Κάποτε ο Διογένης τριγυρνούσε στην Αθήνα, μέρα μεσημέρι, κρατώντας ένα αναμμένο φανάρι. -Τι το θες το φανάρι; τον ρώτησαν -Αναζητώ άνθρωπο, απάντησε ο κυνικός φιλόσοφος.
Άνθρωποι δίχως ανθρωπιά έχουμε καταντήσει, ανθρωπόμορφες ατομοκεντρικές μονάδες, η κοινωνία μας συνοθύλευμα αλληλοαντικορουόμενων συμφερόντων, όπου ο κάθε «άλλος» είναι ο εχθρός μου, ο κλέφτης, ο λωποδύτης, κι εγώ ο «καλός» Μακιαβέλι, που στο βωμό του βραχύβιου συμφέροντός μου θυσιάζω ακόμα και την μάνα μου και τα παιδιά μου. Άνθρωπος πουθενά;
«Πολιτικόν ζῶον» ο άνθρωπος, κατά Αριστοτέλη, που προτάσσει το κοινό καλό, αυτό της Πόλεως, έναντι του δικού του συμφέροντος. Πολιτικά ζωντόβολα οι απαρτίζοντες τον θίασο των κομματικών μηχανισμών (η λέξη «πολιτικών» δεν τους αρμόζει) που μεταχειριζόμενοι κάθε πανουργία προσπαθούν να εκμαιεύσουν την «ψήφο» (= γνώμη, βούληση) των ζώων της «πολιτικής (= κομματικής) βάσης», τάζοντας ικανοποίηση των ακόρεστων ορέξεών της. Λάθος, λάθος, λάθος.
Ποιον να εμπιστευτείς; Αφού δεν εμπιστεύεσαι, αδερφέ, ούτε τον εαυτό σου, τον αδερφό, τον συγγενή, τον «φίλο»... θα εμπιστευτείς τα κόμματα; ποια; αυτά που ευθύνονται για την κατάντια της χώρας, για τις μίζες, τους κρυφούς δανεισμούς, για την ψευτιά και την αδικία; μήπως αυτά που διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους εναντίον των «μνημονίων» και μόλις ήλθαν στην εξουσία ανέτρεψαν τις εξαγγελίες τους; μήπως εκείνους που ζήτησαν το όχι, ήλπιζαν σε ναι και έπραξαν ναι; μήπως, μήπως, μήπως... ; μήπως τους νοσταλγούς του φασισμού; μήπως τους ευθυνόφοβους επικριτές των πάντων; Όλοι τους βρίσκονται στον ίδιο παρονομαστή: την ακόρεστη επιθυμία για εξουσία, με κάθε κόστος (για τον λαό, οι ίδιοι έχουν την καβάντζα τους). Ακόμα και οι αντιεξουσιαστές, τη δική τους εξουσία θέλουν να εγκαθιδρύσουν.
Κι εμείς, αφιονισμένοι από τις ψευδείς υποσχέσεις και από τα κούφια λόγια τους, αγόμαστε και φερόμαστε από τις δικές μας επιθυμίες και ψηφίζουμε εκείνον που κάθε φορά θεωρούμε (ή ελπίζουμε) ότι θα τις ικανοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο. Χρήματα θέλουμε, άνεση, καλοπέραση, τη βολή μας. Και ας ψοφήσουν όλοι οι άλλοι, οι «κακοί» του μικρόκοσμού μας. Γιαυτό τούς κατακρίνουμε όλους, και συνάμα κοιτάμε πώς να εκμεταλλευτούμε τους πάντες προς όφελός μας.
Γι αυτό και επιλέγω να απέχω από τις εκλογές. Όχι από πολιτική αδιαφορία (ας μη βιαστούν οι τυχόν επικριτές), αλλά από ευαισθησία και ενδιαφέρον. Για τον άνθρωπο. Για τον αδερφό, που είναι ο κάθε άνθρωπος, ο ξένος, ο ζητιάνος, ο αλλοεθνής, ο εγκληματίας. Γιατί την αλλαγή στη ζωή μας δεν την φέρνει κανένας πολιτικός, κανένα κόμμα, καμιά παράταξη, κανένας νόμος, κανένας πακτωλός χρημάτων, καμιά «δικαιοσύνη» που φορά τα γυαλιά του συμφέροντος: χρήματα και πολιτική επιρροή. Γιατί απλά δεν μπορούν από μόνοι τους. Γιατί άμα δεν πετάξουμε στα σκουπίδια τη σαπίλα που μάς διέπει (και την οποία έχουμε αγαπήσει υπέρμετρα), αν δεν αλλάξουμε εμείς και άμα δεν προσπαθήσουμε να γίνουμε ΑΝΘΡΩΠΟΙ, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει.
Αν το τολμήσουμε (γιατί θέλει αυταπάρνηση), τότε δεν έχουμε ανάγκη τα κόμματα ούτε τους πολιτικούς ούτε τις σάπιες δομές του συστήματος. Το σύστημα έγινε για να διαιωνίζει την αδικία (νταξ, και για να καταστέλλει φαινόμενα κραυγαλέας παρανομίας, όπου άλλο το νόμιμο και άλλο το δίκαιο). Η δικαιοσύνη, που όλοι δηλώνουμε ότι επιθυμούμε, δεν επιβάλλεται, αλλά βγαίνει από μέσα μας. Εφόσον βέβαια υπάρχει. «Για τα δεσμά μας, δεν φταίει πάντα η σκλαβιά, μα η υποταγμένη μας καρδιά» (Ν. Άσιμος).
Ευτυχώς, υπάρχουν Άνθρωποι. Λίγοι ίσως, αρκετοί πάντως ώστε να μην απελπίζομαι. Είναι εκείνοι που αναζητούν τον άνθρωπο, που χωρίς να φαίνονται μεγαλουργούν με τα μικρά. Είναι εκείνοι που οι τσέπες τους είναι συνήθως αδειανές, μα οι καρδιές τους πλημμυρίζουν. Είναι αυτοί που συνήθως δεν τους πιάνει το μάτι μας ή τους βλέπει στραβά, επικριτικά. Δεν ανήκουν στους διάσημους, ούτε στους έχοντες και κατέχοντες, ούτε συμφύρονται με τους ισχυρούς, ούτε ταιριάζουν με τους «καθώς πρέπει», ούτε φοβούνται τον πόνο ή τη δυστυχία του κόσμου, κι ας ζουν μέσα στον κόσμο. Και προπαντός, δεν συμβιβάζονται με ημίμετρα και δεν τρέχουν ξοπίσω από αυταπάτες.
Ψηφίζω Ανθρώπους. Τους μικρούς, που ο Μέγας εξελέξατο για να ξεφτιλίσει τους τρανούς. Τώρα και πάντα.
Άνθρωποι δίχως ανθρωπιά έχουμε καταντήσει, ανθρωπόμορφες ατομοκεντρικές μονάδες, η κοινωνία μας συνοθύλευμα αλληλοαντικορουόμενων συμφερόντων, όπου ο κάθε «άλλος» είναι ο εχθρός μου, ο κλέφτης, ο λωποδύτης, κι εγώ ο «καλός» Μακιαβέλι, που στο βωμό του βραχύβιου συμφέροντός μου θυσιάζω ακόμα και την μάνα μου και τα παιδιά μου. Άνθρωπος πουθενά;
«Πολιτικόν ζῶον» ο άνθρωπος, κατά Αριστοτέλη, που προτάσσει το κοινό καλό, αυτό της Πόλεως, έναντι του δικού του συμφέροντος. Πολιτικά ζωντόβολα οι απαρτίζοντες τον θίασο των κομματικών μηχανισμών (η λέξη «πολιτικών» δεν τους αρμόζει) που μεταχειριζόμενοι κάθε πανουργία προσπαθούν να εκμαιεύσουν την «ψήφο» (= γνώμη, βούληση) των ζώων της «πολιτικής (= κομματικής) βάσης», τάζοντας ικανοποίηση των ακόρεστων ορέξεών της. Λάθος, λάθος, λάθος.
Ποιον να εμπιστευτείς; Αφού δεν εμπιστεύεσαι, αδερφέ, ούτε τον εαυτό σου, τον αδερφό, τον συγγενή, τον «φίλο»... θα εμπιστευτείς τα κόμματα; ποια; αυτά που ευθύνονται για την κατάντια της χώρας, για τις μίζες, τους κρυφούς δανεισμούς, για την ψευτιά και την αδικία; μήπως αυτά που διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους εναντίον των «μνημονίων» και μόλις ήλθαν στην εξουσία ανέτρεψαν τις εξαγγελίες τους; μήπως εκείνους που ζήτησαν το όχι, ήλπιζαν σε ναι και έπραξαν ναι; μήπως, μήπως, μήπως... ; μήπως τους νοσταλγούς του φασισμού; μήπως τους ευθυνόφοβους επικριτές των πάντων; Όλοι τους βρίσκονται στον ίδιο παρονομαστή: την ακόρεστη επιθυμία για εξουσία, με κάθε κόστος (για τον λαό, οι ίδιοι έχουν την καβάντζα τους). Ακόμα και οι αντιεξουσιαστές, τη δική τους εξουσία θέλουν να εγκαθιδρύσουν.
Κι εμείς, αφιονισμένοι από τις ψευδείς υποσχέσεις και από τα κούφια λόγια τους, αγόμαστε και φερόμαστε από τις δικές μας επιθυμίες και ψηφίζουμε εκείνον που κάθε φορά θεωρούμε (ή ελπίζουμε) ότι θα τις ικανοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο. Χρήματα θέλουμε, άνεση, καλοπέραση, τη βολή μας. Και ας ψοφήσουν όλοι οι άλλοι, οι «κακοί» του μικρόκοσμού μας. Γιαυτό τούς κατακρίνουμε όλους, και συνάμα κοιτάμε πώς να εκμεταλλευτούμε τους πάντες προς όφελός μας.
Γι αυτό και επιλέγω να απέχω από τις εκλογές. Όχι από πολιτική αδιαφορία (ας μη βιαστούν οι τυχόν επικριτές), αλλά από ευαισθησία και ενδιαφέρον. Για τον άνθρωπο. Για τον αδερφό, που είναι ο κάθε άνθρωπος, ο ξένος, ο ζητιάνος, ο αλλοεθνής, ο εγκληματίας. Γιατί την αλλαγή στη ζωή μας δεν την φέρνει κανένας πολιτικός, κανένα κόμμα, καμιά παράταξη, κανένας νόμος, κανένας πακτωλός χρημάτων, καμιά «δικαιοσύνη» που φορά τα γυαλιά του συμφέροντος: χρήματα και πολιτική επιρροή. Γιατί απλά δεν μπορούν από μόνοι τους. Γιατί άμα δεν πετάξουμε στα σκουπίδια τη σαπίλα που μάς διέπει (και την οποία έχουμε αγαπήσει υπέρμετρα), αν δεν αλλάξουμε εμείς και άμα δεν προσπαθήσουμε να γίνουμε ΑΝΘΡΩΠΟΙ, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει.
Αν το τολμήσουμε (γιατί θέλει αυταπάρνηση), τότε δεν έχουμε ανάγκη τα κόμματα ούτε τους πολιτικούς ούτε τις σάπιες δομές του συστήματος. Το σύστημα έγινε για να διαιωνίζει την αδικία (νταξ, και για να καταστέλλει φαινόμενα κραυγαλέας παρανομίας, όπου άλλο το νόμιμο και άλλο το δίκαιο). Η δικαιοσύνη, που όλοι δηλώνουμε ότι επιθυμούμε, δεν επιβάλλεται, αλλά βγαίνει από μέσα μας. Εφόσον βέβαια υπάρχει. «Για τα δεσμά μας, δεν φταίει πάντα η σκλαβιά, μα η υποταγμένη μας καρδιά» (Ν. Άσιμος).
Ευτυχώς, υπάρχουν Άνθρωποι. Λίγοι ίσως, αρκετοί πάντως ώστε να μην απελπίζομαι. Είναι εκείνοι που αναζητούν τον άνθρωπο, που χωρίς να φαίνονται μεγαλουργούν με τα μικρά. Είναι εκείνοι που οι τσέπες τους είναι συνήθως αδειανές, μα οι καρδιές τους πλημμυρίζουν. Είναι αυτοί που συνήθως δεν τους πιάνει το μάτι μας ή τους βλέπει στραβά, επικριτικά. Δεν ανήκουν στους διάσημους, ούτε στους έχοντες και κατέχοντες, ούτε συμφύρονται με τους ισχυρούς, ούτε ταιριάζουν με τους «καθώς πρέπει», ούτε φοβούνται τον πόνο ή τη δυστυχία του κόσμου, κι ας ζουν μέσα στον κόσμο. Και προπαντός, δεν συμβιβάζονται με ημίμετρα και δεν τρέχουν ξοπίσω από αυταπάτες.
Ψηφίζω Ανθρώπους. Τους μικρούς, που ο Μέγας εξελέξατο για να ξεφτιλίσει τους τρανούς. Τώρα και πάντα.
π. Χερουβείμ Βελέτζας
Απλά και Ορθόδοξα
Ακούστε και αυτό:
Είπα κι εγώ ν’ αλλάξω ζωή, ν’ αρχίσω καινούργιο παιχνίδι
Το ‘ξερα πριν κρατούσα γυμνή κι αγνή την καρδιά στο λεπίδι
Και δεν την είδα την πρώτη ελπίδα, να γίνει σπέρμα, να σαρκωθεί.
Στο φανάρι του Διογένη
Κάθεται ένας νιος και περιμένει
Μην το γκρεμίσουν, κι ας τον νομίσουν φονιά
Που ‘χει τόσο ευαίσθητη καρδιά.
Πια δεν γυρνάνε τα χρόνια πίσω βοριά
Νιε μου το φανάρι δεν 'φελά.
Έτσι κι εγώ θα ψάξω να βρω, βουνίν, φορεσιάν και ντουφέτσι
Με δίχως θυμόν και δίχως μιλιάν, ταφήν να πληρώσω του κλέφτη
Των δεσποτάδων, κυβερνητάδων, χοντροτζεπάδων και δικαστών.
Άλλος μασάει, κι άλλος σωπαίνει
Κι ο σκυφτός λαός να περιμένει
Για τα δεσμά μας, δεν φταίει πάντα η σκλαβιά
Μα η υποταγμένη μας καρδιά
Μ’ ένα φανάρι ξαναγυρνάς τις νυχτιές
Ψάχνεις γι’ ανυπόταχτες ματιές.
Όταν από τό 2008 στήν πολιτική σκηνή υπάρχει η πολιτική παράταξη συνεχιστών τού Καποδίστρια "ΚΟΙΝΩΝΙΑ", κανείς αληθινά Ορθόδοξος (πολύ δέ περισσότερο ιερεύς) δέν δικαιολογείται νά απέχη διά τής σιωπής του από τίς εκλογές.Ο σιωπών δοκεί συναινείν...Οι αδελφοί εν Χριστώ που ίδρυσαν τήν παράταξη αυτή, ενεργά μέλη τής Εκκλησίας, προκειμένου νά υπάρξη ένα ανάχωμα στήν πνευματική κατρακύλα τής πατρίδος μας, καί νά Ευαγγελίση τήν πολιτική, άν δέν υποστηριχθούν από εμάς τούς Ορθοδόξους πρωτίστως, πώς θά δυναμώσουν; Λυπούμαι νά σου πώ πάτερ ότι όχι απλώς σκέπτεσαι καί ενεργείς λάθος στό συγκεκριμένο ζήτημα αλλά αντορθοδόξως!Λυπούμαι πολύ....
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ,
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπορώ με το ανέρειστο της κατηγορίας που με τόση σπουδή μού προσάπτεις. Καλόν είναι ο λόγος ημών των χριστιανών να μην είναι επιθετικός και να μην περιέχει χαρακτηρισμούς, όπως των ανθρώπων που δεν σέβονται τον Θεό. Και δεν θα απέκρουα οιαδήποτε κατηγορία και να μού εξαπέλυες , όπως μάς δίδαξε ο Όσιος Αγάθων (όπως, δηλαδή αν κατηγορούμην ως ανόητος ή ανήθικος ή οτιδήποτε άλλο, εχθροί γαρ του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού), πλην από αυτή της αιρέσεως. Επειδή, όμως, εγκαλούμαι ότι φέρομαι ανορθόδοξα, διότι δεν εκφράζομαι θετικά, και μάλιστα δημόσια, για κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα, γιαυτό και εις ό,τι αφορά εις τα κατ' εμέ, το υπογραμίζω, μόνο και μόνο εις τα κατ' εμέ, οφείλω να ομολογήσω τα εξής: Δεν δύναμαι να θέτω τον εαυτό μου υπέρ ή κατά καμίας πολιτικής παράταξης και κανενός πολιτικού ανθρώπου, γιατί άλλοι είναι οι όροι της πολιτικής και άλλοι της ιερωσύνης, και ο ρόλος μου ως ιερέως είναι να ενώνω τον λαό του Θεού και όχι να τού δημιουργώ έριδες. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όταν ο Πιλάτος τόν ρώτησε αν είναι βασιλεύς, απάντησε ότι «ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» και μού διεμήνυσε ρητά ότι ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν. Για τον λόγο αυτό, οι Ιεροί Κανόνες μού απαγορεύουν μια τέτοια ανάμειξη (βλ. στ΄ και πζ΄ των Αγίων Αποστόλων, δ΄ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και ερμηνεία αυτών υπό του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου στο Πηδάλιον κλπ). Η κρίση, βέβαια, των λόγων ή των έργων των κρατούντων, είναι άλλο ζήτημα, εφ' όσον, βεβαίως, δεν υπερβαίνει τα όρια που έθεσαν οι Άγιοι Πατέρες. Μού αρκεί, τέλος, προκειμένου να σωπάσω περαιτέρω, να θυμηθώ ότι: «Δεινὸν μὲν οὖν, καὶ πάσης ἀτιμίας ἀνάμεστον, τὸ καὶ ἐν πολιτικοῖς πράγμασι δόξης ἐρᾷν» ( Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, PG 60.570). Ειρήνη υμίν.
Ούτε ανέρειστη είναι η κατηγορία ούτε εν σπουδή, εξ άλλου ούτε ο πρώτος είσαι ούτε ο τελευταίος που σκέπτεται καί ενεργεί λανθασμένως στό συγκεκριμένο ζήτημα. Νομίζω ότι πρίν γράψης αυτό τό κατεβατό, θά έπρεπε νά φροντίσης νά ενημερωθής τόσον γιά τήν παράταξη όσο (κυρίως) διαβάζοντας τό βιβλίο ενός φωτισμένου συλλειτουργού σου, τού π. Βασιλείου Βολουδάκη, που έχει ως τίτλο "Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ" καί τό οποίο περιέχει όλα τά θεολογικά επιχειρήματα που αποδεικνύουν τό λανθασμένον τής πρακτικής σου στό συγκεκριμένο ζήτημα. Λυπούμαι άν μέ τόν λόγο μου σού χάλασα κάποια ψευδαίσθηση ορθότητος αλλά αυτή είναι η πραγματικότης.Βεβαίως, δέν αποκλείω τήν περίπτωση άν έχης καλή προαίρεση νά αλλάξης στάση στό ζήτημα αυτό μετά τήν ανάγνωση του βιβλίου (άν τό διαβάσης).
ΑπάντησηΔιαγραφήΑδελφέ,
ΑπάντησηΔιαγραφήμού ζητάς να αθετήσω τον λόγο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τους Ιερούς Κανόνες και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Και, ασφαλώς, θεωρείς τον εαυτό σου Ορθόδοξο.
Παράξενα πράγματα συμβαίνουν, απόψε, επί της γης..! «... καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
«Ἐγὼ μὲν γὰρ͵ κἂν μυριάκις κακηγορήσῃς͵ μετὰ καθαρᾶς καρδίας τὴν εἰρήνην σοι δίδωμι͵ μετὰ εἰλικρινοῦς γνώμης͵ καὶ πονηρὸν οὐδὲν δύναμαί ποτε περὶ σοῦ εἰπεῖν· σπλάγχνα γὰρ ἔχω πατρικά». (Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, PG 57.385)
Δέν συνεννοούμεθα πάτερ.Μου απαντάς άλλα αντί άλλων καί υπεκφεύγεις τεχνηέτως.Στό πρώτο μου σχόλιο σού έγραψα περί τού βιβλίου του π. Βασιλείου Βολουδάκη καί τήν θεολογική τεκμηρίωση τού ζητήματος που περιέχεται σ' αυτό.Εσύ όμως αυτό τό προσπερνάς καί κουβέντα δέν κάνεις! Ε, από κεί κι ύστερα, διάλογος δέν μπορεί νά γίνη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟυδεμία υπεκφυγή. Κατηγορήθηκα ως αιρετικός και έθεσα θεμέλιο της απάντησής μου τον Χριστό. Μαράν αθά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχεις μάλλον δυσκολία κατανόησης τού λόγου.Από που προκύπτει η κατηγορία ως "αιρετικού"; Σέ ήλεγξα ότι τό ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ζήτημα ΔΕΝ τό αντιμετωπίζεις ορθοδόξως!Κι εσύ μέ αναθεματίζεις; Καί θεωρείς εαυτόν ποιμένα; Εντάξει, κι εγώ είμαι αστροναύτης.Δέν εντρέπεσαι;Θού Κύριε φυλακήν τώ στόματί μου...
ΔιαγραφήΑδελφέ,
ΑπάντησηΔιαγραφήόντως έχω πρόβλημα με τον λόγο, διότι άλλως πως δεν ήτο δυνατόν να εννοηθεί ότι δεν αναφερόμουν εις τα κατ’ εμέ, υπενθυμίζοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου. Μαράν αθά σημαίναι «ο Κύριος εγγύς» και ασφαλώς συνδέεται αναπόσπαστα με τον αναθεματισμό που ο ίδιος προτάσσει.
Τί σημαίνει «ο Κύριος εγγύς»; ότι ήλθε και τον κόσμον εφώτισε και επομένως ο Χριστός είναι το σημείο αναφοράς μας και το θεμέλιο της ζωής μας και «ὁ ἐρχόμενος κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς, οὗ της βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος». Αυτό ακριβώς εξηγεί ο Απόστολος Παύλος όταν λέει «Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός. εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός» (Α’ Κορ. 10-15). Γι’ αυτό κάθε μέρα σε κάθε ακολουθία αιτούμεθα «... καί καλήν ἀπολογίαν τήν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ».
Επομένως, ως ποιμήν ανάξιος (όπως σωστά επεσήμανες), το ελάχιστο που οφείλω στόν Κύριό μου, ο οποίος με ανέχεται και δεν με κατακρίνει άρτι, είναι να προσπαθώ να τον φέρω διαρκώς ενώπιόν μου, μήπως και συνετισθώ, και να Τόν θέτω αρχή και τέλος των λόγων και των έργων μου.
Εύχου, αδελφέ, ο Θεός να με φωτίζει. Εύχομαι το ίδιο διά σέ. Ειρήνη ημίν.