Αγ. Θεοδώρου του Στουδίτου, επιστολή προς Θεόφιλο επίσκοπο Εφέσου
(Απόδοση στην Νεοελληνική: π. Χερουβείμ Βελέτζας)
Έλαβα στα χέρια μου το γράμμα, το οποίο απέστειλε η ιερά σου κορυφή στον αδελφό μας Αθανάσιο και διαβάζοντάς την λυπήθηκα, ιερώτατέ μου πάτερ, μεγάλη λύπη, πρώτον μεν διότι ανάμεσα σε εμάς, οι οποίοι ορθοτομούμε τον λόγο της αληθείας ενάντια στην αίρεση των εικονομάχων που τώρα λυσσομανεί, συμβαίνουν διχογνωμίες και αναφύονται σχίσματα, κι έπειτα επειδή αναγκάζομαι ο ελάχιστος να διαπραγματευτώ το θέμα αντιρρητικά. Αλλά ας με συγχωρέσει η μεγαλειότης σου, μιας που ο λόγος είναι περί της αληθείας, της οποίας δεν υπάρχει τίποτα προτιμότερο ή πιο αξιοσέβαστο.
Και τι αναφέρει το γράμμα, για το οποίο η λύπη; εμείς, λέει, ούτε να αποκτείνονται οι Μανιχαίοι συμβουλέψαμε ούτε να μην αποκτείνονται· και εάν το επιτρέψαμε, θα είχαμε πράξει το μέγιστο από τα κάλλιστα. Τι λέγεις, ω θεοτίμητε; ο Κύριος το απαγόρευσε αυτό στα Ευαγγέλια, όταν είπε: «οὔ, μήποτε συλλέγοντες τὰ ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τὸν σῖτον· ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ» (Ματθ. 13.29 – 30), και σύ αποφαίνεσαι ότι η επιτροπή της εκριζώσεως είναι το μέγιστο από τα κάλλιστα; Και ότι ζιζάνια απεκάλεσε τους αιρετικούς, τους τότε μεν και τους μετέπειτα, δηλαδή άπαντες, ας ακούσουμε τον Χρυσόστομο που ερμηνεύει αυτό το χωρίο· ο οποίος λέγει: «τι είναι αυτό που κωλύει ο Δεσπότης, όταν λέει μη τυχόν και ξεριζώσετε μαζί με αυτά και το σιτάρι; Το έλεγε αυτό κωλύοντας το να γίνονται πόλεμοι και αίματα και σφαγές· γιατί δεν πρέπει να αποκτείνουμε τους αιρετικούς, επειδή έμελλε σκληρός ο πόλεμος να εισέλθει στην οικουμένη», και παρακάτω: «τι άλλο εννοεί όταν λέει μήπως και ξεριζώσετε μαζί με αυτά και το σιτάρι, παρά τούτο, ότι εάν μέλλετε να κινήσετε τα όπλα και να κατασφάξετε τους αιρετικούς, αναγκαστικά θα καταρρίψετε μαζί με αυτούς και πολλούς από τους αγίους», πράγμα που συμβαίνει κατά τις μέρες μας, αφού και αίματα και σφαγές γέμισαν την καθ' ημάς οικουμένη και πολλοί από τους αγίους συναπέθαναν, και ο λόγος του Κυρίου δεν εξέπεσε, όπως πολλοί ομολόγησαν. Και τί λέμε ότι δεν επιτρέπεται να αποκτείνουμε τους αιρετικούς; ούτε καν να τους καταριόμαστε δεν μάς συγχωρείται. Γιατί ας ακούσουμε πάλι τα λόγια του Κυρίου προς τον άγιο Κάρπο, όπως διατυπώθηκαν με την φωνή του Διονυσίου του πανσόφου, ο οποίος λέει: «χτύπα λοιπόν εναντίον μου· έτοιμος είμαι και μού είναι προσφιλές τούτο, να πάθω και πάλι υπέρ των ανθρώπων που θα σωθούν ξανά και υπέρ του να μη αμαρτάνουν άλλοι άνθρωποι. Πλην όμως κοίτα εάν είναι καλό για σένα να ανταλλάσσεις την κατοικία μέσα στο χάσμα με τα φίδια, με την κατοικία μαζί με τον Θεό και με τους φιλάνθρωπους αγγέλους».
Βλέπεις, θεοσύνετε, την θεία αγανάκτηση, επειδή καταριόταν τους αιρετικούς να απαλλαγούν από την ζωή, και επειδή, εάν επέμενε σε αυτή την διάθεση, έμελλε ο άγιος να καταδικαστεί; Όταν λοιπόν, όπως έδειξε η αλήθεια, δεν επιτρέπεται μεν να καταριόμαστε αλλά μάλλον να προσευχόμαστε υπέρ αυτών, καθώς υπέδειξε ο Κύριος κατά την ώρα του πάθους, λέγοντας προς τον Πατέρα του: «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσιν» (βλ. Λουκ. 23.34), η δε αγιωσύνη σου λέει ότι έχει μαζί της σύμφωνους στο πρόβλημα αυτό τους αγίους, συγχώρα με, πάτερ, δεν εκλαμβάνουμε ορθά τις φωνές των αγίων και από αυτό το σημείο και μετά βρισκόμαστε να εισάγουμε πατρομαχία, και πολύ περισσότερο θεομαχία. Και επομένως ο θείος Κύριλλος στο κατά Ιουλιανού προέβαλλε την ρήση σύμφωνα με το πάλαι νομοθετημένο, όχι βάζοντας την Παλαιά (Διαθήκη) μαζί με την Καινή ως εφάμιλλη - μη γένοιτο -· γιατί δεν αγνοούσε ότι όσα λέει ο νόμος, τα λέει στους υπό τον νόμο, ούτε πάλι (αγνοούσε) την σύγκριση του Σωτήρος, κατά την οποία λέει: «έχει ειπωθεί στους αρχαίους αυτό, εγώ δε σάς λέγω τούτο» (βλ. Ματθ. 5.21 εξ.). Άρα, όπως λέει ο θεοφάντωρ Διονύσιος προς κάποιον Δημόφιλο, δεν θα αποδεχθούμε τις αζήλωτες ορμές σου, ούτε ακόμα και εάν επαναλάβεις τον Φινεές και τον Ηλία· γιατί όταν αυτά τα άκουσε ο Ιησούς, δεν τού άρεσαν οι τότε αμέτοχοι του πραέος και αγαθού Πνεύματος μαθητές. Και γιατί και ο θειότατος ημών ιεροθέτης (λέει) να διδάσκουμε με πραότητα εκείνους που αντιτίθενται στην διδασκαλία του Θεού, γιατί έχουν ανάγκη να διδάσκονται και όχι να τιμωρούνται όσοι αγνοούν. Ας ακούσουμε, λοιπόν, ω μακάριε, όσα είχε πει και ο ιερός Παύλος, ο ήλιος κάτω από τον ουρανό. Λέει επιπλέον και ο θεοφόρος Ιγνάτιος: «εκείνους λοιπόν που μισούν τον Θεό, πρέπει να μισούμε και να αναλυόμαστε για τους εχθρούς του, δεν πρέπει όμως εμείς να τους διώκουμε ή να τους χτυπάμε, όπως (κάνουν) τα έθνη που δεν γνωρίζουν τον Θεό»· κι άμα δεν πρέπει να τούς χτυπάμε, σταματά άρα και νά τούς αποκτείνουμε. Κι επειδή ανέφερες, δέσποτα, ότι και ο άγιος Συμεών του θαυμαστού όρους συνάδει με σένα, μή νομίζεις τούτο, ιερέ, ότι δηλαδή υπερασπίζεται τον Χριστό και τους υπέρ αυτόν διδασκάλους, αλλά τι; ο λόγος της παρακλήσεώς του προς τον εκεί βασιλέα αναφέρεται σε έθνος το οποίο τραυματίζει το χριστιανικό φύλο, προκειμένου να μη πολιορκούνται οι χριστιανοί από τους Σαμαρείτες. Και καλώς λοιπόν έχει, και τώρα το ίδιο παρακαλούμε τους βασιλείς, να πολεμούν και να μη φείδονται τους Σκύθες και τους Άραβες που θανατώνουν τον λαό του Θεού. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο, το μεν αφορά σε εκείνους που μάς πολεμούν (με τα όπλα), το δε στους αιρετικούς που βρίσκονται στα χέρια μας. Και το σχετικό με τον Ιωάννη τον Νηστευτή, τον πρόεδρο της Κωνσταντινουπόλεως, δεν μού φαίνεται αληθινό, ότι δηλαδή επέτρεψε να ανασκολοπιστούν οι γόητες, αλλά υποχώρησε· γιατί ήταν και αυτοί φονιάδες, επάνω στους οποίους οι Ρωμαϊκοί νόμοι επιτρέπουν τους κρατούντες να ενεργούν· διότι λέει ότι δεν φέρουν την μάχαιρα αυτοδίκαια ούτε εκδικούνται εκείνον που έπραξε το κακό, παρά μόνον εκείνοι τους οποίους ο Κύριος όρισε ότι πρέπει να την χρησιμοποιούν (ΣτΜ.: αναφέρεται στην κρατούσα για την εποχή αντίληψη, ότι η εξουσία πηγάζει «ελέω Θεού»). Διότι οι άρχοντες των σωμάτων επιτρέπεται να τιμωρούν εκείνους που αποκτείνουν τα σώματα, όχι όμως εκείνους που αποκτείνουν τις ψυχές, επειδή αυτό είναι αρμοδιότητα των αρχόντων των ψυχών, των οποίων οι τιμωρίες είναι οι αφορισμοί και τα λοιπά επιτίμια.
Έτσι επομένως, ω δέσποτα, εμείς οι ευτελείς φρονούμε· και επιπλέον, για να περιαυτολογήσω, με παρρησία είπαμε προς μεν τον μακαριώτατο πατριάρχη μας ότι “μαχαίρᾳ ἡ ἐκκλησία οὐκ ἐκδικεῖ” - και συμφώνησε -, προς δε τους βασιλείς που διέπραξαν την σφαγή, στον μεν πρώτο ότι «δεν ήταν ευάρεστη στον Θεό αυτή η δολοφονία», στον δε δεύτερο, ο οποίος απαιτούσε να συνηγορήσουμε για την δολοφονία, ότι «πρώτα να μού κοπεί το κεφάλι παρά να συγκατατεθώ σε αυτό». Αυτά λοιπόν (φρονούμε) εμείς οι αμαρτωλοί· σείς δε, αγιώτατοι, εάν έχετε διαβάσει άλλο Ευαγγέλιο, το οποίο εμείς δεν γνωρίζουμε, ας έχει καλώς· αν όμως όχι, τότε μελετήστε τί αποφαίνεται ο απόστολος.
Έλαβα στα χέρια μου το γράμμα, το οποίο απέστειλε η ιερά σου κορυφή στον αδελφό μας Αθανάσιο και διαβάζοντάς την λυπήθηκα, ιερώτατέ μου πάτερ, μεγάλη λύπη, πρώτον μεν διότι ανάμεσα σε εμάς, οι οποίοι ορθοτομούμε τον λόγο της αληθείας ενάντια στην αίρεση των εικονομάχων που τώρα λυσσομανεί, συμβαίνουν διχογνωμίες και αναφύονται σχίσματα, κι έπειτα επειδή αναγκάζομαι ο ελάχιστος να διαπραγματευτώ το θέμα αντιρρητικά. Αλλά ας με συγχωρέσει η μεγαλειότης σου, μιας που ο λόγος είναι περί της αληθείας, της οποίας δεν υπάρχει τίποτα προτιμότερο ή πιο αξιοσέβαστο.
Και τι αναφέρει το γράμμα, για το οποίο η λύπη; εμείς, λέει, ούτε να αποκτείνονται οι Μανιχαίοι συμβουλέψαμε ούτε να μην αποκτείνονται· και εάν το επιτρέψαμε, θα είχαμε πράξει το μέγιστο από τα κάλλιστα. Τι λέγεις, ω θεοτίμητε; ο Κύριος το απαγόρευσε αυτό στα Ευαγγέλια, όταν είπε: «οὔ, μήποτε συλλέγοντες τὰ ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τὸν σῖτον· ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ» (Ματθ. 13.29 – 30), και σύ αποφαίνεσαι ότι η επιτροπή της εκριζώσεως είναι το μέγιστο από τα κάλλιστα; Και ότι ζιζάνια απεκάλεσε τους αιρετικούς, τους τότε μεν και τους μετέπειτα, δηλαδή άπαντες, ας ακούσουμε τον Χρυσόστομο που ερμηνεύει αυτό το χωρίο· ο οποίος λέγει: «τι είναι αυτό που κωλύει ο Δεσπότης, όταν λέει μη τυχόν και ξεριζώσετε μαζί με αυτά και το σιτάρι; Το έλεγε αυτό κωλύοντας το να γίνονται πόλεμοι και αίματα και σφαγές· γιατί δεν πρέπει να αποκτείνουμε τους αιρετικούς, επειδή έμελλε σκληρός ο πόλεμος να εισέλθει στην οικουμένη», και παρακάτω: «τι άλλο εννοεί όταν λέει μήπως και ξεριζώσετε μαζί με αυτά και το σιτάρι, παρά τούτο, ότι εάν μέλλετε να κινήσετε τα όπλα και να κατασφάξετε τους αιρετικούς, αναγκαστικά θα καταρρίψετε μαζί με αυτούς και πολλούς από τους αγίους», πράγμα που συμβαίνει κατά τις μέρες μας, αφού και αίματα και σφαγές γέμισαν την καθ' ημάς οικουμένη και πολλοί από τους αγίους συναπέθαναν, και ο λόγος του Κυρίου δεν εξέπεσε, όπως πολλοί ομολόγησαν. Και τί λέμε ότι δεν επιτρέπεται να αποκτείνουμε τους αιρετικούς; ούτε καν να τους καταριόμαστε δεν μάς συγχωρείται. Γιατί ας ακούσουμε πάλι τα λόγια του Κυρίου προς τον άγιο Κάρπο, όπως διατυπώθηκαν με την φωνή του Διονυσίου του πανσόφου, ο οποίος λέει: «χτύπα λοιπόν εναντίον μου· έτοιμος είμαι και μού είναι προσφιλές τούτο, να πάθω και πάλι υπέρ των ανθρώπων που θα σωθούν ξανά και υπέρ του να μη αμαρτάνουν άλλοι άνθρωποι. Πλην όμως κοίτα εάν είναι καλό για σένα να ανταλλάσσεις την κατοικία μέσα στο χάσμα με τα φίδια, με την κατοικία μαζί με τον Θεό και με τους φιλάνθρωπους αγγέλους».
Βλέπεις, θεοσύνετε, την θεία αγανάκτηση, επειδή καταριόταν τους αιρετικούς να απαλλαγούν από την ζωή, και επειδή, εάν επέμενε σε αυτή την διάθεση, έμελλε ο άγιος να καταδικαστεί; Όταν λοιπόν, όπως έδειξε η αλήθεια, δεν επιτρέπεται μεν να καταριόμαστε αλλά μάλλον να προσευχόμαστε υπέρ αυτών, καθώς υπέδειξε ο Κύριος κατά την ώρα του πάθους, λέγοντας προς τον Πατέρα του: «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσιν» (βλ. Λουκ. 23.34), η δε αγιωσύνη σου λέει ότι έχει μαζί της σύμφωνους στο πρόβλημα αυτό τους αγίους, συγχώρα με, πάτερ, δεν εκλαμβάνουμε ορθά τις φωνές των αγίων και από αυτό το σημείο και μετά βρισκόμαστε να εισάγουμε πατρομαχία, και πολύ περισσότερο θεομαχία. Και επομένως ο θείος Κύριλλος στο κατά Ιουλιανού προέβαλλε την ρήση σύμφωνα με το πάλαι νομοθετημένο, όχι βάζοντας την Παλαιά (Διαθήκη) μαζί με την Καινή ως εφάμιλλη - μη γένοιτο -· γιατί δεν αγνοούσε ότι όσα λέει ο νόμος, τα λέει στους υπό τον νόμο, ούτε πάλι (αγνοούσε) την σύγκριση του Σωτήρος, κατά την οποία λέει: «έχει ειπωθεί στους αρχαίους αυτό, εγώ δε σάς λέγω τούτο» (βλ. Ματθ. 5.21 εξ.). Άρα, όπως λέει ο θεοφάντωρ Διονύσιος προς κάποιον Δημόφιλο, δεν θα αποδεχθούμε τις αζήλωτες ορμές σου, ούτε ακόμα και εάν επαναλάβεις τον Φινεές και τον Ηλία· γιατί όταν αυτά τα άκουσε ο Ιησούς, δεν τού άρεσαν οι τότε αμέτοχοι του πραέος και αγαθού Πνεύματος μαθητές. Και γιατί και ο θειότατος ημών ιεροθέτης (λέει) να διδάσκουμε με πραότητα εκείνους που αντιτίθενται στην διδασκαλία του Θεού, γιατί έχουν ανάγκη να διδάσκονται και όχι να τιμωρούνται όσοι αγνοούν. Ας ακούσουμε, λοιπόν, ω μακάριε, όσα είχε πει και ο ιερός Παύλος, ο ήλιος κάτω από τον ουρανό. Λέει επιπλέον και ο θεοφόρος Ιγνάτιος: «εκείνους λοιπόν που μισούν τον Θεό, πρέπει να μισούμε και να αναλυόμαστε για τους εχθρούς του, δεν πρέπει όμως εμείς να τους διώκουμε ή να τους χτυπάμε, όπως (κάνουν) τα έθνη που δεν γνωρίζουν τον Θεό»· κι άμα δεν πρέπει να τούς χτυπάμε, σταματά άρα και νά τούς αποκτείνουμε. Κι επειδή ανέφερες, δέσποτα, ότι και ο άγιος Συμεών του θαυμαστού όρους συνάδει με σένα, μή νομίζεις τούτο, ιερέ, ότι δηλαδή υπερασπίζεται τον Χριστό και τους υπέρ αυτόν διδασκάλους, αλλά τι; ο λόγος της παρακλήσεώς του προς τον εκεί βασιλέα αναφέρεται σε έθνος το οποίο τραυματίζει το χριστιανικό φύλο, προκειμένου να μη πολιορκούνται οι χριστιανοί από τους Σαμαρείτες. Και καλώς λοιπόν έχει, και τώρα το ίδιο παρακαλούμε τους βασιλείς, να πολεμούν και να μη φείδονται τους Σκύθες και τους Άραβες που θανατώνουν τον λαό του Θεού. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο, το μεν αφορά σε εκείνους που μάς πολεμούν (με τα όπλα), το δε στους αιρετικούς που βρίσκονται στα χέρια μας. Και το σχετικό με τον Ιωάννη τον Νηστευτή, τον πρόεδρο της Κωνσταντινουπόλεως, δεν μού φαίνεται αληθινό, ότι δηλαδή επέτρεψε να ανασκολοπιστούν οι γόητες, αλλά υποχώρησε· γιατί ήταν και αυτοί φονιάδες, επάνω στους οποίους οι Ρωμαϊκοί νόμοι επιτρέπουν τους κρατούντες να ενεργούν· διότι λέει ότι δεν φέρουν την μάχαιρα αυτοδίκαια ούτε εκδικούνται εκείνον που έπραξε το κακό, παρά μόνον εκείνοι τους οποίους ο Κύριος όρισε ότι πρέπει να την χρησιμοποιούν (ΣτΜ.: αναφέρεται στην κρατούσα για την εποχή αντίληψη, ότι η εξουσία πηγάζει «ελέω Θεού»). Διότι οι άρχοντες των σωμάτων επιτρέπεται να τιμωρούν εκείνους που αποκτείνουν τα σώματα, όχι όμως εκείνους που αποκτείνουν τις ψυχές, επειδή αυτό είναι αρμοδιότητα των αρχόντων των ψυχών, των οποίων οι τιμωρίες είναι οι αφορισμοί και τα λοιπά επιτίμια.
Έτσι επομένως, ω δέσποτα, εμείς οι ευτελείς φρονούμε· και επιπλέον, για να περιαυτολογήσω, με παρρησία είπαμε προς μεν τον μακαριώτατο πατριάρχη μας ότι “μαχαίρᾳ ἡ ἐκκλησία οὐκ ἐκδικεῖ” - και συμφώνησε -, προς δε τους βασιλείς που διέπραξαν την σφαγή, στον μεν πρώτο ότι «δεν ήταν ευάρεστη στον Θεό αυτή η δολοφονία», στον δε δεύτερο, ο οποίος απαιτούσε να συνηγορήσουμε για την δολοφονία, ότι «πρώτα να μού κοπεί το κεφάλι παρά να συγκατατεθώ σε αυτό». Αυτά λοιπόν (φρονούμε) εμείς οι αμαρτωλοί· σείς δε, αγιώτατοι, εάν έχετε διαβάσει άλλο Ευαγγέλιο, το οποίο εμείς δεν γνωρίζουμε, ας έχει καλώς· αν όμως όχι, τότε μελετήστε τί αποφαίνεται ο απόστολος.
Απλά και Ορθόδοξα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου