(Εισήγηση στη Σχολή Γονέων της Ι. Μητροπόλεως Κερκύρας και Παξών την 21-1-2004)
Το θέμα που έχει οριστεί να αναπτύξω απόψε στην αγάπη σας είναι «σχολική και εκκλησιαστική παιδεία», και θα έλεγα πως είναι ένα επίκαιρο θέμα, καθώς σε λίγες ημέρες θα εορτάσουμε τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών, των μεγάλων διδασκάλων της χριστιανοσύνης. Είναι όμως επίκαιρο πάντοτε, γιατί η παιδεία αποτελεί ένα από τα κύρια σημεία στα οποία επικεντρώνεται το ενδιαφέρον των γονιών για τα παιδιά τους.
Το θέμα μας από μόνο του θέτει δυο διαφορετικές διαστάσεις στο περιεχόμενο της παιδείας, τη σχολική και την εκκλησιαστική. Ίσως να νομίσει κανείς ότι η μία βρίσκεται σε αντίθεση με την άλλη, και σε αυτό έχει συμβάλλει η στάση κάποιων εκπαιδευτικών πάνω στο θέμα. Η πραγματικότητα όμως είναι πως η μία συμπληρώνει την άλλη, καλλιεργεί και εκπαιδεύει διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης φύσης και κατά συνέπεια δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως δεν μπορεί να σταθεί η μία χωρίς την άλλη. Ο ρόλος των γονιών στην πραγμάτωση της παιδείας είναι και στις δύο περιπτώσεις σημαντικός. Συχνά όμως παρατηρούμε ότι παραθεωρείται η δεύτερη, δηλαδή η εκκλησιαστική παιδεία, είτε γιατί δεν δίνεται σε αυτή η βαρύτητα που θα έπρεπε, είτε γιατί εντελώς αγνοείται η σπουδαιότητά της.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Σχολική παιδεία κατανοούμε όλοι πως είναι η παιδεία που παρέχει το σχολείο, σε όλες τις βαθμίδες του, Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο, Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.. Αν εξαιρέσουμε τα τελευταία, η σχολική παιδεία αποτελεί την στοιχειώδη εκπαίδευση, τις βασικές γνώσεις που προσφέρει η Πολιτεία στον κάθε πολίτη. Είναι σημαντικός ο ρόλος της στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού, χωρίς βέβαια να παραβλέπουμε και τις επιδράσεις, καλές ή κακές, που έχει η συναναστροφή του με τους συνομήλικούς του, μέσα στο χώρο του σχολείου.
Η σχολική παιδεία θα δώσει στο παιδί ένα πλήθος πληροφοριών, το οποίο αποκαλούμε «γνώση», για τη φύση, τον άνθρωπο, τις επιστήμες, την ιστορία, την κοινωνία, την τέχνη και τον πολιτισμό. Θα του δώσει, όπως λέμε, τα εφόδια για να βγει στην κοινωνία, να εργαστεί και να επιβιώσει, να αναδειχθεί ενδεχομένως επαγγελματικά και κοινωνικά. Αυτή την παιδεία οι Πατέρες της Εκκλησίας την ονομάζουν «θύραθεν», δηλαδή θα λέγαμε σήμερα κοσμική, δηλαδή χρήσιμη μεν, αλλά στεγνή από πνευματικότητα. Γιατί στο σχολείο τα παιδιά μας δεν μαθαίνουν να αγαπούν τον πλησίον, δεν μαθαίνουν να κάνουν αυτοκριτική, δεν μαθαίνουν να γνωρίζουν τον εαυτό τους, δεν μαθαίνουν τι σημαίνει πνευματικός άνθρωπος, ούτε τι σημαίνει καλλιέργεια των αρετών, ούτε υποψιάζονται την αξία της καλλιέργειας ης ψυχής.
Όλα αυτά αποτελούν αντικείμενο της Εκκλησιαστικής παιδείας, η οποία ασχολείται με την μόρφωση του έσω ανθρώπου, με τις πνευματικές του επιδόσεις, και για το λόγο αυτό είπα στην αρχή ότι δεν αντιστρατεύεται την σχολική παιδεία, αλλά μάλλον τη συμπληρώνει. ΄Όταν λέμε Εκκλησιαστική παιδεία δεν εννοούμε ότι θέλουμε τα παιδιά μας να πηγαίνουν στην Εκκλησία τις Κυριακές, ή στο κατηχητικό μόνο. Σε αυτό το σημείο νομίζουν πολλοί, εκκλησιαστικοί παράγοντες αλλά και γονείς, ότι βρίσκεται όλη η βαρύτητα της εκκλησιαστικής παιδείας. Δεν είναι όμως έτσι, γιατί ο εκκλησιασμός ή η συμμετοχή στο κατηχητικό και τις νεανικές συντροφιές στην ουσία είναι αποτέλεσμα μιας στάσης ζωής, είναι απόρροια της εκκλησιαστικής παιδείας και όχι προϋπόθεσή της.
Τι θέλω να πω: το ότι εκκλησιάζεται κάποιος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχει καλλιεργήσει σωστά τον έσω άνθρωπο, που είναι και το ζητούμενό μας. Είναι πολλοί που εκκλησιάζονται από συνήθεια, άλλοι επειδή τους αρέσει η εκκλησιαστική μουσική, άλλοι για κοινωνικούς λόγους και βέβαια και οι σωστοί χριστιανοί. Στο παιδί δεν περνά η αιτιολόγηση ότι πρέπει να εκκλησιάζεται «γιατί έτσι πρέπει», ή «για το καλό», ή να του λέμε «δεν βλέπεις τι κάνω εγώ, η γιαγιά σου» και άλλα παρόμοια. Ο εκκλησιασμός είναι η πεμπτουσία της πνευματικής μας ζωής, άρα πριν από αυτόν απαιτείται η μέριμνα για τη διαμόρφωση όλων των πτυχών της πνευματικής ζωής.
Εδώ νομίζω ότι έχει πλέον θέση και η συμβολή των γονέων. Σε ότι αφορά τη σχολική παιδεία και εκπαίδευση, είναι σημαντική η προσφορά τους. Παιδιά που οι γονείς τους δεν μπορούν να τα βοηθήσουν, είτε λόγω του δικού τους χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, είτε γιατί λόγω οικογενειακών προβλημάτων δεν τα προσέχουν όσο θα έπρεπε, δεν προσλαμβάνουν εύκολα τη σχολική γνώση, συχνά υστερούν σε σύγκριση με τα υπόλοιπα και δεν είναι λίγες οι φορές που καταδικάζονται στη μετριότητα και σε αποκλεισμό από τις ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης, αλλά και της επαγγελματικής τους εξέλιξης στο μέλλον.
Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να βοηθούν οι γονείς τα παιδιά τους στην πορεία τους στο σχολείο. Χρειάζεται καταρχήν να μεταδώσουν στα παιδιά τους τη σημασία που έχει η εκπαίδευση για τον άνθρωπο. Η πρόταση «πρέπει να πας σχολείο γιατί είσαι μικρός και έτσι πρέπει να κάνεις» και άλλες παρόμοιες δεν αιτιολογούν τίποτα. Αν λοιπόν η ψυχολογία και η Παιδαγωγική μας διδάσκει ότι πρέπει να εξηγούμε τα πάντα στα παιδιά με τρόπο πειστικό και αληθινό, στα πλαίσια βέβαια της δικής τους νοητικής ικανότητας, τότε και σε ότι αφορά τον παράγοντα σχολείο, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να εξηγούμε και να δίνουμε απαντήσεις, τόσο σε ότι αφορά την χρησιμότητα της εκπαίδευσης, όσο και στις διάφορες απορίες που καθημερινά σχεδόν γεννιούνται μέσα από τη διαδικασία της μάθησης.
Το παιδί βλέπει στους γονείς του την εικόνα του τέλειου ενήλικα, του συνειδητοποιημένου, αυτού που είναι σίγουρος για τη ζωή, που τα ξέρει όλα. Οπωσδήποτε η πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Ο κάθε γονιός και ο κάθε ενήλικας έχει να παλέψει με τις δικές του φοβίες, με τις δικές του ανασφάλειες, με τα δικά του προβλήματα, συχνά σε καθημερινή βάση. Η εικόνα όμως που το κάθε παιδί σχηματίζει για τους γονείς του είναι η εικόνα του τέλειου, αυτού στον οποίο θέλει το παιδί να μοιάσει.
Επομένως, σε ότι αφορά την εκπαιδευτική διαδικασία, τουλάχιστον στο Δημοτικό αν όχι και στο Γυμνάσιο, το παιδί θεωρεί αυτονόητο πως ό,τι μαθαίνει αυτό τώρα, το γνωρίζει ήδη ο γονιός του. Έτσι λοιπόν ρωτάει γι αυτά που έμαθε, γι αυτά που δεν ξέρει και γι αυτά που δεν καταλαβαίνει, και θεωρεί φυσικό οι γονείς του να ξέρουν να του απαντήσουν. Ζητά και έχει ανάγκη να το βοηθήσουν στα μαθήματά του, χρειάζεται τη συμπαράστασή τους και κυρίως το ενδιαφέρον τους. Κατά συνέπεια λοιπόν η τυχόν αδυναμία τους να εξηγήσουν στο παιδί βασικά του ερωτήματα ισοδυναμεί από τη μια μεριά με γκρέμισμα της εικόνας που έχει σχηματίσει το παιδί γι αυτούς, αλλά και αδυναμία συμπλήρωσης των κενών που το σχολείο δεν μπορεί εκ της φύσεώς του να καλύψει.
Αντίστοιχα θα λέγαμε πως είναι τα πράγματα και στην εκκλησιαστική παιδεία. Μόνο που εδώ έχουμε κάποιες ιδιαιτερότητες, κάποιες επιπλέον απαιτήσεις. Γιατί πρώτα απ όλα η εκκλησιαστική εκπαίδευση δεν είναι υποχρεωτική, όπως η σχολική, άρα επαφίεται στην αντίστοιχη παιδεία των γονιών, στη διάθεσή τους και στο παράδειγμά τους.
Το μοντέλο του τέλειου, που αναπτύσσει το παιδί για τους γονείς του, αφορά όλη τη ζωή μας, και όχι μόνο το εκπαιδευτικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι ειδικά στην πνευματική ζωή είναι σχεδόν αδύνατο το παιδί να ξεφύγει από το πρότυπο και το επίπεδο των γονιών του, τουλάχιστον μέχρι την αποφοίτηση από το Λύκειο. Γιατί σε ότι αφορά τη στοιχειώδη εκπαίδευση το παιδί μπορεί με την κατάλληλη μελέτη, με το φροντιστήριο και με την επιμέλειά του να ξεπεράσει το ενδεχομένως χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των γονιών του. Στα πνευματικά όμως, που δεν μαθαίνονται σε σχολεία αλλά αποτελούν μετάδοση πνευματικής εμπειρίας, είναι δύσκολο κάτι τέτοιο να πραγματοποιηθεί.
Είπαμε για πνευματική εμπειρία. Αυτή ακριβώς θα έλεγα πως είναι το ζητούμενο, και όχι ο εκκλησιασμός αυτός καθαυτός, όπως τόνισα νωρίτερα. Για να υπάρξει στα παιδιά μας εκκλησιαστική παιδεία, θα πρέπει να υπάρχει πρώτα σ΄ εμάς τους ίδιους, και κυρίως να γίνεται διαρκώς παράδειγμα και στάση ζωής.
Όπως το παιδί ρωτά για τα μαθήματά του και απαιτεί απαντήσεις σωστές και αιτιολογημένες, έτσι ρωτά και ζητά απαντήσεις σε ερωτήματα θρησκευτικά. Αυτά είναι και τα πιο δύσκολα, γιατί απαιτούν από το γονιό αυτογνωσία, πίστη, πνευματική καλλιέργεια. Δεν μπορεί κανείς να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα, που δεν έχει απαντήσει πρώτα στον εαυτό του. Όπως δεν μπορεί να προτρέπει σε μια στάση ζωής την οποία δεν εφαρμόζει. Η εκκλησιαστική παιδεία λοιπόν, ως διεργασία που ξεκινά μέσα στην οικογένεια για να συνεχιστεί αργότερα στο περιβάλλον του Ναού, απαιτεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τη συμβολή των γονιών.
Ειδικά στις μέρες μας, που η κατήχηση είναι υποτονική έως ανύπαρκτη, που ο θεσμός των αναδόχων έχει εκφυλιστεί σε κοινωνική σχέση χωρίς αντίκρισμα, που οι νέοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν την αξία και τη σημασία του να είναι κανείς κοντά στην εκκλησία, που δεν γνωρίζουν στοιχειώδη πράγματα για την πίστη μας, ο ρόλος του γονιού και της οικογένειας γίνεται ακόμα πιο σημαντικός.
Δεν θέλω να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η Εκκλησία και οι κληρικοί είναι αμέτοχοι στην πνευματική – εκκλησιαστική παιδεία. Είναι οι διαμορφωτές της, και μάλιστα η στάση τους και η πολιτεία τους ευθύνεται πολλές φορές για τα κακά που θέλουν να καυτηριάζουν. Στο βαθμό όμως που η σημερινή συζήτηση αφορά γονείς και παιδιά, θέλω να καταδείξω τη σπουδαιότητα του παραδείγματος των γονιών, που διαμορφώνουν τη στάση και την κατάσταση όλης της οικογένειας, που ευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά στο αν τα παιδιά τους θα γευτούν την εκκλησιαστική παιδεία και σε ποιο βαθμό.
Πρέπει όμως εδώ να διευκρινίσουμε κάποια πράγματα. Και πρώτα – πρώτα ότι η εκκλησιαστική, η πνευματική εκπαίδευση δεν είναι προϊόν καταναγκασμού, αλλά αποτέλεσμα ελευθερίας. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: πρώτο, ότι η προσέλευση στην εκκλησία και τον εκκλησιαστικό τρόπο ζωής δεν μπορεί να γίνεται με τρόπο καταναγκαστικό, και δεύτερο ότι οι εκφράσεις της θρησκευτικότητας, δηλαδή ο εκκλησιασμός, η εξομολόγηση κλπ δεν πρέπει να θεωρούνται ως υποχρεώσεις του πιστού, αλλά ως ελεύθερη και ηθελημένη συμμετοχή στην κοινωνία των πιστών με τον Θεό.
Χρειάζεται δηλαδή να εμπνεύσουμε στα παιδιά ότι το να είναι κανείς κοντά στο Χριστό είναι πράξη ελευθερίας, είναι κάτι που γεμίζει με χαρά την ύπαρξή μας είναι κάτι που το θέλουμε και το επιζητούμε, γιατί ακριβώς ανταποκρίνεται στις πνευματικές μας προσδοκίες. Αρκεί βέβαια να ζούμε κι εμείς κάτι τέτοιο.
Το ίδιο ισχύει και για τις λεγόμενες «εντολές» του Θεού. Θα πρέπει να δούμε και στη συνέχεια να εξηγήσουμε στα παιδιά ότι οι εντολές του Θεού δεν είναι ένας κώδικας απαγορεύσεων που μας τον επιβάλλει ο Θεός για να μας βασανίζει με την επιθυμία και στη συνέχεια να μας τιμωρεί για την παράβαση, αλλά ότι είναι αποτέλεσμα της ζωής κάθε ανθρώπου, όταν καταφέρει μέσα του να έχει αγάπη προς το Θεό και κυρίως προς τον πλησίον, τον αδελφό του, το συνάνθρωπό του.
Επίσης θα πρέπει να καλλιεργήσουμε στα παιδιά το κριτήριο της αυτογνωσίας και κυρίως της κρίσεως, ανάμεσα σε τι είναι καλό και τι δεν είναι. «Πάντα μοι έξεστι, αλλ΄ ου πάντα συμφέρει», λέει ο απόστολος Παύλος. Αυτό συχνά ξαφνιάζει τα παιδιά, όταν δηλαδή τους πούμε ότι στο Ευαγγέλιο γράφει ότι επιτρέπονται τα πάντα. Τα βάζει όμως παράλληλα σε προβληματισμό, όταν συμπληρώνουμε ότι δεν συμφέρουν όλα, και ότι ο καθένας θα πρέπει να αξιολογεί, με κριτή τη συνείδησή του και την απέραντη αγάπη του Θεού, ποιο είναι πράγματι το συμφέρον του.
Αυτό δηλαδή που χρειάζεται περισσότερο, είναι να εμπνεύσουμε στα παιδιά υγιή κριτήρια, για το τι είναι αλήθεια, τι μας συμφέρει πνευματικά, τι σημαίνει αγάπη, τι σημαίνει πίστη, ποια είναι η πραγματική ελευθερία, ποιο το κέρδος να ζει κανείς με το Χριστό, κοντά και μέσα στην Εκκλησία Του.
Έτσι, τελευταίος θα έλεγα, έρχεται ο εκκλησιασμός, η πρακτική πλευρά της εκκλησιαστικής ζωής, ως συνέπεια της εσωτερικής πνευματικής παιδείας και μόρφωσης.
Αγαπητοί μου,
συχνά οι γονείς κάνουν ένα μεγάλο λάθος. Θέλουν τα παιδιά τους να τους μοιάσουν, ειδικά αν αυτοί ανήκουν σε κάποια υψηλή μορφωτική και επαγγελματική βαθμίδα. Αν είναι π.χ. ο γονιός δικηγόρος, είναι αδιανόητο το παιδί να μη φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο, να μη γίνει και αυτό δικηγόρος, ή γιατρός ή κάτι εξίσου σημαντικό. Πολλές φορές με τον τρόπο αυτό, θέλοντας δηλαδή να εκπληρωθεί η δική τους επιθυμία, ο δικός τους δηλαδή εγωισμός, καταπιέζουν τα παιδιά τους και τα ωθούν να επιλέξουν πράγματα που κατά βάθος τα ίδια δεν επιθυμούν.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και ας πούμε με τα πνευματικά: επιθυμούμε οι άλλοι να μας μοιάσουν, επιβάλλουμε στα παιδιά εξωτερικές συμπεριφορές και στάσεις συμπεριφοράς, ακόμα και ντυσίματος, που εμείς ακολουθούμε, που μας ικανοποιούν, που τις θεωρούμε επιβεβλημένες για το κοινωνικό μας προφίλ και τα πιστεύω μας. Είπα «ας πούμε με τα πνευματικά», γιατί ακριβώς αυτή η στάση δείχνει ότι δεν υπάρχει σχέση με τα πνευματικά πράγματα. Γιατί όπως ακριβώς στην επιλογή του επαγγέλματος το παιδί πρέπει να διαλέξει ελεύθερα, έτσι και στην πνευματική ζωή, πρέπει να προσέλθει ελεύθερα, αβίαστα, ασχημάτιστα.
Οι εξωτερικές φορμαλιστικές επιλογές δεν υποδηλώνουν τίποτα. Είναι εγωιστικό να θέλουμε τα παιδιά να μας μοιάσουν στον τρόπο που εκκλησιαζόμαστε, ο οποίος σημειωτέον τις περισσότερες φορές είναι λάθος, είναι φαρισαϊκός, υποκριτικός, νοθευμένος με τον εγωισμό. Αν υπάρχει μια σοβαρή αιτία που τα νέα παιδιά δεν θέλουν να εκκλησιάζονται, είναι γιατί οι μεγάλοι τους βλέπουν περίεργα, τους εξετάζουν στο ντύσιμό τους, τους κατακρίνουν για τις επιλογές τους. Και αυτό δυστυχώς συμβαίνει ακόμα και κατά την ώρα του εκκλησιασμού. Είναι πιστεύω καιρός να αποβάλλουμε όλον αυτό το γύψο και τη σκουριά από πάνω μας, να γίνουμε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και στη συνέχεια με τους άλλους, να πάψουμε να καταπιεζόμαστε εμείς πρώτα και στη συνέχεια τα παιδιά μας, να γευτούμε και να δείξουμε στη συνέχεια τι σημαίνει ελευθερία κατά Χριστόν.
Ίσως σας κούρασα, ειδικά με τα τελευταία. Θα επιχειρήσω να ανακεφαλαιώσω, ώστε να δοθεί και χρόνος για τη συζήτηση. Σχολική λοιπόν και εκκλησιαστική παιδεία. Προετοιμασία για την εισαγωγή του παιδιού στην κοινωνία των ανθρώπων η πρώτη, προετοιμασία για τη ζωή μέσα στην κοινωνία της Βασιλείας του Θεού η δεύτερη. Υποχρεωτική η μία, ελεύθερη η άλλη. Γνώση η μία, τρόπος και στάση ζωής η άλλη. Και στις δύο σημαντική η συμβολή της οικογένειας, και κυρίως των γονιών. Και πιο σημαντικό το παράδειγμά μας, η δική μας μόρφωση και μαθητεία, τόσο στη «θύραθεν», όσο και στην κατά Θεόν παιδεία. Γιατί η μία συμπληρώνει την άλλη. Ούτε η παιδεία μπορεί να κατορθώσει πολλά, χωρίς την πνευματική καλλιέργεια, ούτε όμως και η πνευματική εμπειρία μπορεί να μεταδοθεί, χωρίς τη χρησιμοποίηση της θύραθεν παιδείας.
Είναι θα λέγαμε σαν τις δυο όψεις ενός νομίσματος, που στην προκείμενη περίπτωση είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όλες τις εποχές, μας διδάσκουν τη σπουδαιότητα αυτής της συνύπαρξης και των δύο μορφών της παιδείας. «Μορφωμένος» γι αυτούς δεν είναι αυτός που ξέρει πολλά. Η γνώση φυσιεί τον άνθρωπο, μας λέει ο απόστολος Παύλος, δηλαδή τον κάνει εγωιστή, ενώ το πνεύμα τον ζωοποιεί. Μορφωμένος πραγματικά είναι εκείνος που συνδυάζει την θύραθεν παιδεία με την καλλιέργεια της ψυχής, και όσο αυξάνει η μία, αυξάνει και η άλλη.
Ευχής έργο είναι τα παιδιά μας να αποκτήσουν την τέλεια μόρφωση, όπως την περιγράψαμε, δηλαδή το συνδυασμό της σχολικής με την εκκλησιαστική παιδεία.
Για να το πετύχουμε όμως αυτό, βασική προϋπόθεση είναι η δική μας συνολική μόρφωση, το δικό μας ενδιαφέρον και κυρίως το δικό μας παράδειγμα, εν ελευθερία.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου