Σύγχρονες ποιμαντικές προκλήσεις

 Σύγχρονες ποιμαντικές προκλήσεις

(Εἰσήγηση στήν ἱερατική σύναξη τῆς Ἱ. Μ. Κερκύρας, τήν 5.3.2024)


    Στήν ἐποχή μας ἐμφανίζονται διάφορες συνθῆκες καί καταστάσεις, οἱ ὁποῖες  ἀφʼ  ἑνός μέν ἦταν ἀδιανόητες σέ παλαιότερες ἐποχές, καί ἀφʼ  ἑτέρου χρήζουν ἰδιαίτερης ἀντιμετώπισης σέ κοινωνικό, πρακτικό καί ποιμαντικό ἐπίπεδο, τό ὁποῖο καί μᾶς ἀφορᾶ. Δέν ἀπέχει μάλιστα πολύ ἡ ἐποχή, πού μέ κυβερνητική ἀπόφαση, οἱ ἐκκλησίες ἔμειναν κλειστές καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἀλειτούργητος ἐπί μακρόν. Τά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζουν σήμερα τόσο οἱ κοινωνίες, ὅσο καί οἱ ἄνθρωποι ξεχωριστά, εἶναι πολλά καί ὅπως φαίνεται, δυσεπίλυτα. Ὅλα ὅμως αὐτά τά ἀτομικά καί τά κοινωνικά προβλήματα, ἄν παρατηρήσουμε καλά, θά διαπιστώσουμε ὅτι εἴτε εἶναι ἀμιγῶς πνευματικά, εἴτε ἔχουν πνευματικά αἴτια. Καλούμαστε, ἑπομένως, ὡς ποιμένες τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τοῦ Θεοῦ, νά ἐνσκήψουμε στά προβλήματα αὐτά, νά σταλάξουμε στίς πληγές τῶν ἀνθρώπων τό βάλσαμο τοῦ θείου ἐλέους καί νά περιδέσουμε τίς πληγές τους μέ τόν λόγο τῆς Ἀληθείας. Καί ἐάν οἱ σειρῆνες τῆς ἐποχῆς μας ἀπαιτοῦν μονάχα ὑλική στήριξη, γνωρίζουμε πολύ καλά ὅτι «Οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ' ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Ματθ. δ´, 4).
    Ποιές, ὄμως, εἶναι αὐτές οἱ προκλήσεις, τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ὡς σύνολο καί ὁ κάθε κληρικός καλεῖται μέ τόν ἕνα ἤ μέ τόν ἄλλο τρόπο νά ἀντιμετωπίσει; Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος κατά τήν ἐναρκτήρια ὁμιλία του στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης (20.6.2016) ἀνέφερε τίς ἑξῆς:
• τήν βία ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας ἐξ ὀνόματος τῆς θρησκείας·
• τήν ἐκκοσμίκευση καὶ τήν ἀπώλεια τῆς αἴσθησης τοῦ ἱεροῦ στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο·
• τήν σύγχρονη τεχνολογία καὶ τήν παγκοσμιοποίηση·
• τήν βιοτεχνολογία καὶ τὰ ζητήματα βιοηθικῆς ποὺ αὐτή θέτει (μεταμοσχεύσεις, εὐθανασία κ.λπ.)·
• τὸ οἰκολογικό ζήτημα·
• τήν οἰκονομικὴ κρίση
• τήν κοινωνικὴ ἀδικία·
• τήν διάσπαση τῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθοδοξίας.
(βλ. περιοδικό «Ἐκκλησία», τεῦχος 7, Ἰούλιος 2016, σ. 629)
Κοντά σέ αὐτά θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε τό δημογραφικό πρόβλημα, τήν ἀπροθυμία γιά τεκνογονία, τήν κρίση στήν οἰκογένεια, τήν ἀποδιοργάνωση τῆς κοινωνίας, τήν ἀποθέωση τῆς ὕλης καί τῶν πάσης φύσεως ἐπιθυμιῶν, τήν μάστιγα τῶν ναρκωτικῶν, τήν ὁλοένα καί αὐξανόμενη βία καί κυρίως μεταξύ τῶν ἐφήβων, τόν ἀτομοκεντρισμό, τόν καταναλωτισμό, τόν δικαιωματισμό, τόν συγκρητισμό καί τήν ἐπιρροή σύγχρονων αἱρέσεων, τῆς γιόγκα καί τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, τόν ἀγνωστικισμό, τήν ἀθεΐα, τόν ἀντικληρικαλισμό καί ὅλα ὅσα συνιστοῦν ἐκκοσμίκευση, δηλαδή ἐγκατάλειψη τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου ἤ παρέκκλιση ἀπό αὐτές καί συσχηματισμό κατά τό φρόνημα τοῦ κόσμου, «ὅτι πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ πατρός, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί», (Α´ Ιω. β´, 16), «καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α´ Ιω. ε´, 19).
    Εἶναι φανερό, ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ἐκφάνσεις τοῦ σύγχρονου βίου δέν συμβαδίζουν μέ τό Εὐαγγέλιο, δέν συνάδουν μέ τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἱησοῦ Χριστοῦ, τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, οὔτε μέ τήν ἀποστολική καί ἁγιοπατερική παράδοση. Εἶναι ἐπίσης ἀλήθεια ὅτι ὅλες αὐτές οἱ τάσεις, τά ρεύματα, οἱ συνήθειες καί οἱ ἰδέες ἐξαπλώνονται μέ ραγδαίους ρυθμούς, χάρη στίς σύγχρονες τεχνολογίες ἐπικοινωνίας, στίς ὁποῖες συνήθως ἀποδίδεται ἐσφαλμένως ὁ ὅρος «παγκοσμιοποίηση». Ἡ παγκοσμιοποίηση, ὅμως, δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἐξάπλωση τῆς τεχνολογίας,  καί δή αὐτῆς πού διευρύνει καί ἐπιταχύνει τίς ἐπικοινωνίες. Ἡ ἐξάπλωση τῆς τεχνολογίας αὐτῆς συνοδεύεται καί ἀπό τήν ἐξάπλωση μιᾶς νέας κοσμοθεωρίας, ἡ ὁποῖα θεοποιεῖ τό Ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου καί προτάσσει τίς κάθε εἴδους ἐπιθυμίες αὐτοῦ, εἰς βάρος τοῦ συνόλου τῆς κοινωνίας, τῶν πανανθρώπινων ἠθικῶν νόμων, ἀκόμα καί αὐτῆς τῆς κοινῆς λογικῆς.
    Ἡ παγκοσμιοποίηση, ἑπομένως, μέ ἅρμα τήν τεχνολογία καί μέ  εὐαγγέλιο τήν ἀρχέγονη ρήση: «ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί» (Γέν. γ´, 5), ἀποκαλύπτει τήν πνευματική της διάσταση καί τόν πραγματικό της σκοπό, δηλαδή νά καταστήσει τούς ἀνθρώπους μονάδες δίχως ρίζες, χωρίς ἀξίες καί δίχως προοπτική, τόσο στόν παρόντα βίο ὅσο καί στό διηνεκές. Δέν ἔχει σημασία ποιές εἶναι οἱ ρίζες σου, δηλαδή ἡ οἰκογένεια, ἡ πατρίδα, ἡ θρησκεία· δέν ὑπάρχει ἀρετή καί κακία, οὔτε «πρέπει» καί «μή», τά πάντα ἐπιτρέπονται, ἀρκεῖ νά τά ἐπιθυμήσεις· καί σκοπός τῆς ζωῆς δέν εἶναι πλέον ἡ συνοχή καί ἡ εὐδοκίμηση τῆς κοινωνίας, τῆς πατρίδας καί τῆς οἰκογένειας, οὔτε κἄν τοῦ ἔσω ἀνθρώπου σύμφωνα μέ τό κατά Θεόν ζεῖν· τά πάντα ὁρίζονται πλέον ἀπό τίς αὐθαίρετες καί ἄκριτες ἐπιθυμίες ἑνός ἑκάστου, καί ἀτομική καταξίωση ἀποτελεῖ ἡ πάσῃ θυσίᾳ ἱκανοποίηση αὐτῶν.
    Ἡ παγκοσμιοποίηση, ἑπομένως, εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἐκκοσμίκευση, καί μάλιστα στήν πλέον ἐπιθετική μορφή της, ἀφοῦ ἀπορρίπτει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί προτάσσει τό ἴδιον θέλημα, τήν ἱκανοποίηση τῆς ἐπιθυμίας.  Εἶναι δέ τόσο παλαιά, παρά τήν νεόκοπη ὀνομασία της, ὅσο καί ἡ προτροπή τοῦ ὄφεως στούς πρωτοπλάστους: «ὁ Θεός σᾶς εἶπε ψέματα, δέν θά πεθάνετε ἐάν φᾶτε, ἀλλά θά γίνετε θεοί» (πρβλ. Γέν. γ´, 2-5).  Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος δέν θέτει ὅρια στόν ἑαυτό του οὔτε πνευματικούς στόχους, τότε μοιραῖα ὁδηγεῖται στήν ἀπώλεια: «Ὥσπερ τὸ ἅρμα ἐὰν μὴ ἔχῃ ἡνίοχον τὸν ἄγοντα καὶ ἀπάγοντα εὐδρομοῦντα τὰ ζῷα ἔνθα οἶδεν αὐτός͵ ἐκτρέπεται τῆς εὐθείας ὁδοῦ καὶ συντρίβεται͵ οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ ἐὰν μὴ ἔχῃ τὸν ἡνίοχον τοῦ πνεύματος͵ ἵνα ἡνιοχήσῃ αὐτὴν ὡς οἶδεν αὐτὸ τὸ πνεῦμα͵ ἐκτρέπεται καὶ ἐμπίπτει εἰς φάραγγας καὶ παγίδας τοῦ διαβόλου» (Ἅγ. Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, Λόγος ιδ´).
    Ἐπικρατεῖ, λοιπόν, ἕνας μεγάλος θόρυβος, φασαρία πνευματική, ὅπου οἱ πνευματικές ἀξίες διαβάλλονται, ἡ ἀλήθεια ἀμφισβητεῖται καί τά πάντα εἶναι ὀμιχλώδη, «ὡς μηδεμίαν ἔτι εἶναι φίλων καὶ πολεμίων διάκρισιν͵ τῶν συμβόλων αὐτοῖς ἀγνοηθέντων διὰ τὴν σύγχυσιν», ὅπως χαρακτηριστικά διαπιστώνει ὁ Μέγας Βασίλειος (Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κεφ. λ´). Οἱ πάντες ἐναντιώνονται στούς πάντες, καί ὁ «προηγμένος πολιτισμός μας» γίνεται μάρτυρας τῆς κάθε εἴδους βίας καί ἀνθρωποφαγίας, τίς ὁποῖες μέ τόση σπουδή παράγει.
    Αὐτή ἡ πνευματική σύγχυση δέν ἀφήνει ἀνεπηρέαστους οὔτε τούς χριστιανούς, στούς ὁποίους πρωτίστως ἀπευθύνεται τό ποιμαντικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε, δυστυχῶς, καί μερίδα τῶν κληρικῶν. Ἄς μή μᾶς ξενίζει αὐτό· ὁ διάβολος πρῶτα τούς κληρικούς πολεμᾶ, μετά τούς χριστιανούς καί ἔπειτα τόν ὑπόλοιπο κόσμο. «Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω. ιβ´, 31)· κρίση ταυτότητας, κρίση ἀξιῶν, κρίση θεσμῶν, κρίση σχέσεων. Κριτήριο, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ῥήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (Ἰω. ιβ´, 48)· καί ζυγός δικαιοσύνης, ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ.
    Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν κρίση ταυτότητας, συχνά λησμονοῦμε ὅτι ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία, δηλαδή ὅτι εἴμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί ἐξ αὐτοῦ οἱ πράξεις μας δέν συνάδουν μέ τά λόγια μας. Γιατί, συνειδητοποιημένος χριστιανός πῶς γίνεται νά ὀργίζεται, νά κατακρίνει τούς ἀδελφούς του ἤ νά καταλαλεῖ; Ἤ πῶς δύναται νά χρησιμοποιῇ τά μέλη του καί μέλη τοῦ Χριστοῦ σέ ἀθέμιτες πράξεις; Δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι ἀσκοῦν μία ἀτομική θρησκευτικότητα, ἐκκλησιάζονται σπανίως, ἀνάβουν κάπου – κάπου ἕνα κερί, καί στήν καθημερινή τους ζωή δέν καταβάλλουν κάποιον πνευματικό ἀγῶνα οὔτε διαφέρουν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Συχνά ἀμφισβητοῦν ἀκόμα καί τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, ἑρμηνεύοντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ κατά τό δοκοῦν. Καί, φυσικά, γιά τούς πολλούς ἡ πίστη ἀποτελεῖ ἰδιωτική ὑπόθεση, ἄσχετη μέ τήν κοινωνία, μέ μοναδικό σκοπό τήν ἱκανοποίηση τῶν μεταφυσικῶν του ἀνησυχιῶν.  
    Παρεπόμενο τῆς κρίσης ταυτότητας, εἶναι ἡ κρίση τῶν ἀξιῶν. Ἡ πίστη, ἡ ἀρετή, ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐλευθερία, δέν ἀποτελοῦν πλέον σταθερές ἀξίες, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά χαράξῃ τήν πορεία τῆς ζωῆς του· ἀλλά στόν ἐκκοσμικευμένο ἄνθρωπο καθορίζονται καί προσαρμόζονται σύμφωνα μέ τίς πεποιθήσεις του καί κυρίως σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες του. Κρατᾶ γιά τόν ἑαυτό του ὅ,τι τοῦ ἀρέσει, τό προσαρμόζει ὅπως τοῦ ταιριάζει, καί ἀπορρίπτει τά ὑπόλοιπα. Τά πάντα εἶναι σχετικά, ρευστά καί ὑποκειμενικά.
    Συνέπεια τῶν προηγουμένων ἀποτελεῖ ἡ κρίση στίς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἑαυτό του, μέ τόν Θεό, μέ τούς πλησίον, μέ τήν κοινωνία. Ἡ ἐσωτερική πάλη μεταξύ των ἰδίων πεποιθήσεων καί τοῦ ἄγραφου νόμου τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μέ τήν ἐσωτερική φωνή τῆς συνειδήσεως, ὁδηγεῖ σέ ποικίλες τραυματικές ἐμπειρίες, ψυχολογικά προβλήματα, ἀκόμα καί σωματικές ἀσθένειες, ἄγνωστες κατά τό παρελθόν. Ἡ ἀγωνία γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν, δέν ἀφήνει χῶρο γιά ὑγιεῖς διαπροσωπικές σχέσεις, δημιουργεῖ ἐντάσεις καί συγκρούσεις, διαστρέφει τό νόημα τῆς ἀγάπης καί τοῦ ἔρωτα, καλλιεργεῖ τήν ἡδονοθηρία, ἐξοστρακίζει τήν ὑπομονή, τήν ἀνοχή, τήν συγχώρηση καί ὁδηγεῖ εἴτε σέ τραγωδίες εἴτε σέ ἐγκλήματα. Ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ ἀποδιοργάνωση τῆς κοινωνίας· οἱ ἄλλοι ὑπάρχουν ὡς ἀναγκαῖο κακό, γιά νά μᾶς ἐξασφαλίζουν τά ἀγαθά πού μόνοι μας δέν μποροῦμε νά προσφέρουμε στόν ἑαυτό μας καί γιά νά ὑπηρετοῦν τίς διαθέσεις μας. Σέ μία τέτοια κοινωνία, ξένων μεταξύ ξένων, δέν γίνεται νά μήν βασιλεύει ἡ ἀδικία καί τό ἔγκλημα.
    Ὅλες οἱ παραπάνω κρίσεις, συντελοῦν στήν κρίση τῶν θεσμῶν· τῆς οἰκογένειας, τοῦ κράτους, τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ὅταν σέ αὐτούς μετέχουν ἄνθρωποι ἐμφορούμενοι ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, τότε δέν ἐργάζονται γιά τό κοινό καλό, ἀλλά μεταποιοῦν τό λειτούργημά τους σέ μέσον γιά τήν ἐπίτευξη ἰδιοτελῶν σκοπῶν. Δικαίως, λοιπόν, κλονίζεται ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν πολλῶν στούς θεσμούς, ἀκόμα καί στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; ὁ κηρύσσων μὴ κλέπτειν κλέπτεις; ὁ λέγων μὴ μοιχεύειν μοιχεύεις; ὁ βδελυσσόμενος τὰ εἴδωλα ἱεροσυλεῖς; ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις; τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι' ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καθὼς γέγραπται» (Ρωμ. β´, 21-24).
    Παρατηρῶντας τίς καταστάσεις αὐτές τό 2011, ὁ Γέρων Μωυσῆς ὁ Ἁγιορείτης ἔγραφε: «Ἡ παροῦσα κρίση ἄς μᾶς κάνει πιό συνειδητούς χριστιανούς καί πιό γνήσιους. Ἰδιαίτερα οἱ κληρικοί μας νά εἶναι φῶτα δυνατά, δίχως τήν θολούρα τῆς ὑποκρισίας, τῆς ψευτοαγιότητος, τῆς ἐπιφανειακῆς δραστηριότητος πρός κάλυψη τοῦ ἐσωτερικοῦ κενοῦ. Μερικοί κομπάζουν γιά τό μεγάλο ἔργο τους καί δημιουργοῦν θόρυβο γύρω τους. Ἄλλοι συκοφαντοῦν τούς ἐνάρετους, γιατί τούς ἐνοχλεῖ ἡ πολιτεία καί ἡ παρουσία τους. Ὁ κλῆρος ἔχει νά παίξει σήμερα ἕναν ἰδιαίτερα σημαίνοντα ρόλο. Εἶναι ἡ ὥρα τῆς Ἐκκλησίας. Μή χάσει τήν μεγάλη εὐκαιρία, νά συνάξει τά σκορπισμένα τέκνα της ὑπό τίς πτέρυγές της.» (Νῦν κρίσις ἐστί μεγίστη, https://www.pemptousia.gr/2011/12/nin-krisis-esti-megisti/).
    Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τά διαφορετικά ποιμαντικά προβλήματα χρήζουν καί διαφορετικῆς ἀντιμετώπισης. Πολλά ἀπό αὐτά δέν εἶναι εὔκολο νά τά ἀντιμετωπίσῃ ὁ κάθε ἐφημέριος χωριστά, ἀλλά ἀπαιτοῦν μεγαλύτερο συντονισμό. Ἄλλα εἶναι τόσο πολύπλοκα, ὥστε ἡ Ἱερά Σύνοδος ἔχει ἀναθέσει τήν μελέτη αὐτῶν σέ διάφορες Συνοδικές Ἐπιτροπές, ὅπως ἡ Ἐπιτροπή γάμου, οἰκογένειας καί δημογραφικοῦ προβλήματος, ἡ Ἐπιτροπή βιοηθικῆς, ἡ Ἐπιτροπή ἐπί τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί ἡ Ἐπιτροπή εἰδικῶν ποιμαντικῶν καταστάσεων καί προβλημάτων.
    Ὅλα ὅμως τά ποιμαντικά προβλήματα, παλαιά καί νεότερα, καθώς καί ὅλες οἱ ἐπί μέρους κρίσεις πού τά προκαλοῦν, ὅπως εἴδαμε πηγάζουν ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, δηλαδή ἀπό τήν πλεονεξία, «ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία» (Κολοσ. γ´, 5). Ὁ ἅγιος Ἀστέριος ἐπίσκοπος Ἀμασείας, θά μᾶς πεῖ ὅτι ἡ πλεονεξία εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν: «Εἰ δὲ ἁμαρτήματα ἀνθρώπους χωρίζειν οἶδεν Θεοῦ, οὐδὲν ἂν πλεονεξίας ἁμαρτωλότερον γένοιτο, ἣ καὶ παρὰ τῆς ἀψευδοῦς φωνῆς Παύλου, τοῦ τῆς ἀληθείας κήρυκος, εἰδωλολατρεία προσαγορεύεται καὶ πάντων τῶν κακῶν ῥίζα καὶ μήτηρ.» (Ὁμιλία γ´, κατά πλεονεξίας). Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θά μᾶς παρακινήσει: «Διὸ παρακαλῶ τῆς ἀτοπίας τὴν ὑπερβολὴν ἐννοήσαντας φεύγειν τὴν εἰδωλολατρείαν· οὕτω γὰρ ὁ Παῦλος καλεῖ τὴν πλεονεξίαν· φεύγειν δὲ μὴ τὴν ἐν χρήμασι πλεονεξίαν μόνον͵ ἀλλὰ καὶ τὴν ἐν ἐπιθυμίᾳ πονηρᾷ καὶ τὴν ἐν ἱματίοις καὶ τὴν ἐν τραπέζῃ καὶ τὴν ἐν τοῖς ἄλλοις ἅπασι.» (Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν, MPG 60.441).
    Ὡς κληρικοί, πού ἔχουμε κληθεῖ ἀπό τόν Θεό νά διακονοῦμε, νά διδάσκουμε καί νά εὐεργετοῦμε παντοιοτρόπως τόν λαό τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀνάγκη νά ἔχουμε κατά νοῦ ὅτι, πρῶτον, παιδιά τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα καί ὅσοι δέν τόν γνωρίζουν ἤ τόν ἀρνοῦνται. Δεύτερον, ὅτι κύριο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί ἡμῶν τῶν κληρικῶν εἶναι ἡ ἑνότητα, ἡ ὁποία πραγματώνεται καί φανερώνεται στό κοινόν Ποτήριον, στήν Θεία Εὐχαριστία· ἑπομένως, κάθε λόγος καί κάθε μας ἐνέργεια, ὀφείλουν νά συντελοῦν στόν σκοπό αὐτό. Τρίτον, ὅτι ὅλα τά ποιμαντικά προβλήματα πού καλούμαστε νά ἀντιμετωπίσουμε, ἀποτελοῦν προϊόν τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, εἶναι δηλαδή πρωτίστως προβλήματα πνευματικά. Καί τέλος, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὑπό τό βάρος τῶν παθημάτων του ἀσφυκτιᾶ, ζητᾶ πῶς νά ἀνασάνῃ. Ἄν ὁ Κύριος μᾶς κάλεσε λέγοντας: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια´, 28), πόση περισσότερη ἀνάπαυση ἔχει ἀνάγκη ὁ σημερινός ἄνθρωπος; Κηρυναίους, ἑπομένως, ἔχει ἀνάγκη ὁ κόσμος, ὄχι φαρισαίους, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.
    Μέ βάση, λοιπόν, τά παραπάνω, δύο εἶναι τά ἐργαλεῖα τῆς ποιμαντικῆς, τά ὁποῖα ἀσφαλῶς μποροῦν νά ἐκφραστοῦν μέ διαφορετικούς, κατά περίπτωση, τρόπους: ὁ λόγος καί τό παράδειγμα.
    α´. Λόγος
    Ἡ ὁμιλία εἶναι ἡ πρώτη συνάντηση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀναπόφευκτη ἀκόμα καί γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν βιοτικῶν μας ἀναγκῶν. Ὁ κληρικός καθημερινά συναναστρέφεται μέ πιστούς καί μέ λιγότερο ἴσως πιστούς καί ὁ λόγος του πρέπει νά ἀποπνέῃ τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιατί ὁ καθένας ἔρχεται νά ἀκουμπήσῃ σέ αὐτόν, νά λάβῃ παραμυθία καί λόγο πού θά ζεσταίνει τήν καρδιά του. Τό ἴδιο, βεβαίως, ἰσχύει καί γιά τό κήρυγμα, ἀλλά αὐτό ἀπευθύνεται σέ εἰδικές περιπτώσεις, ἀπό εἰδικῶς πρός τοῦτο ἐντεταλμένους καί σέ προκαθορισμένο ἀκροατήριο. Ἄς μή λησμονοῦμε, ἐξάλλου, ὅτι πολλοί ἅγιοι, χωρίς νά ἔχουν κηρύξει ἤ νά ἔχουν γράψει πραγματεῖες, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ Ἅγιος Παΐσιος, μέ τόν ἁπλό τους λόγο σαγήνευσαν πολλούς ἀνθρώπους καί συνεχίζουν καί μετά θάνατον νά σαγηνεύουν.
    Ὁ κόσμος ἔχει ἀνάγκη ἀπό λόγο ἁπλό, ζεστό, ὡς ἀπό ἀδελφό πρός ἀδελφό. «Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;» (Β´ Κορ. ια´, 29), ρωτᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος· ἐάν λοιπόν συμπάσχω μέ τόν ἀδελφό μου, θά τόν κατακρίνω ἐπειδή ἀσθενεῖ; Ὄχι· ἀλλά «ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν, παρακαλοῦντες ἐμμένειν τῇ πίστει, καὶ ὅτι διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ιδ´, 22). Ὁ λόγος ἡμῶν τῶν κληρικῶν ὀφείλει νά ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας, νά εἶναι δηλαδή λόγος πραότητος, νουθεσίας, παρακλήσεως καί ἀληθείας· «ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος, εἰδέναι πῶς δεῖ ὑμᾶς ἑνὶ ἑκάστῳ ἀποκρίνεσθαι.» (Κολοσ. δ´, 6). Ὁ ὀξύς λόγος, ὁ καυστικός καί ἐπικριτικός, πέραν τοῦ ὅτι δηλώνει ἔλλειμμα πνευματικό, γρήγορα γίνεται ἀποκρουστικός καί εἴτε ἀπομακρύνει τόν συνομιλητῆ μας, εἴτε τόν θέτει σέ θέση ἄμυνας μέ τήν ἀντίστοιχη δριμύτητα.
- Μά, θά ρωτήσει κάποιος, δέν θά ἐλέγξουμε τήν ἁμαρτία;
- Ἀσφαλῶς καί θά τήν ἐλέγξουμε.
- Καί πῶς;
- Ὅταν δείξουμε τό φῶς τῶν ἀρετῶν· «οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς.» (Ματθ. ε´, 16).
- Πῶς, τότε, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπιτάσσει «καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε»; (Ἐφεσ. ε´, 11)
- Καί πάλι, συνεχίζει λέγοντας: «τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ' αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν» (Ἐφεσ. ε´, 11). Καί ἐξηγεῖ ὁ Μέγας Φώτιος: «<ἐλέγχετε,> φησί, τῇ παραθέσει τοῦ οἰκείου βίου. Οὐδὲ γὰρ λέγω ἐλέγχειν αὐτοὺς τὰς πράξεις αὐτῶν ἐπεξιόντας αὐτοῖς καὶ ὀνειδίζοντας – οἶδα γὰρ ὅτι τοῖς σπουδαίοις καὶ τὸ ὅλως μνημονεύειν αὐτῶν αἰσχρότης νομίζεται – οὐδὲν γὰρ ἔλαττον, φησί, τῶν ὑμετέρων ἔργων ταῖς ἀρεταῖς ἀστραπτόντων ἐλεγχθήσονται ἢ εἰ διὰ λόγων τις αὐτοὺς ἀνεκάλυπτεν. Ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἅπαντα τὰ ἔργα αὐτῶν διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ ὑμετέρου βίου ἐλέγχεται καὶ ἀποκαλύπτεται καὶ φανεροῦται, φανερούμενα δὲ φωτίζεται καὶ εἰς τὸ ἄμεινον μετάγεται καὶ μεταποιεῖται· ἡ γὰρ τῶν κρυφίων διὰ τῆς ἐναρέτου πολιτείας φανέρωσις εἰς κατάγνωσιν προτρέπεται, ἡ δὲ ἀρχὴ γίνεται ἐπιστροφῆς. Αὕτη δὲ εἰς ἐργασίαν ἀρετῆς καταλήγει, ὅπερ ἐστὶ <φῶς,> ὡς πρόξενον τοῦ ἐκεῖθεν φωτός. Καὶ φῶς πάλιν, ὅτι τυφλῶττον ἐν ἡμῖν πρότερον περὶ τὰ πάθη, αὕτη καταλάμψασα τὸ ἡγεμονικόν, ποιεῖ αὐτὸ καθορᾶν τὴν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ἀσχημοσύνην καὶ αἰσχρότητα καὶ ἀμορφίαν. τὸ δὲ <πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστιν,> ἢ ὡς εἴρηται ληπτέον, ἢ κατασκευαστικὸν τοῦ δύνασθαι ἐλέγχειν τοὺς σπουδαίους διὰ τοῦ οἰκείου βίου τὴν τῶν φαύλων πολιτείαν. Φανεροῦται μὲν γὰρ ὁ τοῦ σπουδαίου βίος, φησίν, φανερούμενος δὲ φῶς ἐστιν, φωτὸς δὲ λάμποντος τὸ σκότος ἐλέγχεται, ὅπερ ἐστὶν ὁ τῶν φαύλων βίος.» (Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν).

    β´. Παράδειγμα
    Μέ τά λόγια αὐτά τοῦ ἁγίου Φωτίου, φανερώνεται καί ἡ σημασία πού ἔχει τό δεύτερο ποιμαντικό ἐργαλεῖο, δηλαδή τό παράδειγμα τοῦ βίου μας. Δέν ἀρκοῦν τά καλά μας λόγια· «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ' ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.» (Ματθ. ε´, 19). Εἶναι, ἑπομένως, ἀνάγκη νά συμφωνοῦν μέ τό Εὐαγγέλιο καί τά ἔργα μας· γιατί ἄν συμφωνοῦν μόνο τά λόγια μας, κινδυνεύουμε νά πέσουμε στήν κατηγορία ἐκείνη πού μέ πολλή σφοδρότητα κατέκρινε ὁ Χριστός, λέγοντας: «Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γὰρ, καὶ οὐ ποιοῦσι. δεσμεύουσιν γὰρ φορτία βαρέα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά. πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις, πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἰματίων αὐτῶν, φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, ῥαββὶ ῥαββί.» (Ματθ. κγ´, 2-7), καί στήν συνέχεια ἐξαπέλυσε ἐκεῖνα τά φοβερά «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί ...». Ἴσως πρέπει νά διαβάζουμε ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν τό εἰκοστό τρίτο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, γιά νά ἐνθυμούμαστε τί δέν πρέπει νά πράττουμε.
    Οἱ κληρικοί δίνουμε κάθε στιγμή μαρτυρία τῆς πίστεώς μας· ἄν ὁ Χριστός εἶπε σέ ὅλους τούς ἀκροατές του ὅτι «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ' ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ.» (Ματθ. ε´, 14-15), ἀντιλαμβανόμαστε πόσο περισσότερο ἰσχύει αὐτό γιά ἐμᾶς. «Ὥσπερ ἀπὸ πυρὸς ἀνάπτονται λύχνοι πολλοὶ καὶ εἰσὶν αἱ λαμπάδες καιόμεναι͵ πᾶσαι δὲ αἱ λαμπάδες καὶ οἱ λύχνοι ὅλοι ἀπὸ μιᾶς φύσεως ἀνάπτονται καὶ φαίνουσιν͵ οὕτω καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ μιᾶς φύσεως τοῦ πυρὸς τοῦ θείου τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ ἀνάπτονται καὶ ἔχουσι τὰς λαμπάδας καιομένας εἰς τὰς καρδίας αὐτῶν καὶ φαίνουσι κατενώπιον αὐτοῦ ἕν τι ὄντες αὐτὸς καὶ αὐτοί», σημειώνει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος (Λόγος ιδ´). Καί θά προσθέσει: «Ὁ Χριστιανὸς οὖν ὀφείλει πάντοτε τὴν μνήμην τοῦ κυρίου ἔχειν. Γέγραπται γάρ· ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου͵ ἵνα μὴ μόνον ὅτε εἰσέρχεται εἰς τὸ εὐκτήριον͵ ἀγαπᾷ τὸν κύριον͵ ἀλλὰ καὶ περιπατῶν καὶ ὁμιλῶν καὶ ἐσθίων͵ ἵνα ἔχῃ πάντοτε τὴν μνήμην τοῦ κυρίου καὶ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν στοργήν. Λέγει γάρ· ὅπου ὁ νοῦς σου ἐκεῖ καὶ ὁ θησαυρός. εἰς ὃ γὰρ πρᾶγμα ἡ καρδία τινὸς δέδεται καὶ ὅπου ἡ ἐπιθυμία ἕλκει αὐτόν͵ ἐκεῖνο αὐτοῦ ἐστιν ὁ θεός. Ἐὰν ἐπιθυμῇ ἡ καρδία αὐτοῦ πάντοτε τοῦ θεοῦ͵ ἐκεῖνος αὐτοῦ ἐστι κύριος τῆς καρδίας. εἰ δὲ ἀποταξάμενός τις καὶ γενόμενος ἀκτήμων καὶ ἄπολις καὶ νηστεύων͵ ἀκμὴν δέδεται ἢ εἰς οἰκίαν ἢ εἰς φίλτρον γονέων. ὅπου ἡ καρδία αὐτοῦ δεθῇ καὶ ὁ νοῦς αὐτοῦ αἰχμαλωτισθῇ͵ ἐκεῖνο αὐτοῦ ἐστι θεὸς καὶ εὑρίσκεται διὰ μὲν τῆς πλατείας θύρας ἐξέλθων τοῦ κόσμου͵ διὰ δὲ τῆς παραθύρου εἰσέλθων καὶ ἐμπεσὼν πάλιν εἰς τὸν κόσμον.» (Αὐτόθι).
    Ὅλος μας λοιπόν ὁ βίος, ἡ οἰκογένειά μας, τό φιλακόλουθον, ἡ συμπεριφορά πρός τούς πιστούς, ὀφείλουν νά φανερώνουν τόν Χριστό καί νά ἀποπνέουν τά μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: τήν πίστη, τήν ἐλπίδα, τήν ἀγάπη, τήν ἁπλότητα, τήν ταπεινοφροσύνη. Θά σταθοῦμε λίγο στήν ἁπλότητα τοῦ βίου, ἐπειδή τό καταναλωτικό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, ὡς χείμαρρος ἀτίθασος παρασύρει συχνά καί ἐμᾶς.  Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α´ Τιμ. στ´, 8), καί ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος σχολιάζει: «Ὥσπερ ἐὰν ᾖ βαλάντιον σάκκινον μὲν καὶ εὐτελές͵ πεπληρωμένον δὲ μαργαριτῶν͵ οὕτω καὶ οἱ Χριστιανοὶ εἰς τὸν ἔξω ἄνθρωπον ταπεινοὶ ὀφείλουσιν εἶναι καὶ εὐκαταφρόνητοι͵ ἔνδοθεν εἰς τὸν ἔσω ἄνθρωπον ἔχοντες τὸν πολύτιμον μαργαρίτην͵ ἵνα μὴ τῷ κόσμῳ φανῶσιν ὄντες τί͵ καίτοι ὄντες μεγάλοι παρὰ τῷ θεῷ. Ἢ ὥσπερ ἵνα ᾖ ὀστράκινον σκεῦος πεπληρωμέμον χρυσίου ἢ μεστὸν ἀπὸ βαλσάμου͵ οὕτω καὶ οἱ Χριστιανοὶ εἰς τὸν ἔξω ἄνθρωπον ὀφείλουσιν εἶναι εὐκαταφρόνητοι͵ ἔνδοθεν ἔχοντες τὸν πολύτιμον μαργαρίτην. Ἐπειδή εἰσιν ἄλλοι τάφοις κεκονιαμένοις ἐοικότες͵ οἵτινες ἔξωθεν μέν εἰσιν ἐζωγραφημένοι καὶ περικαλλεῖς͵ ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ δυσωδίας πολλῆς καὶ ἀκαθάρτων πνευμάτων.» (Λόγος ιδ´).
    Ἀλλά καί ἡ φιλανθρωπία, εἴτε ἀσκεῖται σέ προσωπικό ἐπίπεδο εἴτε σέ ἐνοριακό ἤ ὑψηλότερο, ἐμπίπτει στό παράδειγμα. Ἀνακουφίζει τήν δυστυχία τῶν ἐμπερίστατων ἀδελφῶν μας καί ταυτόχρονα δείχνει στόν κόσμο τήν ἀγαπητική διάθεση τῶν χριστιανῶν. Ἀρκεῖ νά θυμόμαστε ὅτι ἡ φιλανθρωπία δέν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλά ἔμπρακτη φανέρωση τῆς πίστεώς μας καί ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα, μέ τόν κατάλληλο λόγο, μποροῦμε νά προσπαθήσουμε νά ἐμπνεύσουμε στούς ἀνθρώπους τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί νά τούς παρακινήσουμε, ἐάν θέλουν, στήν ἐν Χριστῷ ζωή.
*  *  *
    Στήν ἐποχή μας «ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Β´ Κορ. δ´, 4). Ὁ σκοτασμός εἶναι πολύς, καί οἱ προκλήσεις ἀναρίθμητες. Ἀπαριθμήσαμε μόνο τά ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, μιᾶς πού ἡ ἐξέταση τῶν ἐπί μέρους καταστάσεων καί προβλημάτων ξεπερνᾶ τήν ἔκταση αὐτῆς τῆς μικρῆς πραγματείας.  Ἡ Ἐκκλησία διά τῶν ποιμένων της καλεῖται ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή νά δίνῃ τήν καλή μαρτυρία τῆς πίστεως· μέσα στήν σκοτοδίνη τῶν καιρῶν νά νά κρατεῖ ἀναμμένο τό φῶς τοῦ Χριστοῦ καί σάν τήν στοργική μάννα νά ἔχῃ ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά της. Οἱ κληρικοί ἔχουμε ἀνάγκη νά τρεφόμαστε διαρκῶς ἀπό τά νάματα τῆς πίστεως, νά προσέχουμε πῶς περιπατοῦμε, νά ἀποκρινόμαστε «παντί τῷ αἰτοῦντι» μέ ἁπλότητα, μέ ἀγάπη, μέ φόβο Θεοῦ. Δέν θά μᾶς κρίνει ὁ Θεός ἄν δέν χτίσαμε Βασιλειάδες, οὔτε ἄν δέν κηρύξαμε σέ ἄμβωνα χρυσοστομικό· Θά μᾶς κρίνει ὅμως, ἄν καταφρονήσαμε ἔστω καί ἕναν ἄνθρωπο, ἄν γίναμε αἰτία νά χαθεῖ ἔστω καί μία ψυχή, γιά τήν ὁποία ὁ Χριστός ἔπαθε.
    Ἡ Ἐκκλησία σήμερα δέν ἀπολαμβάνει τῆς αἴγλης, οὔτε τοῦ σεβασμοῦ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴσως κατά τό παρελθόν. Δέν πειράζει· ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη νικᾶ, ἀρκεῖ ἐμεῖς, κλῆρος καί λαός, νά μήν σχίζουμε τόν ἄρραφο χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν κατά Θεόν ἑνότητα καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
    Οἱ ἄνθρωποι σήμερα στεροῦνται ἐκκλησιαστικῆς παιδείας, δέν γνωρίζουν τά στοιχειώδη, οὔτε αὐτό τό «Πάτερ ἡμῶν». Ὁ λαός εἶναι ἀκατήχητος, θολωμένος, ζαλισμένος ἀπό τίς σύγχρονες σειρῆνες, «ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ´, 36). Ἴσως εἶναι καιρός ἡ Ἐκκλησία νά ἀναλάβῃ ἐκ νέου ἔργο παιδείας, νά συστήσῃ σχολεῖα ὅλων τῶν βαθμίδων, τήν δική της ἱερατική σχολή, τήν δική της θεολογική σχολή. Κι ἄν αὐτό εἶναι δύσκολο, μποροῦμε ἐκ τῶν ἐνόντων νά ὀργανώσουμε σεμινάρια πίστεως καί ἑλληνικῆς γλώσσας, ἰδίως τῆς γλώσσας τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς λατρείας.
    Κυρίως ὅμως, ἄς ἐνσκήψουμε στά μύχια τῆς καρδιᾶς μας, ἄς ἀγαπήσουμε  μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς μας τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ἄς γίνουμε ὑπόδειγμα τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπόδειγμα τῆς μετανοίας καί τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινοφροσύνης, ὥστε νά δοξάζεται στά πέρατα τῆς οἰκουμένης τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου