Εκκλησία και τεχνολογία: “διλήμματα” και “ερωτήματα”

Εκκλησία και τεχνολογία: “διλήμματα” και “ερωτήματα”

Αρχιμ. Χερουβείμ Βελέτζας
Ιεροκήρυξ της Ι. Μητροπόλεως Κερκύρας

«ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» τεύχος Νοεμβρίου 2014, σελ. 2

Αφορμή για τις επόμενες σκέψεις έδωσε το ερώτημα που θέτει η συντακτική επιτροπή του περιοδικού «Εφημέριος» στη 2η σελίδα του τεύχους Νοεμβρίου 2014, για την σχέση της Εκκλησίας με την τεχνολογία και ποια προσέγγιση θα μπορούσε να υπάρξει, για την εισβολή της μετανεωτερικότητας και τον κίνδυνο ενός «αρμαγεδδώνα», για την υπεύθυνη στάση των κληρικών και την διαλεκτική ανάμεσα στην τεχνολογία και την ποιμαντική θεολογία, για την δυσκολία της Εκκλησίας να αγνοήσει τον κόσμο ή να απορροφηθεί από τις ευκολίες και τις ψευδαισθήσεις, και τέλος για την a-priori αποδοχή της τεχνολογίας ως «θέσφατο» και την επικινδυνότητα της επικυριαρχίας της στο πριν και στο τώρα. Στην προσπάθεια να απαντηθούν τα ερωτήματα και τα διλήμματα που τίθενται, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη να αποσαφηνιστούν αρκετά θεολογικά ζητήματα, τα οποία προκύπτουν ακόμα και από τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνονται οι θέσεις, τα ερωτήματα και τα διλήμματα του ως άνω κειμένου.

Το κύριο ερώτημα, αν θέλαμε να συνοψίσουμε σε μία πρόταση το ως άνω κείμενο, δεν αφορά στο σύνολο της τεχνολογίας, αλλά στην διαδικτυακή επικοινωνία: κατά πόσο είναι απαραίτητη για να φέρει κοντά τον ένα με τον άλλο, κατά πόσο η κατάχρησή της απειλεί τον άνθρωπο και ποια θα πρέπει να είναι η ποιμαντική αντιμετώπιση του ζητήματος. Η απάντηση, θα μπορούσε να είναι εξίσου απλή: Η τεχνολογία, και ειδικότερα η διαδικτυακή επικοινωνία, είναι ένα ανθρώπινο εργαλείο, όπως ο τροχός, ο ηλεκτρισμός, το μαχαίρι. Η φύση της τεχνολογίας, ως εφαρμοσμένη γνώση, είναι καλή, ενώ σε πνευματικό επίπεδο δεν είναι ούτε αγαθοεργός ούτε καταστροφική αλλά αδιάφορη, όπως επίσης και η φύση κάθε υλικού πράγματος (ακόμα και η διαδικτυακή επικοινωνία επιτυγχάνεται με την χρήση της ύλης, καθότι συνίσταται στην εγγραφή δεδομένων σε μαγνητικά μέσα και την διαβίβαση αυτών μέσω της κίνησης φωτονίων ή ηλεκτρονίων σε αγωγούς και μέσω των ραδιοκυμάτων). Η χρήση της διαδικτυακής επικοινωνίας, όπως κάθε εργαλείου, δεν την καθιστά καλή ή κακή, αλλά η προαίρεση του ανθρώπου είναι εκείνη η οποία υπαγορεύει την αγαθή ή την πονηρή χρήση τους και οδηγεί σε καλές ή κακές πράξεις με ανάλογες συνέπειες. Ο χριστιανός, ως άνθρωπος εν τω κόσμω αλλ` ουχί εκ του κόσμου, δεν αντιδιαστέλλεται από τον κόσμο αλλά από το κοσμικό φρόνημα, δηλαδή από την προαίρεση η οποία κινείται ενάντια στην αγάπη και στο θέλημα του Θεού. Επομένως, ο χριστιανός δεν φοβάται και δεν δαιμονοποιεί ούτε την ύλη ούτε την τεχνολογία· χρησιμοποιεί την διαδικτυακή επικοινωνία στον βαθμό που διευκολύνει την διαπροσωπική επικοινωνία, γνωρίζει τα όριά της και δεν την χρησιμοποιεί για αυτοπροβολή, κουτσομπολιό, κατάκριση ή για ανήθικους ή εγκληματικούς σκοπούς. Άρα, η (διαδικτυακή) τεχνολογία αυτή καθαυτή δεν αποτελεί ποιμαντικό πρόβλημα, όπως δεν αποτελεί ποιμαντικό πρόβλημα ο τροχός ή το μαχαίρι· η δε κατάχρησή της, όπως κάθε αμαρτία ως προϊόν της ανθρώπινης προαίρεσης, είναι ζήτημα ποιμαντικής του προσώπου και όχι κοινωνιολογίας της θρησκείας.

Αναφορικά με τα επιμέρους ζητήματα που θέτει το κείμενο του ερωτήματος, καταρχάς προβληματίζει η διπολική – μανιχαϊστική θεώρηση της τεχνολογίας (συμπεριλαμβανομένης της διαδικτυακής επικοινωνίας) ως προϊόν του κόσμου, και επομένως ως ενάντιο στην Εκκλησία και στην πνευματική ζωή του χριστιανού, η οποία μάλιστα κινούμενη με πνεύμα μακιαβελικό «που βάζει στην άκρη τον τρόπο για την εκπλήρωση κάποιου σκοπού (έργου)», απειλεί τον άνθρωπο με πνευματικό και φυσικό αφανισμό. Η φιλοσοφική αυτή τάση κυριαρχεί στα ερωτήματα της νεότερης εποχής, αρχής γενομένης από το γνωστό δίλημμα του Λούθηρου εάν σώζει η πίστη ή τα καλά έργα, την καταδίκη του Νεύτωνα και την περίφημη φράση «κι όμως, η γη γυρίζει», και φτάνοντας στις «απολογητικές» μελέτες του 20ού αιώνα (ακόμα και από ορθόδοξους θεολόγους) και συχνά στην εκ προοιμίου δαιμονοποίηση της τεχνολογίας. Οι εκφράσεις περί πνευματικού και πολιτισμικού Αρμαγεδδώνα, περί απορρόφησης της Εκκλησίας από τα τεχνολογικά επιτεύγματα και περί μελλοντικού αφανισμού του ανθρώπου είναι ενδεικτικές όχι μόνο της τάσεως αυτής αλλά και του φόβου τον οποίο αυτή προξενεί.

Η ρίζα κάθε τέτοιου είδους παρανόησης βρίσκεται στην σύγχυση των εννοιών «σάρκα» και «πνεύμα» και στην θεώρησή τους ως να αφορούν στην παρουσία ή μη της ύλης. Η ύλη όμως, ως δημιούργημα του Θεού δεν μπορεί να είναι κάτι το κακό ή να αντιστρατεύεται τον πνευματικό κόσμο. Στην διδασκαλία του Ευαγγελίου και των Πατέρων της Εκκλησίας, οι όροι αυτοί προσδιορίζουν το σαρκικό φρόνημα και το αντιδιαστέλλουν από το κατά Θεόν· με το ίδιο περιεχόμενο νοείται και ο «κόσμος», όταν αντιπαραβάλλεται στην Εκκλησία ή στην κατά Θεόν ζωή. Επομένως άλλο η σάρκα ως ύλη, την οποία ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός υμνεί γιατί προσελήφθη και τιμήθηκε από τον ίδιο τον Θεό και έγινε εργαλείο της σωτηρίας μας, και άλλο το υλικό - σαρκικό φρόνημα, το οποίο καταδικάζουν απερίφραστα όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Επίσης, άλλο ο κόσμος ως δημιουργία καλή λίαν, και άλλο το κοσμικό φρόνημα. 

Η τεχνολογία, ως εφαρμογή της ανθρώπινης γνώσης, αποτελεί προϊόν του κόσμου στον οποίο ζούμε και όχι του κοσμικού φρονήματος. Η φύση της τεχνολογίας της επικοινωνίας είναι αγαθή, άσχετα εάν η προαίρεση όσων την χρησιμοποιούν δύναται να οδηγήσει σε ολέθρια αποτελέσματα. Ο όλεθρος, επομένως, δεν οφείλεται στις «μηχανές», όπως προσπάθησαν να δείξουν πολλές χολιγουντιανές ταινίες των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα, αλλά στον άνθρωπο που τις χειρίζεται. Από την στιγμή δε που η τεχνολογία αποτελεί ένα άψυχο, άβουλο και μη αυτενεργούν ανθρώπινο δημιούργημα, το να θεωρεί κανείς αυτήν ως μία οντότητα με βούληση, αδίστακτη και με καταστροφικές διαθέσεις από τη μια, και από την άλλη να προβληματίζεται για τους τρόπους «προσέγγισης» και «διαλεκτικής» με το θεριό, αποτελεί μάλλον μετατόπιση του κέντρου βάρους του θεολογικού λόγου από το πρόσωπο στην μαζοποίηση - παγκοσμιοποίηση, στην κυρίαρχη δηλαδή ιδέα της μετανεωτερικότητας. την οποία ο συντάκτης του ερωτήματος θέτει απέναντι ως προς την Εκκλησία (με νεωτερικούς, όπως είδαμε, όρους), ενώ άλλοι θεολόγοι εκφράζονται ως θιασώτες αυτής. 

Ο χριστιανός αποτελεί σώμα Χριστού, και ως σώμα Χριστού δεν διαλέγεται με τα δημιουργήματά του (τεχνολογία) αλλά με τον Δημιουργό του. Ως σώμα και μέλος Χριστού εστιάζει στην σημασία του ανθρώπινου προσώπου, το οποίο έχει βούληση, ελευθερία και λογική, και ζει σε αέναη αγαπητική σχέση με τον Χριστό και με τον πλησίον. Μια τέτοια σχέση, κατά την οποία «πάντες εν Χριστώ είς εσμέν» (πρβλ. Γαλ. 3.28), συνίσταται στην αλληλοπεριχώρηση των προσώπων, των κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού, και βρίσκεται πάνω από την ατομοκεντρική θεώρηση της νεωτερικότητας ή την ισοπεδωτική της παγκοσμιοποίησης. Ο λόγος του Χριστού είναι λόγος καινός και ακαινοτόμητος, δεν χρήζει ανανέωσης ή επαναδιατύπωσης ούτε στην κεραία. Και εάν κάποιοι από τους χριστιανούς, τώρα ή κάποτε, είδαν με κάπως λάθος τρόπο το Ευαγγέλιο, η Θεολογία δεν χρήζει ανανέωσης, αλλά επιστροφής «επί τάς πηγάς των υδάτων».

(20-12-2014)
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ», τχ. Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου 2015


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου