Ο Θεός αγάπη εστί (26 Σεπτεμβρίου)

Α΄ Ιω. 4, 12-19

Εορτάζει σήμερα η αγία μας Εκκλησία την μετάσταση του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, του αποστόλου και ευαγγελιστή, ο οποίος, μέσα από το Ευαγγέλιό του και τις δύο Επιστολές του που συμπεριλαμβάνονται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, εμβαθύνει περισσότερο από κάθε άλλον στα νοήματα της διδασκαλίας του Χριστού, και την αναλύει με γνώμονα την πρώτη και κύρια εντολή του Θεού, αυτή της αγάπης. Γι αυτό και έχει προσλάβει τον χαρακτηρισμό του Θεολόγου και του «ευαγγελιστή της αγάπης». Μάλιστα, κατά τη σημερινή Θεία Λειτουργία διαβάζουμε ένα απόσπασμα της πρώτης Επιστολής του, που αναφέρεται φυσικά στο θέμα της αγάπης.

Αφού προηγουμένως μας λέει ότι η πηγή της αγάπης είναι ο ίδιος ο Θεός, και απόδειξη περί αυτού αποτελεί η σταυρική θυσία του μονογενούς Του Υιού, καταλήγει με τη διαπίστωση ότι εφόσον ο Θεός μας αγαπά τόσο πολύ, οφείλουμε κι εμείς να αγαπάμε ο ένας τον άλλο. Κανείς βέβαια δεν έχει δει τον Θεό, όταν όμως έχουμε αγάπη μεταξύ μας, τότε ο Θεός κατοικεί μέσα μας και έχουμε την τέλεια αγάπη Του, η οποία αποτελεί δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Συνδέει μάλιστα την απόκτηση της αγάπης του Θεού με την πίστη στον Ιησού Χριστό και ομολογεί: «εμείς γνωρίσαμε την αγάπη που έχει για μας ο Θεός, και πιστέψαμε σε αυτήν. Ο Θεός είναι αγάπη, κι εκείνος που παραμένει στην αγάπη μένει με τον Θεό και ο Θεός με αυτόν». Όταν αποκτήσουμε το πλήρωμα της αγάπης, όταν αυτή γίνει μέσα μας τέλεια, τότε θα έχουμε παρρησία κατά την ημέρα της κρίσεως, μιας που θα είμαστε ένα με τον Θεό. Στην αγάπη δεν υπάρχει φόβος, αλλά η τέλεια αγάπη διώχνει τον φόβο. Από την άλλη, ο φόβος οδηγεί στην κόλαση, κι εκείνος που διακατέχεται από φόβο δεν μπορεί να αποκτήσει την τελειότητα της αγάπης. Επομένως, αγαπάμε τον Θεό όχι από φόβο, αλλά γιατί πρώτος Αυτός μας αγάπησε.
Η αγάπη προς τον Θεό, για την οποία κυρίως μας μιλάει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, αποτελεί ομολογουμένως έναν δύσκολο άθλο για τον καθένα μας. Αυτό συμβαίνει κυρίως για δύο λόγους: πρώτον, όταν μιλάμε για την αγάπη, μέσα στα ανθρώπινα όρια, την αντιλαμβανόμαστε ως συναίσθημα που πηγάζει από τον ψυχικό μας κόσμο, κάτι το οποίο δίνουμε από τον εαυτό μας, από την καλοσύνη μας, από την ίδια μας την καρδιά. Η αγάπη όμως του Θεού είναι διαφορετική: πηγάζει όχι από εμάς, αλλά από τον ίδιο τον Θεό. Η χριστιανική δηλαδή αγάπη δεν είναι απλά μια αρετή που πηγάζει από μέσα μας, αλλά η μετοχή μας στην αγάπη του Θεού, και η (αντι)προσφορά της προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Μια τέτοια αγάπη, εφόσον δεν αποτελεί προϊόν του δικού μας ψυχισμού, δεν υπόκειται σε ματαπτώσεις, δεν είναι συναίσθημα αλλά στάση ζωής και υπαγορεύει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την καθημερινότητά μας, τους συνανθρώπους μας, τη ζωή μας ολόκληρη. Η αγάπη «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α΄ Κορ. 13, 7-8).
Η δεύτερη δυσκολία για την απόκτηση της αγάπης του Θεού είναι ότι δεν μπορούμε να δούμε τον Θεό. Η αγάπη προϋποθέτει την προσωπική γνωριμία του άλλου: πώς να αγαπήσει κανείς κάποιον που δεν γνωρίζει, κάποιον που δεν βλέπει; Αν αυτό είναι σχεδόν αδύνατο για τις διαπροσωπικές σχέσεις, πολύ περισσότερο για τον Θεό. Την υπέρβαση αυτή μόνο η πίστη μπορεί να πραγματώσει. Η πίστη στον Ιησού Χριστό, τον σαρκωθέντα Υιό και Λόγο του Θεού, για τον οποίο έχουμε τις άμεσες μαρτυρίες των Αποστόλων, που Τον είδαν, Τον γνώρισαν και Τον πίστεψαν. Η μαρτυρία των αγίων Αποστόλων καθιστά την πίστη μας προς τον Θεό όχι μια ουτοπική επιθυμία, αλλά βεβαιότητα, «πραγμάτων έλεγχος μη βλεπομένων» (Εβρ. 11,1).
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης συνδέει την αγάπη προς τον Θεό με αυτή προς τον συνάνθρωπο. Υπό το πρίσμα των παραπάνω, η αγάπη προς τον συνάνθρωπο δεν μένει μέσα στα στενά πλαίσια του συναισθήματος, αλλά αγκαλιάζει τον άλλο όπως ακριβώς ο Θεός αγκαλιάζει τον καθένα μας, όσο αμαρτωλός κι αν είναι. «Αν κάποιος πει “αγαπώ τον Θεό”, αλλά μισεί τον αδελφό του, είναι ψεύτης. Γιατί αυτός που δεν αγαπά τον αδελφό του, τον οποίο βλέπει, πώς μπορεί να αγαπά τον Θεό, τον οποίο δεν είδε ποτέ;» (Α΄ Ιω. 4, 20). Η αγάπη προς τον συνάνθρωπο αποκτά επομένως μια διπλή λειτουργία: γίνεται η γέφυρα για να γνωρίσουμε και να αγαπήσουμε τον Θεό και παράλληλα αποτελεί το κριτήριο της αυθεντικότητας της αγάπης μας προς τον Θεό. Γνωρίζοντας τον αδελφό μας, ο οποίος είναι πλασμένος κατ' εικόνα Θεού, γνωρίζουμε τον ίδιο τον Θεό, όπως ακριβώς γνωρίζει κανείς έναν συγγραφέα ή έναν καλλιτέχνη μέσα από τα έργα του και μπορεί με βεβαιότητα να πει “λατρεύω τον Μότσαρτ, ή τον Μονέ”. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, αγαπώ τον συνάνθρωπό μου σημαίνει ότι τον τοποθετώ μέσα στην καρδιά μου, η οποία πλαταίνει για να τον χωρέσει και, αν χρειαστεί, να τον συγχωρέσει. Έτσι η αγάπη γίνεται πλέον κοινωνία όπου στη θέση του “εγώ” βρίσκεται ο άλλος και στη θέση της κτητικότητας βρίσκεται η αυτοθυσία.
Στον αντίποδα της αγάπης ο ευαγγελιστής Ιωάννης δεν τοποθετεί το μίσος, όπως όλοι έχουμε συνηθίσει, αλλά βάζει το φόβο, ο οποίος οδηγεί στην κόλαση. Η κόλαση εδώ μπορεί να εννοηθεί πάλι με δύο τρόπους: σε ό,τι αφορά τον Θεό, η έλλειψη της αγάπης προς Αυτόν οδηγεί στον φόβο για την ημέρα της Κρίσεως. Όταν κυριαρχεί μέσα μας ο φόβος για τον Θεό, τότε τη ζωή μας καθορίζει η κόλαση, δηλαδή είτε πορευόμαστε προς αυτήν είτε προσπαθούμε να την αποφύγουμε. Σε ότι πάλι έχει να κάνει με τον συνάνθρωπο, η απουσία αγάπης δημιουργεί φόβο για τον άλλο, για τον ξένο αλλά και για τον αδελφό, φόβο ότι η παρουσία του μπορεί να υπονομεύσει την ψυχική μας ηρεμία, τα κεκτημένα μας, την ακεραιότητά μας. Τότε συμβαίνει αυτό που είπε ο Νίτσε, ότι «ο άλλος είναι η κόλασή μου», ή -κατά το αρχαϊκότερο- «homo hominis lupus».
Ο άνθρωπος που διακατέχεται από τον φόβο και τον καλλιεργεί και στους γύρω του, δεν μπορεί να λέγεται και να είναι χριστιανός, ακόμα και αν στην εξωτερική του συμπεριφορά φέρεται ως άμεμπτος, ή νομίζει ότι βρίσκεται κοντά στον Θεό. «Ο Θεός αγάπη εστί», και ο άνθρωπος του Θεού δεν μπορεί παρά να είναι άνθρωπος της αγάπης. Η αγάπη διώχνει τον φόβο, διαλύει το σκοτάδι της καρδιάς μας και της κοινωνίας και μετατρέπει τον συνάνθρωπο από εχθρό σε φίλο, από κόλαση σε παράδεισο. Ίσως οι σκέψεις αυτές θεωρούνται έξω από την σύγχρονη καθημερινότητα. Ίσως κάποιοι τις θεωρούν ως εξωπραγματικές και ανεφάρμοστες. Αν όμως δούμε προσεκτικά σε βάθος τα αίτια τόσο των προσωπικών μας δυσκολιών σε διαπροσωπικό επίπεδο, όσο και της ευρύτερης κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ακαταστασίας που επικρατεί στον κόσμο, θα διαπιστώσουμε ότι τα πλείστα των προβλημάτων οφείλονται σε αυτό το έλλειμμα της αγάπης. Όχι του συναισθήματος αλλά της αγάπης του Θεού, η οποία περνά πάντοτε μέσα από τον συνάνθρωπο, και έχει τη δύναμη να μας κάνει να πούμε, μαζί με τον αρχαίο ασκητή της ερήμου: «είδες τον αδελφό σου; είδες τον Θεό σου!».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου