Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ (Δ’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν)*

 


      Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ καί προβάλλει σήμερα, σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί χριστιανοί, τήν μορφή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὁ ὁποῖος συνέγραψε ἕνα ἀπό τά προσφιλέστερα στούς μοναχούς καί πολυδιαβασμένο βιβλίο μέ τίτλο «Ἡ Κλῖμαξ», καί ἐξ’ αὐτοῦ εἶναι γνωστός καί ὡς Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30ή Μαρτίου, καί ἐξαιρέτως κατά τήν σημερινή Τετάρτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν.

    Τίς πρῶτες δύο Κυριακές τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς δίδαξε τήν σημασία τῆς ὀρθοδοξίας, δηλαδή τῆς ὀρθῆς πίστης· γιατί στό ἐπίκεντρο τῆς διδασκαλίας τῆς ἕβδομης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἀνεστήλωσε τίς ἱερές εἰκόνες, βρίσκεται ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ στίς Συνόδους πού πρωταγωνίστησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀνεδείχθη ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῶν θείων, ἀκτίστων ἐνεργειῶν. Καί ἀφοῦ στό μέσο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὕψωσε τόν Τίμιο Σταυρό, ὅπως ἄλλοτε ὁ Μωυσῆς ὕψωσε ἐπί ξύλου στό μέσον τῆς κατασκήνωσης των ἑβραίων τό χάλκινο φίδι, τίς ἑπόμενες δύο Κυριακές προβάλλει δύο πρότυπα ὀρθοπραξίας. Τόν ἅγιο Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος μᾶς διδάσκει ὅλες τίς πτυχές τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα τοῦ χριστιανοῦ, καί τήν ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, πού μᾶς ὑπενθυμίζει τήν σημασία τῆς μετανοίας καί ὅτι ὅπου ὑπάρχει διάθεση μετανοίας, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἐλπίδα σωτηρίας. Μέ αὐτά τά πνευματικά ἐφόδια προετοιμασμένοι, εἰσερχόμαστε μαζί μέ τόν Κύριό μας θριαμβευτικά στήν Ἱερουσαλήμ καί καλούμαστε νά συσταυρωθοῦμε μέ τόν Χριστό, ὥστε καί νά ἀπολαύσουμε τό ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεώς του.

    Γιά τόν βίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος ἐλάχιστα γνωρίζουμε. Γεννήθηκε περί τό 525 καί ἐκοιμήθη τό 605 – 610. Ἡ καταγωγή του μᾶς εἶναι ἄγνωστη· κατ’ ἄλλους γεννήθηκε κάπου στήν εὐρύτερη περιοχή, ἐνῶ κατ’ ἄλλους γενέτειρά του εἶναι ἡ Κωνσταντινούπολη· φαίνεται πάντως ὅτι ἀπέκτησε ἀπό νωρίς σπουδαία μόρφωση. Σέ ἡλικία 16 ἐτῶν προσῆλθε στήν μονή τοῦ Σινᾶ, τήν ὁποῖα ἀνήγειρε τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός. Ἀφοῦ παρέμεινε τέσσερα ἔτη ὡς δόκιμος, ἐκάρη μοναχός. Ἀργότερα, χειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος, γιά τίς ἀνάγκες τῆς μονῆς. Μετά ἀπό δεκαεννέα ἔτη ἐκοιμήθη ὁ γέροντάς του καί ἐπειδή ποθοῦσε νά ἀσκηθεῖ στήν ἡσυχαστική ζωή, ἀνεχώρησε, κατόπιν εὐλογίας τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, σέ ἕνα ἡσυχαστήριο στούς πρόποδες τοῦ ὄρους Σινᾶ, ὀκτώ χιλιόμετρα μακριά ἀπό τήν μονή. Προηγουμένως, περιόδευσε σε σημαντικά ἀσκητικά κέντρα τῆς ἐποχῆς καί ἔλαβε ἀπό τούς γέροντες καί ἀσκητές πλούσιες ἐμπειρίες καί διδαχές, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος. Ἐκεῖ ἀσκήτεψε ἐπί σαράντα χρόνια, ὥσπου οἱ πατέρες τῆς μονῆς τόν ἐξέλεξαν ἡγούμενό τους. Ἦταν ἤδη 75 ἐτῶν. Παρέμεινε ἡγούμενος ἐπί τέσσερα ἔτη καί ἀνεχώρησε πάλι στό ἡσυχαστήριό του, ὅπου ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ ἕνα περίπου ἔτος ἀργότερα.

     Ἡ ἐμπειρία πού ἀπέκτησε ἀπό τήν μελέτη, τήν προσευχή καί τούς ἀσκητικούς του κόπους, βρίσκεται ἀποθησαυρισμένη μέ τρόπο συστηματικό στό βιβλίο πού συνέγραψε, τήν «Κλίμακα», κατά τά τελευταῖα ἔτη τοῦ ἐπίγειο βίου του, ὅταν ἦταν ἡγούμενος. Ἀποτελεῖ ἀπάντηση σέ ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου, ἡγουμένου τῆς μονῆς τῆς Ραϊθώ, μέ τήν ὁποία ζητοῦσε νά διδάξει καί τούς ἀδελφούς αὐτῆς τῆς μονῆς μέ τήν μεστή ἐμπειρία του.

     Ἡ Κλίμακα, σάν οὐράνια σκάλα, εἶναι χωρισμένη σέ τριάντα κεφάλαια ἤ «λόγους», στά ὁποῖα ἀναπτύσσει ὁ συγγραφέας τίς διάφορες ἀρετές· ἀνεβαίνουμε ἔτσι βαθμηδόν, γιά νά ἀναφέρουμε μερικές, ἀπό τήν ἀποταγή στήν ὑπακοή, στήν μετάνοια, στήν ἀοργησία, στήν σιωπή, στήν ἐγκράτεια, στήν ἁγνεία, στήν ἀφιλαργυρία, στήν προσευχή, στήν πραότητα, στήν ταπεινοφροσύνη, στήν διάκριση, στήν ἡσυχία, στήν ἀπάθεια καί τέλος στήν πίστη, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη.

    Ἀπό τήν ἀναφορά καί μόνον τῶν τίτλων μερικῶν ἀπό τούς λόγους τῆς Κλίμακος, γίνεται ἀντιληπτό ὅτι τό ἔργο αὐτό, παρ’ ὅλο πού γράφτηκε γιά τούς μοναχούς, ἀποτελεῖ σημαντικό βοήθημα στόν πνευματικό ἀγῶνα κάθε πιστοῦ. Μάλιστα, πολλοί μελετητές διαβλέπουν ὅτι διεισδύει βαθειά σέ θέματα μέ τά ὁποῖα καταπιάνεται ἡ σύγχρονη μέ ἐμᾶς ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας, κάποιες φορές ἀκόμη καί ὑπό διαφορετική ὀπτική γωνία. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι τῆς παρούσης. Προκειμένου νά ὠφεληθοῦμε ὅλοι πνευματικά, ἄς παρακολουθήσουμε λίγες φράσεις ἀπό αὐτό τό θεόπνευστο βιβλίο.

*  *  *

    «Χριστιανὸς εἶναι ἡ ἀπομίμησις τοῦ Χριστοῦ, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο, καὶ στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα καὶ στὴν σκέψι. Πιστεύει δὲ ὀρθὰ καὶ ἀλάνθαστα στὴν Ἁγία Τριάδα.

»Θεοφιλὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπολαμβάνει ὅλα τὰ φυσικὰ καὶ ἀναμάρτητα δῶρα τοῦ Θεοῦ, συγχρόνως ὅμως δὲν ἀμελεῖ, ὅσο μπορεῖ, νὰ ἐπιτελεῖ τὸ ἀγαθό.

»Ἐγκρατὴς εἶναι αὐτὸς ποὺ ζῆ μέσα στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς παγίδες καὶ τοὺς θορύβους τοῦ κόσμου καὶ ἀγωνίζεται μὲ ὅλη του τὴν δύναμι νὰ μιμηθῆ τὴν ζωὴ ἐκείνων ποὺ εἶναι ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ τοὺς θορύβους τοῦ κόσμου.

»Ὅλοι ὅσοι ἐγκατέλειψαν πρόθυμα τὰ βιοτικά, τὸ ἔπραξαν ἀναμφιβόλως ἢ γιὰ τὴν μέλλουσα βασιλεία ἢ γιὰ τὰ πολλὰ τους ἁμαρτήματα ἢ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς σκοποὺς δὲν τοὺς παρακίνησε, τότε ἡ ἀναχώρησίς τους εἶναι παράλογος. Παρ ̓ ὅλα αὐτὰ ὁ καλός μας Ἀγωνοθέτης περιμένει νὰ ἰδῆ ποιὸ θὰ εἶναι τὸ τέρμα τοῦ δρόμου.

»Ὅσοι θέλομε νὰ φύγωμε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ Φαραώ, ἔχομε ὁπωσδήποτε καὶ ἐμεῖς ἀνάγκη ἑνὸς Μωϋσέως, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι μεσίτης μας πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ὁδηγός μας μετὰ τὸν Θεόν. Αὐτὸς θὰ ἵσταται μεταξὺ τῆς πράξεως καὶ τῆς θεωρίας καὶ θὰ ὑψώνη πρὸς χάριν μας τὰ χέρια του πρὸς τὸν Θεόν. Ἔτσι καθοδηγούμενοι ἀπὸ αὐτὸν θὰ ἐπιτύχωμε νὰ διαβοῦμε τὴν θάλασσα τῶν ἁμαρτημάτων καὶ θὰ κατατροπώσωμε τὸν Ἀμαλὴκ τῶν παθῶν. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἐστηρίχθηκαν στὶς ἰδικὲς τους δυνάμεις καὶ ἐνόμισαν πὼς δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν ὁδηγό, ὁπωσδήποτε ἀπατήθηκαν.

»Καλὸ τρίδομο καὶ τρίστυλο θεμέλιο εἶναι ἡ ἀκακία, ἡ νηστεία καὶ ἡ σωφροσύνη. Ὅλοι οἱ ἐν Χριστῷ νήπιοι ἀπ ̓ αὐτὰ ἂς ἀρχίζουν, παίρνοντας παράδειγμα τὰ νήπια. Διότι αὐτὰ δὲν ἔχουν καμμία κακία καὶ πονηρία, οὔτε ἐπιθυμία καὶ κοιλία ἀχόρταγη, οὔτε σάρκα ποὺ φλογίζεται καὶ ἀποθηριώνεται, ὅσο ὅμως προχωροῦν στὴν αὔξησι τῆς τροφῆς τους παρουσιάζεται, ὅπως φαίνεται, καὶ ἡ πύρωσις τῆς σαρκός.

»Μετάνοια σημαίνει ἀνανέωσις τοῦ βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία μὲ τὸν Θεὸν γιὰ νέα ζωή. Μετανοῶν σημαίνει ἀγοραστὴς τῆς ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος ἀποκλεισμὸς κάθε σωματικῆς παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αὐτοκατακρίσεως, ἀμεριμνησία γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα καὶ μέριμνα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καὶ ἀποκήρυξις τῆς ἀπελπισίας. Μετανοῶν σημαίνει κατάδικος ἀπηλλαγμένος ἀπὸ αἰσχύνη. Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις μὲ τὸν Κύριον, μὲ ἔργα ἀρετῆς ἀντίθετα πρὸς τὰ παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμὸς τῆς συνειδήσεως. Μετάνοια σημαίνει θεληματικὴ ὑπομονὴ ὅλων τῶν θλιβερῶν πραγμάτων. Μετανοῶν σημαίνει ἐπινοητὴς τιμωριῶν τοῦ ἑαυτοῦ του. Μετάνοια σημαίνει ὑπερβολικὴ ταλαιπωρία τῆς κοιλίας (μὲ νηστεία) καὶ κτύπημα τῆς ψυχῆς μὲ ὑπερβολικὴ συναίσθησι.

»Μὴ τρομάξης ὅταν πέφτης κάθε ἡμέρα, καὶ μὴ ἐγκαταλείψης τὸν ἀγώνα. Ἀντιθέτως νὰ ἵστασαι ἀνδρείως καὶ ὁπωσδήποτε νὰ εὐλαβηθῇ τὴν ὑπομονή σου ὁ φύλαξ ἄγγελός σου. Ὅσο εἶναι ἀκόμη πρόσφατο καὶ ζεστὸ τὸ τραῦμα, τόσο καὶ εὐκολώτερα θεραπεύεται. Ἐνῷ τὰ τραύματα ποὺ ἐχρόνισαν, σὰν παραμελημένα καὶ ἀποσκληρυμένα, δύσκολα θεραπεύονται, καὶ χρειάζονται γιὰ νὰ ἰατρευθοῦν πολὺ κόπο καὶ νυστέρι καὶ ξυράφι καὶ τὸ ἐδῶ πῦρ τῶν καυτηριασμῶν, (δηλαδὴ τὸ πῦρ τῶν ἐδῶ θλίψεων, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸ μελλοντικὸ πῦρ τῆς κολάσεως).

»Ἐὰν μετὰ ἀπὸ τὴν μεγάλη σου πτῶσι πέσης καὶ σὲ κάποιο μικρὸ ἁμάρτημα καὶ σοῦ εἰπῆ ὁ λογισμός, «εἴθε νὰ μὴν ἔπεφτες σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μεγάλο, τοῦτο τὸ μικρὸ δὲν εἶναι τίποτε τὸ σπουδαῖο», μὴν τὸν παραδεχθῇς αὐτὸν τὸν λογισμό. (Καὶ τὰ μικρὰ πράγματα ἔχουν τὴν σημασία τους). Πολλὲς φορὲς μάλιστα μερικὰ μικρὰ δῶρα κατεπράϋναν τὸν μεγάλο θυμὸ τοῦ δικαστοῦ.

»Ὅταν ἡ συνείδησις παύση νὰ μᾶς ἐλέγχη γιὰ ἁμαρτίες, ἂς προσέξωμε μήπως αὐτὸ δὲν ὀφείλεται στὴν καθαρότητα, ἀλλὰ στὴν κόπωσι καὶ ἄμβλυνσι αὐτῆς, τῆς συνειδήσεως, ἐξ αἰτίας πλήθους ἁμαρτιῶν.

«Ἀπόδειξις ὅτι ἔσβησε τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι τὸ νὰ θεωροῦμε πάντοτε χρεώστη τὸν ἑαυτό μας.

»Ἀοργησία σημαίνει νίκη κατὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ποὺ φαίνεται μὲ τὴν ἀναισθησία ἀπέναντι στὶς ὕβρεις καὶ ποὺ ἀποκτᾶται μὲ ἀγώνας καὶ ἱδρώτας.

»Πραότης σημαίνει νὰ παραμένη ἀκίνητη καὶ ἀτάραχη ἡ ψυχή, τόσο στὶς ἀτιμίες ὅσο καὶ στοὺς ἐπαίνους.

»Ἡ ἀρχὴ τῆς ἀοργησίας εἶναι νὰ σιωποῦν τὰ χείλη, ἐνῷ ἡ καρδιὰ εὑρίσκεται σὲ ταραχή. Τὸ μέσον εἶναι νὰ σιωποῦν οἱ λογισμοί, ἐνῷ ἡ ψυχὴ εὑρίσκεται σὲ ὀλίγη ταραχή. Καὶ τὸ τέλος, νὰ ἐπικρατῆ στὴν θάλασσα τῆς ψυχῆς μόνιμη καὶ σταθερὰ γαλήνη, ὅσο καὶ ἂν φυσοῦν οἱ ἀκάθαρτοι ἄνεμοι.

»Ὁ φιλήδονος βλάπτει καὶ ἀτιμάζει τὸν ἑαυτό του μόνο. Ἴσως καὶ τὸν συνένοχό του. Ἐνῷ ὁ θυμώδης πολλὲς φορὲς σὰν λύκος ἀναστατώνει ὅλη τὴν ποίμνη καὶ τραυματίζει πολλὲς ταπεινὲς ψυχές.

»Ἐὰν θέλης ἢ μᾶλλον νομίζης ὅτι πρέπει νὰ ἀφαιρέσης τὸ κάρφος ἀπὸ τὸν ὀφθαλμὸ τοῦ ἄλλου, πρόσεξε μήπως ἀντὶ ἰατρικῆς σμίλης χρησιμοποιήσης κανένα δοκάρι, ὁπότε θὰ ἀνοίξης ἢ θὰ καταστρέψης ἐντελῶς τὸν ὀφθαλμό. Δοκάρι εἶναι ὁ βαρὺς λόγος καὶ οἱ ἀπρεπεῖς ἐξωτερικοὶ τρόποι. Ἐνῷ τὸ ἄλλο, (ἡ ἰατρικὴ σμίλη), εἶναι ἡ μὲ ἐπιείκεια διδασκαλία καὶ ὁ μὲ μακροθυμία καὶ καλωσύνη ἔλεγχος. Ὁ Ἀπόστολος λέγει «ἔλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον» (Β´ Τιμ. δ´ 2), ὄχι ὅμως καὶ «τύψον» (κτύπα). Ἐὰν ὅμως σπανίως χρειασθῇ καὶ αὐτό, ἂς γίνη, ὄχι ὅμως ἀπὸ σένα.

»Ὅποιος κατέπαυσε τὴν ὀργή, αὐτὸς ἐφόνευσε τὴν μνησικακία, διότι γιὰ νὰ γεννηθοῦν τέκνα πρέπει νὰ ζῆ ὁ πατέρας.

»Ὅποιος ἀπέκτησε τὴν ἀγάπη, ἔγινε ξένος της ὀργῆς. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ διατηρεῖ τὴν ἔχθρα, συσσωρεύει στὸν ἑαυτόν του ἄσκοπα ἐνοχλητικὰ βάρη.

»Ἡ μνησικακία εὑρίσκεται μακρυὰ ἀπὸ τὴν φυσικὴ καὶ αὐθόρμητη καὶ στερεωμένη ἀγάπη. Σ᾿ αὐτὴν ὅμως τὴν ἀγάπη πλησιάζει εὔκολα ἡ πορνεία, καὶ βλέπεις στὸ περιστέρι νὰ εἰσχωρῆ ἀνεπαίσθητα ἡ ψείρα.

»Ἡ μνησικακία γίνεται καὶ ἑρμηνευτῆς τῶν Γραφῶν, προσαρμόζοντας καὶ ἐξηγώντας τὰ λόγια του Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὶς ἰδικές της διαθέσεις. Ἂς τὴν καταισχύνη ὅμως ἡ προσευχὴ ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ Ἰησοῦς, (τὸ «Πάτερ ἡμῶν»), τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ τὴν εἰποῦμε ὅπως αὐτός, ἐὰν μνησικακοῦμε.

»Ὑπάρχουν κόρες ποὺ διαπράττουν αἴσχη, χωρὶς νὰ κοκκινίζουν. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες οἱ ὁποῖες φαίνονται ντροπαλές, καὶ ὅμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αἴσχη ἀπὸ τὶς προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηροῦμε καὶ στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Τέτοιες κόρες εἶναι ἡ ὑποκρισία, ἡ πονηρία, ἡ λύπη, ἡ μνησικακία, ἡ ἐσωτερικὴ καταλαλιὰ τῆς καρδιᾶς. Ἄλλη ἐντύπωσι δημιουργοῦν ἐξωτερικὰ καὶ ἄλλος εἶναι ὁ στόχος τους.

»Ἄκουσα μερικοὺς νὰ καταλαλοῦν καὶ τοὺς ἐπέπληξα. Καὶ γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ ἐργάτες αὐτοὶ τοῦ κακοῦ μου ἀπήντησαν ὅτι τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς αὐτὸν ποὺ κατέκριναν. Ἐγὼ τότε τοὺς εἶπα νὰ τὴν ἀφήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ μὴ διαψευσθῇ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Τὸν καταλαλοῦντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ´ 5). Ἐὰν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἀγαπᾶς τὸν ἄλλον, ἂς προσεύχεσαι μυστικὰ γι᾿ αὐτὸν καὶ ἂς μὴ τὸν κακολογῆς. Διότι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν Κύριον.

«Εἶδα ἄνθρωπο ποὺ φανερὰ ἁμάρτησε, ἀλλὰ μυστικὰ μετενόησε. Καὶ αὐτὸν ποὺ ἐγὼ τὸν κατέκρινα ὡς ἀνήθικο, ὁ Θεὸς τὸν ἐθεωροῦσε ἁγνό, διότι μὲ τὴν μετάνοιά του Τὸν εἶχε πλήρως ἐξευμενίσει.

»Αὐτὸν ποὺ σοῦ κατακρίνει τὸν πλησίον, ποτὲ μὴ τὸν σεβασθῆς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοῦ εἰπῆς: «Σταμάτησε, ἀδελφέ. Ἐγὼ καθημερινῶς σφάλλω σὲ χειρότερα, καὶ πῶς μπορῶ νὰ κατακρίνω τὸν ἄλλον»; Ἔτσι θὰ ἔχης δυὸ ὀφέλη, μὲ ἕνα φάρμακο θὰ θεραπεύσης καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν πλησίον.

»Ὅποιος ἐγνώρισε τὰ παραπτώματά του, ἐχαλιναγώγησε τὴν γλῶσσα του, ἐνῷ ὁ πολύλογος δὲν ἐγνώρισε ἀκόμη καθὼς πρέπει τὸν ἑαυτόν του. Ὁ φίλος τῆς σιωπῆς προσεγγίζει τὸν Θεὸν καὶ συνομιλώντας μυστικὰ μαζί Του φωτίζεται ἀπὸ Αὐτόν. Ἡ σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐδημιούργησε στὸν Πιλᾶτο σεβασμό. Καὶ ἡ ἠρεμία καὶ ἡ σιωπὴ ἑνὸς (ταπεινοῦ) ἀνδρὸς καταργεῖ τὴν κενόδοξη καυχησιολογία ἑνὸς ἄλλου.

»Ἡ φιλαργυρία εἶναι προσκύνησις τῶν εἰδώλων, θυγατέρα τῆς ἀπιστίας, προφασίστρια νόσων, μάντις γηρατειῶν, ὑποβολεὺς ἀνομβρίας, προμηνυτὴς λιμῶν.

»Φιλάργυρος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ καταφρονεῖ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολὲς καὶ τὶς παραβαίνει ἐνσυνείδητα. Ὅποιος ἀπέκτησε ἀγάπη διεσκόρπισε χρήματα. Ὅποιος ὅμως ἰσχυρίζεται πὼς συμβιβάζει στὴν ζωή του καὶ τὰ δυό, αὐτοαπατήθηκε.

»Μὴ ἰσχυρίζεσαι ὅτι μαζεύεις χρήματα γιὰ τοὺς πτωχούς. Διότι δυὸ μόνο λεπτὰ ἀγόρασαν τὴν οὐράνιο βασιλεία (πρβλ. Λουκ. κα´ 2).

»Ὁ φιλόξενος καὶ ὁ φιλάργυρος συναντήθηκαν. Καὶ ὁ δεύτερος ἀποκαλοῦσε τὸν πρῶτο ἀδιάκριτο καὶ ἀσύνετο.

»Ὅποιος ἐγεύθηκε τὰ οὐράνια, εὔκολα καταφρονεῖ τὰ ἐπίγεια. Ὁ ἄγευστος ὅμως ἐκείνων ἀγάλλεται μὲ τὰ γήϊνα ὑπάρχοντά του.

»Δὲν θὰ λείψουν τὰ κύματα ἀπὸ τὴν θάλασσα. Οὔτε ἀπὸ τὸν φιλάργυρο ἡ ὀργὴ καὶ ἡ λύπη.

»Τὸ μυρμήγκι περιμένει νὰ γίνῃ τὸ σιτάρι, καὶ ἡ κενοδοξία νὰ συναχθῇ ὁ πνευματικὸς πλοῦτος. Καὶ τὸ μὲν μυρμήγκι τρέχει γιὰ νὰ κλέψῃ· ἡ δὲ κενοδοξία χαίρεται γιατί θὰ διασκορπίση. Τὸ πνεῦμα τῆς ἀπογνώσεως χαίρεται, ὅταν βλέπη νὰ πληθύνεται ἡ κακία, ἐνῷ τὸ πνεῦμα τῆς κενοδοξίας χαίρεται, ὅταν βλέπη νὰ πληθύνεται ἡ ἀρετή. Εἴσοδος γιὰ τὸ πρῶτο εἶναι τὰ πλήθη τῶν τραυμάτων, ἐνῷ γιὰ τὸ δεύτερο ὁ πλοῦτος τῶν καμάτων.

»Παρατήρησε καὶ θὰ ἰδῆς ὅτι αὐτὴ ἡ ἀνόσιος, δηλαδὴ ἡ κενοδοξία, εἶναι ἀκμαία καὶ μέχρι τοῦ τάφου. Θὰ τὴν ἰδῆς στὰ ροῦχα καὶ στὰ μύρα καὶ στὴν νεκρικὴ πομπὴ καὶ στὰ ἀρώματα καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα.

»Ὁ κενόδοξος δείχνει ὅτι εἶναι πιστός, ἐνῷ εἶναι εἰδωλολάτρης. Φαινομενικὰ μὲν σέβεται τὸν Θεόν, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἐπιζητεῖ νὰ ἀρέση στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι στὸν Θεόν. Κενόδοξος εἶναι κάθε ἐπιδεικτικὸς ἄνθρωπος. Τοῦ κενοδόξου ἡ νηστεία εἶναι χωρὶς μισθὸ καὶ ἡ προσευχὴ ἄκαιρη καὶ ἄστοχη. Διότι καὶ τὰ δυὸ τὰ κάνει γιὰ τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο. Ὁ κενόδοξος ἀσκητὴς εἶναι διπλὰ ἀδικημένος, ἀφοῦ καὶ τὸ σῶμα του τὸ τυραννεῖ, καὶ μισθὸ δὲν παίρνει.

»Ἀρχὴ τῆς ὑπερηφανείας εἶναι τὸ τέλος τῆς κενοδοξίας. Μέσον, ἡ ἐξουδένωσις τοῦ πλησίον, ἡ ἀναιδὴς φανέρωσις τῶν κόπων μας, ὁ ἐσωτερικὸς αὐτοέπαινος, τὸ μίσος τῶν ἐλέγχων. Καὶ τέλος, ἡ ἄρνησις τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐξύψωσις τῆς ἰδικῆς μας ἱκανότητος, ἡ δαιμονικὴ συμπεριφορά.

»Ἂν ὄχι ἐξ αἰτίας ἄλλου πάθους, ἀλλὰ ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ μόνο ἔπεσε κάποιος ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, πρέπει νὰ ἐξετάσωμε μήπως καὶ χωρὶς καμμία ἄλλη ἀρετή, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπείνωσι μόνο μποροῦμε νὰ ἀνεβοῦμε στοὺς οὐρανούς.

»Εἶναι ἐντροπὴ νὰ καμαρώνη κάποιος γιὰ τὸν ξένο στολισμό. Ὁμοίως εἶναι ἐσχάτη ἀνοησία νὰ ὑπερηφανεύεται κανεὶς γιὰ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Ὅσα κατορθώματα ἐπέτυχες πρὶν γεννηθῆς, γι᾿ αὐτὰ μόνο νὰ ὑπερηφανεύεσαι, διότι τὰ μετὰ τὴν γέννησί σου τὰ ἐχάρισε ὁ Θεός, καθὼς ἐπίσης καὶ αὐτὴ τὴν γέννησι.

«Ἀπό δηλητηριώδη ρίζα καὶ φοβερὴ μητέρα -ἐννοῶ τὴν μολυσμένη ὑπερηφάνεια- προέρχεται ἕνας πολὺ φοβερὸς ἀπόγονος, ἡ ἀνέκφραστη βλασφημία. ... Τὸ δὲ χειρότερο εἶναι, ὅτι δὲν μπορεῖς εὔκολα νὰ τὴν ἐκφράσης καὶ νὰ τὴν ἐξομολογηθῆς ἢ νὰ τὴν στηλιτεύσης ἐνώπιον πνευματικοῦ ἰατροῦ. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ πολλὲς φορὲς αὐτὴ ἡ ἀνόσιος ἔφερε πολλοὺς σὲ ἀπόγνωσι καὶ ἀπελπισία καὶ κατέστρεψε κάθε τους ἐλπίδα, ὅπως τὸ σαράκι τὸ ξύλο.

»Αὐτὴ λοιπόν, αὐτὴ ἡ παμμίαρη βλασφημία, εὐχαριστεῖται πολλὲς φορὲς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἁγίων συνάξεων καὶ ἀκόμη τὴν φρικτὴ ὥρα τῆς τελέσεως τῶν Μυστηρίων νὰ ὑβρίζῃ τὸν Κύριον καὶ τὰ τελούμενα ἅγια μυστήρια. Ἀπὸ αὐτὸ ἀντιλαμβανόμεθα πλήρως ὅτι δὲν τὰ πρόφερε τὰ ἀνείπωτα καὶ ἀσεβῆ καὶ ἀκατανόητα ἐκεῖνα λόγια ἡ ἰδική μας ψυχή, ἀλλὰ ὁ ἀντίθεος δαίμων, ὁ ὁποῖος ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, διότι καὶ ἐκεῖ σκέφθηκε νὰ βλασφημήση τὸν Κύριον. Διότι ἂν ἦταν ἰδικά μου τὰ ἄσεμνα καὶ ἀπρεπῆ ἐκεῖνα λόγια, πῶς δέχομαι τὸ δῶρο τῆς Θείας Κοινωνίας καὶ τὸ προσκυνῶ; Πῶς μπορῶ νὰ ὑβρίζω καὶ νὰ δοξολογῶ συγχρόνως;

»Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀνώνυμη χάρις τῆς ψυχῆς ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ὀνομασθῇ μόνο ἀπὸ ὅσους τὴν ἐδοκίμασαν ἐκ πείρας. Εἶναι ἀνέκφραστος πλοῦτος, ὀνομασία τοῦ Θεοῦ, δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον Ἐκεῖνος λέγει: «Μάθετε οὐκ ἀπ᾿ Ἀγγέλου, οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπου, οὐκ ἀπὸ δέλτου, ἀλλ᾿ ἀπ᾿ ἐμοῦ», δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐνοίκησί μου καὶ τὴν ἔλλαμψί μου καὶ τὴν ἐνέργειά μου μέσα σας, «ὅτι πρᾴος εἰμι καὶ ταπεινός τῇ καρδίᾳ καὶ τῷ λογισμῷ καὶ τῷ φρονήματι, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν πολέμων καὶ κουφισμὸν λογισμῶν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (πρβλ. Ματθ. ια´ 29).

»Ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ ὑπερηφανεύεται κανείς, καὶ ἄλλο τὸ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ταπεινώνεται. Ὁ πρῶτος καθημερινῶς κρίνει τοὺς ἄλλους· ὁ δεύτερος δὲν κρίνει τοὺς ἄλλους, πλὴν ὅμως δὲν κατακρίνει καὶ τὸν ἑαυτόν του· ὁ δὲ τρίτος, ἂν καὶ ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὴν καταδίκη, καταδικάζει ὁ ἴδιος συνεχῶς τὸν ἑαυτόν του.

»Γιὰ νὰ ταπεινούμεθα, ἔστω καὶ χωρὶς τὴν θέλησί μας, ὁ Κύριος οἰκονόμησε καὶ τοῦτο: Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὰ τραύματά του, ὅπως τὰ βλέπει ὁ πλησίον του. Ἔτσι εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ χρεωστοῦμε τὴν θεραπεία μας ὄχι στὸν ἑαυτόν μας, ἀλλὰ στὸν πλησίον καὶ στὸν Θεόν.

»Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι οὐράνιος ἀνεμοστρόβιλος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀνεβάση τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς ἁμαρτίας στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ.

»Ἡ προσευχή, ὡς πρὸς τὴν ποιότητά της, εἶναι συνουσία καὶ ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεόν, καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐνέργειά της, σύστασις καὶ διατήρησις τοῦ κόσμου, συμφιλίωσις μὲ τὸν Θεόν, μητέρα τῶν δακρύων, καθὼς ἐπίσης καὶ θυγατέρα, συγχώρησις τῶν ἁμαρτημάτων, γέφυρα ποὺ σῴζει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, τοῖχος ποὺ μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὶς θλίψεις, συντριβὴ τῶν πολέμων, ἔργο τῶν Ἀγγέλων, τροφὴ ὅλων τῶν ἀσωμάτων, ἡ μελλοντικὴ εὐφροσύνη, ἐργασία ποὺ δὲν τελειώνει, πηγὴ τῶν ἀρετῶν, πρόξενος τῶν χαρισμάτων, ἀφανὴς πρόοδος, τροφὴ τῆς ψυχῆς, φωτισμὸς τοῦ νοῦ, πέλεκυς ποὺ κτυπᾶ τὴν ἀπόγνωσι, ἀπόδειξις τῆς ἐλπίδος, διάλυσις τῆς λύπης, πλοῦτος τῶν μοναχῶν, θησαυρὸς τῶν ἡσυχαστῶν, μείωσις τοῦ θυμοῦ, καθρέπτης τῆς πνευματικῆς προόδου, φανέρωσις τῶν μέτρων, δήλωσις τῆς πνευματικῆς καταστάσεως, ἀποκάλυψις τῶν μελλοντικῶν πραγμάτων, σημάδι τῆς πνευματικῆς δόξης ποὺ ἔχει κανείς. Ἡ προσευχὴ εἶναι γι᾿ αὐτὸν ποὺ προσεύχεται πραγματικὰ δικαστήριο καὶ κριτήριο καὶ βῆμα τοῦ Κυρίου, πρὶν ἀπὸ τὸ μελλοντικὸ βῆμα.

»Μὴ ζητῇς νὰ λέγῃς πολλὰ στὴν προσευχή σου, γιὰ νὰ μὴ διασκορπισθῇ ὁ νοῦς σου, ἀναζητῶντας λόγια. Ἕνας λόγος πίστεως ἔσωσε τὸν λῃστή. Ἡ πολυλογία στὴν προσευχὴ πολλὲς φορὲς ἐδημιούργησε στὸ νοῦ φαντασίες καὶ διάχυσι, ἐνῷ ἀντιθέτως ἡ μονολογία συγκεντρώνει τὸν νοῦ.

»Ἡ πίστις ἔδωσε φτερὰ στὴν προσευχή. Χωρὶς αὐτὴν ἡ προσευχὴ δὲν μπορεῖ νὰ πετάξη στὸν οὐρανό.

»Ἡ ἀγάπη, ὡς πρὸς τὴν ποιότητά της εἶναι ὁμοίωσις μὲ τὸν Θεόν, ὅσο βέβαια εἶναι δυνατὸν στοὺς ἀνθρώπους. Ὡς πρὸς τὴν ἐνέργειά της, μέθη τῆς ψυχῆς. Ὡς πρὸς δὲ τὶς ἰδιότητές της, πηγὴ πίστεως, ἄβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.

»Ἡ ἀγάπη κυρίως εἶναι ἡ ἀπόρριψις κάθε ἐχθρικῆς καὶ ἀντιθέτου σκέψεως, ἐφ᾿ ὅσον “ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακόν” (Α´ Κορ. ιγ´ 5). Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ υἱοθεσία μόνο στὴν ὀνομασία διαφέρουν. Ὅπως ταυτίζεται ἡ ἐνέργεια στὸ φῶς, στὴν φωτιὰ καὶ στὴν φλόγα, ἔτσι νὰ σκέπτεσαι ὅτι συμβαίνει καὶ σ᾿ αὐτές. Ὅσο ποσὸν ἀγάπης λείπει, τόσο ποσὸν φόβου ὑπάρχει. Διότι ὅποιος δὲν ἔχει φόβο ἢ εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ἀγάπη ἢ εἶναι νεκρωμένος ψυχικά.

»Δὲν εἶναι ἀπρεπὲς ἐὰν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα χρησιμοποιήσωμε παραδείγματα γιὰ τὸν πόθο καὶ τὸν φόβο καὶ τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὸν ζῆλο καὶ τὴν δουλεία καὶ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ.

Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τέτοιο πόθο πρὸς τὸν Θεόν, ὡσὰν αὐτὸν ποὺ ἔχει ὁ μανιώδης ἐραστὴς πρὸς τὴν ἐρωμένη του.

Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἐφοβήθηκε τὸν Κύριον, ὅσο οἱ ὑπόδικοι τὸν δικαστή.

Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔδειξε τόση ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα στὰ πνευματικά, ὅσο οἱ εὐγνώμονες δοῦλοι στὸν κύριό τους.

Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔδειξε τόση ζηλοτυπία γιὰ τὶς ἀρετές, ὅση οἱ σύζυγοι ποὺ προσέχουν ζηλότυπα τὶς γυναῖκες τους.

Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἵσταται ἐμπρὸς στὸν Κύριον ὅπως οἱ ὑπηρέτες ἐμπρὸς στὸν βασιλέα.

Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ προσπαθεῖ συνεχῶς νὰ περιποιῆται καὶ νὰ ἀναπαύη τὸν Κύριον ὅπως ἔτυχε νὰ περιποιηθῇ καὶ νὰ ἀναπαύση (σεβαστούς) ἀνθρώπους.

Δὲν προσκολλᾶται τόσο πολὺ ἡ μητέρα στὸ βρέφος ποὺ θηλάζει, ὅσο ὁ υἱὸς τῆς ἀγάπης στὸν Κύριον.»

*  *  *

    Ἐτούτη τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό ἄς καλλιεργοῦμε, σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί χριστιανοί, ἀνερχόμενοι τήν πνευματική κλίμακα τῶν ἀρετῶν, τῆς ὁποίας πρακτικός διδάσκαλος εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης. Διότι, ὅπως λέει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «τιμή ἁγίου, μίμησις ἁγίου ἐστί». Ἄς ἀγωνιζόμαστε, λοιπόν, τόν καλόν ἀγῶνα, ἐναντίον τῶν παθῶν τῆς πονηρίας καί γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, ἔχοντας τό βλέμμα μας στραμμένο στόν καλόν ἀγωνοθέτη κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου, ἡ ἐλπίς καί ἡ Ἀνάσταση. Ἀμήν.


-----------------------

* Ὁμιλία ἡ ὁποία ἐκφωνήθηκε στόν ἱερό ναό Ἁγ. γεωργίου Καλλιθέας κατά τόν Κατανυκτικό Ἐσπερινό τῆς Δ' Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, 3 Ὰπριλίου 2022.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου