Την περασμένη Κυριακη, αδελφοί χριστιανοί, μάς δίδαξε ο Κύριός μας την μεγάλη σημασία της ταπεινοφροσύνης. Σήμερα, μέσα από την παραβολή του Ασώτου υιού, μάς διδάσκει ότι μακριά από τον Θεό δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας και μάς υπογραμμίζει την σημασία της μετανοίας. Η παραβολή είναι σε όλους γνωστή: ο νεώτερος γιος παίρνει το μερίδιο της πατρικής περιουσίας που τού αναλογεί και φεύγει σε χώρα ξένη, όπου σπαταλά κάθε πλούτο σε χαρές και γλέντια, μέχρι που πεινασμένος καταδέχεται να γίνει βοσκός χοίρων και προσπαθεί να κορέσει την πείνα του με την τροφή τους, τα ξυλοκέρατα. Κάποτε έρχεται σε συναίσθηση, παίρνει τον δρόμο της επιστροφής και όταν ο πατέρας του τρέχει να τον προϋπαντήσει, τού λέει «Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σ` εσένα, δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου, δέξου με σαν δούλο σου». Ο Πατέρας δεν απαντά με λόγια, αλλά στρώνει λαμπρό τραπέζι για να χαρούν όλοι για την επιστροφή του παιδιού του που ήταν εξαφανισμένο και βρέθηκε, ήταν νεκρό και αναστήθηκε. Τα λόγια του γιου αυτού δεν διαφέρουν από το «Θεέ μου, συγχώρησέ με τον αμαρτωλό» του τελώνη και όπως η προηγούμενη παραβολή, έτσι και η σημερινή απευθύνεται σε εμάς, που θεωρούμε πως είμαστε κοντά στον Θεό, αφού εκείνοι που βρίσκονται μακριά δεν έχουν μάλλον διάθεση να τόν ακούσουν. Ας ακούσουμε όμως με ποιόν τρόπο τα εξηγεί αυτά ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
«Όπως ακριβώς πριν από την παρουσία του Χριστού αποφεύγαμε τον Θεό, έτσι και τώρα φεύγουμε μακριά του· γιατί φεύγει κανείς από τον Θεό όχι ως προς τον τόπο (αφού είναι πανταχού παρών) αλλά με τα έργα. Ότι δεν είναι δυνατόν να φύγει κανείς, άκουσε τον προφήτη που λέει, “Πού να πάω μακριά από το πνεύμα σου, και από το πρόσωπό σου πού να φύγω;” Πώς λοιπόν γίνεται να φύγει κανείς από τον Θεό; Όταν απομακρυνθεί από αυτόν... Πώς γίνεται, λοιπόν, απομάκρυνση; πώς γίνεται διάσταση; Κατά την προαίρεση και κατά την ψυχή, γιατί κατά τον τόπο δεν γίνεται‧ διότι πώς θα μπορούσε κανείς να φύγει από τον πανταχού παρόντα; Επομένως φεύγει ο αμαρτωλός, αυτό εννοεί η (Αγία) Γραφή. Φεύγει ο ασεβής, αν και ουδείς τον διώχνει... Όταν αμαρτάνουμε, φευγουμε από τον Θεό, δραπευεύουμε, αποχωρούμε σε ξένη γη, όπως εκείνος που κατέφαγε τα υπάρχοντα του πατέρα και αφού αναχώρησε σε αλλότρια γη, κατανάλωσε όλη την πατρική περιουσία και ζούσε σε μεγάλη πείνα.
»Έχουμε λοιπόν πατρική περιουσία κι εμείς. Ποια είναι αυτή; Μάς απάλλαξε από τα αμαρτήματα, μάς χάρισε δύναμη και ισχύ για να εργαζόμαστε την αρετή, μάς χάρισε προθυμία, υπομονή, στο βάπτισμα μάς χάρισε το Άγιο Πνεύμα‧ αν λοιπόν αυτά τα καταναλώσουμε, τότε θα βρισκομαστε σε λιμό. Διότι, όπως ακριβώς οι ασθενείς, όσο ενοχλούνται από τον πυρετό και την κακία των υγρών, δεν δύνανται ούτε να ανασηκωθούν, ούτε να εργαστούν, ούτε να κάνουν ο,τιδήποτε‧ αν όμως αφού κάποιος τούς απαλλάξει από την νόσο, έπειτα αυτοί δεν εργάζονται, αυτό γίνεται εξαιτίας της δικής τους ραθυμίας‧ το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με εμάς. Είχε πέσει πάνω μας νόσος φοβερή και πυρετός σφοδρός, και είμασταν ξαπλωμένοι όχι σε κρεβάτι αλλά στην κακία αυτή, σαν σε κοπριά, πεταμένοι στην πονηριά, με πληγές που ανέδιδαν δυσωδία, αφυδατωμένοι, καταπονημένοι, είχαμε γίνει μάλλον σκιές, παρά άνθρωποι. Μάς είχαν περικυκλώσει δαίμονες πονηροί, ο άρχων του κόσμου τούτου γελώντας, πειράζοντας. Ήλθε ο μονογενής (Υιός) του Θεού, άφησε τις ακτίνες της παρουσίας του και αμέσως εξοβέλισε το σκοτάδι. Ήλθε προς εμάς ο βασιλιάς που καθόταν στον πατρικό θρόνο, αφού αφήσε τον θρόνο τον πατρικό‧ όταν λέω άφησε, μη νομίσεις ότι μετέβη κάπου, διότι αυτός γεμίζει (με την παρουσία του) τον ουρανό και την γη, αλλά το λέω για την οικονομία (του λόγου). Ήλθε προς τον εχθρό που μισούσε αυτόν, που τόν αποστρεφόταν, που δεν ανεχόταν ούτε να τον δει, που τόν βλαστημούσε κάθε μέρα. Τόν είδε να κείτεται στην κοπριά, με σκουληκιασμένες πληγές, καταβεβλημένο από τον πυρετό και από την πείνα, να έχει κάθε είδος νοσήματος. Διότι και ο πυρετός ενοχλούσε, δηλαδή η πονηρή επιθυμία, και οι φλεγμονές επεκτείνονταν, δηλαδή η απονία, και η βουλιμία τον κατείχε, δηλαδή η πλεονεξία, και από παντού σαπίλες, δηλάδή η πορνεία, και τύφλωση των ματιών, δηλαδή η ειδωλολατρεία, και κώφωση και παραπληγία, δηλαδή προσκύνηση των ξοάνων και των λίθων και προσευχές σε αυτά, και δυσμορφία πολλή, δηλαδή η κακία‧ αηδιαστικό πράγμα και φοβερότατη αρρώστια. Είδε πάλι εμάς να μιλάμε χειρότερα από τους μανιασμένους και να αποκαλούμε θεό το ξύλο και την πέτρα‧ μάς είδε σε τόση κακία και δεν σιχάθηκε, ούτε δυσφόρησε, ούτε αποστράφηκε, ούτε μίσησε. Αλλά τί κάνει; Σαν άριστος ιατρός κατασκευάζει φάρμακα πολύτιμα και πρώτος αυτός τα γεύεται‧ διότι πρώτος αυτός μετήλθε την αρετή, κι έτσι έδωσε σ` εμάς.
»Και σαν πρώτο αντίδοτο φάρμακο έδωσε το βάπτισμα, κι έτσι εμέσαμε κάθε κακία κι όλη φυγαδεύτηκε μονομιάς, και η φλεγμονή σταμάτησε, και ο πυρετός έσβησε, και οι σαπίλες καυτηριάστηκαν. Διότι όλα τα κακά από την πλεονεξία, από τον θυμό και τα λοιπά, άδειασαν διά του (Αγίου) Πνεύματος‧ άνοιξαν τα μάτια και τα αφτιά, λάλησε καλή φωνή η γλώσσα, έλαβε ισχύ η ψυχή, έλλαβε κάλλος και νεότητα το σώμα τούτο, όπως είναι φυσικό ο Υιός που γεννήθηκε από τον Πατέρα να αντλεί κάλλος από την χάρη του Πνεύματος, όπως είναι φυσικό να έχει δόξα ο νεογέννητος γιος του βασιλιά και να τρέφεται (ντυμένος) στην πορφύρα. Αλλοίμονο, πόση ευγένεια μάς χάρισε! εμείς όμως μένουμε αχάριστοι προς αυτόν που μάς αγάπησε τόσο πολύ. Γεννηθηκαμε, τραφήκαμε, ευεργετηθήκαμε‧ γιατί πάλι αποφεύγουμε τον ευεργέτη; Αυτός, επομένως, που έκανε όλα αυτά, δίνει και δύναμη‧ γιατί κυριευμένοι από την αρρώστια δεν θα αποκτούσαμε υγεία, αν δεν μάς έδινε αυτός την ισχύ. Έδωσε την άφεση των αμαρτημάτων, αθετήσαμε την δωρεά‧ μάς έδωσε πλούτο, τον σκορπίσαμε, καταφάγαμε τα πάντα‧ μάς έδωσε δύναμη, την καταναλώσαμε‧ μάς έδωσε χάρισμα, το σβήσαμε. Πώς; Τα καταναλώσαμε σε τίποτα το πρέπον, τα χρησιμοποιήσαμε σε ουδέν χρήσιμο. Αυτό μάς έφερε στην απώλεια και το χειρότερο όλων, ότι ενώ βρισκόμαστε σε ξένη γη και τρώμε ξυλοκέρατα, δεν λέμε “Ας επιστρέψουμε στον Πατέρα και ας τού πούμε‧ Αμαρτήσαμε στον ουρανό και σ` εσένα”, μιας που έχουμε τόσο φιλόστοργο Πατέρα, ο οποίος επιθυμεί σφόδρα την επάνοδό μας. Αν μόνο αποστασιοποιηθούμε από την κακία, αν μόνο επανέλθουμε προς αυτόν, ούτε να μάς εγκαλέσει ανέχεται για τα προηγούμενα‧ μόνο να αποστασιοποιηθούμε, γιατί είναι ικανή απολογία η επιστροφή. Τί λέω ότι δεν ανέχεται να μάς εγκαλέσει; όχι μόνο αυτός δεν εγκαλεί, αλλά ακόμα κι αν κάποιος άλλος εύλογα εγκαλεί, τόν αποστομώνει. Άρα λοιπόν ας επανέλθουμε‧ μέχρι πότε θα στεκόμαστε μακριά; ας λάβουμε συναίσθηση της ατιμίας, ας λάβουμε συναίσθηση της ευτελείας‧ η κακία μάς κάνει σαν τους χοίρους, η κακία φέρνει λιμό στην ψυχή. Ας γίνουμε πάλι κύριοι του εαυτού μας και ας ανανήψουμε, ας επανέλθουμε στην προηγούμενη ευγένεια, για να τύχουμε και των μελλόντων αγαθών, με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, το κράτος και η τιμή τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν» [1].
-----------------
[1] PG 62.268 εξ.
«Όπως ακριβώς πριν από την παρουσία του Χριστού αποφεύγαμε τον Θεό, έτσι και τώρα φεύγουμε μακριά του· γιατί φεύγει κανείς από τον Θεό όχι ως προς τον τόπο (αφού είναι πανταχού παρών) αλλά με τα έργα. Ότι δεν είναι δυνατόν να φύγει κανείς, άκουσε τον προφήτη που λέει, “Πού να πάω μακριά από το πνεύμα σου, και από το πρόσωπό σου πού να φύγω;” Πώς λοιπόν γίνεται να φύγει κανείς από τον Θεό; Όταν απομακρυνθεί από αυτόν... Πώς γίνεται, λοιπόν, απομάκρυνση; πώς γίνεται διάσταση; Κατά την προαίρεση και κατά την ψυχή, γιατί κατά τον τόπο δεν γίνεται‧ διότι πώς θα μπορούσε κανείς να φύγει από τον πανταχού παρόντα; Επομένως φεύγει ο αμαρτωλός, αυτό εννοεί η (Αγία) Γραφή. Φεύγει ο ασεβής, αν και ουδείς τον διώχνει... Όταν αμαρτάνουμε, φευγουμε από τον Θεό, δραπευεύουμε, αποχωρούμε σε ξένη γη, όπως εκείνος που κατέφαγε τα υπάρχοντα του πατέρα και αφού αναχώρησε σε αλλότρια γη, κατανάλωσε όλη την πατρική περιουσία και ζούσε σε μεγάλη πείνα.
»Έχουμε λοιπόν πατρική περιουσία κι εμείς. Ποια είναι αυτή; Μάς απάλλαξε από τα αμαρτήματα, μάς χάρισε δύναμη και ισχύ για να εργαζόμαστε την αρετή, μάς χάρισε προθυμία, υπομονή, στο βάπτισμα μάς χάρισε το Άγιο Πνεύμα‧ αν λοιπόν αυτά τα καταναλώσουμε, τότε θα βρισκομαστε σε λιμό. Διότι, όπως ακριβώς οι ασθενείς, όσο ενοχλούνται από τον πυρετό και την κακία των υγρών, δεν δύνανται ούτε να ανασηκωθούν, ούτε να εργαστούν, ούτε να κάνουν ο,τιδήποτε‧ αν όμως αφού κάποιος τούς απαλλάξει από την νόσο, έπειτα αυτοί δεν εργάζονται, αυτό γίνεται εξαιτίας της δικής τους ραθυμίας‧ το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με εμάς. Είχε πέσει πάνω μας νόσος φοβερή και πυρετός σφοδρός, και είμασταν ξαπλωμένοι όχι σε κρεβάτι αλλά στην κακία αυτή, σαν σε κοπριά, πεταμένοι στην πονηριά, με πληγές που ανέδιδαν δυσωδία, αφυδατωμένοι, καταπονημένοι, είχαμε γίνει μάλλον σκιές, παρά άνθρωποι. Μάς είχαν περικυκλώσει δαίμονες πονηροί, ο άρχων του κόσμου τούτου γελώντας, πειράζοντας. Ήλθε ο μονογενής (Υιός) του Θεού, άφησε τις ακτίνες της παρουσίας του και αμέσως εξοβέλισε το σκοτάδι. Ήλθε προς εμάς ο βασιλιάς που καθόταν στον πατρικό θρόνο, αφού αφήσε τον θρόνο τον πατρικό‧ όταν λέω άφησε, μη νομίσεις ότι μετέβη κάπου, διότι αυτός γεμίζει (με την παρουσία του) τον ουρανό και την γη, αλλά το λέω για την οικονομία (του λόγου). Ήλθε προς τον εχθρό που μισούσε αυτόν, που τόν αποστρεφόταν, που δεν ανεχόταν ούτε να τον δει, που τόν βλαστημούσε κάθε μέρα. Τόν είδε να κείτεται στην κοπριά, με σκουληκιασμένες πληγές, καταβεβλημένο από τον πυρετό και από την πείνα, να έχει κάθε είδος νοσήματος. Διότι και ο πυρετός ενοχλούσε, δηλαδή η πονηρή επιθυμία, και οι φλεγμονές επεκτείνονταν, δηλαδή η απονία, και η βουλιμία τον κατείχε, δηλαδή η πλεονεξία, και από παντού σαπίλες, δηλάδή η πορνεία, και τύφλωση των ματιών, δηλαδή η ειδωλολατρεία, και κώφωση και παραπληγία, δηλαδή προσκύνηση των ξοάνων και των λίθων και προσευχές σε αυτά, και δυσμορφία πολλή, δηλαδή η κακία‧ αηδιαστικό πράγμα και φοβερότατη αρρώστια. Είδε πάλι εμάς να μιλάμε χειρότερα από τους μανιασμένους και να αποκαλούμε θεό το ξύλο και την πέτρα‧ μάς είδε σε τόση κακία και δεν σιχάθηκε, ούτε δυσφόρησε, ούτε αποστράφηκε, ούτε μίσησε. Αλλά τί κάνει; Σαν άριστος ιατρός κατασκευάζει φάρμακα πολύτιμα και πρώτος αυτός τα γεύεται‧ διότι πρώτος αυτός μετήλθε την αρετή, κι έτσι έδωσε σ` εμάς.
»Και σαν πρώτο αντίδοτο φάρμακο έδωσε το βάπτισμα, κι έτσι εμέσαμε κάθε κακία κι όλη φυγαδεύτηκε μονομιάς, και η φλεγμονή σταμάτησε, και ο πυρετός έσβησε, και οι σαπίλες καυτηριάστηκαν. Διότι όλα τα κακά από την πλεονεξία, από τον θυμό και τα λοιπά, άδειασαν διά του (Αγίου) Πνεύματος‧ άνοιξαν τα μάτια και τα αφτιά, λάλησε καλή φωνή η γλώσσα, έλαβε ισχύ η ψυχή, έλλαβε κάλλος και νεότητα το σώμα τούτο, όπως είναι φυσικό ο Υιός που γεννήθηκε από τον Πατέρα να αντλεί κάλλος από την χάρη του Πνεύματος, όπως είναι φυσικό να έχει δόξα ο νεογέννητος γιος του βασιλιά και να τρέφεται (ντυμένος) στην πορφύρα. Αλλοίμονο, πόση ευγένεια μάς χάρισε! εμείς όμως μένουμε αχάριστοι προς αυτόν που μάς αγάπησε τόσο πολύ. Γεννηθηκαμε, τραφήκαμε, ευεργετηθήκαμε‧ γιατί πάλι αποφεύγουμε τον ευεργέτη; Αυτός, επομένως, που έκανε όλα αυτά, δίνει και δύναμη‧ γιατί κυριευμένοι από την αρρώστια δεν θα αποκτούσαμε υγεία, αν δεν μάς έδινε αυτός την ισχύ. Έδωσε την άφεση των αμαρτημάτων, αθετήσαμε την δωρεά‧ μάς έδωσε πλούτο, τον σκορπίσαμε, καταφάγαμε τα πάντα‧ μάς έδωσε δύναμη, την καταναλώσαμε‧ μάς έδωσε χάρισμα, το σβήσαμε. Πώς; Τα καταναλώσαμε σε τίποτα το πρέπον, τα χρησιμοποιήσαμε σε ουδέν χρήσιμο. Αυτό μάς έφερε στην απώλεια και το χειρότερο όλων, ότι ενώ βρισκόμαστε σε ξένη γη και τρώμε ξυλοκέρατα, δεν λέμε “Ας επιστρέψουμε στον Πατέρα και ας τού πούμε‧ Αμαρτήσαμε στον ουρανό και σ` εσένα”, μιας που έχουμε τόσο φιλόστοργο Πατέρα, ο οποίος επιθυμεί σφόδρα την επάνοδό μας. Αν μόνο αποστασιοποιηθούμε από την κακία, αν μόνο επανέλθουμε προς αυτόν, ούτε να μάς εγκαλέσει ανέχεται για τα προηγούμενα‧ μόνο να αποστασιοποιηθούμε, γιατί είναι ικανή απολογία η επιστροφή. Τί λέω ότι δεν ανέχεται να μάς εγκαλέσει; όχι μόνο αυτός δεν εγκαλεί, αλλά ακόμα κι αν κάποιος άλλος εύλογα εγκαλεί, τόν αποστομώνει. Άρα λοιπόν ας επανέλθουμε‧ μέχρι πότε θα στεκόμαστε μακριά; ας λάβουμε συναίσθηση της ατιμίας, ας λάβουμε συναίσθηση της ευτελείας‧ η κακία μάς κάνει σαν τους χοίρους, η κακία φέρνει λιμό στην ψυχή. Ας γίνουμε πάλι κύριοι του εαυτού μας και ας ανανήψουμε, ας επανέλθουμε στην προηγούμενη ευγένεια, για να τύχουμε και των μελλόντων αγαθών, με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, το κράτος και η τιμή τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν» [1].
-----------------
[1] PG 62.268 εξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου