Τό μεγαλύτερο ἀγαθό στόν κόσμο εἶναι πανθομολογουμένως τό ἀνθρώπινο πρόσωπο στήν πληρότητά του, δηλαδή στήν ἀδιάσπαστη ψυχοσωματική του ενότητα. Τοῦτο δέν διακηρύσσεται ἁπλῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀποτελεῖ παναθρώπινη παραδοχή, καί διά τοῦτο ἡ ἀλληλεγγύη πρός τόν συνάθρωπο ἐκφράζεται καί προωθεῖται, εἰδικά στίς μέρες μας, μέσα ἀπό τίς πολυάριθμες φιλανθρωπικές ὀργανώσεις. Γιά τήν Ἐκκλησία μάλιστα, ἡ φιλανθρωπία συνιστᾶ ἔμπρακτη ἔκφραση τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καί ὡς ἐκ τοῦτου ἀφορᾶ τόν κάθε πιστό, ἡ ἀξία δέ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί ἀξιοπρέπειας δέν ἐξαρτᾶται οὔτε ἀπό φυλετικά οὔτε ἀπό οἰκονομικά ἤ ταξικά κριτήρια, σύμφωνα μέ τό «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην͵ οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος͵ οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3, 28).
Η φιλανθρωπία, ὡς ἔκφραση τῆς γνήσιας ἀδελφικῆς ἀγάπης, δέν περιορίζεται ἁπλά στήν προσφορά ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά ἐκτείνεται σέ κάθε ἐνέργειά μας, ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ στήν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας. Μία ἀπό αὐτές ἀποτελεῖ καί ἡ αἱμοδοσία, καθότι μέ μία φιάλη αἵματος μπορεῖ νά σωθεῖ ἕνας συνάνθρωπός μας ἀπό βέβαιο θάνατο. Ἄν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς ἔδωσε τήν ἐντολή νά ἀγαπᾶμε ἀλλήλους, σέ βαθμό μάλιστα πού νά θυσιάζουμε γιά τούς ἀδελφούς μας ἀκόμα καί τήν ἴδια μας τή ζωή (πρβλ. Ιω. 15, 12-13, Α' Ιω. 3, 16), τότε κατανοοῦμε τήν σημασία τῆς αἱμοδοσίας ὡς πράξεως ἀγάπης. Μιᾶς ἀγάπης, τήν ὁποῖα μᾶς δίδαξε ἔμπρακτα ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, προσφέροντας τήν ζωή Του καί τό τίμιο αἶμα Του γιά τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Γιά τήν ἀγάπη ἑπομένως τοῦ Θεοῦ καί πρός τόν πλησίον καλούμαστε καί ἐμεῖς, ἐφόσον ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας μας τό ἐπιτρέπει, νά προσφέρουμε λίγες στάλες ἀπό τό δικό μας αἶμα καί νά δώσουμε μέ τόν τρόπο αύτό ζωή σέ κάποιον ἀπό τούς άδελφούς μας.
Γιά τήν ὕψιστη σημασία καί ἀξία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει τά ἑξῆς: « Δέν καταφρονῶ τόν ἄνθρωπο· ἀκόμα κι ἄν εἶναι ἕνας, εἶναι ἄνθρωπος, τό περισπούδαστο τοῦ Θεοῦ πλᾶσμα· ἀκόμα κι ἄν εἶναι δοῦλος, δέν μοῦ εἶναι εὐκαταφρόνητος· γιατί δέν ἐξετάζω τό ἀξίωμα, ἀλλά τήν ἀρετή, οὔτε κοιτάζω τήν ἐξουσία ἤ τήν ὑποτέλεια, ἀλλά τήν ψυχή. Ἀκόμα κι ἄν ὑπάρχει μόνο ἕνας, εἶναι άνθρωπος, γιά τόν ὁποῖο ξεδιπλώθηκε ὁ οὐρανός καί φέγγει ὁ ἥλιος καί περιδιαβαίνει ἡ σελήνη [...] καί γιά τόν ὁποῖο ὁ μονογενής Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Ὁ Δεσπότης μου ἐσφάγη, καὶ τὸ αἷμα Του ἔχυσε ὑπὲρ ἀνθρώπου· κι ἐγὼ θά τόν καταφρονήσω; καί πῶς μπορῶ μετά νά συγχωρεθῶ;» (Ὁμιλία εἰς τόν Λάζαρον,PG 48, 1029).
Ἡ ἄρνηση προσφορᾶς αἵματος μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ἀδιαφορία γιά τόν πλησίον. Ἀντίθετα, ἡ αἱμοδοσία συνάδει μέ τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ: «πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι͵ οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς» (Ματθ. 7, 12). Ποιός ἄραγε ἄνθρωπος δέν θέλει νά τοῦ μεταγγισθεῖ μία φιάλη αἶμα, προκειμένου νά ζήσει; Ἑπομένως, ἐφόσον θέλουμε νά βρεθεῖ κάποιος νά μᾶς ἀναζωογονήσει μέ τόν τρόπο αὐτό, ὀφείλουμε καί ἐμεῖς νά προσφέρουμε τό ἀνεκτίμητο αὐτό ἀγαθό στούς συνανθρώπους μας.
Ἄς δείξουμε ἑπομένως ὅλοι μας περισσότερη ἐπιμέλεια, εὐαισθησία καί προθυμία ἀπέναντι σέ αὐτό τό τόσο μικρό ἔργο ἀγάπης καί καί φιλαθρωπίας, μέ τήν τόσο μεγάλη σημασία καί εὐεργεσία. Ἄς ἐντάξουμε τήν αἱμοδοσία στό πρόγραμμα τῆς ζωῆς μας, ὡς μία ἀπό τίς τακτικές πράξεις φιλανθρωπίας, ἐνθυμούμενοι καί τήν προτροπή τοῦ Εὐαγγελιστῆ τῆς ἀγάπης: «τεκνία͵ μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ ἀλλὰ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ» (Α' Ιω. 3, 18).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου