Τί ἐστιν ἑνότης πνεύματος; Καθάπερ ἐν σώματι πνεῦμά ἐστι τὸ πάντα συνέχον, καὶ ἕν τι ποιοῦν τὸ ἐν διαφόροις ὂν μέλεσιν· οὕτω δὴ καὶ ἐνταῦθα. Διὰ γὰρ τοῦτο τὸ πνεῦμα ἐδόθη, ἵνα τοὺς γένει καὶ τρόποις διαφόροις διεστηκότας ἑνώσῃ. Ὁ γὰρ γέρων καὶ ὁ νέος, ὁ πένης καὶ ὁ πλούσιος, ὁ παῖς καὶ ὁ ἔφηβος,ἡ γυνὴ καὶ ὁ ἀνὴρ, καὶ πᾶσα ψυχὴ ἕν τι γίνεται, καὶ μᾶλλον ἢ εἰ σῶμα ἓν ἦν. Ταύτης γὰρ τῆς συγγενείας πολλῷ μείζων ἐκείνη, καὶ πλείων ἡ ἀκρίβεια τῆς ἑνώσεως. Ἡ γὰρ τῆς ψυχῆς συνάφεια ἀκριβεστέρα ἐστὶν, ὅσῳ καὶ ἁπλῆ καὶ μονοειδής ἐστι. Πῶς δὲ αὕτη φυλάττεται; Ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης.
Οὐκ ἔστιν ἐν ἔχθρᾳ καὶ διαστάσει ταύτην εἶναι. Ὅπου γὰρ ἔριδες ἐν ἡμῖν, φησὶ, καὶ ζῆλοι καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε, καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε; Καθάπερ γὰρ τὸ πῦρ, ὅταν μὲν ξηρὰ εὕρῃ ξύλα, μίαν τὰ πάντα ἐργάζεται πυρὰν, ὅταν δὲ ὑγρὰ, οὐδὲ ἐνεργεῖ οὐδὲ συγκολλᾶται· οὕτω καὶ ἐνταῦθα· οὐδὲν τῶν ψυχρῶν αὐτὴν συσφίγξαι δύναται, ἕκαστον δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τῶν θερμῶν. Ἀπὸ τούτου γοῦν καὶ ἡ θερμότης τῆς ἀγάπης τίκτεται· ἀπὸ τοῦ συνδέσμου τῆς εἰρήνης βούλεται συνδῆσαι πάντας ἡμᾶς. Καθάπερ γὰρ, φησὶν, ἐὰν θέλῃς σαυτὸν ἑτέρῳ προσδῆσαι, ἄλλως οὐ δυνήσῃ, ἀλλ' ἢ διὰ τοῦ κἀκεῖνον σαυτῷ προσδῆσαι, καὶ εἰ ἐθέλοις διπλοῦν ποιῆσαι τὸν δεσμὸν, χρὴ κἀκεῖνόν σε προσδεθῆναι· οὕτω καὶ ἐνταῦθα ἀλλήλοις προσδεδέσθαι βούλεται, οὐχ ἁπλῶς εἰρηνεύειν, οὐδὲ ἁπλῶς φιλεῖν, ἀλλ' ἐν πᾶσιν εἶναι μίαν ψυχήν. Καλὸς οὗτος ὁ δεσμός· τούτῳ τῷ δεσμῷ καὶ ἀλλήλοις καὶ πρὸς τὸν Θεὸν συνδήσωμεν ἑαυτούς. Οὐ θλίβει, οὐ πιέζει τὰς δεδεμένας χεῖρας οὗτος ὁ δεσμὸς, ἀλλ' ἀνίησι καὶ ἐν εὐρυχωρίᾳ καθίστησι πολλῇ καὶ τῶν λελυμένων μᾶλλον εὐθυμεῖσθαι ποιεῖ. Ὁ ἰσχυρὸς καὶ δεδεμένος μετὰ τοῦ ἀσθενοῦς διαβαστάζει τε ἐκεῖνον, καὶ οὐκ ἀφίησιν ἀπολέσθαι· κἂν μετὰ τοῦ ῥᾳθύμου προσδεθῇ, διεγείρει μᾶλλον αὐτόν. Ἀδελφὸς γὰρ ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος, φησὶν, ὡς πόλις ὀχυρά. Ταύτην τὴν ἅλυσιν οὐχ ὁδῶν διάστημα κωλῦσαι δύναται, οὐκ οὐρανὸς, οὐ γῆ, οὐ θάνατος, οὐκ ἄλλο οὐδὲν, ἀλλὰ πάντων ἐστὶ κρείττων καὶ ἰσχυροτέρα· αὕτη καὶ ἀπὸ μιᾶς τεχθεῖσα ψυχῆς, δύναται ὁμοῦ πολλοὺς περιλαβεῖν. Ἄκουε γὰρ Παύλου λέγοντος· Οὐ στενοχωρεῖσθε δὲ ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν. Πλατύνθητε καὶ ὑμεῖς. Τί δὴ οὖν τοῦτον λυμαίνεται τὸν δεσμόν; Χρημάτων ἔρως, φιλαρχίας, δόξης καὶ τῶν ἄλλων τοιούτων· χαύνους αὐτοὺς ποιεῖ καὶ διακόπτει. Πῶς οὖν, ἵνα μὴ διακοπῶσιν; Ἐὰν ταῦτα ἐκποδὼν γένηται, καὶ μηδὲν παρενοχλῇ τῶν διαφθειρόντων τὴν ἀγάπην. Ἄκουε γὰρ τοῦ Χριστοῦ λέγοντος· Ὅταν πληθυνθῇ ἡ ἀνομία, ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. Οὐδὲν οὕτως ἐναντίον ἀγάπῃ, ὡς ἁμαρτία, καὶ οὐ λέγω τῇ πρὸς τὸν Θεὸν, ἀλλὰ καὶ τῇ πρὸς τὸν πλησίον.
Οὐκ ἔστιν ἐν ἔχθρᾳ καὶ διαστάσει ταύτην εἶναι. Ὅπου γὰρ ἔριδες ἐν ἡμῖν, φησὶ, καὶ ζῆλοι καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε, καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε; Καθάπερ γὰρ τὸ πῦρ, ὅταν μὲν ξηρὰ εὕρῃ ξύλα, μίαν τὰ πάντα ἐργάζεται πυρὰν, ὅταν δὲ ὑγρὰ, οὐδὲ ἐνεργεῖ οὐδὲ συγκολλᾶται· οὕτω καὶ ἐνταῦθα· οὐδὲν τῶν ψυχρῶν αὐτὴν συσφίγξαι δύναται, ἕκαστον δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τῶν θερμῶν. Ἀπὸ τούτου γοῦν καὶ ἡ θερμότης τῆς ἀγάπης τίκτεται· ἀπὸ τοῦ συνδέσμου τῆς εἰρήνης βούλεται συνδῆσαι πάντας ἡμᾶς. Καθάπερ γὰρ, φησὶν, ἐὰν θέλῃς σαυτὸν ἑτέρῳ προσδῆσαι, ἄλλως οὐ δυνήσῃ, ἀλλ' ἢ διὰ τοῦ κἀκεῖνον σαυτῷ προσδῆσαι, καὶ εἰ ἐθέλοις διπλοῦν ποιῆσαι τὸν δεσμὸν, χρὴ κἀκεῖνόν σε προσδεθῆναι· οὕτω καὶ ἐνταῦθα ἀλλήλοις προσδεδέσθαι βούλεται, οὐχ ἁπλῶς εἰρηνεύειν, οὐδὲ ἁπλῶς φιλεῖν, ἀλλ' ἐν πᾶσιν εἶναι μίαν ψυχήν. Καλὸς οὗτος ὁ δεσμός· τούτῳ τῷ δεσμῷ καὶ ἀλλήλοις καὶ πρὸς τὸν Θεὸν συνδήσωμεν ἑαυτούς. Οὐ θλίβει, οὐ πιέζει τὰς δεδεμένας χεῖρας οὗτος ὁ δεσμὸς, ἀλλ' ἀνίησι καὶ ἐν εὐρυχωρίᾳ καθίστησι πολλῇ καὶ τῶν λελυμένων μᾶλλον εὐθυμεῖσθαι ποιεῖ. Ὁ ἰσχυρὸς καὶ δεδεμένος μετὰ τοῦ ἀσθενοῦς διαβαστάζει τε ἐκεῖνον, καὶ οὐκ ἀφίησιν ἀπολέσθαι· κἂν μετὰ τοῦ ῥᾳθύμου προσδεθῇ, διεγείρει μᾶλλον αὐτόν. Ἀδελφὸς γὰρ ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος, φησὶν, ὡς πόλις ὀχυρά. Ταύτην τὴν ἅλυσιν οὐχ ὁδῶν διάστημα κωλῦσαι δύναται, οὐκ οὐρανὸς, οὐ γῆ, οὐ θάνατος, οὐκ ἄλλο οὐδὲν, ἀλλὰ πάντων ἐστὶ κρείττων καὶ ἰσχυροτέρα· αὕτη καὶ ἀπὸ μιᾶς τεχθεῖσα ψυχῆς, δύναται ὁμοῦ πολλοὺς περιλαβεῖν. Ἄκουε γὰρ Παύλου λέγοντος· Οὐ στενοχωρεῖσθε δὲ ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν. Πλατύνθητε καὶ ὑμεῖς. Τί δὴ οὖν τοῦτον λυμαίνεται τὸν δεσμόν; Χρημάτων ἔρως, φιλαρχίας, δόξης καὶ τῶν ἄλλων τοιούτων· χαύνους αὐτοὺς ποιεῖ καὶ διακόπτει. Πῶς οὖν, ἵνα μὴ διακοπῶσιν; Ἐὰν ταῦτα ἐκποδὼν γένηται, καὶ μηδὲν παρενοχλῇ τῶν διαφθειρόντων τὴν ἀγάπην. Ἄκουε γὰρ τοῦ Χριστοῦ λέγοντος· Ὅταν πληθυνθῇ ἡ ἀνομία, ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. Οὐδὲν οὕτως ἐναντίον ἀγάπῃ, ὡς ἁμαρτία, καὶ οὐ λέγω τῇ πρὸς τὸν Θεὸν, ἀλλὰ καὶ τῇ πρὸς τὸν πλησίον.
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ομιλία στην προς Εφεσίους επιστολή, PG 62, 72-73
Απόδοση στα Νέα Ελληνικά
Τί είναι η ενότητα του πνεύματος; Όπως η ψυχή είναι αυτή που συνέχει το σώμα, που αποτελείται από διάφορα μέλη, και το ενοποιεί, έτσι κι εδώ. Γι αυτό δόθηκε το (Άγιον) Πνεύμα, ώστε να ενώσει τους χωρισμένους σε διάφορα γένη και τρόπους. Έτσι ο γέροντας και ο νέος, ο πτωχός και ο πλούσιος, το παιδί και ο έφηβος, η γυναίκα και ο άνδρας, και κάθε ψυχή γίνεται ένα, και πολύ περισσότερο από αν ήταν ένα σώμα. Διότι αυτή η συγγένεια είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη (ενν. τη φυσική συγγένεια), όπως επίσης μεγαλύτερη είναι και η αξία της ενώσεως, επειδή η συνάφεια της ψυχής είναι πολυτιμότερη, στο βαθμό που είναι απλή και ενός είδους. Και πώς διαφυλάττεται αυτή; «Ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (Εφεσ. 4,3). Δεν υπάρχει (ενότητα) στην έχθρα, ούτε στην διάσταση. «Ὅπου γὰρ ἔριδες ἐν ἡμῖν», λέει, «καὶ ζῆλοι καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε, καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε;» (Α' Κορ. 3,3). Όπως ακριβώς η φωτιά, όταν μεν βρει ξερά ξύλα, φουντώνει σε μια πυρκαγιά, ενώ όταν τα βρει υγρά δεν τα καίει και διασπάται, έτσι κι εδώ: δεν μπορεί να συσφίξει την ενότητα των ψυχρών, και συνδέει τον καθένα πολύ περισσότερο με τους θερμούς. Από αυτόν λοιπόν γεννάται και η θερμότητα της αγάπης, από τον σύνδεσμο της ειρήνης θέλει να συνδέσει όλους εμάς. Κι όπως, λέει, αν θέλεις να προσδέσεις τον εαυτό σου σε κάποιον άλλο, δεν μπορείς διαφορετικά παρεκτός και εάν προσδεθείς σε αυτόν,και άμα θέλεις να κάνεις διπλό τον δεσμό είναι ανάγκη κι εκείνος να προσδεθεί σε σένα, έτσι κι εδώ θέλει να μας προσδέσει τον ένα στον άλλο, κι όχι απλά να έχουμε ειρήνη, ή απλά να αγαπάμε ο ένας τον άλλο, αλλά να είμαστε σε όλα μία ψυχή. Είναι καλός αυτός ο δεσμός, και με τούτο το δεσμό ας προσδέσουμε τον εαυτό μας και μεταξύ μας και με τον Θεό. Δεν συντρίβει, ούτε πιέζει τα δεμένα χέρια τούτος ο δεσμός, αλλά τα καθιστά άνετα και σε ευρυχωρία πολλή, και χαροποιεί πολύ περισσότερο από ότι τα λυτά. Ο ισχυρός και δεμένος με τον ασθενή, τον στηρίζει και δεν τον αφήνει να χαθεί. Αν συνδεθεί με ράθυμο, τον παρακινεί ακόμα πιο πολύ. «Ἀδελφὸς γὰρ ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος», λέει, «ὡς πόλις ὀχυρά» (Παροιμ. 18, 19). Αυτή την αλυσίδα ούτε η απόσταση του δρόμου μπορεί να εμποδίσει, ούτε ο ουρανός, ούτε η γη, ούτε ο θάνατος, ούτε τίποτε άλλο, αλλά είναι καλύτερη και δυνατότερη πάντων. Αυτή, ακόμα κι αν γεννηθεί από μία ψυχή, έχει τη δύναμη να συμπεριλάβει πολλούς. Γι αυτό, άκου και τον Παύλο που λέει: «Οὐ στενοχωρεῖσθε δὲ ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν... πλατύνθητε καὶ ὑμεῖς» (Β΄ Κορ. 6,12-13). Και τι λοιπόν καταστρέφει τούτο τον δεσμό; Ο έρωτας των χρημάτων, της φιλαρχίας, της δόξας και των άλλων παρομοίων. Τους κάνει νωθρούς (ενν. εκείνους που διακατέχονται από τα παραπάνω) και τους αποκόπτει (μεταξύ τους). Και πώς λοιπόν (να πράξουν), ώστε να μην αποκοπούν; Εάν φύγουν μακριά από αυτά και δεν ασχολούνται με τίποτα από εκείνα που διαφθείρουν την αγάπη. Άκου και τον Χριστό που λέει: «Ὅταν πληθυνθῇ ἡ ἀνομία, ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ, 24, 12). Τίποτα δεν είναι τόσο ενάντιο στην αγάπη, όσο η αμαρτία και δεν αναφέρομαι στην προς τον Θεό (αγάπη), αλλά και στην προς τον πλησίον.