Η Εξομολόγηση στα σχολεία αντιμετωπίστηκε πρόσφατα σαν ένα καρκίνωμα που πρέπει να εξαλειφθεί. Με αφορμή μεμονωμένα περιστατικά και με ερμηνείες που παραπέμπουν σε άλλες εποχές, οι ιθύνοντες του Υπουργείου Παιδείας θεώρησαν ότι στερώντας από τους μαθητές την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με κάποιον ιερέα-πνευματικό προσφέρουν χρηστές υπηρεσίες στον θεσμό του Σχολείου. Για να αξιολογήσουμε όμως τα γεγονότα και να προσεγγίσουμε την αλήθεια, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τις ενστάσεις που διατυπώνονται, καθώς και τον ρόλο που δύναται να διαδραματίσει η –περιστασιακή- παρουσία του ιερέα στο χώρο του σχολείου. Και στο σημείο αυτό είναι ίσως ορατές και οι ευθύνες της Εκκλησίας.
Καταρχάς από πολλούς έχει παρεξηγηθεί το περιεχόμενο της Εξομολόγησης. Είναι ένα Μυστήριο της Εκκλησίας που δεν έχει δικανικό ή τιμωρητικό χαρακτήρα, δεν έρχεται ο πνευματικός να ελέγξει τις πράξεις των πιστών και επί του προκειμένου των μαθητών, ούτε να τους επιβάλλει ποινές και κυρώσεις. Η Εξομολόγηση είναι μια προσέγγιση πνευματική με τον Θεό, μια συμφιλίωση μαζί Του, και τελικά εμπνέει και καλλιεργεί την εμπιστοσύνη προς Αυτόν. Σε μια κοινωνία που οι θεσμοί καταρρέουν και οι άνθρωποι κλείνονται ολοένα και περισσότερο στον εαυτό τους, προσφέρει την δυνατότητα μιας ελεύθερης, αβίαστης και ειλικρινούς επικοινωνίας με τον Θεό και κατ΄ επέκταση με τον συνάνθρωπο. Από την εμπειρία μας μέσα στα σχολεία, είναι καταφανές ότι τα παιδιά αισθάνονται μόνα και ανυπεράσπιστα μέσα στην κοινωνία, δεν ξέρουν πού να εμπιστευτούν τα προβλήματά τους και τις ανησυχίες τους, ακόμα και τον πόνο που φέρουν μέσα τους. Στην ποιμαντική μας πρακτική ποτέ δεν καλούμε τα παιδιά να «εξομολογηθούν», τους εκφράζουμε την διάθεση να τα ακούσουμε, κάτι που τόσο το έχουν ανάγκη και άλλο τόσο τους λείπει, συζητάμε μαζί τους καλλιεργώντας ένα κλίμα εμπιστοσύνης και φιλίας και στο τέλος, αν θέλουν να εξομολογηθούν, το πράττουμε και αυτό. Έχει τύχει να συνομιλήσουμε και με παιδιά που δηλώνουν ότι δεν πιστεύουν, αλλά και που ανήκουν σε άλλο δόγμα ή ακόμα και αίρεση…Αυτό αν μη τι άλλο, καταδεικνύει ότι η παρουσία του ιερέα είναι χρήσιμη στο σχολείο, συμπληρώνοντας τρόπον τινά τα κενά επικοινωνίας που δημιουργούνται αναπόφευκτα και για ποικίλους λόγους μέσα στην οικογένεια, το σχολείο και τις παρέες τους. Σε αντίθεση μάλιστα με έναν ψυχολόγο ή έναν κοινωνικό λειτουργό, ο ιερέας, όταν επιτελεί σωστά το λειτούργημά του, εμπνέει περισσότερη εμπιστοσύνη ως φορέας της κατεξοχήν αγάπης που πηγάζει από τον Θεό. Η πιο συχνή έκφραση όταν ένα παιδί επιστρέφει στο μάθημα μετά από μια τέτοια συζήτηση είναι «σας ευχαριστώ που με ακούσατε, έφυγε από πάνω μου ένα βάρος…».
Σε ότι αφορά την καταλληλότητα του χώρου του σχολείου για την επικοινωνία αυτή, αξίζει να σημειώσουμε ότι κάποια από τα Μυστήρια της Εκκλησίας μπορούν να επιτελούνται σε κάθε χώρο, και όχι απαραίτητα στο ναό, όπως π.χ. το Μυστήριο του Ευχελαίου. Ακόμη κι εκείνα που προβλέπεται αποκλεισικά η τέλεσή τους εντός του Ναού, όπως είναι το Βάπτισμα και ο Γάμος, κάποιες φορές -κακώς βέβαια- τελούνται ακόμη και σε ανοιχτούς χώρους, για να "εξυπηρετηθούν" οι πολυάριθμοι καλεσμένοι και να ευχαριστηθούν ένα «γκλαμουράτο» Μυστήριο… Αξίζει ακόμη να σημειώσουμε, σε ό,τι αφορά την Εξομολόγηση, τη δυσκολία των μαθητών, ιδιαίτερα εκείνων που κατοικούν μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα, να βρουν έναν ιερέα ικανό και καταρτισμένο που να μπορεί να τα εξομολογήσει ή έστω να συνομιλήσει μαζί τους. Γιατί στα περισσότερα χωριά είτε δεν υπάρχει μόνιμος εφημέριος, είτε είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, είτε ακόμα τα παιδιά φοβούνται ότι θα γίνουν αντικείμενο σχολιασμού από τον ιερέα ή τους συγχωριανούς τους, στα όρια μιας τόσο μικρής κοινωνίας. Και δυστυχώς, έχουμε τέτοια παραδείγματα…
Σχετικά με τη σκέψη ότι η Εξομολόγηση στα σχολεία προκαλεί ανωμαλίες στη διεξαγωγή του προγράμματος των μαθημάτων ή ακόμη διακρίσεις στην αξιολόγηση των μαθητών, η απάντηση είναι απλή: πάντα ο ιερέας έρχεται σε συνεννόηση με τον Διευθυντή του σχολείου και τον Θεολόγο καθηγητή, ώστε ένα-ένα παιδί, αν το επιθυμεί, να εγκαταλείπει για ένα εύλογο χρονικό διάστημα 5-10 λεπτών την τάξη, συνήθως κατά τη διάρκεια του μαθήματος των Θρησκευτικών, και μόλις επανέρχεται να φεύγει ένα άλλο. Σε κανέναν δεν ασκείται πίεση να εξομολογηθεί και σε καμιά περίπτωση δεν έχει αναφερθεί δυσμενής μεταχείριση από τους καθηγητές εκείνων των μαθητών που δεν θέλησαν να συνομιλήσουν με τον ιερέα. Τέτοιου είδους αντιλήψεις διατυπώνονται από ανθρώπους που πέρασαν από τα θρανία τις δεκαετίες ’40-’60, εποχές που εφαρμόζονταν τέτοιες πρακτικές… Προσωπικά, ως μαθητής ουδέποτε πήγα να εξομολογηθώ στον ιερέα που ερχόταν στο σχολείο μου, και ουδέποτε κανείς με πίεσε είτε με λόγια είτε με δυσμενή μεταχείριση ή αξιολόγηση..
Γιατί τότε αυτή η αρνητική αντιμετώπιση και ο εξοβελισμός της Εξομολόγησης από τα σχολεία; Εξαιτίας κάποιων ιερέων, μεγαλύτερης συνήθως ηλικίας, που δεν μπόρεσαν να διακρίνουν την Αγάπη από την Δικαιοσύνη, μετατρέποντας το Μυστήριο της Αγάπης σε δικαστήριο, δίνοντας έτσι αφορμή για επικρίσεις και απορριπτικά σχόλια. Εδώ βρίσκεται και η ευθύνη της Εκκλησίας. Ουδέποτε έγινε κάποιο Συνέδριο, ουδέποτε εκδόθηκε κάποια Εγκύκλιος ή ένα εγχειρίδιο που να εξηγεί και να καθορίζει τον ρόλο του ιερέα-πνευματικού στο σχολείο, αφήνοντας έτσι τους πνευματικούς να αυτοσχεδιάζουν και τους απ’ έξω να επικρίνουν.
Αλλά και η επιλογή των κατάλληλων προσώπων χρειάζεται προσοχή: ούτε μεγάλος σε ηλικία θα πρέπει να είναι, ώστε να μπορεί να μιλά την γλώσσα των νέων και να τους καταλαβαίνει, ούτε πάλι άπειρος και ακατάρτιστος. Θα πρέπει να έχει και γνώσεις ψυχολογίας και κοινωνιολογίας, παράλληλα με τις θεολογικές, ώστε να έχει την δυνατότητα να δίνει σωστές απαντήσεις και συμβουλές. Θα πρέπει επίσης να κατευθύνει τα παιδιά προς την ανεύρεση της αγάπης και όχι προς μια τυπολατρική ενσωμάτωση στα δρώμενα της Εκκλησίας. Αυτό που χρειάζεται είναι ουσία, αγάπη, κατανόηση, εγκόλπωση της κοινωνίας και των προβλημάτων της από την Εκκλησία και όχι περιθωριοποίηση της τελευταίας και διαχωρισμός της ως κάστας «τελείων».
Αν θέλουμε σαν Εκκλησία να δώσουμε απαντήσεις στα προβλήματα της κοινωνίας, αν θέλουμε και πάλι να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων και να γίνουμε οι αληθινοί ποιμένες που θα τους οδηγήσουμε στην ελευθερία διαμέσου της Αλήθειας –που είναι ο ίδιος ο Χριστός-, τότε οφείλουμε να δούμε τα πράγματα με τα δικά τους μάτια και να μιλήσουμε στην καρδιά τους, αφήνοντας πίσω την ξύλινη γλώσσα, τα ανούσια σχήματα και τις αναπολήσεις στο «ένδοξο» παρελθόν. Η Εκκλησία είναι ένας θεανθρώπινος οργανισμός που κατάφερε μέσα στο διάβα των αιώνων να προσαρμόζεται πάντοτε στα κοινωνικά δεδομένα και να δίνει τις απαντήσεις στα αιώνια πνευματικά ερωτήματα των πιστών. Την δυναμική της αυτή δεν την έχει απολέσει, γιατί πηγάζει από το Άγιο Πνεύμα που την συγκροτεί. Χρειάζεται όμως και οφείλει να την ενεργοποιήσει εκ νέου, προσφέροντας την πνευματική ανακούφιση και δροσιά που τόσο μεγάλη ανάγκη έχει σήμερα ο άνθρωπος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου