτως ὅλα τά προβλήματα πού σέ μεγάλο βαθμό ἔχουμε οἱ ἴδιοι προξενήσει, ἡ κοινωνία στήν ὁποία ζοῦμε ὑπαναχωρεῖ στήν κατάσταση τῆς βαρβαρότητας, ἐνῶ οἱ ἀξίες πού τήν συγκροτοῦν καταρρέουν.

Τούτη τήν ὀπισθοδρόμηση οὐδείς τολμᾶ νά ὁμολογήσει, τουλάχιστον φανερά. Στόν δημόσιο διάλογο πάλι, ἐνῶ οἱ πάντες καταδικάζουν τή βία «ἀπό ὅπου κι ἄν προέρχεται», ἐν τούτοις μοιάζουν ἐντελῶς ἀποπροσανατολισμένοι. Τά μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης προβάλλουν κατά κόρον τά περιστατικά βίας μέ κάθε ἀνατριχιαστική λεπτομέρεια, τήν καθιστοῦν θέαμα καθημερινό, τροφή σαθρή στόν ἤδη ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο. Οἱ ὑπερασπιστές τῶν πάσης φύσεως δικαιωμάτων, καλλιεργοῦν τό μῖσος ἐναντίων ὅσων τυχόν τά καταπατοῦν. Οἱ εἰδήμονες ἀναλίσκονται σέ ἀτέρμονες συζητήσεις γιά τά ψυχολογικά, κοινωνιολογικά, οἰκονομικά καί λοιπά αἴτια τῆς ἐξάρσεως τῆς βίας. Οἱ πολιτικοί ξιφουλκοῦν ἐπιρρίπτοντας τίς εὐθύνες στούς ἀντίπαλες παρατάξεις, διχασμένοι ἤδη καί ἐντείνοντας τήν μεταξύ τους φραστική βία. Οἱ κυβερνήσεις προωθοῦν ἀλλαγές στόν ποινικό κώδικα, θεωρῶντας ὅτι ἡ ἐπιβολή αὐστηρότερων ποινῶν θά φέρει καί τήν λύση τοῦ προβλήματος ἤ ὅτι, τέλος πάντων, ἐκπληρώνουν μέ τόν τρόπο αὐτό τό καθῆκον τους πρός τήν κοινωνία.

Στό πιό πρόσφατο (ἄν ὄχι τό μοναδικό) «ἀνακοινωθέν γιά τή βία»[3] πού ἐξέδωσε ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν 3.10.2021 μέ ἀφορμή τήν αὔξηση τῶν γυναικοκτονιῶν, ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ βία ἀποτελεῖ σύμπτωμα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, καί ὅτι «η Ενανθρώπηση του Κυρίου, ο Σταυρικός του θάνατος είναι η κάθετη άρνηση της λύσης της βίας διά της βίας. Όλη η ποιμαντική της Εκκλησίας στηρίζεται στα λόγια του Αποστόλου Παύλου «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ 3:23). Αλλά επειδή η μεταμόρφωση του κόσμου είναι ένα εσχατολογικό γεγονός, πρέπει όλοι μας να συμβάλουμε στον περιορισμό και, ει δυνατόν, στην εξάλειψη τέτοιων φαινομένων, λειτουργώντας κυρίως προληπτικά. Και εδώ είναι πρώτιστα ευθύνη του Κράτους να χρησιμοποιήσει τα μέσα που έχει γι᾽ αυτόν τον σκοπό. Η Εκκλησία, από την πλευρά της, θα ενεργήσει μέσω της ποιμαντικής της ευθύνης στοχεύοντας ταυτόχρονα και προς την πρόληψη και εξάλειψη κάθε είδους εμφάνισης της βίας και εντός των κόλπων Της».

Ὅμως, μέ ποιόν τρόπο θά συμβάλλουμε ὅλοι μας στήν ἐξάλειψη ὄχι μόνο τῶν ἀνθρωποκτονιῶν ἀλλά τῆς βίας γενικότερα; Γιατί ἡ ἀνάληψη τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τῆς πολιτικῆς εὐθύνης ἀπό τό Κράτος, δέν φαίνεται νά ἀνακόπτουν τήν αὔξηση τῶν περιστατικῶν βίας. Νομίζουμε ὅτι ὅλα αὐτά δέν μᾶς ἀφοροῦν, ὅτι δέν εἶναι δική μας εὐθύνη· δέν βλέπουμε ὅτι τό πρόβλημα ἔχει πνευματικές προεκτάσεις, πολύ δέ μᾶλλον ὅτι τά αἴτιά του εἶναι πνευματικά· καί λησμονοῦμε ὅτι ἡ βία μέ τήν βία δέν καταστέλλεται, ἀλλά πολλαπλασιάζεται. Ἀλλά ἡ βία δέν βρίσκεται μόνο στόν φόνο ἤ στήν ὁποιαδήποτε σωματική βλάβη· βία εἶναι καί ὁ θυμός, ἡ ὀργή, τό ψέμα, οἱ φιλονικίες καί οἱ διαπληκτισμοί, ἡ βλασφημία, ἡ βωμολοχία καί οἱ ἀπρεπεῖς χαρακτηρισμοί, φαινόμενα καθημερινά μεταξύ γονέων καί τέκνων, φίλων καί ἀδελφῶν, γνωστῶν καί ἀγνώστων, τά ὁποῖα ´ἔχουμε συνηθίσει σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε οὐδείς πλέον δίνει σημασία. Βία εἶναι ἀκόμα καί ἡ ἀπαίτηση νά κάνουν οἱ ἄλλοι τό θέλημά μας, νά ἱκανοποιοῦν τίς ἐπιθυμίες μας ἤ νά κάνουν ὑπακοή μέ τό ζόρι τά παιδιά στούς γονεῖς, οἱ κληρικοί στούς Ἐπισκόπους, οἱ ὑποτακτικοί στούς Γέροντες καί οἱ πιστοί στούς Πνευματικούς. Γιατί ἡ ὑπακοή δέν εἶναι τυφλή πειθαρχία, ἀλλά ἄσκηση ἐλευθερίας, αὐτόβουλη συμφωνία μέ τήν δοθεῖσα ἐπιταγή, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται ἐν ἐλευθερίᾳ.

Νοσοῦμε, λοιπόν, οἱ πάντες. Ἀλλά τό πρόβλημα δέν εἶναι ἠθικό· πῶς θά μποροῦσε νά εἶναι, σέ μιά κοινωνία πού οἱ ἠθικές ἐπιταγές ἀπορρίπτονται ὡς ἀνεπιθύμητα δεσμά, ἐπειδή ἀποσυνδέθηκαν ἀπό τήν αὐτοσυνειδησία καί ἀπό τό βίωμα πού τίς γέννησαν; Ἀλλά καί τοῦτο νά μήν ἴσχυε, οἱ κανόνες τίς ἠθικῆς δέν κατάφεραν νά κάνουν καλύτερη τήν κοινωνία, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τήν πραγματικότητα. Αὐτό συνέβη γιατί ἀνάμεσα στό ἦθος (ἀπό τό ἔθος, συνήθεια) καί στήν ἠθική, δηλαδή στήν κωδικοποίηση τοῦ ἤθους σέ κανόνες, τό πρῶτο γεννᾶ τήν δεύτερη καί δέν συμβαίνει τό ἀντίθετο. Οἱ κανόνες καί οἱ ἐντολές εἶναι χρήσιμοι καί ἀποτελεσματικοί ὅταν συνδέονται μέ τίς αἰτίες πού γεννοῦν τό ἦθος, δηλαδή τόν βίο καί τήν πολιτεία ἑνός ἑκάστου, ἐνταγμένου ἀναγκαστικά σέ πολλές καί διαφορετικές κοινωνικές ὁμάδες, τίς ὁποῖες συγκροτοῦν ἡ οἰκογένεια, τό σχολεῖο, οἱ φίλοι, οἱ συνεργάτες, ἡ κοινή πίστη, οἱ πολιτικές πεποιθήσεις, τά ἔθνη, ἡ ὑφήλιος. Καί τό κυριώτερο, ὅταν ὑπαγορεύονται μέ τήν πειθώ, φανερώνονται μέ τό παράδειγμα καί ἐφαρμόζονται μέ ἐλευθερία, ὄχι μέ βία καί ἀπειλές. Σέ ἕναν κόσμο, ὅμως, πού ἡ αὐτοαναφορικότητα χαράσσει τούς δικούς της αὐθαίρετους κώδικες καλοῦ καί κακοῦ, ἀκόμα καί ἡ λέξη «ἠθική» εἶναι παρωχημένη.

Τό πρόβλημα λοιπόν τῆς βίας εἶναι πνευματικό, καί ἡ ἑστία του βρίσκεται μέσα μας: «ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη»[4]. Ἡ ἀσθένεια εἶναι πανανθρώπινη· μόνο τά συμπτώματά της διαφέρουν ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο, καθώς καί ὁ βαθμός τῆς ἐπιδείνωσής της. Γιατί ἀκόμα καί ἡ ὀργή, στήν ἀρχή ἐκφράζεται μέ ἀπότομα ἤ ἀπρεπῆ λόγια, ἅμα δέν ἐλεγχθεῖ γίνεται θυμός, στή συνέχεια φουντώνει σέ μῖσος, φτάνοντας κάποιες φορές καί μέχρι τήν δολοφονική μανία. Καί μιά κοινωνία πού ὑπερτονίζει τό Ἐγώ καί ἐκλαμβάνει πολλές ἀπό τίς παραπάνω κακίες ὡς «δικαιώματα» καί «ἐλευθερίες», προσφέρει εὔφορο ἔδαφος σέ αὐτές, μέ φυσικό ἐπακόλουθο τή σύγκρουση, τή βία, τόν φόνο.

Δυστυχῶς, τό νόσημα δέν περιορίζεται στήν κοινωνία, στόν πολύ κόσμο· ἐξ ἄλλου «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»[5]· ἀλλά ἔχει προσβάλει καί ἐμᾶς τούς χριστιανούς. Ἄν ὁ ἅγιος Ἀθηναγόρας, ὁ ἀθηναῖος φιλόσοφος καί ἀπολογητής, δήλωνε μετά παρρησίας στούς διῶκτες αὐτοκράτορες ὅτι «οὐδεὶς γὰρ Χριστιανὸς πονηρός, εἰ μὴ ὑποκρίνεται τὸν λόγον»[6], τυγχάνει αὐταπόδεικτο πόσο ἀπέχουμε οἱ σημερινοί χριστιανοί ἀπό τοῦτο τόν ἀφορισμό καί γιατί ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησίες ἀντί νά γεμίζουν. Ἐπειδή οἱ περισσότεροι, ἐκτός τοῦ ναοῦ λησμονοῦμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί καί ἀφήνουμε τήν πονηρία νά δηλητηριάζει τήν καρδιά μας. Ἀλλά καί ὅταν ἀκόμα μιλοῦμε γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, νομίζουμε ὅτι ἀφορᾶ στά μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Ὅταν ρώτησαν τόν Χριστό οἱ φαρισαῖοι πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἤ ἰδοὺ ἐκεῖ·  ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν»[7].

Πῶς γίνεται μέσα μας νά βρίσκεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί πάλι ἀπό μέσα μας νά πηγάζουν οἱ κακίες, τό ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Ὁ  Θεός, λέει, πού ἔπλασε τόν ἄνθρωπο κατά τή δική του εἰκόνα, ἐναπέθεσε στήν φύση τοῦ πλάσματός του τίς ἀπαρχές ὅλων τῶν ἀγαθῶν, ὥστε νά μήν προσλαμβάνουμε τά καλά ἀπό ἔξω, ἀλλά μέσα μας νά βρίσκεται ὅτι καί ἐάν θέλουμε, καί νά ἐπιλέγουμε τό ἀγαθό σάν μέσα ἀπό κάποιο φυσικό ταμεῖο. Ἀλλά «καὶ ἡ πρὸς τὸ χεῖρον ῥοπὴ, μηδεμιᾶς ἔξωθεν βιαζομένης ἀνάγκης ἐγγίνεται, ἀλλ΄ ὁμοῦ τὸ ἑλέσθαι τὸ κακὸν, ὑφίσταται, τότε εἰς γένεσιν παραγενόμενον, ὅταν ἑλώμεθα· αὐτὸ δὲ ἐφ΄ ἑαυτοῦ κατ΄ ἰδίαν ὑπόστασιν ἔξω προαιρέσεως, οὐδαμοῦ τὸ κακὸν εὑρίσκεται κείμενον. Ἐκ δὲ τούτων ἡ αὐτοκρατής τε καὶ αὐτεξούσιος δύναμις, ἣν ἐνετεκτήνατο τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων ὁ τῆς φύσεως Κύριος, σαφῶς ἐπιδείκνυται, διὰ τοῦ πάντα τῆς προαιρέσεως τῆς ἡμετέρας ἠρτῆσθαι, εἴτε ἀγαθὰ, εἴτε χείρονα»[8]. Ἑπομένως, «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν. Καὶ ὅσον γε σώζομεν τὰ ἐνσπαρέντα ἡμῶν τῇ ψυχῇ τῆς ἀληθείας σπέρματα καὶ τὰς ἀρχὰς αὐτῆς, οὐδέπω ἀπελήλυθεν ἀφ΄ ἡμῶν ὁ λόγος·  ἐὰν δὲ ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν κακίαν χύσεως διαφθάρωμεν, τότε ἡμῖν ἐρεῖ· Ὑπάγω, ἵνα κἂν ζητῶμεν αὐτὸν οὐχ εὑρήσομεν, ἀλλ΄ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ἡμῶν ἀποθανούμεθα»[9].

Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μέσα σέ κάθε ἄνθρωπο ἐκ τῆς δημιουργίας του κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, δηλαδή ἔχει ἀπό τήν φύση του ὁ καθένας μέσα του τίς ἀπαρχές τῶν ἀγαθῶν καί τήν ἐλεύθερη βούληση καί τήν ἀβίαστη δύναμη νά ἐπιλέγει καί νά πράττει τό ἀγαθό. Τό κακό εἶναι ἀνυπόστατο, δέν ὑπάρχει πουθενά, ἀλλά γεννᾶται ὅταν ἡ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου ἀπορρίπτει τό ἀγαθό. Τότε ἡ καρδιά του ἀντί τῆς ἀγάπης ἀναβλύζει κακία, φθόνο, ζήλεια, ἔριδες, βία.

Ἄν ἡ προαίρεση καί τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑπόκειται σέ καμία ἐξωτερική ἀνάγκη ἤ δύναμη καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό ἐξωτερικούς παράγοντες, τότε ἡ βία δέν εἶναι ἡ μόνη ἀπάντηση στή βία. Ἡ καταστολή τῆς βίας, διά τῆς νόμιμης βίας (νόμοι, δικαιοσύνη, περιοριστικά μέτρα), δέν δύναται νά καταπολεμήσει τήν ρίζα τοῦ προβλήματος, οὔτε ἀποβαίνει ἀποτελεσματική, ἀφοῦ σέ βάθος χρόνου τά φαινόμενα πολλαπλασιάζονται. Ἡ καρδιά τοῦ προβλήματος βρίσκεται στήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, αὐτή χρήζει θεραπείας, διότι μετά τήν πτώση ρέπει πρός τό κακό. Ἄν δέν μετανοήσουμε, ἄν δηλαδή δέν ἀλλάξει ὁ νοῦς μας ρότα ὥστε νά ἐπιθυμοῦμε καί νά πράττουμε τό ἀγαθό, ἄν δέν ἀλλάξουμε τόν μέσα μας κόσμο, δέν δύναται νά ἀλλάξει ὁ κόσμος γύρω μας.

Γι’ αὐτό ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας καί νά μήν ἀνταποδίδουμε τό ράπισμα. Γι’ αὐτό μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ πραγματική εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι μόνο βρίσκεται μέσα μας ἀλλά βιάζεται καί βιασταί τήν ἁρπάζουν. Ἀνάγκη λοιπόν βίας, ὄχι σάν αὐτή πού ἔχουμε συνηθίσει, ἀλλά βίας ἐσωτερικῆς, στόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό. «Γενοῦ βίαιος ἐκεῖ», προτρέπει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «γενοῦ ἅρπαξ, οὐ μειοῦται τὸ ἁρπαζόμενον. Οὐδὲ γὰρ μερίζεται ἡ ἀρετὴ, οὐ μειοῦται οὐδὲ ἡ εὐσέβεια, οὐδὲ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τότε αὔξεται ἡ ἀρετὴ, ὅταν ἁρπάσῃς· τότε τὰ σωματικὰ μειοῦται, ὅταν ἁρπάσῃς· καὶ δῆλον ἐκεῖθεν. Ἔστωσαν ἐν πόλει μύριοι ἄνδρες· οὗτοι ἂν μὲν πάντες ἁρπάζωσι τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν δικαιοσύνην, ἐπλεόνασαν αὐτήν· ἐν γὰρ τοῖς μυρίοις γίνονται δίκαιοι· ἂν δὲ μὴ ἁρπάσωσιν, ἠλάττωσαν· οὐδαμοῦ γὰρ φαίνεται. ... Βίας ὄντως χρεία. Τί δήποτε; Ὅτι πολλοὶ οἱ κωλύοντες, γυναῖκες, παῖδες, φροντίδες, τὰ κοσμικὰ πράγματα, μετὰ τούτων δαίμονες, καὶ αὐτὸς ὁ τῶν δαιμόνων ἀρχηγέτης ὁ διάβολος. Δεῖ τοίνυν βίας, δεῖ καρτερίας. Ὁ βιαζόμενος ἐν πόνοις ἐστί. Πῶς; πάντα ὑπομένει, καὶ πρὸς ἀνάγκην ἵσταται. Πῶς; σχεδὸν τοῖς ἀδυνάτοις ἐπιχειρεῖ. Εἰ τοίνυν οἱ μὲν βιαζόμενοι τοιοῦτοι, ἡμεῖς δὲ οὐδὲ τοῖς δυνατοῖς ἐπιχειροῦμεν, πότε ἐπιτευξόμεθα; πότε ἀπολαυσόμεθα τῶν σπουδαζομένων;» [10].

Ὅποιος θέλει νά ἀκολουθήσει τόν Κύριο, λέει ὁ ἅγ. Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος[11], καί νά γίνει κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ καί νά ἀξιωθεῖ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νά δυνηθεῖ νά πράττει ἀμόλυντα καί καθαρά τούς καρπούς αὐτοῦ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια·  κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος»[12], ὀφείλει πρῶτα νά πιστέψει ἀκράδαντα στόν Χριστό καί νά ἐπιδοθεῖ στήν μελέτη τῶν λόγων του. Ἔπειτα νά βιάζει τόν ἑαυτό του πάντα σέ κάθε ἀγαθό καί στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, ἀκόμα καί ἐάν ἡ καρδιά του δέν το θέλει, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας πού ὑπάρχει μέσα της. Εἶναι ἀνάγκη νά βιάζει τόν ἑαυτό του στήν ταπεινοφροσύνη, νά μή ζητεῖ τιμή ἤ δόξα ἤ ἔπαινο ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὁμοίως, νά βιάζει τόν ἑαυτό του στήν πραότητα, στήν ἐλεημοσύνη, στήν εὐσπλαγχνία, στήν ἀγαθότητα, νά ἐθίζει διά τῆς βίας τόν ἑαυτό του σέ αὐτά καί νά προσεύχεται μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς του. «Τότε θεωρῶν ὁ Κύριος τὴν τοιαύτην αὐτοῦ προαίρεσιν καὶ τὴν ἀγαθὴν σπουδὴν, πῶς βιάζει ἑαυτὸν πάντοτε εἰς τὴν μνήμην αὐτοῦ, καὶ εἰς τὸ ἀγαθὸν ἀεὶ, καὶ εἰς τὴν ταπεινοφροσύνην, καὶ πραότητα καὶ ἀγάπην· καὶ μὴ θέλουσαν τὴν καρδίαν ἄγχει, καὶ ἄγει, ὅση δύναμις͵ ἑαυτὸν μετὰ βίας, ποιεῖ μετ΄ αὐτοῦ τὸ ἔλεος αὐτοῦ· καὶ λυτροῦται αὐτὸν ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ, καὶ τῆς ἐνοικούσης ἁμαρτίας, Πνεύματος ἁγίου ἐμπιπλῶν αὐτὸν, καὶ οὕτως λοιπὸν ἄνευ βίας καὶ καμάτου πάσας ποιεῖ πάντοτε τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου ἐξ ἀληθείας· μᾶλλον δὲ ὁ Κύριος ποιεῖ ἐν αὐτῷ τὰς ἰδίας αὐτοῦ ἐντολὰς, καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Πνεύματος, ὅτε καρποφορεῖ καθαρῶς»[13].

Οἱ καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, ἀγάπη, πίστη, πραότητα, ἐγκράτεια, ἄν φυτευτοῦν μέ προσοχή σέ ἀγαθή γῆ, ποτιστοῦν μέ τό «ὕδωρ ζῶν»[14], αὐξηθοῦν μέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ καί σκαλιστοῦν μέ ἐπιμέλεια, ὄχι μόνο ἐξαλείφουν τά ζιζάνια, ἀλλά καί φέρουν «καρπὸν ἑκατονταπλασίονα»[15], «τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ»[16]. Οἱ καρποί αὐτοί, ὅπου ὑπάρχουν, γίνονται παράδειγμα καί σπόρος γιά περισσότερη γῆ, καί ὅσο αὐτοί πολλαπλασιάζονται, τόσο λιγοστεύουν τά ζιζάνια. Ἄν ὅμως ὁ γεωργός μετά τή συγκομιδή ἐπαναπαυθεῖ μέ τή σοδειά, δέν σκάψει πάλι τή γῆ, δέν σπείρει, δέν ποτίσει καί δέν σκαλίσει, τότε τά ζιζάνια θά ἁπλωθοῦν ξανά καί θά θεριέψουν ἀκόμα περισσότερο στήν ´ἤδη καλλιεργημένη γῆ ἀπό ὅτι πρίν, στήν ἀκαλλιέργητη. Ἀλλά καί ὅλα αὐτά νά κάνει, εἶναι ἀνάγκη νά ἐπαγρυπνεῖ, γιά νά μήν ἔλθει ὁ ἐχθρός καί σπείρει ζιζάνια ἀνάμεσά τους[17], τά ὁποῖα θά καταπνίξουν τά καλά φυτά.

Οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἦταν γῆ ἀγαθή, καλλιεργημένη, πεντακάθαρη, ἀπαλλαγμένη ἀπό τά ζιζάνια τῆς πονηρίας, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν ὁμολογία τοῦ ἁγ. Ἀθηναγόρα. Τό παράδειγμά τους προσέλκυε τούς ἀνθρώπους ὅπως το μέλι τίς μέλισσες. Γι’ αὐτό, καί παρά τούς διωγμούς, οἱ χριστιανοί πλήθαιναν θεαματικά. Ὁ σταδιακός ἐπαναπαυμός, τό αἴσθημα αὐτάρκειας ἤ ἴσως καί ὑπεροχῆς, ἡ ἔλλειψη ἐπαγρύπνησης καί ἡ συνακόλουθη αὔξηση τῆς πονηρίας καί τῆς κακίας, ἔφεραν ὅλα τά μετέπειτα δεινά, μέ ἀποκορύφωμα τήν σημερινή ἀπαξίωση τῆς πίστης καί τήν ἀποστροφή σέ κάθε τι πού σχετίζεται μέ τό Εὐαγγέλιο καί μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν ἔξαρση τῆς βίας καί τήν ἐπιστροφή στήν βαρβαρότητα. «Καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκεν, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις, καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς[18]. Αἰτία δὲ τούτων ἡ κτηνώδης ζωὴ, ἢν τῶν ἀνθρώπων οἱ πλείους προείλοντο, τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ δεδομένην ἀποβεβληκότες τιμήν. Λογικοὶ γὰρ λεγόμενοι, τὴν ἀλογίαν ἠγάπησαν»[19].

Ἐπανήλθαμε ἤδη στήν ἀρχική διαπίστωση, ὅτι ὅσο ἡ ἀνθρωπότητα «προοδεύει», τόσο ἐπιστρέφει στήν βαρβαρότητα. Ἐνῶ πετύχαμε ἀδιανόητα ἐπιστημονικά ἐπιτεύγματα καί βρήκαμε ἀκόμα καί τό «σωματίδιο τοῦ θεοῦ», χάσαμε τήν εἰρήνη, τήν δικαιοσύνη, τήν ἀνθρωπιά, τήν ἀγάπη. Ἀποτύχαμε ἐν πολλοῖς καί ὡς χριστιανοί, χάσαμε τόν προσανατολισμό μας, συσχηματιστήκαμε μέ τόν κόσμο, λησμονήσαμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ ἀλλά δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γι’ αὐτό καί δέν νικᾶται οὔτε ἀποτυγχάνει. Ἀπέτυχε τό παράδειγμα, ὄχι τό ἀρχέτυπο. Ἀκόμα κι ἄν ἴσως φαίνεται ὅτι ἀπέμειναν λιγοστοί, ὅσοι πραγματικά ἀγαποῦν τόν Θεό ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί τῆς ψυχῆς καί τῆς διανοίας αὐτῶν, καί τόν πλησίον ὅπως τόν ἑαυτό τους[20], ἡ ἀλήθεια δέν προσμετρᾶται καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό πλῆθος ὅσων τήν ἀσπάζονται ἤ ὄχι.

Ἄν ὄντως θέλουμε νά ἀλλάξει ὁ κόσμος, πρέπει νά ἀλλάξουμε ἐμεῖς, ὁ καθένας νά κοιτάξει βαθιά μέσα του, νά μετανοήσει, νά ἀγωνιστεῖ, νά ἀσκήσει βία στόν ἑαυτό του γιά νά μπορέσει ἐν καιρῷ νά τόν ἀλλάξει· καί πάντως, ὄχι χωρίς τήν χάρη καί τήν δωρεά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε, «ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος»[21].

 
12 Ὀκτωβρίου 2025

-----------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

[1]Ματθ. ια’, 12.
[2]Φ. Κόντογλου, Μυστικά ἄνθη, ἐκδ. Ἀστήρ, 1977, σ. 145.
[3]Βλ. https://www.ecclesiagreece.gr/ecclesiajoomla/index.php/el/iera-synodos/anakoinothenta/anakoinothen-gia-ten-bia (τελευταία πρόσβαση: 9.10.2025)
[4]Μάρκ. ζ´, 21-22.
[5]Α’ Ἰω. ε´, 19.
[6]Ἀθηναγόρου ἀθηναίου φιλοσόφου χριστιανοῦ, Πρεσβεία περί Χριστιανῶν, κεφ. 2.
[7]Λουκ. ιζ´, 20-21.
[8]Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Ὁμιλίαι εἰς τούς Μακαρισμούς, MPG  44.1256.
[9]Ὠριγένους, Σχόλια εἰς τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιον, βιβλ. 19, κεφ. 12, παρ. 78.
[10]Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Τιμόθεον ἐπιστολήν, MPG 62, 661 ἑξ.
[11]Περί φυλακῆς καρδίας, κεφ. ιγ´, MPG 34.836 ἑξ.
[12]Γαλ. ε´, 22-23.
[13]Ἁγ. Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Περί φυλακῆς καρδίας, κεφ. ιγ´, MPG 34.836 ἑξ.
[14]Ἰω δ´, 10.
[15]Λουκ. η´, 8.
[16]Λουκ. η´, 15.
[17]Πρβλ. Ματθ. ιγ’, 24-25.
[18]Ψαλμ. μη’, 13.
[19]Ἁγ. Θεοδωρήτου Κύρου, Ἑρμηνεία εἰς τούς Ψαλμούς, MPG 80.1228.
[20]Πρβλ. Μάρκ. ιβ´, 30-31: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. αὕτη πρώτη ἐντολὴ· καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστι».
[21]Ἀποκ. κβ´, 13. 

 π. Χερουβείμ Βελέτζας
Απλά και Ορθόδοξα



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου