«Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ θεὸς τὸν υἱὸν εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ΄ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι΄ αὐτοῦ» (Ιω. 3.17)

Κυριακή προ της Υψώσεως (13-9-2015)

Ραβέννα, Άγ. Βιτάλιος: ο Χριστός ένθρονος


«Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ θεὸς τὸν υἱὸν εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ΄ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι΄ αὐτοῦ» (Ιω. 3.17)

Η σημερινή περικοπή από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, μάς προετοιμάζει για την επερχόμενη εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, και μάς υπενθυμίζει τα λόγια του Χριστού για το Πάθος, την Σταύρωση και την Ανάστασή του, που έμελλαν να ακολουθήσουν. Αιτία της θυσίας του μονογενούς Υιού του Θεού είναι η άπειρη αγάπη του για τον άνθρωπο, η οποία υπαγορεύει και τον σκοπό: «ο Θεός δεν απέστειλε τον Υιό στον κόσμο για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος διά του Υιού».

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί από μόνος του; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό προσπάθησαν να δώσουν οι φιλόσοφοι όλων των εποχών και οι ιδρυτές όλων των θρησκειών, οι οποίοι συμφωνούν ότι ο άνθρωπος έχει την τάση να τρέπει προς το κακό την προαίρεσή του και στη συνέχεια τα έργα του. Πολλοί από τους ανθρώπους της εποχής μας, είτε δηλώνουν πιστοί σε κάποια θρησκεία είτε άθρησκοι, θεωρούν ότι ο καθένας έχει τη δύναμη να σώσει μόνος του τον εαυτό του. Ακόμα κι εμείς, οι χριστιανοί, συχνά λέμε ότι τηρούμε το Ευαγγέλιο, πηγαίνουμε στην Εκκλησία και μεταλαμβάνουμε των Αχράντων Μυστηρίων «για να σώσουμε την ψυχή μας».
Η θεώρηση αυτή δεν είναι λάθος, όταν αναφέρεται στην ηθική προαγωγή του ανθρώπου. Εξάλλου, οι Πατέρες της Εκκλησίας μάς ομιλούν για τον «σπερματικό λόγο»[1], όρος ο οποίος διατυπώθηκε πρώτα από τους αρχαίους φιλοσόφους[2] και υποδηλώνει την έμφυτη λειτουργία του ανθρώπου να διακρίνει το καλό από το κακό.

Ωστόσο, στην Αγία Γραφή η σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου δεν αποτελεί ζήτημα ηθικό αλλά οντολογικό. Ο άνθρωπος πλάστηκε «κατ´ εἰκόνα καί καθ´ ὀμοίωσιν» του Θεού για να ζει αιώνια σε κοινωνία με τον Θεό· και για να αποκατασταθεί η διακοπείσα κοινωνία, έπρεπε να συνδράμουν ο Θεός και ο άνθρωπος. Την ηθική και διανοητική ανύψωση του ανθρώπου προς τον σκοπό αυτό ανέλαβαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι, οι οποίοι μίλησαν για έναν Θεό, δημιουργό και συνεκτικό και σωτήρα του κόσμου, στους δε «βραδεῖς τῇ καρδίᾳ» [3] ομίλησε ο Θεός διά των προφητών. Κύριο γνώρισμα και των δύο, δηλαδή της φιλοσοφίας και της Παλαιάς Διαθήκης, είναι η δικαιοσύνη· όταν ακολουθείται προάγει τον άνθρωπο, όταν παραβιάζεται προξενεί τιμωρία. Την δε δικαιοσύνη απονέμει πάντα ένας δίκαιος κριτής.

«Ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (Γαλ. 4.4-5). Δεν ήλθε ο Χριστός στον κόσμο για να μάς κρίνει αλλά για να μάς σώσει· στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε η θεία φύση με την ανθρώπινη, εξασφαλίζοντας τη συμφωνία και τη συνεργασία Θεού και ανθρώπου για τον πρωταρχικό σκοπό της αποκατάστασης της κοινωνίας που είχε διαρραγεί. Προσφέρει τον εαυτό του, ο μόνος δίκαιος και αναμάρτητος, ως εξιλαστήρια θυσία, ως λύτρα για να εξαγοράσει τους άδικους και τους παράνομους, και για να καταστήσει όλους τους ανθρώπους, δίκαιους και άδικους, παιδιά του Θεού. Αυτό είναι το μέγα μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως, αυτό είναι το νόημα της Καινής Διαθήκης. Έρχεται ο επουράνιος βασιλιάς, αναλαμβάνει την ανθρώπινη φύση, σηκώνει επί του Σταυρού την αδικία όλου του κόσμου, αίρει την κρίση και δίνει χάρη σε όλη την ανθρωπότητα.

Ο Μέγας Αθανάσιος, ερμηνεύοντας τον Απόστολο Παύλο, λέει ότι ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης είχε ανάγκη την παρουσία του Θεού Λόγου στον κόσμο, η οποία έφερε εις πέρας το έργο του Πατρός. Και τότε μεν βασίλευε ο θάνατος, η δε παρουσία του Λόγου κατήργησε τον θάνατο· δεν πεθαίνουμε πλέον όλοι τον θάνατο του Αδάμ αλλά ζωοποιούμαστε εν Χριστώ. Τότε οι προφήτες μιλούσαν για τον νόμο και ο Θεός ήταν γνωστός μόνο στην Ιουδαία· τώρα το κήρυγμα του Ευαγγελίου εξήλθε σε όλη τη γη και όλοι οι άνθρωποι έχουν γνώση περί του Θεού. Και τότε μεν όσα φανερώνονταν ήταν σκιά και τύπος· τώρα όμως φανερώθηκε η αλήθεια. Γιατί τίποτα δεν τελειοποίησε ο νόμος, εισήχθη δε μια καλύτερη ελπίδα, την οποία έφερε ο θεάνθρωπος Κύριος, ο καλύτερος ανάμεσα στους ανθρώπους. Η θυσία του είναι καλύτερη από κάθε παλαιότερη τελετουργική θυσία, γι αυτό και η ελπίδα που φέρει είναι καλύτερη. Και σε αυτό ακόμα είναι καλύτερη η διακονία του, ότι δηλαδή ο Θεός αφού έπεμψε τον Υιό του ενωμένο με την ανθρώπινη φύση, με την καταδίκη και την θυσία του κατέκρινε την αμαρτία και απάλλαξε έτσι την ανθρώπινη φύση από την αμαρτία μια και διαπαντός. Και επειδή ο Θεός δημιούργησε την ανθρώπινη σάρκα να είναι δεκτική του Θεού Λόγου, μάς έκανε τελικά να μη περπατούμε κατά σάρκα αλλά κατά πνεύμα και συχνά να λέμε ότι εμείς δεν είμαστε σαρκικοί αλλά πνευματικοί. Γιατί τότε μεν ο κόσμος κρινόταν από τον νόμο ως υπόλογος· τώρα όμως ο Λόγος δέχτηκε πάνω του την τιμωρία, και αφού έπαθε κατά την ανθρώπινη φύση του για όλους εμάς, χάρισε σε όλους τη σωτηρία[4]. Γι αυτό και ο ευαγγελιστής Ιωάννης έγραψε ότι «ὁ νόμος διὰ Μωσέως ἐδόθη͵ ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ιω. 1.17)· στον οποίο πρέπει κάθε δόξα και προσκύνηση, τώρα και στους αιώνες. Αμήν.

π. Χ.Β.

---------
[1] Ιουστίνου, μάρτυρος και φιλοσόφου, Απολογία δευτέρα, κεφ. 13: «Χριστιανὸς εὑρεθῆναι καὶ εὐχόμενος καὶ παμμάχως ἀγωνιζόμενος ὁμολογῶ͵ οὐχ ὅτι ἀλλότριά ἐστι τὰ Πλάτωνος διδάγματα τοῦ Χριστοῦ͵ ἀλλ΄ ὅτι οὐκ ἔστι πάντη ὅμοια͵ ὥσπερ οὐδὲ τὰ τῶν ἄλλων͵ Στωϊκῶν τε καὶ ποιητῶν καὶ συγγραφέων. ἕκαστος γάρ τις ἀπὸ μέρους τοῦ σπερματικοῦ θείου λόγου τὸ συγγενὲς ὁρῶν καλῶς ἐφθέγξατο· οἱ δὲ τἀναντία ἑαυτοῖς ἐν κυριωτέροις εἰρηκότες οὐκ ἐπιστήμην τὴν ἄποπτον καὶ γνῶσιν τὴν ἀνέλεγκτον φαίνονται ἐσχηκέναι. ὅσα οὖν παρὰ πᾶσι καλῶς εἴρηται͵ ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν ἐστι· τὸν γὰρ ἀπὸ ἀγεννήτου καὶ ἀρρήτου θεοῦ λόγον μετὰ τὸν θεὸν προσκυνοῦμεν καὶ ἀγαπῶμεν͵ ἐπειδὴ καὶ δι΄ ἡμᾶς ἄνθρωπος γέγονεν͵ ὅπως καὶ τῶν παθῶν τῶν ἡμετέρων συμμέτοχος γενόμενος καὶ ἴασιν ποιήσηται. οἱ γὰρ συγγραφεῖς πάντες διὰ τῆς ἐνούσης ἐμφύτου τοῦ λόγου σπορᾶς ἀμυδρῶς ἐδύναντο ὁρᾶν τὰ ὄντα. ἕτερον γάρ ἐστι σπέρμα τινὸς καὶ μίμημα κατὰ δύναμιν δοθέν͵ καὶ ἕτερον αὐτὸ οὗ κατὰ χάριν τὴν ἀπ΄ ἐκείνου ἡ μετουσία καὶ μίμησις γίνεται».
[2] Διογένη Λαέρτιου, Βίοι φιλοσόφων, 7.157: «Μέρη δὲ ψυχῆς λέγουσιν ὀκτώ͵ τὰς πέντε αἰσθήσεις καὶ τοὺς ἐν ἡμῖν σπερματικοὺς λόγους καὶ τὸ φωνητικὸν καὶ τὸ λογιστικόν».
[3] Πρβλ. Λουκ. 24.25-27: «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται· οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωϋσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν διερμήνευσεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ».
[4] Βλ. Μεγάλου Αθανασίου, Κατά Αρειανών, PG 26.12 εξ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου