«Τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι᾿ ἡμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι» (Ρωμ. 2.24)
Πολλοί από εμάς, τους «καθώς πρέπει» χριστιανούς, έχουμε μάθει να κοιμίζουμε την συνείδησή μας, αντί να αγωνιζόμαστε ώστε να βρίσκεται σε νήψη, δηλαδή σε εγρήγορση, με αποτέλεσμα να αδρανούμε πνευματικά και μάλιστα να ωραιοποιούμε την εσωτερική μας ασχήμια, εφευρίσκοντες ακόμη και «ιεροπρεπείς» όρους, προκειμένου να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα. Δεν είναι απαραίτητο να κατονομασθούν εδώ τέτοιες συμπεριφορές, πολλές από τις οποίες «αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν» (Εφεσ. 5.12)· άλλωστε, τα γνωρίζουμε καλά οι παροικούντες εν Ιερουσαλήμ, κι ας κάνουμε πως δεν ξέρουμε τίποτα. Τα διαισθάνονται και οι μη παροικούντες, οι οποίοι μάς κατηγορούν συλλήβδην όλους για ασυνέπεια και υποκρισία, ότι δηλαδή δεν συνάδει η ζωή μας με τα λόγια μας. Το διαισθάνονται οι νέοι, ότι είμαστε κίβδηλοι, και γι αυτό στην πλειονότητά τους δεν θέλουν να έχουν παρτίδες με κληρικούς και με «καλούς» χριστιανούς, κι ας βουρκώνουν τα μάτια τους από αγάπη για τον Θεό και από ταπείνωση, κάθε φορά που θα αναφέρουν ακόμα και το όνομά Του.
Ίσως πει κανείς ότι αυτή η κατάσταση αποτελεί σημείο της εποχής μας· το αποστολικό ανάγνωσμα που σήμερα, Παρασκευή της εβδομάδας μετά την Πεντηκοστή, ακούστηκε στις εκκλησιές, και από το οποίο είναι παρμένος ο τίτλος του παρόντος σχολίου, μαρτυρεί ότι πρόκειται για διαχρονική ασθένεια των χριστιανών. Και όπως μού το μετέφερε σήμερα το πρωί ένας αγαπητός αδελφός και συμπρεσβύτερος, λέει ο απόστολος «λες τον άλλο κλέφτη, αλλά εσύ κλέβεις, λες τον άλλο μοιχό, αλλά εσύ μοιχεύεις και πορνεύεις, παριστάνεις τον δάσκαλο και κουνάς το δάχτυλο, αλλά τίποτα από όσα λες δεν πράττεις».
Το όνομα του Χριστού δεν βεβηλώνεται από όσους βρίσκονται εκτός Εκκλησίας και ασχημονούν ή αμαρτάνουν, αλλά από εμάς τους ίδιους, που ενώ ονομάζουμε τους εαυτούς μας χριστιανούς, έχουμε φτάσει στην έσχατη αλαζονεία να πιστεύουμε ότι μπορούμε να πολιτευόμαστε όπως ο κόσμος, και επιπλέον να βαφτίζουμε π.χ. το κρέας «κολοκυθάκι» και τις αμαρτίες μας σε αρετές. Κι από πάνω, σαν γνήσιοι φαρισαίοι, κάνουμε κήρυγμα «για να σώσουμε τους αμαρτωλούς» ή κρίνουμε, καταλαλούμε και κατακρίνουμε τους αδελφούς μας. Μία ανάγνωση του δεύτερου κεφαλαίου της προς Ρωμαίους επιστολής, ίσως αφυπνίσει μερικούς από εμάς (και τον γράφοντα, που κρίνει τώρα δα τους κρίνοντας).
Για να μην πέσω στην κατάκριση, παραχωρώ τον λόγο στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο: «Επομένως, ας μη ραθυμούμε· γιατί με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουμε να αποσπάσουμε τους Έλληνες[1] από την πλάνη. Όταν όμως στα μεν λόγια φιλοσοφούμε, ενώ στα έργα ασχημονούμε, με τι μάτια θα τους ατενίσουμε; με ποια στόματα θα κάνουμε διάλεξη περί του δόγματος; Γιατί θα πει προς τον καθένα από εμάς “–Σύ που δεν κατόρθωσες το ελάχιστο, πώς έχεις την αξίωση να διδάσκεις για το μείζον; συ που δεν έμαθες ποτέ ότι η πλεονεξία είναι κακό, πώς φιλοσοφείς για τα επουράνια πράγματα; Αλλά τι; γνωρίζεις ότι είναι κακό; άρα, ακόμα μεγαλύτερο το έγκλημα, διότι αν και γνωρίζεις είσαι πλημμελής”. Και γιατί λέω για τον Έλληνα; αφού ούτε οι δικοί μας νόμοι μάς επιτρέπουν να έχουμε τέτοια παρρησία, όταν ο βίος μας είναι διεφθαρμένος. Γιατί λέει ότι “στον αμαρτωλό είπε ο Θεός -Γιατί διηγείσαι τα δικαιώματά μου;”[2]. Απήχθησαν κάποτε αιχμάλωτοι οι Ιουδαίοι και όταν οι Πέρσες αξίωσαν να τούς ψάλλουν εκείνα τα θεία άσματα, έλεγαν: “πώς να ψάλουμε την ωδή του Κυρίου σε ξένη γη;”[3]. Αν λοιπόν δεν ήταν θεμιτό να ψάλλουν τα λόγια του Θεού σε ξένη γη, δεν είναι πολύ περισσότερο στην βάρβαρη ψυχή; γιατί βάρβαρη είναι η ανηλεής ψυχή. Διότι εάν εκείνους που ήταν αιχμάλωτοι και είχαν υποδουλωθεί σε ανθρώπους σε ξένη γη, ο νόμος τούς κάθισε σε σιγή, πολύ περισσότερο είναι δίκαιο να κλείνουν το στόμα τους εκείνοι που είναι δούλοι της αμαρτίας και βρίσκονται σε ξένη (προς τον νόμο του Θεού) πολιτεία (δηλ. βιοτή). Και όμως, εκείνοι είχαν (μαζί τους) και τα όργανα· γιατί λέει ότι “στις ιτιές κρεμάσαμε τα όργανά μας”[4], αλλά ούτε έτσι ήταν επιτρεπτό. Επομένως, ούτε σε εμάς είναι θεμιτό να έχουμε παρρησία, ακόμα κι αν έχουμε στόμα και γλώσσα, τα οποία είναι τα όργανα του λόγου, όσο δουλεύουμε στην τυραννικώτερη από όλους τους βαρβάρους αμαρτία.
Γιατί πες μου, τι θα πεις προς τον Έλληνα όταν είσαι άρπαγας και πλεονέκτης; “φύγε μακριά από την ειδωλολατρεία; γνώρισε τον Θεό και μην προσκολλάσαι στον χρυσό και στον άργυρο”; Γιατί θα γελάσει και θα πει: “-Αυτά τα συζήτησες πρώτα με τον εαυτό σου;”· γιατί δεν είναι το ίδιο αυτός που είναι Έλληνας να ειδωλολατρεί και εκείνος που είναι Χριστιανός να μην εφαρμόζει. Πώς λοιπόν θα μπορέσουμε να αποσπάσουμε άλλους από εκείνη την ειδωλολατρεία, όταν δεν αποσπούμε από αυτή τον εαυτό μας; γιατί εμείς βρισκόμαστε πιο κοντά στον εαυτό μας από τον πλησίον. Όταν λοιπόν δεν πείθουμε τον εαυτό μας, πώς θα πείσουμε άλλους; γιατί, εάν εκείνος που δεν προΐσταται καλώς της οικίας του, ούτε τα της Εκκλησίας θα φροντίσει, πώς αυτός που δεν κυβερνά την ψυχή του θα μπορέσει να διορθώσει άλλους; Γιατί μη μού πεις τούτο, ότι δεν προσκυνείς είδωλο χρυσό· αλλά δείξε μου εκείνο, ότι δεν πράττεις αυτά που προστάζει ο χρυσός. Γιατί υπάρχουν διάφοροι τρόποι της ειδωλολατρίας· και άλλος μεν έχει σαν κύριό του τον μαμμωνά (δηλ. τα χρήματα), άλλος ως θεό την κοιλία, άλλος δε την χαλεπώτατη (σαρκική) επιθυμία. Αλλά δεν θυσιάζεις σε αυτούς βόδια, σαν τους Έλληνες; Αλλά, πολύ χειρότερα, κατασφάζεις την ίδια σου την ψυχή. Αλλά δεν λυγίζεις τα γόνατα και δεν προσκυνείς (τα είδωλα); Κι όμως, με περισσή υπακοή κάνεις όλα, όσα αν διατάξουν και η κοιλιά και το χρυσάφι και η τυραννία της επιθυμίας· γιατί και οι Έλληνες γι αυτό είναι βδελυκτοί, επειδή θεοποιούσαν τα πάθη και την μεν επιθυμία αποκάλεσαν Αφροδίτη, τον δε θυμό Άρη και την μέθη Διόνυσο. Εάν λοιπόν εσύ δεν σμιλεύεις είδωλα, όπως εκείνοι, ωστόσο με πολλή προθυμία υποκύπτεις στα ίδια πάθη, κάνονας τα μέλη Χριστού μέλη πόρνης, και λούζοντας τον εαυτό σου με άλλες παρανομίες.
Γι αυτό παρακαλώ, αφού κατανοήσουμε την υπερβολή της ατοπίας, ας αποφεύγουμε την ειδωλολατρεία· γιατί έτσι ο Παύλος αποκαλεί την πλεονεξία[5]. Να αποφεύγουμε όχι μόνο την πλεονεξία στα χρήματα, αλλά και στην πονηρή επιθυμία, και στα ενδύματα και στα τραπέζια και σε όλα τα άλλα. Γιατί εμείς θα δώσουμε χειρότερη απολογία επειδή δεν υπακούμε στους νόμους του Κυρίου. Γιατί λέει, ότι ο δούλος ο οποίος γνωρίζει το θέλημα του Κυρίου του και δεν το πράττει, θα δαρθεί πολύ[6]. Προκειμένου, επομένως, και την κόλαση αυτή να διαφύγουμε και να γίνουμε χρήσιμοι στους άλλους και στον εαυτό μας, αφού εκβάλουμε από την ψυχή κάθε κακία, ας προτιμήσουμε την αρετή».
Ιω. Χρυσοστόμου, ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν, PG 60.440
Πολλοί από εμάς, τους «καθώς πρέπει» χριστιανούς, έχουμε μάθει να κοιμίζουμε την συνείδησή μας, αντί να αγωνιζόμαστε ώστε να βρίσκεται σε νήψη, δηλαδή σε εγρήγορση, με αποτέλεσμα να αδρανούμε πνευματικά και μάλιστα να ωραιοποιούμε την εσωτερική μας ασχήμια, εφευρίσκοντες ακόμη και «ιεροπρεπείς» όρους, προκειμένου να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα. Δεν είναι απαραίτητο να κατονομασθούν εδώ τέτοιες συμπεριφορές, πολλές από τις οποίες «αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν» (Εφεσ. 5.12)· άλλωστε, τα γνωρίζουμε καλά οι παροικούντες εν Ιερουσαλήμ, κι ας κάνουμε πως δεν ξέρουμε τίποτα. Τα διαισθάνονται και οι μη παροικούντες, οι οποίοι μάς κατηγορούν συλλήβδην όλους για ασυνέπεια και υποκρισία, ότι δηλαδή δεν συνάδει η ζωή μας με τα λόγια μας. Το διαισθάνονται οι νέοι, ότι είμαστε κίβδηλοι, και γι αυτό στην πλειονότητά τους δεν θέλουν να έχουν παρτίδες με κληρικούς και με «καλούς» χριστιανούς, κι ας βουρκώνουν τα μάτια τους από αγάπη για τον Θεό και από ταπείνωση, κάθε φορά που θα αναφέρουν ακόμα και το όνομά Του.
Ίσως πει κανείς ότι αυτή η κατάσταση αποτελεί σημείο της εποχής μας· το αποστολικό ανάγνωσμα που σήμερα, Παρασκευή της εβδομάδας μετά την Πεντηκοστή, ακούστηκε στις εκκλησιές, και από το οποίο είναι παρμένος ο τίτλος του παρόντος σχολίου, μαρτυρεί ότι πρόκειται για διαχρονική ασθένεια των χριστιανών. Και όπως μού το μετέφερε σήμερα το πρωί ένας αγαπητός αδελφός και συμπρεσβύτερος, λέει ο απόστολος «λες τον άλλο κλέφτη, αλλά εσύ κλέβεις, λες τον άλλο μοιχό, αλλά εσύ μοιχεύεις και πορνεύεις, παριστάνεις τον δάσκαλο και κουνάς το δάχτυλο, αλλά τίποτα από όσα λες δεν πράττεις».
Το όνομα του Χριστού δεν βεβηλώνεται από όσους βρίσκονται εκτός Εκκλησίας και ασχημονούν ή αμαρτάνουν, αλλά από εμάς τους ίδιους, που ενώ ονομάζουμε τους εαυτούς μας χριστιανούς, έχουμε φτάσει στην έσχατη αλαζονεία να πιστεύουμε ότι μπορούμε να πολιτευόμαστε όπως ο κόσμος, και επιπλέον να βαφτίζουμε π.χ. το κρέας «κολοκυθάκι» και τις αμαρτίες μας σε αρετές. Κι από πάνω, σαν γνήσιοι φαρισαίοι, κάνουμε κήρυγμα «για να σώσουμε τους αμαρτωλούς» ή κρίνουμε, καταλαλούμε και κατακρίνουμε τους αδελφούς μας. Μία ανάγνωση του δεύτερου κεφαλαίου της προς Ρωμαίους επιστολής, ίσως αφυπνίσει μερικούς από εμάς (και τον γράφοντα, που κρίνει τώρα δα τους κρίνοντας).
Για να μην πέσω στην κατάκριση, παραχωρώ τον λόγο στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο: «Επομένως, ας μη ραθυμούμε· γιατί με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουμε να αποσπάσουμε τους Έλληνες[1] από την πλάνη. Όταν όμως στα μεν λόγια φιλοσοφούμε, ενώ στα έργα ασχημονούμε, με τι μάτια θα τους ατενίσουμε; με ποια στόματα θα κάνουμε διάλεξη περί του δόγματος; Γιατί θα πει προς τον καθένα από εμάς “–Σύ που δεν κατόρθωσες το ελάχιστο, πώς έχεις την αξίωση να διδάσκεις για το μείζον; συ που δεν έμαθες ποτέ ότι η πλεονεξία είναι κακό, πώς φιλοσοφείς για τα επουράνια πράγματα; Αλλά τι; γνωρίζεις ότι είναι κακό; άρα, ακόμα μεγαλύτερο το έγκλημα, διότι αν και γνωρίζεις είσαι πλημμελής”. Και γιατί λέω για τον Έλληνα; αφού ούτε οι δικοί μας νόμοι μάς επιτρέπουν να έχουμε τέτοια παρρησία, όταν ο βίος μας είναι διεφθαρμένος. Γιατί λέει ότι “στον αμαρτωλό είπε ο Θεός -Γιατί διηγείσαι τα δικαιώματά μου;”[2]. Απήχθησαν κάποτε αιχμάλωτοι οι Ιουδαίοι και όταν οι Πέρσες αξίωσαν να τούς ψάλλουν εκείνα τα θεία άσματα, έλεγαν: “πώς να ψάλουμε την ωδή του Κυρίου σε ξένη γη;”[3]. Αν λοιπόν δεν ήταν θεμιτό να ψάλλουν τα λόγια του Θεού σε ξένη γη, δεν είναι πολύ περισσότερο στην βάρβαρη ψυχή; γιατί βάρβαρη είναι η ανηλεής ψυχή. Διότι εάν εκείνους που ήταν αιχμάλωτοι και είχαν υποδουλωθεί σε ανθρώπους σε ξένη γη, ο νόμος τούς κάθισε σε σιγή, πολύ περισσότερο είναι δίκαιο να κλείνουν το στόμα τους εκείνοι που είναι δούλοι της αμαρτίας και βρίσκονται σε ξένη (προς τον νόμο του Θεού) πολιτεία (δηλ. βιοτή). Και όμως, εκείνοι είχαν (μαζί τους) και τα όργανα· γιατί λέει ότι “στις ιτιές κρεμάσαμε τα όργανά μας”[4], αλλά ούτε έτσι ήταν επιτρεπτό. Επομένως, ούτε σε εμάς είναι θεμιτό να έχουμε παρρησία, ακόμα κι αν έχουμε στόμα και γλώσσα, τα οποία είναι τα όργανα του λόγου, όσο δουλεύουμε στην τυραννικώτερη από όλους τους βαρβάρους αμαρτία.
Γιατί πες μου, τι θα πεις προς τον Έλληνα όταν είσαι άρπαγας και πλεονέκτης; “φύγε μακριά από την ειδωλολατρεία; γνώρισε τον Θεό και μην προσκολλάσαι στον χρυσό και στον άργυρο”; Γιατί θα γελάσει και θα πει: “-Αυτά τα συζήτησες πρώτα με τον εαυτό σου;”· γιατί δεν είναι το ίδιο αυτός που είναι Έλληνας να ειδωλολατρεί και εκείνος που είναι Χριστιανός να μην εφαρμόζει. Πώς λοιπόν θα μπορέσουμε να αποσπάσουμε άλλους από εκείνη την ειδωλολατρεία, όταν δεν αποσπούμε από αυτή τον εαυτό μας; γιατί εμείς βρισκόμαστε πιο κοντά στον εαυτό μας από τον πλησίον. Όταν λοιπόν δεν πείθουμε τον εαυτό μας, πώς θα πείσουμε άλλους; γιατί, εάν εκείνος που δεν προΐσταται καλώς της οικίας του, ούτε τα της Εκκλησίας θα φροντίσει, πώς αυτός που δεν κυβερνά την ψυχή του θα μπορέσει να διορθώσει άλλους; Γιατί μη μού πεις τούτο, ότι δεν προσκυνείς είδωλο χρυσό· αλλά δείξε μου εκείνο, ότι δεν πράττεις αυτά που προστάζει ο χρυσός. Γιατί υπάρχουν διάφοροι τρόποι της ειδωλολατρίας· και άλλος μεν έχει σαν κύριό του τον μαμμωνά (δηλ. τα χρήματα), άλλος ως θεό την κοιλία, άλλος δε την χαλεπώτατη (σαρκική) επιθυμία. Αλλά δεν θυσιάζεις σε αυτούς βόδια, σαν τους Έλληνες; Αλλά, πολύ χειρότερα, κατασφάζεις την ίδια σου την ψυχή. Αλλά δεν λυγίζεις τα γόνατα και δεν προσκυνείς (τα είδωλα); Κι όμως, με περισσή υπακοή κάνεις όλα, όσα αν διατάξουν και η κοιλιά και το χρυσάφι και η τυραννία της επιθυμίας· γιατί και οι Έλληνες γι αυτό είναι βδελυκτοί, επειδή θεοποιούσαν τα πάθη και την μεν επιθυμία αποκάλεσαν Αφροδίτη, τον δε θυμό Άρη και την μέθη Διόνυσο. Εάν λοιπόν εσύ δεν σμιλεύεις είδωλα, όπως εκείνοι, ωστόσο με πολλή προθυμία υποκύπτεις στα ίδια πάθη, κάνονας τα μέλη Χριστού μέλη πόρνης, και λούζοντας τον εαυτό σου με άλλες παρανομίες.
Γι αυτό παρακαλώ, αφού κατανοήσουμε την υπερβολή της ατοπίας, ας αποφεύγουμε την ειδωλολατρεία· γιατί έτσι ο Παύλος αποκαλεί την πλεονεξία[5]. Να αποφεύγουμε όχι μόνο την πλεονεξία στα χρήματα, αλλά και στην πονηρή επιθυμία, και στα ενδύματα και στα τραπέζια και σε όλα τα άλλα. Γιατί εμείς θα δώσουμε χειρότερη απολογία επειδή δεν υπακούμε στους νόμους του Κυρίου. Γιατί λέει, ότι ο δούλος ο οποίος γνωρίζει το θέλημα του Κυρίου του και δεν το πράττει, θα δαρθεί πολύ[6]. Προκειμένου, επομένως, και την κόλαση αυτή να διαφύγουμε και να γίνουμε χρήσιμοι στους άλλους και στον εαυτό μας, αφού εκβάλουμε από την ψυχή κάθε κακία, ας προτιμήσουμε την αρετή».
Ιω. Χρυσοστόμου, ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν, PG 60.440
(απόδοση στη Νεοελληνική, π. Χερουβείμ Βελέτζας)
--------------
Σημ.: Οι εντός παρενθέσεως λέξεις και φράσεις αποτελούν επεξηγήσεις του γράφοντος, οι οποίες προκύπτουν από τα συμφραζόμενα. Οι εντός αγκύλης παραπομπές έχουν προστεθεί κατά την μετάφραση.
[1] Έλληνες αποκαλεί τους εθνικούς, στους οποίους αναφέρεται η περικοπή· και τότε μεν η αντιδιαστολή ήταν ανάμεσα στους Ιουδαίους και στους μη ιουδαίους, εδώ ο Ιερός Χρυσόστομος εννοεί εκείνους που δεν πιστεύουν και δεν αποδέχονται το Ευαγγέλιο, και στην θέση των ιουδαίων της περικοπής βάζει τους χριστιανούς. «Εἰπὼν͵ ὅτι οὐδὲν λείπει τῷ Ἕλληνι πρὸς τὸ σωθῆναι͵ ἐὰν τοῦ νόμου ᾖ ποιητὴς͵ καὶ τὴν θαυμαστὴν σύγκρισιν ποιησάμενος ἐκείνην͵ τίθησι λοιπὸν καὶ τὰ σεμνὰ τῶν Ἰουδαίων͵ ἀφ΄ ὧν κατὰ τῶν Ἑλλήνων ἐφρόνουν. Καὶ πρῶτον αὐτὸ τὸ ὄνομα ὃ σφόδρα σεμνὸν ἦν͵ ὥσπερ νῦν ὁ Χριστιανισμός· καὶ γὰρ ἀπὸ τῆς προσηγορίας πολλὴ ἦν ἡ διαφορὰ καὶ τότε· διὸ καὶ ἐντεῦθεν ἄρχεται» (PG 60.431-432).
[2] Βλ. Ψαλμ. 49.16-22: «τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ Θεός· ἱνατί σὺ διηγῇ τὰ δικαιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός σου; σὺ δὲ ἐμίσησας παιδείαν καὶ ἐξέβαλες τοὺς λόγους μου εἰς τὰ ὀπίσω. εἰ ἐθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αὐτῷ, καὶ μετὰ μοιχοῦ τὴν μερίδα σου ἐτίθεις. τὸ στόμα σου ἐπλεόνασε κακίαν, καὶ ἡ γλῶσσά σου περιέπλεκε δολιότητα· καθήμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις καὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ τῆς μητρός σου ἐτίθεις σκάνδαλον. ταῦτα ἐποίησας, καὶ ἐσίγησα· ὑπέλαβες ἀνομίαν, ὅτι ἔσομαί σοι ὅμοιος· ἐλέγξω σε καὶ παραστήσω κατὰ πρόσωπόν σου τὰς ἁμαρτίας σου. σύνετε δὴ ταῦτα, οἱ ἐπιλανθανόμενοι τοῦ Θεοῦ, μήποτε ἁρπάσῃ, καὶ οὐ μὴ ᾖ ὁ ρυόμενος».
[3] Βλ. Ψαλμ. 136.1-4: «Ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών. ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν· ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών. πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;».
[4]Βλ. ό.π.
[5] Κολοσ. 3.5: «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία».
[6] Λουκ. 12.46-47: «ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς· 48 ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας. παντὶ δὲ ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ ᾧ παρέθεντο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν».
--------------
Σημ.: Οι εντός παρενθέσεως λέξεις και φράσεις αποτελούν επεξηγήσεις του γράφοντος, οι οποίες προκύπτουν από τα συμφραζόμενα. Οι εντός αγκύλης παραπομπές έχουν προστεθεί κατά την μετάφραση.
[1] Έλληνες αποκαλεί τους εθνικούς, στους οποίους αναφέρεται η περικοπή· και τότε μεν η αντιδιαστολή ήταν ανάμεσα στους Ιουδαίους και στους μη ιουδαίους, εδώ ο Ιερός Χρυσόστομος εννοεί εκείνους που δεν πιστεύουν και δεν αποδέχονται το Ευαγγέλιο, και στην θέση των ιουδαίων της περικοπής βάζει τους χριστιανούς. «Εἰπὼν͵ ὅτι οὐδὲν λείπει τῷ Ἕλληνι πρὸς τὸ σωθῆναι͵ ἐὰν τοῦ νόμου ᾖ ποιητὴς͵ καὶ τὴν θαυμαστὴν σύγκρισιν ποιησάμενος ἐκείνην͵ τίθησι λοιπὸν καὶ τὰ σεμνὰ τῶν Ἰουδαίων͵ ἀφ΄ ὧν κατὰ τῶν Ἑλλήνων ἐφρόνουν. Καὶ πρῶτον αὐτὸ τὸ ὄνομα ὃ σφόδρα σεμνὸν ἦν͵ ὥσπερ νῦν ὁ Χριστιανισμός· καὶ γὰρ ἀπὸ τῆς προσηγορίας πολλὴ ἦν ἡ διαφορὰ καὶ τότε· διὸ καὶ ἐντεῦθεν ἄρχεται» (PG 60.431-432).
[2] Βλ. Ψαλμ. 49.16-22: «τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ Θεός· ἱνατί σὺ διηγῇ τὰ δικαιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός σου; σὺ δὲ ἐμίσησας παιδείαν καὶ ἐξέβαλες τοὺς λόγους μου εἰς τὰ ὀπίσω. εἰ ἐθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αὐτῷ, καὶ μετὰ μοιχοῦ τὴν μερίδα σου ἐτίθεις. τὸ στόμα σου ἐπλεόνασε κακίαν, καὶ ἡ γλῶσσά σου περιέπλεκε δολιότητα· καθήμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις καὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ τῆς μητρός σου ἐτίθεις σκάνδαλον. ταῦτα ἐποίησας, καὶ ἐσίγησα· ὑπέλαβες ἀνομίαν, ὅτι ἔσομαί σοι ὅμοιος· ἐλέγξω σε καὶ παραστήσω κατὰ πρόσωπόν σου τὰς ἁμαρτίας σου. σύνετε δὴ ταῦτα, οἱ ἐπιλανθανόμενοι τοῦ Θεοῦ, μήποτε ἁρπάσῃ, καὶ οὐ μὴ ᾖ ὁ ρυόμενος».
[3] Βλ. Ψαλμ. 136.1-4: «Ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών. ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν· ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών. πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;».
[4]Βλ. ό.π.
[5] Κολοσ. 3.5: «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία».
[6] Λουκ. 12.46-47: «ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς· 48 ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας. παντὶ δὲ ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ ᾧ παρέθεντο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου