Οι ύμνοι των ακολουθιών της της Μ. Εβδομάδας αποτελούν ένα από τα πλουσιότερα κεφάλαια της όλης υμνογραφίας και μάλιστα διαπνέονται από την ευλογημένη χαρμολύπη, που θεωρεί τον Σταυρό και το Πάθος μέσα από το πρίσμα και την προοπτική της χαράς της Αναστάσεως. Ένας υπέροχος ύμνος είναι και αυτός που ορίζεται να ψάλλεται κατά την περιφορά του Επιταφίου, αν και σήμερα δεν ακούγεται σχεδόν πουθενά, με εξαίρεση κάποια μοναστήρια, μιας που η λιτάνευση του Επιταφίου συνοδεύεται από ερανισμό εκ των Εγκωμίων ή -επί το κοσμικότερον -από μπάντες και κύμβαλα αλαλάζοντα. Τί λέει λοιπόν ο ύμνος αυτός;
Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτίνας,
καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγέν, τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ,
ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα·
Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι,
καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορῶσα,
ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω.
Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον
ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα,
ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ
τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος.Όταν ο Ιωσήφ (ο από Αριμαθαίας) είδε τον ήλιο να κρύβει τις ακτίνες του και το καταπέτασμα του ναού σχισμένο από πάνω έως κάτω, εξαιτίας του θανάτου του Σωτήρος, ήλθε στον Πιλάτο και τον ικετεύει με αυτά τα λόγια:
δος μου αυτόν τον ξένο, ο οποίος από βρέφος ακόμα φιλοξενήθηκε στον κόσμο ως ξένος
δος μου αυτόν τον ξένο, τον οποίο οι ομόφυλοί του από μίσος θανατώνουν ως ξένο
δος μου αυτόν τον ξένο, τον οποίο παραξενεύομαι να βλέπω (νεκρό), του θανάτου τον ξένο
δος μου αυτόν τον ξένο, ο οποίος ξέρει να φιλοξενεί τους πτωχούς και τους ξένους
δος μου αυτόν τον ξένο, τον οποίο οι Εβραίοι από φθόνο αποξένωσαν από τον κόσμο
δος μου αυτόν τον ξένο, για να τον κρύψω στον τάφο, μιας που σαν ξένος δεν έχει που να γείρει το κεφάλι
δος μου αυτόν τον ξένο, τον οποίο όταν είδε νεκρό η Μητέρα φώναξε:
"Ω, υιέ και Θεέ μου, παρόλο που τα σπλάχνα μου τραυματίζονται και η καρδιά μου σπαράσσει που σε βλέπω νεκρό, παίρνω θάρρος από την Ανάστασή σου και δοξάζω".
Και με αυτά τα λόγια παρακαλώντας τον Πιλάτο, παραλαμβάνει ο ευσχήμων το σώμα του Σωτήρος, το οποίο αφού τύλιξε με φόβο ευλαβικό στο σεντόνι και (άλειψε) με σμύρνα, εναπόθεσε στον τάφο εκείνον που παρέχει σε όλους την αιώνιο ζωή και το μέγα έλεος.
Ως ξένος γεννήθηκε, ως ξένος, σφετεριστής και ανεπιθύμητος έπαθε, σταυρώθηκε και θανατώθηκε από τους οικιακούς αυτού, και ξένος τον παραλαμβάνει και τον ενταφιάζει, μιας που τα πρόβατα διασκορπίστηκαν κατά το προφητικό. Ο οικειότερος πάντων, ο πιο πάνω κι από φίλο, μάνα, πατέρα, αδελφό, πιο πάνω από κάθε ευεργέτη ή από κάθε αξιαγάπητο πρόσωπο, αντιμετωπίζεται σαν ξένος και καταδικάζεται σε αφανισμό. Οδηγείται στον Άδη ωσάν προορισμένος να πεθάνει και επειδή είναι ξένος της φθοράς και του θανάτου (μιας που ο ίδιος είναι η ζωή) θανατώνει τον θάνατο και δωρίζει χαρά και Ανάσταση.
Ως ξένος, αλί, γίνεται αντιληπτός από τους πολλούς. Ως υπεράνω και επέκεινα και των εσχάτων, κι όχι ως φίλος και αδελφός και χαρά εδώ και τώρα, νυν και αεί. Λησμονούμε ότι άπαν το ανθρώπινο προσελάβετο φύραμα και ότι Εκκλησία ίσον σώμα Χριστού και μέλη εκ μέλους. Ξένοι για τους πολλούς οι αδελφοί μας, ξένοι και οι πλησίον, μακράν οι συγγενείς, ακόμα κι αν συντρώγουμε στο ίδιο τραπέζι. Ξένα και τα γεγονότα της Μ. Εβδομάδας, παρά την προσήλωση στις εξαντλητικές ακολουθίες, παρά την προετοιμασία, παρά την Θεία Κοινωνία της Λειτουργίας της Αναστάσεως.
Η Μεγάλη Εβδομάδα δεν είναι για συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά για συνθέμελο συγκλονισμό της ύπαρξής μας, για ανατροπή των φθοροποιών συνηθειών, για αλλαγή τρόπου σκέψεως και στάσης απέναντι στον κόσμο. Αν δεν σβήσουν τα φώτα και οι θόρυβοι, αν δεν σχιστούν τα εντός καταπετάσματα, αν δεν αδειάσει η άβυσσος της ψυχής από τα συσσωρευμένα πτώματα της αμαρτίας, αν δεν νεκρωθεί ο παλαιός άνθρωπος μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες αυτού, αν δεν λουστεί η καρδία και η ζωή μας από το Φως της Αναστάσεως και δεν ανακαινιστεί, τότε θα παραμένουμε ξένοι του Ξένου του κόσμου και φίλου των πάντων Χριστού.