Ο πλούτος της φιλανθρωπίας [Κυριακή Θ΄ Λουκά] (17.11.2019)


Με την παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου και εκείνη του καλού Σαμαρείτη, που προηγήθηκαν, διδαχθήκαμε ποιά είναι τα πρόσκαιρα αγαθά και ποιά τα αιώνια και τί καρπούς επιφέρει η σκληροκαρδία και ποιά η σημασία της φιλανθρωπίας, υπόδειγμα της οποίας είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Σήμερα, αδελφοί χριστιανοί, η αγία μας Εκκλησία προβάλλει την παραβολή του άφρονα πλουσίου, για να μάς διδάξει ότι η ρίζα κάθε κακού, κάθε αμαρτίας, δεν είναι άλλη από την πλεονεξία, όπως θα μάς εξηγήσει στη συνέχεια ο Μέγας Βασίλειος1.

«Κάποιου πλούσιου ανθρώπου, λέει ο Κύριος, καρποφόρησαν τα χωράφια και αναρωτιόταν‧ Τί να κάνω; Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα οικοδομήσω μεγαλύτερες. Για ποιό λόγο καρποφόρησε η χώρα του ανθρώπου, αφού κανένα καλό δεν έμελλε να κάνει από τούτη την ευφορία; Για να φανεί ακόμα περισσότερο η μακροθυμία του Θεού, και ότι μέχρι και σε τέτοιους ανθρώπους εκτείνονται οι δωρεές του. Γιατί “βρέχει επί δικαίους και αδίκους και ανατέλλει τον ήλιο επί πονηρούς και αγαθούς”. Και οι μεν δωρεές του Θεού ήταν τούτα: η γονιμότητα της γης, ο ευνοϊκός καιρός, η αφθονία των σπόρων, η συνεργασία των βοδιών και τα υπόλοιπα, με τα οποία η γεωργία συντελείται. Του δε ανθρώπου ποιά; το πικρόν του ήθους, η μισανθρωπία, η τσιγκουνιά. Αυτά επιδυκνύει, σε αντίθεση με τον ευεργέτη. Δεν θυμήθηκε την κοινή των ανθρώπων φύση, δεν σκέφτηκε να μοιράσει το περίσσευμα στους ενδεείς, δεν κράτησε κάποιο λόγο της εντολής, “Μην αποφύγεις να κάνεις το καλό σ` όποιον έχει ανάγκη” και “Ελεημοσύνες και πίστη να μη σε εγκαταλείψουν” και “Διαμοίρασε στον πεινασμένο το ψωμί σου”. Δεν εισακούονταν οι φωνές όλων των προφητών και όλων των διδασκάλων, αλλά οι μεν αποθήκες ασφυκτιούσαν από το πλήθος των συναχθέντων, η δε φειδωλή καρδιά δεν γέμισε. Γιατί έπεσε σ` αυτή την αδιέξοδο αμηχανία, από τη μια να μην επιτρέπει την διάθεση των παλαιών, εξ αιτίας της πλεονεξιας, και από την άλλη να μην επαρκεί να υποδεχθεί τα νέα γεννήματα, λόγω του πλήθους.

»”Τί να κάνω;” Έτοιμο ήταν να πεις ότι “Θα γεμίσω τις καρδιές των πεινασμένων, θα ανοιξω τις αποθήκες και θα καλέσω όλους τους φτωχούς”. Αλλά συ δεν είσαι τέτοιος, γιατί αφ` ενός στερείς τους ανθρώπους από την απόλαυση των αγαθών κι αφ` ετέρου φροντίζεις, αφού συγκρότησες στην ψυχή σου πονηρό βουλευτήριο, όχι πώς να διαμοιράσεις στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του αλλά πώς, αφού υποδεχθείς τα πάντα, θα αποστερήσεις όλους από την ωφέλεια αυτών. Ήλθαν οι απαιτούντες την ψυχή, κι εκείνος συζητά με την ψυχή του για τις τροφές. Την ίδια νύκτα παραλαμβάνονταν, και φαντάζονταν ότι η απόλαυση θα διαρκέσει πολλά έτη. Τού επετράπη να τα θελήσει όλα και να φανερώσει την γνώμη του, για να δεχτεί την απόφαση που αξίζει στην προαίρεσή του.

»Όπως οι παράφοροι από μανία δεν βλέπουν τα πράγματα αλλά από το πάθος τους φαντάζονται διάφορα, έτσι και η ψυχή που έχει καταληφθεί από την φιλοχρηματία, βλέπει τα πάντα ως χρυσό και ως ασήμι, εύχεται τα πάντα να μεταβληθούν σε χρυσάφι και επινοεί τρόπους προς αυτό. Γιατί ποιά μηχανή δεν κινείται για τον χρυσό; Το σιτάρι χρυσός γίνεται, ο οίνος, το μαλλί μετατρέπονται σε χρυσό, κάθε εμπορική συναλλαγή, κάθε ιδέα χρυσό επιφέρει. Ο ίδιος ο χρυσός απογεννά τον εαυτό του, πολλαπλασιαζόμενος με τον δανεισμό, και δεν υπάρχει χορτασμός, ούτε βρίσκεται τέλος της επιθυμίας. Πλούτος εάν ρέει, μην προσθέτετε καρδιά. Έπειτα, κατεχόμενος και λιμνάζων, τί προκαλεί; πλημμυρίζει βιαίως, γκρεμίζει του πλουσίου τις αποθήκες και κατεδαφίζει τα ταμεία του, σαν τον εχθρό που έχει κάνει εισβολή. Αλλά θα οικοδομήσει μεγαλύτερες; Άγνωστο, αν δεν τις παραδώσει γκρεμισμένες στον μετά από αυτόν.

»Αλλ’ αυτός μεν ας έχει το συνακόλουθο των κακών θελημάτων τέλος. Το οποίο εσύ μην πάθεις. Γι αυτό τον λόγο γράφτηκε τούτη η παραβολή, για να αποφύγουμε την ομοίωση. Μιμήσου την γη, άνθρωπε, καρποφόρησε οπως εκείνη, μη φανείς χειρότερος από το άψυχο. Εκείνη μεν έθρεψε τους καρπούς όχι για δική της απόλαυση αλλά για την δική σου εξυπηρέτηση. Εσύ δε όποιον καρπό της ευποιίας κι αν επιδείξεις, στον εαυτό σου τον συνάγεις, διότι οι ευεργεσίες των αγαθών έργων επιστρέφουν σὲκείνους που δίνουν. Έδωσες στον πεινασμένο, και γίνεται δικό σου το δοθέν, αφού επανήλθε με προσθήκη. Γιατί όπως το σιτάρι, όταν πέσει στη γη, γίνεται κέρδος για εκείνον που το σκορπά, έτσι και ο άρτος που καταβάλεται στον πεινασμένο, πλούσια την ωφέλεια αργότερα αναδίδει. Ας είναι, λοιπόν, για σένα το πέρας της γεωργίας αρχή της επουρανίου σποράς, γιατί “Σπείρατε”, λέει, “για σάς στην δικαιοσύνη”. Είναι πολύ καλύτερο το καλό όνομα από τον πολύ πλούτο. Αν μάλιστα θαυμάζεις τα χρήματα για την εξ’ αυτών τιμή, σκέψου πόσο αποτελεσματικότερο για την απόκτηση δόξας είναι να σε αποκαλούν πατέρα μύρια παιδιά ή να έχεις μύρια φλουριά στο πουγκί. Τα μέν χρήματα, βέβαια, θα τα αφήσεις εδώ, και παρά τη θέλησή σου‧ την δε φιλοτιμία των καλών έργων θα αποκομίσεις προς τον Δεσπότη, όταν ολόκληρος δήμος ενώπιον του κοινού κριτού αφού σε περικυκλώσουν, τροφέα και ευεργέτη θα σε αποκαλούν και όλα τα ονόματα της φιλανθρωπίας». Αμήν.


_____________
1 Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τό ρητόν τοῦ κατά Λουκᾶν εὐαγγελίου‧ «Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω» καί περί πλεονεξίας. (Επιλογή αποσπασμάτων).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου