«Ὀρθοδοξίας ὁ φωστὴρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν μοναστῶν ἡ καλλονὴ, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος· Γρηγόριε θαυματουργὲ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος· ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.»
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί χριστιανοί, ἑορτάζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία σήμερα, δευτέρα Κυριακή τῶν Νηστειῶν, καί πανηγυρίζει τήν μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ· καί στό ἀπολυτίκιόν του, τό ὁποῖο μόλις ἀναγνώσαμε, ἀντί ἄλλου ἐπαίνου, ἀπαριθμεῖ τα πνευματικά στολίδια πού κοσμοῦν τήν ζωή καί τήν προσωπικότητά του, ὅπως θά δοῦμε στήν συνέχεια. Ἡ σημερινή ἑορτή εἶναι τρόπον τινά προέκταση τῆς παρελθούσης Κυριακῆς, κατά τήν ὁποία πανηγυρίσαμε τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Μάλιστα, στό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», τό ὁποῖο ἀναγιγνώσκεται κατά τήν λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, μετά τούς ὅρους τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλαδή τήν ἐπακριβῆ διατύπωση τῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί τῆς τιμῆς καί προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων, περιλαμβάνονται οἱ ὅροι τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1341, στήν ὁποία πρωταγωνίστησε ὁ σήμερα τιμώμενος ἅγιος.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔζησε σέ καιρούς δύσκολους, ἐν μέσῳ ἱστορικῶν ἀνακατατάξεων καί φιλοσοφικῶν ἀναζητήσεων, φυσικό ἐπακόλουθο τῶν ὁποίων ὑπῆρξαν οἱ θεολογικές, καί ὄχι μόνον, ἔριδες τῆς ἐποχῆς. Γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1296, τρεῖς περίπου δεκαετίες μετά τήν ἀνακατάληψη τῆς Πόλης ἀπό τούς Φράγκους τῆς Τέταρτης Σταυροφορίας. Οἱ γονεῖς του, ἐπιφανεῖς συγκλητικοί στήν αὐλή τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Β’ τοῦ Παλαιολόγου, κατήγοντο ἀπό ἀπό τά βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί κατέφυγαν στήν Κωνσταντινούπολη λόγῳ τῆς ἐπέλασης τῶν Τούρκων. Ὁ πατέρας του ζοῦσε ἀσκητικόν βίο καί λίγο πρίν τήν κοίμησή του ἐνδύθηκε τό μοναχικό σχῆμα.
Ὑπό τήν προστασία πλέον τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ἑπταετής Γρηγόριος λαμβάνει τήν ἐγκύκλιο παιδεία καί ἐν συνεχείᾳ φοιτᾶ στό πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου ἐπιδόθηκε στήν Φιλοσοφία. Μάλιστα, σέ ἡλικία δεκαεπτά ἐτῶν, τοῦ ἀνετέθη νά ὁμιλήσει στά ἀνάκτορα ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα καί τῶν ἄλλων σοφῶν γιά τόν Ἀριστοτέλη· ὁ λόγος του κατέπληξε τούς πάντες, σέ σημεῖο πού ὁ διευθυντής τοῦ πανεπιστημίου, ὁ θεολόγος καί φιλόσοφος Θεόδωρος ο Μετοχίτης – ὁ ὁποῖος, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ἀνήγειρε τήν Μονή τῆς Χώρας καί τήν ἐκόσμησε μέ ἀπαράμιλλου κάλλους ψηφιδωτά, ὁ τάφος του μάλιστα βρίσκεται ἐντός τοῦ ναοῦ – εἶπε ὅτι καί ὁ Ἀριστοτέλης, ἄν ἦταν παρών, θά τόν ἐπαινοῦσε.
Ὁ αὐτοκράτορας σκόπευε νά τοῦ ἀναθέσει ὑψηλά ἀξιώματα· ὁ ἴδιος ὅμως, σέ ἡλικία εἴκοσι περίπου ἐτῶν, παίρνει τήν ἀπόφαση νά μονάσει. Ὁμοίως ἡ μητέρα του καί τά τέσσερα ἀδέρφια του. Ἔτσι, ἡ μητέρα του καί οἱ ἀδελφές του κατέφυγαν σέ κάποια γυναικεία μονή, ὁ ἅγιος Γρηγόριος καί οἱ ἀδελφοί του κατέληξαν στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐπιδόθηκε στήν μελέτη καί στήν νοερά προσευχή, πρώτα στήν μονή Βατοπεδίου, μετά στήν Μεγίστη Λαύρα καί ἀργότερα ἀσκήτεψε στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐπιδρομή ὅμως τούρκων πειρατῶν τόν φέρνει στήν Θεσσαλονίκη, ὅπου τό 1326 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀλλά σύντομα ἡ ἀγάπη γιά τήν ἡσυχία καί τήν ἄσκηση, ὁδηγεῖ τά βήματά του στήν Βέροια, ὅπου ἀσκήτεψε γιά πέντε περίπου ἔτη, καί συνέγραψε τόν βίο τοῦ ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτη. Ἐξ αἰτίας ὅμως ἐπιδρομῆς τῶν σέρβων, ἐπανῆλθε στό Ἅγιον Ὄρος, ἐχρημάτισε μάλιστα γιά ἕνα διάστημα καί ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη ὀ μοναχός Βαρλαάμ, ἕλληνας ἀπό τήν Καλαβρία τῆς Κάτω Ἰταλίας, ἐπιφανής θεολόγος καί σημαντικός ἐκπρόσωπος τῆς Σχολαστικῆς Θεολογίας πού εἶχε ἤδη ἀναπτυχθεῖ στήν δύση· τοῦ δόθηκε μάλιστα καί ἔδρα καί δίδασκε στό πανεπιστήμιο τῆς Πόλης. Ἡ Σχολαστική Θεολογία προέκυψε ἀπό τήν γνωριμία τῶν δυτικῶν μέ τόν Ἀριστοτέλη, τοῦ ὁποίου τά ἔργα ἀπό ὅτι φαίνεται ἀγνοοῦσαν μέχρι τότε. Μέ τήν ἅλωση τῆς Πόλης ἀπό τούς Φράγκους στά 1204, πολλοί ἕλληνες λόγιοι κατέφυγαν στήν δύση, καί συνέβαλλαν τά μέγιστα στήν Ἀναγέννηση καί στήν ἵδρυση τῶν πρώτων πανεπιστημίων στήν δυτική Εὐρώπη, ἐνῶ παράλληλα ἔφεραν σέ ἐπαφή τούς δυτικούς μέ τά συγγράμματα τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ἐκ τῶν ὁποίων τόν μέγιστο ἀντίκτυπο προκάλεσαν τά ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη. Σέ λιγότερο ἀπό ἕναν αἰῶνα, μέ ἀφετηρία τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία καί λογική, καλλιεργήθηκε στήν δύση ἡ λεγομένη Σχολαστική Θεολογία, ἡ ὁποία τρόπον τινά θεοποίησε τήν λογική, φτάνοντας μάλιστα στό σημεῖο νά πρεσβεύει ὅτι ὁ Θεός γίνεται καταληπτός ἀπό τόν ἄνθρωπο μέ τήν νόηση καί τήν λογική.
Καί ὅπως συμβαίνει συχνά μέ τούς ὀρθολογιστές, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀπορρίπτουν τό μυστήριο εἴτε προσπαθοῦν νά τό ἐντάξουν στούς κανόνες τῆς φύσης καί τῆς λογικῆς, ὁ Βαρλαάμ ἀπέρριπτε τόν μοναχισμό καί ἰδιαιτέρως τόν ἡσυχασμό, ὡς τρόπο γιά νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό ἐμπειρικά, διά τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καί ἐξ ἀποκαλύψεως, δηλαδή ἐπειδή εὐδοκεῖ ὁ Θεός διά τῆς θείας χάριτος. Διεκήρυσσε μάλιστα ὅτι τό θαβώρειον φῶς, τό φῶς δηλαδή πού εἶδαν οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Μεταμόρφωση καί ἀπό τό ὁποῖο φωτίζονται οἱ ἀκρότατοι τῶν ἀσκητῶν, δέν εἶναι ἄκτιστο, δηλαδή θεϊκό φῶς, ἀλλά κτιστό, φυσικό. Πίστευε ἀκόμη, καί τό ἴδιο πιστεύουν μέχρι καί σήμερα οἱ ρωμαιοκαθολικοί, ὅτι ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος, οἱ ἐνέργειές Του, δηλαδή ἡ θεία χάρις, ὁ φωτισμός, ὁ ἁγιασμός, εἶναι κτιστές. Ἐπειδή, λένε, ὁ κτιστός ἄνθρωπος δέν δύναται νά ἑνωθεῖ μέ τόν ἄκτιστο Θεό, ἄρα οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ὁποίων κοινωνεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό, εἶναι κτιστές.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔπειτα ἀπό παρακίνηση τῶν πατέρων τοῦ Ἄθωνα, ὡς βαθύς γνώστης τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας, τῆς διαλεκτικῆς, ἀλλά καί τῶν μεθόδων πού χρησιμοποιοῦσαν στήν δύση, συνέγραψε τήν πραγματεία «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων». Στό ἔργο αὐτό, ἀλλά καί σέ ὅσα ἀκολούθησαν, μέ γνώμονα τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀναιρεῖ τίς κακοδοξίες τοῦ Βαρλαάμ, καί ἐξηγεῖ τήν διάκριση ἀνάμεσα στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποῖα εἶναι ἀμέθεκτη, καί στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, στίς ὁποῖες δύναται νά μετέχει ὀ ἄνθρωπος.
Ἐπειδή οἱ ἔννοιες αὐτές εἶναι ἀρκετά δύσκολες στήν κατανόηση, ἄς δοῦμε ἕνα παράδειγμα· ὁ ἥλιος εἶναι φῶς καί φωτιά, ἀπρόσιτος καί ἀδύνατον νά βρεθεῖ κάποιο σῶμα κοντά του καί νά μήν ἐξαϋλωθεῖ. Οἱ ἡλιακές ὅμως ἀκτῖνες, σκορποῦν ὁλόγυρα καί φῶς καί θερμότητα, ἐπιδροῦν πάνω μας, μᾶς φωτίζουν καί μᾶς θερμαίνουν. Καί ὁ Θεός φῶς εἶναι, μᾶς τό λέει ὁ εὐαγγελιστῆς Ἰωάννης στήν ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου του, στήν περικοπή πού διαβάζουμε στήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα. Καί ὅπως δέν μποροῦμε νά ἑνωθοῦμε μέ τόν ἥλιο, γιατί θά κατακαοῦμε, μᾶς διαπερνοῦν ὅμως καί μᾶς θερμαίνουν οἱ ἀκτῖνες του, ἔτσι ἐνῶ δέν μποροῦμε ἀπό τήν φύση μας νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, εἴμαστε πήλινα σκεύη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἐνεργειῶν του. Καί ὅπως φανέρωσε ὁ Χριστός στούς μαθητές του τό φῶς τῆς θεότητος, ἔτσι φανερώνεται καί στούς μύστες τῆς χάριτός του, ἀνάλογα βέβαια μέ τήν πίστη καί τήν δύναμη τοῦ καθενός.
Μέ τά συγγράμματά του, λοιπόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐξέθεσε καί φώτισε τήν διαχρονική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τό ζήτημα αὐτό. Τό 1340 οἱ πρόκριτοι καί μοναχοί τοῦ Ἄθωνα ὑπέγραψαν τόν «Ἁγιορειτικό Τόμο», τό κείμενο τοῦ ὁποίου συνέταξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀπορρίπτοντας ὡς αἰρετική τήν διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ. Ὁ τελευταῖος διέβαλλε τόν Γρηγόριο στόν αὐτοκράτορα, μέ ἀποτέλεσμα νά κληθεῖ ἐνώπιον ἐκκλησιαστικῆς συνόδου ἡ ὁποία συνεκλήθη τό 1341 στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ σύνοδος ὅμως ἐπικύρωσε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί καταδίκασε τόν Βαρλαάμ ὡς αἱρετικό, ὁ ὁποῖος κατέφυγε καί ἔγινε ἐπίσκοπος στήν δύση.
Ἡ συνέχεια ἦταν ταραχώδης, μέχρι τό 1347, ὅταν μιά δεύτερη σύνοδος δικαίωσε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί σταδιακά κατέπαυσε ἡ Ἡσυχαστική Ἔριδα, ὅπως καί οἱ ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές ἀναταράξεις πού συνδέονται μέ αὐτήν. Τό 1347 χειροτονήθηκε ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἀλλά μέχρι νά κοπάσει ἡ ἔριδα ἐποίμανε καί δίδαξε τόν λαό τῆς Λήμνου· Τρία χρόνια μετά, ἀφοῦ καί μέ τήν δική του συμβολή εἰρήνευσαν τά πράγματα, ἀνέλαβε τήν διαποίμανση τῆς Θεσσαλονίκης. Τό 1354, κατά τήν διάρκεια ἑνός ταξιδιοῦ στήν Κωνσταντινούπολη, αἰχμαλωτίστηκε ἀπό τούς τούρκους· στόν ἕνα χρόνο πού μεσολάβησε μέχρι τήν ἀπελευθέρωσή του, εἶχε σημαντικές θεολογικές συνομιλίες μέ τούς ὀθωμανούς. Ἐκοιμήθη τό 1359 στήν Θεσσαλονίκη, ἐνῶ τό πνευματικό του ἀνάστημα, τό μέγεθος τῆς διδασκαλίας του καί τό πλῆθος τῶν θαυμάτων του, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἁγιοκατάταξή του, δέκα περίπου χρόνια μετά τήν κοίμησή του. Τά χαριτόβρυτα λείψανά του φυλάσσονται στόν ἐπ’ ὀνόματί του ἀφιερωμένο, μητροπολιτικό ναό τῆς Θεσσαλονίκης.
Ἡ σημασία πού ἔχει γιά ἐμᾶς τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς ἡ μορφή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καί ὁ λόγος πού ἡ ἁγία μάς Ἐκκλησία τόν προβάλλει σήμερα ἐνώπιόν μας, εἶναι ἡ ἑξῆς: ὅπως ἡ Ἕβδομη Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τήν εἰκονομαχία, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπό ἐξ’ ἀνατολῶν ἐπιρροές, δηλαδή τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ, πού διακηρύσσουν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος καί ἀπρόσιτος, ἔτσι καί οἱ Σύνοδοι τοῦ 1341 καί τοῦ 1347, στίς ὁποῖες πρωταγωνιστικό καί καταλυτικό ρόλο διεδραμάτισε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μέ τά συγγράμματά του του καί μέ τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες, κατεδίκασαν τίς ἐκ τῆς δύσεως αἱρετικές δοξασίες τῶν σχολαστικῶν, οἱ ὁποῖοι διατείνονται ὅτι ὁ Θεός εἶναι παντελῶς ἀπρόσιτος καί ἀμέθεκτος. Τήν ἀπάντηση καί στά δύο προβλήματα, μᾶς τήν δίνει ὁ Χριστός, γιατί εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, καί ἑπομένως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀπερίγραπτος Θεός γίνεται περιγραπτός, ὁ ἀπρόσιτος γίνεται φίλος καί ἀδελφός, καί ὁ ἀμέθεκτος γίνεται μεθεκτός.
Παράλληλα, ἡ διαμάχη ἀνάμεσα σέ δύο μεγάλους θεολόγους καί ἀριστοτελιστές φιλοσόφους του 14ου αιώνα, τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό, φανερώνει τόν διαφορετικό τρόπο τῆς πρόσληψης, ἀνάμεσα σέ ἀνατολή καί δύση, τῶν ἔργων τοῦ μεγάλου σταγειρίτη φιλοσόφου ἀλλά καί τῆς χρήσης τῶν ἐπιστημονικῶν του ἐργαλείων καί μεθόδων· μέ ἀποτέλεσμα, ὅπως εἴδαμε, τήν ἐξαγωγή ἐκ διαμέτρου ἀντίθετων συμπερασμάτων. Κριτής, ὡστόσο, τῆς ἀληθείας ἀνεδείχθη ἡ Ἐκκλησία καί ὄχι τό κῦρος ἤ οἱ περγαμηνές τῶν προσώπων πού ὑπερασπίστηκαν τίς διαφορετικές ἀπόψεις.
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί χριστιανοί, μέ τίς δύο πρῶτες Κυριακές τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τήν μέση καί βασιλική ὁδό, τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως καί τήν σημασία της γιά τήν πνευματική μας ζωή καί σωτηρία. Στό μέσο τῆς νηστείας, προβάλλει τόν τίμιο Σταυρό, σημεῖο νίκης καί ἐλπίδας στά μισά τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα. Ἀκολουθοῦν δύο μεγάλες ἀσκητικές μορφές, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ο Σιναΐτης καί ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ὁ διδάσκαλος τῆς Κλίμακας τῶν ἀρετῶν καί τό ἀκραιφνές παράδειγμα τῆς μετανοίας. Γιά νά διέλθουμε, σύν Θεῷ, ἀπό τό «Ὡσαννά» στό Πάθος, στόν Γολγοθᾶ, στό ἐκ τοῦ Τάφου ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
Τοῦτο τό φῶς, μέσα στό ὁποῖο ἔζησε ὁ σήμερα τιμώμενος ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί τό ὑπερασπίστηκε μέ ὅλο τό σθένος τῆς ψυχῆς του, εἴθε νά φωτίζει τά βήματά μας, νά ἁγιάζει τήν ὕπαρξή μας, νά μᾶς θερμαίνει στήν πίστη, νά τονώνει τήν ἐντός μας ἐλπίδα καί νά μᾶς ἐμπνέει στήν κατά Θεόν εἰρήνη καί ἀγάπη. Ἀμήν.
π. Χερουβείμ Βελέτζας
--------------------------------
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί χριστιανοί, ἑορτάζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία σήμερα, δευτέρα Κυριακή τῶν Νηστειῶν, καί πανηγυρίζει τήν μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ· καί στό ἀπολυτίκιόν του, τό ὁποῖο μόλις ἀναγνώσαμε, ἀντί ἄλλου ἐπαίνου, ἀπαριθμεῖ τα πνευματικά στολίδια πού κοσμοῦν τήν ζωή καί τήν προσωπικότητά του, ὅπως θά δοῦμε στήν συνέχεια. Ἡ σημερινή ἑορτή εἶναι τρόπον τινά προέκταση τῆς παρελθούσης Κυριακῆς, κατά τήν ὁποία πανηγυρίσαμε τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Μάλιστα, στό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», τό ὁποῖο ἀναγιγνώσκεται κατά τήν λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, μετά τούς ὅρους τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλαδή τήν ἐπακριβῆ διατύπωση τῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί τῆς τιμῆς καί προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων, περιλαμβάνονται οἱ ὅροι τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1341, στήν ὁποία πρωταγωνίστησε ὁ σήμερα τιμώμενος ἅγιος.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔζησε σέ καιρούς δύσκολους, ἐν μέσῳ ἱστορικῶν ἀνακατατάξεων καί φιλοσοφικῶν ἀναζητήσεων, φυσικό ἐπακόλουθο τῶν ὁποίων ὑπῆρξαν οἱ θεολογικές, καί ὄχι μόνον, ἔριδες τῆς ἐποχῆς. Γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1296, τρεῖς περίπου δεκαετίες μετά τήν ἀνακατάληψη τῆς Πόλης ἀπό τούς Φράγκους τῆς Τέταρτης Σταυροφορίας. Οἱ γονεῖς του, ἐπιφανεῖς συγκλητικοί στήν αὐλή τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Β’ τοῦ Παλαιολόγου, κατήγοντο ἀπό ἀπό τά βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί κατέφυγαν στήν Κωνσταντινούπολη λόγῳ τῆς ἐπέλασης τῶν Τούρκων. Ὁ πατέρας του ζοῦσε ἀσκητικόν βίο καί λίγο πρίν τήν κοίμησή του ἐνδύθηκε τό μοναχικό σχῆμα.
Ὑπό τήν προστασία πλέον τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ἑπταετής Γρηγόριος λαμβάνει τήν ἐγκύκλιο παιδεία καί ἐν συνεχείᾳ φοιτᾶ στό πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου ἐπιδόθηκε στήν Φιλοσοφία. Μάλιστα, σέ ἡλικία δεκαεπτά ἐτῶν, τοῦ ἀνετέθη νά ὁμιλήσει στά ἀνάκτορα ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα καί τῶν ἄλλων σοφῶν γιά τόν Ἀριστοτέλη· ὁ λόγος του κατέπληξε τούς πάντες, σέ σημεῖο πού ὁ διευθυντής τοῦ πανεπιστημίου, ὁ θεολόγος καί φιλόσοφος Θεόδωρος ο Μετοχίτης – ὁ ὁποῖος, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ἀνήγειρε τήν Μονή τῆς Χώρας καί τήν ἐκόσμησε μέ ἀπαράμιλλου κάλλους ψηφιδωτά, ὁ τάφος του μάλιστα βρίσκεται ἐντός τοῦ ναοῦ – εἶπε ὅτι καί ὁ Ἀριστοτέλης, ἄν ἦταν παρών, θά τόν ἐπαινοῦσε.
Ὁ αὐτοκράτορας σκόπευε νά τοῦ ἀναθέσει ὑψηλά ἀξιώματα· ὁ ἴδιος ὅμως, σέ ἡλικία εἴκοσι περίπου ἐτῶν, παίρνει τήν ἀπόφαση νά μονάσει. Ὁμοίως ἡ μητέρα του καί τά τέσσερα ἀδέρφια του. Ἔτσι, ἡ μητέρα του καί οἱ ἀδελφές του κατέφυγαν σέ κάποια γυναικεία μονή, ὁ ἅγιος Γρηγόριος καί οἱ ἀδελφοί του κατέληξαν στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐπιδόθηκε στήν μελέτη καί στήν νοερά προσευχή, πρώτα στήν μονή Βατοπεδίου, μετά στήν Μεγίστη Λαύρα καί ἀργότερα ἀσκήτεψε στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐπιδρομή ὅμως τούρκων πειρατῶν τόν φέρνει στήν Θεσσαλονίκη, ὅπου τό 1326 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀλλά σύντομα ἡ ἀγάπη γιά τήν ἡσυχία καί τήν ἄσκηση, ὁδηγεῖ τά βήματά του στήν Βέροια, ὅπου ἀσκήτεψε γιά πέντε περίπου ἔτη, καί συνέγραψε τόν βίο τοῦ ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτη. Ἐξ αἰτίας ὅμως ἐπιδρομῆς τῶν σέρβων, ἐπανῆλθε στό Ἅγιον Ὄρος, ἐχρημάτισε μάλιστα γιά ἕνα διάστημα καί ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη ὀ μοναχός Βαρλαάμ, ἕλληνας ἀπό τήν Καλαβρία τῆς Κάτω Ἰταλίας, ἐπιφανής θεολόγος καί σημαντικός ἐκπρόσωπος τῆς Σχολαστικῆς Θεολογίας πού εἶχε ἤδη ἀναπτυχθεῖ στήν δύση· τοῦ δόθηκε μάλιστα καί ἔδρα καί δίδασκε στό πανεπιστήμιο τῆς Πόλης. Ἡ Σχολαστική Θεολογία προέκυψε ἀπό τήν γνωριμία τῶν δυτικῶν μέ τόν Ἀριστοτέλη, τοῦ ὁποίου τά ἔργα ἀπό ὅτι φαίνεται ἀγνοοῦσαν μέχρι τότε. Μέ τήν ἅλωση τῆς Πόλης ἀπό τούς Φράγκους στά 1204, πολλοί ἕλληνες λόγιοι κατέφυγαν στήν δύση, καί συνέβαλλαν τά μέγιστα στήν Ἀναγέννηση καί στήν ἵδρυση τῶν πρώτων πανεπιστημίων στήν δυτική Εὐρώπη, ἐνῶ παράλληλα ἔφεραν σέ ἐπαφή τούς δυτικούς μέ τά συγγράμματα τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ἐκ τῶν ὁποίων τόν μέγιστο ἀντίκτυπο προκάλεσαν τά ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη. Σέ λιγότερο ἀπό ἕναν αἰῶνα, μέ ἀφετηρία τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία καί λογική, καλλιεργήθηκε στήν δύση ἡ λεγομένη Σχολαστική Θεολογία, ἡ ὁποία τρόπον τινά θεοποίησε τήν λογική, φτάνοντας μάλιστα στό σημεῖο νά πρεσβεύει ὅτι ὁ Θεός γίνεται καταληπτός ἀπό τόν ἄνθρωπο μέ τήν νόηση καί τήν λογική.
Καί ὅπως συμβαίνει συχνά μέ τούς ὀρθολογιστές, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀπορρίπτουν τό μυστήριο εἴτε προσπαθοῦν νά τό ἐντάξουν στούς κανόνες τῆς φύσης καί τῆς λογικῆς, ὁ Βαρλαάμ ἀπέρριπτε τόν μοναχισμό καί ἰδιαιτέρως τόν ἡσυχασμό, ὡς τρόπο γιά νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό ἐμπειρικά, διά τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καί ἐξ ἀποκαλύψεως, δηλαδή ἐπειδή εὐδοκεῖ ὁ Θεός διά τῆς θείας χάριτος. Διεκήρυσσε μάλιστα ὅτι τό θαβώρειον φῶς, τό φῶς δηλαδή πού εἶδαν οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Μεταμόρφωση καί ἀπό τό ὁποῖο φωτίζονται οἱ ἀκρότατοι τῶν ἀσκητῶν, δέν εἶναι ἄκτιστο, δηλαδή θεϊκό φῶς, ἀλλά κτιστό, φυσικό. Πίστευε ἀκόμη, καί τό ἴδιο πιστεύουν μέχρι καί σήμερα οἱ ρωμαιοκαθολικοί, ὅτι ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος, οἱ ἐνέργειές Του, δηλαδή ἡ θεία χάρις, ὁ φωτισμός, ὁ ἁγιασμός, εἶναι κτιστές. Ἐπειδή, λένε, ὁ κτιστός ἄνθρωπος δέν δύναται νά ἑνωθεῖ μέ τόν ἄκτιστο Θεό, ἄρα οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ὁποίων κοινωνεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό, εἶναι κτιστές.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔπειτα ἀπό παρακίνηση τῶν πατέρων τοῦ Ἄθωνα, ὡς βαθύς γνώστης τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας, τῆς διαλεκτικῆς, ἀλλά καί τῶν μεθόδων πού χρησιμοποιοῦσαν στήν δύση, συνέγραψε τήν πραγματεία «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων». Στό ἔργο αὐτό, ἀλλά καί σέ ὅσα ἀκολούθησαν, μέ γνώμονα τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀναιρεῖ τίς κακοδοξίες τοῦ Βαρλαάμ, καί ἐξηγεῖ τήν διάκριση ἀνάμεσα στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποῖα εἶναι ἀμέθεκτη, καί στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, στίς ὁποῖες δύναται νά μετέχει ὀ ἄνθρωπος.
Ἐπειδή οἱ ἔννοιες αὐτές εἶναι ἀρκετά δύσκολες στήν κατανόηση, ἄς δοῦμε ἕνα παράδειγμα· ὁ ἥλιος εἶναι φῶς καί φωτιά, ἀπρόσιτος καί ἀδύνατον νά βρεθεῖ κάποιο σῶμα κοντά του καί νά μήν ἐξαϋλωθεῖ. Οἱ ἡλιακές ὅμως ἀκτῖνες, σκορποῦν ὁλόγυρα καί φῶς καί θερμότητα, ἐπιδροῦν πάνω μας, μᾶς φωτίζουν καί μᾶς θερμαίνουν. Καί ὁ Θεός φῶς εἶναι, μᾶς τό λέει ὁ εὐαγγελιστῆς Ἰωάννης στήν ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου του, στήν περικοπή πού διαβάζουμε στήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα. Καί ὅπως δέν μποροῦμε νά ἑνωθοῦμε μέ τόν ἥλιο, γιατί θά κατακαοῦμε, μᾶς διαπερνοῦν ὅμως καί μᾶς θερμαίνουν οἱ ἀκτῖνες του, ἔτσι ἐνῶ δέν μποροῦμε ἀπό τήν φύση μας νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, εἴμαστε πήλινα σκεύη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἐνεργειῶν του. Καί ὅπως φανέρωσε ὁ Χριστός στούς μαθητές του τό φῶς τῆς θεότητος, ἔτσι φανερώνεται καί στούς μύστες τῆς χάριτός του, ἀνάλογα βέβαια μέ τήν πίστη καί τήν δύναμη τοῦ καθενός.
Μέ τά συγγράμματά του, λοιπόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐξέθεσε καί φώτισε τήν διαχρονική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τό ζήτημα αὐτό. Τό 1340 οἱ πρόκριτοι καί μοναχοί τοῦ Ἄθωνα ὑπέγραψαν τόν «Ἁγιορειτικό Τόμο», τό κείμενο τοῦ ὁποίου συνέταξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀπορρίπτοντας ὡς αἰρετική τήν διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ. Ὁ τελευταῖος διέβαλλε τόν Γρηγόριο στόν αὐτοκράτορα, μέ ἀποτέλεσμα νά κληθεῖ ἐνώπιον ἐκκλησιαστικῆς συνόδου ἡ ὁποία συνεκλήθη τό 1341 στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ σύνοδος ὅμως ἐπικύρωσε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί καταδίκασε τόν Βαρλαάμ ὡς αἱρετικό, ὁ ὁποῖος κατέφυγε καί ἔγινε ἐπίσκοπος στήν δύση.
Ἡ συνέχεια ἦταν ταραχώδης, μέχρι τό 1347, ὅταν μιά δεύτερη σύνοδος δικαίωσε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί σταδιακά κατέπαυσε ἡ Ἡσυχαστική Ἔριδα, ὅπως καί οἱ ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές ἀναταράξεις πού συνδέονται μέ αὐτήν. Τό 1347 χειροτονήθηκε ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἀλλά μέχρι νά κοπάσει ἡ ἔριδα ἐποίμανε καί δίδαξε τόν λαό τῆς Λήμνου· Τρία χρόνια μετά, ἀφοῦ καί μέ τήν δική του συμβολή εἰρήνευσαν τά πράγματα, ἀνέλαβε τήν διαποίμανση τῆς Θεσσαλονίκης. Τό 1354, κατά τήν διάρκεια ἑνός ταξιδιοῦ στήν Κωνσταντινούπολη, αἰχμαλωτίστηκε ἀπό τούς τούρκους· στόν ἕνα χρόνο πού μεσολάβησε μέχρι τήν ἀπελευθέρωσή του, εἶχε σημαντικές θεολογικές συνομιλίες μέ τούς ὀθωμανούς. Ἐκοιμήθη τό 1359 στήν Θεσσαλονίκη, ἐνῶ τό πνευματικό του ἀνάστημα, τό μέγεθος τῆς διδασκαλίας του καί τό πλῆθος τῶν θαυμάτων του, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἁγιοκατάταξή του, δέκα περίπου χρόνια μετά τήν κοίμησή του. Τά χαριτόβρυτα λείψανά του φυλάσσονται στόν ἐπ’ ὀνόματί του ἀφιερωμένο, μητροπολιτικό ναό τῆς Θεσσαλονίκης.
Ἡ σημασία πού ἔχει γιά ἐμᾶς τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς ἡ μορφή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καί ὁ λόγος πού ἡ ἁγία μάς Ἐκκλησία τόν προβάλλει σήμερα ἐνώπιόν μας, εἶναι ἡ ἑξῆς: ὅπως ἡ Ἕβδομη Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τήν εἰκονομαχία, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπό ἐξ’ ἀνατολῶν ἐπιρροές, δηλαδή τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ, πού διακηρύσσουν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος καί ἀπρόσιτος, ἔτσι καί οἱ Σύνοδοι τοῦ 1341 καί τοῦ 1347, στίς ὁποῖες πρωταγωνιστικό καί καταλυτικό ρόλο διεδραμάτισε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μέ τά συγγράμματά του του καί μέ τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες, κατεδίκασαν τίς ἐκ τῆς δύσεως αἱρετικές δοξασίες τῶν σχολαστικῶν, οἱ ὁποῖοι διατείνονται ὅτι ὁ Θεός εἶναι παντελῶς ἀπρόσιτος καί ἀμέθεκτος. Τήν ἀπάντηση καί στά δύο προβλήματα, μᾶς τήν δίνει ὁ Χριστός, γιατί εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, καί ἑπομένως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀπερίγραπτος Θεός γίνεται περιγραπτός, ὁ ἀπρόσιτος γίνεται φίλος καί ἀδελφός, καί ὁ ἀμέθεκτος γίνεται μεθεκτός.
Παράλληλα, ἡ διαμάχη ἀνάμεσα σέ δύο μεγάλους θεολόγους καί ἀριστοτελιστές φιλοσόφους του 14ου αιώνα, τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό, φανερώνει τόν διαφορετικό τρόπο τῆς πρόσληψης, ἀνάμεσα σέ ἀνατολή καί δύση, τῶν ἔργων τοῦ μεγάλου σταγειρίτη φιλοσόφου ἀλλά καί τῆς χρήσης τῶν ἐπιστημονικῶν του ἐργαλείων καί μεθόδων· μέ ἀποτέλεσμα, ὅπως εἴδαμε, τήν ἐξαγωγή ἐκ διαμέτρου ἀντίθετων συμπερασμάτων. Κριτής, ὡστόσο, τῆς ἀληθείας ἀνεδείχθη ἡ Ἐκκλησία καί ὄχι τό κῦρος ἤ οἱ περγαμηνές τῶν προσώπων πού ὑπερασπίστηκαν τίς διαφορετικές ἀπόψεις.
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί χριστιανοί, μέ τίς δύο πρῶτες Κυριακές τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τήν μέση καί βασιλική ὁδό, τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως καί τήν σημασία της γιά τήν πνευματική μας ζωή καί σωτηρία. Στό μέσο τῆς νηστείας, προβάλλει τόν τίμιο Σταυρό, σημεῖο νίκης καί ἐλπίδας στά μισά τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα. Ἀκολουθοῦν δύο μεγάλες ἀσκητικές μορφές, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ο Σιναΐτης καί ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ὁ διδάσκαλος τῆς Κλίμακας τῶν ἀρετῶν καί τό ἀκραιφνές παράδειγμα τῆς μετανοίας. Γιά νά διέλθουμε, σύν Θεῷ, ἀπό τό «Ὡσαννά» στό Πάθος, στόν Γολγοθᾶ, στό ἐκ τοῦ Τάφου ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
Τοῦτο τό φῶς, μέσα στό ὁποῖο ἔζησε ὁ σήμερα τιμώμενος ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί τό ὑπερασπίστηκε μέ ὅλο τό σθένος τῆς ψυχῆς του, εἴθε νά φωτίζει τά βήματά μας, νά ἁγιάζει τήν ὕπαρξή μας, νά μᾶς θερμαίνει στήν πίστη, νά τονώνει τήν ἐντός μας ἐλπίδα καί νά μᾶς ἐμπνέει στήν κατά Θεόν εἰρήνη καί ἀγάπη. Ἀμήν.
π. Χερουβείμ Βελέτζας
--------------------------------
* Ὁμιλία ἡ ὁποία ἐκφωνήθηκε στόν ἱερό ναό Ἁγ. Χαραλάμπους Πρεβέζης κατά τόν Κατανυκτικό Ἐσπερινό τῆς Β' Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, 20 Μαρτίου 2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου