«Μέσα σέ τούτη τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος πού ζοῦμε, ὧρες - ὧρες φανερώνεται καθαρά στόν ἄνθρωπο πού ζεῖ μέσα στήν κοινωνία, ἡ σκληρή ὄψη της καί παγώνει ἡ καρδιά του. ... Ἄχ! Πουθενά δέν ὑπάρχει ἀγάπη. Ὅλα τἄχει σκεπασμένα μέ τά μαῦρα καί φαρμακερά φτερά της ἡ νυχτερίδα πού λέγεται κακία. Σπίτια, μαγαζιά, δρόμοι, συγγένειες, φιλίες, αἰσθήματα, ὅλα εἶναι μολεμένα ἀπό τήν κακία. Δίκες, καυγάδες, ἔχθρητες, πεῖσμα, φθόνος. Κακία! Κακία! Ἀπονιά ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, σκληρότητα, ἀδιαφορία τοῦ ἑνός γιά τόν ἄλλον, κι ἄς λένε ὁλοένα πώς εἶναι ἀδέρφια.»[2]
