Α' Κορ. 4.9-16
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι. Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ. Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.
Εορτάζουμε σήμερα την μνήμη του αγίου αποστόλου Ανδρέου και ακούσαμε ένα απόσπασμα από την πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, στο οποίο με μεγάλη ταπείνωση ο απόστολος περιγράφει την ζωή των αποστόλων. Νωρίτερα νουθετεί τους Κορίνθιους να μη υπερηφανεύονται για την ευσέβειά τους, ούτε να κρίνουν τους άλλους ανθρώπους, και γιαυτό στρέφεται στους αποστόλους, σε εκείνους δηλαδή που οι πρώτοι χριστιανοί τιμούσαν και εμείς ευλαβούμαστε περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο, και υποβάλλει τον εαυτό του σε μια υπέρμετρη φαινομενικά αυτοκριτική. Θεωρώ, λέει, ότι εμάς τους αποστόλους ο Θεός μάς απέδειξε έσχατους και σαν τους καταδικασμένους σε θάνατο, διότι γίναμε θέατρο και στους αγγέλους και στους ανθρώπους.Εμείς είμαστε μωροί για τον Χριστό, ενώ εσείς είστε φρόνιμοι εν Χριστώ. Εμείς είμαστε ασθενείς, σεις ισχυροί· σεις είστε ένδοξοι, εμείς άτιμοι. Μέχρι αυτή τη στιγμή και πεινάμε και διψάμε και είμαστε γυμνοί και μάς χαστουκίζουν και δεν έχουμε μόνιμο τόπο διαμονής και κουραζόμαστε εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια. Μάς περιφρονούν κι εμείς ευλογούμε, μάς διώκουν και κάνουμε υπομονή, μάς βλασφημούν και μεις παρακαλούμε τον Θεό γι αυτούς, σαν τα αποβράσματα του κόσμου γίναμε, παραπεταμένοι από όλους μέχρι τώρα. Δεν σάς τα γράφω αυτά με ντροπή, αλλά σάς νουθετώ σαν παιδιά μου αγαπημένα. Διότι εάν έχετε μύριους παιδαγωγούς εν Χριστώ, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρες, αφού εγώ σας γέννησα εν Χριστώ Ιησού διά του ευαγγελίου. Γι αυτό λοιπόν σάς παρακαλώ να γίνεστε μιμητές μου.
Εφαρμόζει ο απόστολος Παύλος τα λόγια του Χριστού, «Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» (Μάρ. 9.35). Καυτηριάζει την υπερήφανη καυχησιολογία των χριστιανών, προβάλλοντας την δική του ταπείνωση: εσείς λέτε ότι είστε φρόνιμοι, τίμιοι, ένδοξοι εν Χριστώ· κι όμως εμείς είμαστε κατώτεροι από όλους, ατιμασμένοι, μωροί, άφρονες, και μάλιστα όχι σε έναν τόπο, αλλά ενώπιον όλων των ανθρώπων και ενώπιον των αγγέλων και ενώπιον του Θεού του ιδίου. Διότι, οι μεν άνθρωποι μάς διώκουν και μάς περιφρονούν, ο δε βίος μας υστερεί στα μάτια των αγγέλων, μιας που ως άνθρωποι είμαστε κι εμείς αμαρτωλοί, και ακόμη και αν έχουμε κάποιες αρετές, αυτές αποτελούν δώρο της χάριτος του Θεού και επομένως δε μπορούμε να καυχώμαστε γι αυτές. Ταπεινώνει λοιπόν τον εαυτό του και υψώνει τα παιδιά του ο απόστολος, για να τούς δείξει ότι ίδιον του ενάρετου ανθρώπου δεν είναι η καύχηση, αλλά η ευχαριστία προς τον δωρεοδότη Θεό και η ταπείνωση. Γιατί, άμα υπερηφανευτούμε, έστω και μέσα μας, για τα πνευματικά μας επιτεύγματα, τότε έχουμε ομοιάσει με τον Φαρισαίο της παραβολής και έχουμε εκπέσει στα μάτια του Θεού.
Οι απόστολοι όμως και όλοι οι άγιοι οι ένδοξοι και οι αφανείς, από τον απόστολο Παύλο μέχρι τον τον τσαγκάρη της Αλεξάνδρειας, θεωρούσαν τον εαυτό τους ως κατώτερο όλων των άλλων ανθρώπων. Δεν ενδιαφέρονταν για τιμές και πρωτοκαθεδρίες, ούτε από τον κόσμο, ούτε από τους άλλους χριστιανούς, ούτε καν στον ουρανό, ενώπιον του θρόνου του Θεού. Γι αυτό και ο Χριστός επετίμησε τους μαθητές εκείνους, που πήγανε να τού ζητήσουν να καθίσουν δίπλα του στη Βασιλεία των ουρανών, επειδή σκέφτονταν με ανθρώπινα κριτήρια και όχι με πνευματικά. Εάν λοιπόν οι απόστολοι, οι φωστήρες της οικουμένης, οι αυτόπτες και αυτήκοοι του Χριστού δεν καυχώνταν, παρά μόνο για τον σταυρό του Χριστού, και υπέμειναν τα πάνδεινα, διώξεις, μαστιγώσεις, εξορίες, πέινα, δείψα, κακουχίες, ακόμα και τον θάνατο, και όλα αυτά αγόγγυστα, δοξολογούντες τον Θεό και ευλογούντες τους διώκτες των και θεωρώντας ότι δεν έχουν πράξει τίποτα το αξιέπαινο, πολύ περισσότερο εμείς, που ο Θεός μάς έχει απαλλάξει από τέτοιου είδους ταλαιπωρίες και μάς έχει προικίσει με λιγότερα χαρίσματα, δεν δικαιολογούμαστε να καυχώμαστε για τον εαυτό μας. Αλλά και οι άγιοι, και οι μεγάλοι ασκητές της ερήμου, των οποίων την αρετή δεν μπορούμε να φτάσουμε, όταν τούς ρωτούσαν έλεγαν ότι είναι αχρείοι δούλοι, οι οποίοι μόλις και προλαβαίνουν να κάνουν το χρέος τους.
Η σύγκριση και η καύχηση αποτελεί κοσμική ενασχόληση, και τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι ο Χριστός ουδέποτε σύγκρινε και ουδέποτε έκρινε τους ανθρώπους, με μοναδική εξαίρεση την παραβολή του τελώνου και του Φαρισαίου, όπου κατέκρινε την τάση του δεύτερου να συγκρίνει τον εαυτό του με τις εντολές του Θεού και με τον πλησίον του, καταδίκασε δηλαδή την αυτοδικαίωση και την κατάκριση. Και δεν μάς είπε απλά να μη κατακρίνουμε, αλλά να μη κρίνουμε καθόλου. Εάν θέλουμε να κρίνουμε, ας κρίνουμε τον εαυτό μας σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού που αναφέραμε νωρίτερα και σύμφωνα με το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου το οποίο ακούσαμε.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο απόστολος μάς λέει ότι δεν ντρέπεται για όσα μάς λέει. Μάς ομιλεί με αυτόν τον τρόπο για να μας νουθετήσει, για να μάς συνετίσει και για να μάς παροτρύνει να γίνουμε μιμητές του. Επομένως, όλοι εμείς που συναχθήκαμε σήμερα να τιμήσουμε τον απόστολο Ανδρέα, ας αποβάλλουμε κάθε λογισμό αυτοδικαιώσεως ή κατακρίσεως του αδελφού μας και ας προσπαθήσουμε να μιμηθούμε τις αρετές, την ταπείνωση και την υπομονή των αποστόλων και όλων των αγίων, εφαρμόζοντας καθημερινά το Ευαγγέλιο και μορφώνοντας την ζωή μας εν Χριστώ. Διότι τιμή αγίου, μίμησις αγίου εστί. Αμήν.
π. Χ.Β.
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι. Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ. Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.
Εορτάζουμε σήμερα την μνήμη του αγίου αποστόλου Ανδρέου και ακούσαμε ένα απόσπασμα από την πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, στο οποίο με μεγάλη ταπείνωση ο απόστολος περιγράφει την ζωή των αποστόλων. Νωρίτερα νουθετεί τους Κορίνθιους να μη υπερηφανεύονται για την ευσέβειά τους, ούτε να κρίνουν τους άλλους ανθρώπους, και γιαυτό στρέφεται στους αποστόλους, σε εκείνους δηλαδή που οι πρώτοι χριστιανοί τιμούσαν και εμείς ευλαβούμαστε περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο, και υποβάλλει τον εαυτό του σε μια υπέρμετρη φαινομενικά αυτοκριτική. Θεωρώ, λέει, ότι εμάς τους αποστόλους ο Θεός μάς απέδειξε έσχατους και σαν τους καταδικασμένους σε θάνατο, διότι γίναμε θέατρο και στους αγγέλους και στους ανθρώπους.Εμείς είμαστε μωροί για τον Χριστό, ενώ εσείς είστε φρόνιμοι εν Χριστώ. Εμείς είμαστε ασθενείς, σεις ισχυροί· σεις είστε ένδοξοι, εμείς άτιμοι. Μέχρι αυτή τη στιγμή και πεινάμε και διψάμε και είμαστε γυμνοί και μάς χαστουκίζουν και δεν έχουμε μόνιμο τόπο διαμονής και κουραζόμαστε εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια. Μάς περιφρονούν κι εμείς ευλογούμε, μάς διώκουν και κάνουμε υπομονή, μάς βλασφημούν και μεις παρακαλούμε τον Θεό γι αυτούς, σαν τα αποβράσματα του κόσμου γίναμε, παραπεταμένοι από όλους μέχρι τώρα. Δεν σάς τα γράφω αυτά με ντροπή, αλλά σάς νουθετώ σαν παιδιά μου αγαπημένα. Διότι εάν έχετε μύριους παιδαγωγούς εν Χριστώ, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρες, αφού εγώ σας γέννησα εν Χριστώ Ιησού διά του ευαγγελίου. Γι αυτό λοιπόν σάς παρακαλώ να γίνεστε μιμητές μου.
Εφαρμόζει ο απόστολος Παύλος τα λόγια του Χριστού, «Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» (Μάρ. 9.35). Καυτηριάζει την υπερήφανη καυχησιολογία των χριστιανών, προβάλλοντας την δική του ταπείνωση: εσείς λέτε ότι είστε φρόνιμοι, τίμιοι, ένδοξοι εν Χριστώ· κι όμως εμείς είμαστε κατώτεροι από όλους, ατιμασμένοι, μωροί, άφρονες, και μάλιστα όχι σε έναν τόπο, αλλά ενώπιον όλων των ανθρώπων και ενώπιον των αγγέλων και ενώπιον του Θεού του ιδίου. Διότι, οι μεν άνθρωποι μάς διώκουν και μάς περιφρονούν, ο δε βίος μας υστερεί στα μάτια των αγγέλων, μιας που ως άνθρωποι είμαστε κι εμείς αμαρτωλοί, και ακόμη και αν έχουμε κάποιες αρετές, αυτές αποτελούν δώρο της χάριτος του Θεού και επομένως δε μπορούμε να καυχώμαστε γι αυτές. Ταπεινώνει λοιπόν τον εαυτό του και υψώνει τα παιδιά του ο απόστολος, για να τούς δείξει ότι ίδιον του ενάρετου ανθρώπου δεν είναι η καύχηση, αλλά η ευχαριστία προς τον δωρεοδότη Θεό και η ταπείνωση. Γιατί, άμα υπερηφανευτούμε, έστω και μέσα μας, για τα πνευματικά μας επιτεύγματα, τότε έχουμε ομοιάσει με τον Φαρισαίο της παραβολής και έχουμε εκπέσει στα μάτια του Θεού.
Οι απόστολοι όμως και όλοι οι άγιοι οι ένδοξοι και οι αφανείς, από τον απόστολο Παύλο μέχρι τον τον τσαγκάρη της Αλεξάνδρειας, θεωρούσαν τον εαυτό τους ως κατώτερο όλων των άλλων ανθρώπων. Δεν ενδιαφέρονταν για τιμές και πρωτοκαθεδρίες, ούτε από τον κόσμο, ούτε από τους άλλους χριστιανούς, ούτε καν στον ουρανό, ενώπιον του θρόνου του Θεού. Γι αυτό και ο Χριστός επετίμησε τους μαθητές εκείνους, που πήγανε να τού ζητήσουν να καθίσουν δίπλα του στη Βασιλεία των ουρανών, επειδή σκέφτονταν με ανθρώπινα κριτήρια και όχι με πνευματικά. Εάν λοιπόν οι απόστολοι, οι φωστήρες της οικουμένης, οι αυτόπτες και αυτήκοοι του Χριστού δεν καυχώνταν, παρά μόνο για τον σταυρό του Χριστού, και υπέμειναν τα πάνδεινα, διώξεις, μαστιγώσεις, εξορίες, πέινα, δείψα, κακουχίες, ακόμα και τον θάνατο, και όλα αυτά αγόγγυστα, δοξολογούντες τον Θεό και ευλογούντες τους διώκτες των και θεωρώντας ότι δεν έχουν πράξει τίποτα το αξιέπαινο, πολύ περισσότερο εμείς, που ο Θεός μάς έχει απαλλάξει από τέτοιου είδους ταλαιπωρίες και μάς έχει προικίσει με λιγότερα χαρίσματα, δεν δικαιολογούμαστε να καυχώμαστε για τον εαυτό μας. Αλλά και οι άγιοι, και οι μεγάλοι ασκητές της ερήμου, των οποίων την αρετή δεν μπορούμε να φτάσουμε, όταν τούς ρωτούσαν έλεγαν ότι είναι αχρείοι δούλοι, οι οποίοι μόλις και προλαβαίνουν να κάνουν το χρέος τους.
Η σύγκριση και η καύχηση αποτελεί κοσμική ενασχόληση, και τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι ο Χριστός ουδέποτε σύγκρινε και ουδέποτε έκρινε τους ανθρώπους, με μοναδική εξαίρεση την παραβολή του τελώνου και του Φαρισαίου, όπου κατέκρινε την τάση του δεύτερου να συγκρίνει τον εαυτό του με τις εντολές του Θεού και με τον πλησίον του, καταδίκασε δηλαδή την αυτοδικαίωση και την κατάκριση. Και δεν μάς είπε απλά να μη κατακρίνουμε, αλλά να μη κρίνουμε καθόλου. Εάν θέλουμε να κρίνουμε, ας κρίνουμε τον εαυτό μας σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού που αναφέραμε νωρίτερα και σύμφωνα με το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου το οποίο ακούσαμε.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο απόστολος μάς λέει ότι δεν ντρέπεται για όσα μάς λέει. Μάς ομιλεί με αυτόν τον τρόπο για να μας νουθετήσει, για να μάς συνετίσει και για να μάς παροτρύνει να γίνουμε μιμητές του. Επομένως, όλοι εμείς που συναχθήκαμε σήμερα να τιμήσουμε τον απόστολο Ανδρέα, ας αποβάλλουμε κάθε λογισμό αυτοδικαιώσεως ή κατακρίσεως του αδελφού μας και ας προσπαθήσουμε να μιμηθούμε τις αρετές, την ταπείνωση και την υπομονή των αποστόλων και όλων των αγίων, εφαρμόζοντας καθημερινά το Ευαγγέλιο και μορφώνοντας την ζωή μας εν Χριστώ. Διότι τιμή αγίου, μίμησις αγίου εστί. Αμήν.
π. Χ.Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου