Την περασμένη Κυριακή, αδελφοί χριστιανοί, μάς είπε ο Χριστός να μη μεριμνάμε τί θα φάμε ή τί θα πιούμε ή τί θα ντυθούμε, αλλά να ζητούμε πρώτα την βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη αυτού, και όλα αυτά θα μάς δοθούν επιπροσθέτως. Γιατί, όπως ο Θεός φροντίζει για τα πετεινά του ουρανού και για τα άνθη του αγρού, πολύ περισσότερο φροντίζει και προνοεί και για μάς τους ανθρώπους, για το «συναμφότερον» σώματος και ψυχής, σε αντίθεση με εμάς που συχνά στρέφουμε την προσοχή μας μόνο στις βιοτικές μέριμνες. Με το θαύμα της σημερινής περικοπής από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, μάς δείχνει ότι ο Θεός μάς φροντίζει όχι μόνο στα βιοτικά αλλά και σε προβλήματα άλυτα για τους ανθρώπους. Με τον τρόπο αυτό, αφού μάς δίδαξε την προς τον Θεό αγάπη, έρχεται να μάς διδάξει και την πίστη προς αυτόν, όπως θα δούμε ευθύς αμέσως.
Καθώς ήλθε ο Ιησούς στην Καπερναούμ, ήλθε προς αυτόν εκατόνταρχος και τόν παρακαλούσε λέγοντας «Κύριε, το παιδί μου στο σπίτι έχει πληγεί από παραλυσία και βασανίζεται φρικτά». «Έρχομαι εγώ να τον θεραπεύσω», του απαντά ο Χριστός κι εκείνος είπε, «Κύριε, δεν είμαι άξιος για να εισέλθεις στο σπίτι μου, αλλά πες μόνο μια λέξη και θα θεραπευτεί το παιδί μου. Γιατί κι εγώ είμαι άνθρωπος που έχει εξουσία, και έχω από κάτω μου στρατιώτες και λέω στον ένα, πήγαινε, και πηγαίνει, και στον άλλο, έλα, κι έρχεται, και στον δούλο μου, κάνε τούτο, και το κάνει». Όταν το άκουσε αυτό ο Ιησούς εθαύμασε και είπε σε αυτούς που τον ακολουθούσαν: «Αλήθεια σάς λέω, ότι ούτε στον Ισραήλ δεν βρήκα τόσο μεγάλη πίστη. Σάς λέω μάλιστα ότι πολλοί θα έλθουν από την ανατολή κι από την δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στην βασιλεία των ουρανών, ενώ οι γιοι της βασιλείας θα εκβληθούν έξω στο σκοτάδι, όπου υπάρχει το κλάμμα και το τρίξιμο των δοντιών». Και είπε ο Ιησούς στον εκατόνταρχο, «Πήγαινε, και ας γίνει όπως πίστεψες», και από την στιγμή εκείνη θεραπεύτηκε το παιδί αυτού [1].
Ο εκατόνταρχος, ρωμαίος αξιωματικός, αν και δεν είχε ακούσει για τον αληθινό Θεό και πίστευε στα είδωλα, πίστεψε προφανώς σε όσα είχε ακούσει για τον Ιησού Χριστό και γι αυτό δεν χάνει την ευκαιρία να προστρέξει σε αυτόν με πίστη αξιοθαύμαστη, αξιοζήλευτη και αξιομίμητη. Δεν γνωρίζει ότι συνομιλεί με αυτόν που με ένα του λόγο δημιούργησε τα σύμπαντα, γνωρίζει όμως, σαν άνθρωπος που ασκεί εξουσία, ότι ένας λόγος αρκεί για να γίνουν πολλά, και πιστεύει ακράδαντα ότι με ένα του λόγο ο Χριστός έχει την δύναμη να θεραπεύσει το παιδί του. Αυτή την πίστη των αγίων μακαρίζει ο Χριστός. Όταν μάλιστα λέει ότι πολλοί από ανατολή και δύση θα αναδειχθούν μεγάλοι στην βασιλεία του Θεού ενώ τα παιδιά της βασιλείας θα αποκλειστούν, δεν αναφέρεται μόνο στους τότε ισραηλίτες αλλά και σε όσους από εμάς, που θεωρούμε τους εαυτούς μας γνήσια τέκνα της Εκκλησίας, υπερηφανευόμαστε γι αυτό και αμελούμε τα πνευματικά και συχνά καταλήγουμε σε χλιαρότητα και σε ολιγοπιστία, ειδικά σε περιόδους θλίψεως και δοκιμασιών.
Ο εκατόνταρχος όμως δεν αισθάνεται έτσι. Παρ’ όλο που υπερέχει των άλλων ανθρώπων και έχει εξουσία πολιτική και στρατιωτική, δεν θεωρεί ότι έχει κάποια υπεροχή έναντι του Ιησου Χριστού. Γι αυτό δεν τον καλεί στο σπίτι του αλλά προστρέχει ο ίδιος προς αυτόν, και μάλιστα στην προθυμία του Χριστού να πάει στο σπίτι του θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο για μια τέτοια τιμή και επίσκεψη. Η πίστη του εκατόνταρχου συνοδεύεται, όπως βλέπουμε, με ταπείνωση, η οποία αν μη τι άλλο προέρχεται από την αυτογνωσία του. Γιατί βλέπει ότι η όποια του εξουσία δεν τον καθιστά καλύτερο από τους άλλους ανθρώπους και ότι ενώπιον του Θεού, του μονου αγαθού και του μόνου που με ένα του λόγο έχει την δύναμη να θεραπεύει κάθε σωματική και πνευματική ασθένεια, όλοι οι άνθρωποι είμαστε μικροί, δούλοι και υπήκοοι του Θεού.
Τούτο το παράδειγμα της πίστης και της ταπείνωσης ας έχουμε διαρκώς ενώπιόν μας, αδελφοί χριστιανοί. Ζούμε σε μια εποχή που η κοινωνία των ανθρώπων κλονίζεται συνθέμελα από παράγοντες που κύριο χαρακτηριστικό τους έχουν την αποξένωση, την απομόνωση, την περιφρούρηση του «εγώ». Ο καθένας επιδιώκει να ξεχωρίσει με όποιον τρόπο και να παραστήσει τον καμπόσο, είτε με χρήματα, είτε με κτήματα, είτε με τις σπουδές, είτε κατακτώντας θέσεις στην πυραμίδα της όποιας εξουσίας. Το κυνήγι αυτών των εφήμερων πραγμάτων αποξενώνει τον άνθρωπο από τον πλησίον και από τον Θεό. «Πάτησε στο αυγό και άγγιξε τον Θεό», σχολιάζει σκωπτικά η λαϊκή σοφία. Τούτος ο πειρασμος της υπερηφανίας προσβάλλει και εμάς, όταν καυχώμαστε για τα θαύματα που τυχόν έχει κάνει ο Θεός στη ζωή μας ή για τους πνευματικούς που γνωρίσαμε και συναναστραφήκαμε. Με τον τρόπο αυτό, αντί να τούς μιμούμαστε στην αρετή και στην ταπείνωση, στην σεμνότητα και στην απλότητα, φεύγουμε μακριά τους και κατακρίνουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας με την καυχησιολογία μας.
Αντί όλων αυτών, ας έχουμε στην καρδιά μας πίστη απλή και ανόθευτη, σαν του εκατόνταρχου. Αν ο Θεός μάς ευεργετεί, τούτο ας γίνεται αιτία μεγαλύτερης προς αυτόν δοξολογίας και ευχαριστίας. Και όταν προσευχόμαστε, ας ζητούμε με πίστη και ταπείνωση «τά καλά καί συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμών καί εἰρήνην τῷ κόσμῳ». Αμήν.
------------------
1. Ματθ. η’ 5-13.
Καθώς ήλθε ο Ιησούς στην Καπερναούμ, ήλθε προς αυτόν εκατόνταρχος και τόν παρακαλούσε λέγοντας «Κύριε, το παιδί μου στο σπίτι έχει πληγεί από παραλυσία και βασανίζεται φρικτά». «Έρχομαι εγώ να τον θεραπεύσω», του απαντά ο Χριστός κι εκείνος είπε, «Κύριε, δεν είμαι άξιος για να εισέλθεις στο σπίτι μου, αλλά πες μόνο μια λέξη και θα θεραπευτεί το παιδί μου. Γιατί κι εγώ είμαι άνθρωπος που έχει εξουσία, και έχω από κάτω μου στρατιώτες και λέω στον ένα, πήγαινε, και πηγαίνει, και στον άλλο, έλα, κι έρχεται, και στον δούλο μου, κάνε τούτο, και το κάνει». Όταν το άκουσε αυτό ο Ιησούς εθαύμασε και είπε σε αυτούς που τον ακολουθούσαν: «Αλήθεια σάς λέω, ότι ούτε στον Ισραήλ δεν βρήκα τόσο μεγάλη πίστη. Σάς λέω μάλιστα ότι πολλοί θα έλθουν από την ανατολή κι από την δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στην βασιλεία των ουρανών, ενώ οι γιοι της βασιλείας θα εκβληθούν έξω στο σκοτάδι, όπου υπάρχει το κλάμμα και το τρίξιμο των δοντιών». Και είπε ο Ιησούς στον εκατόνταρχο, «Πήγαινε, και ας γίνει όπως πίστεψες», και από την στιγμή εκείνη θεραπεύτηκε το παιδί αυτού [1].
Ο εκατόνταρχος, ρωμαίος αξιωματικός, αν και δεν είχε ακούσει για τον αληθινό Θεό και πίστευε στα είδωλα, πίστεψε προφανώς σε όσα είχε ακούσει για τον Ιησού Χριστό και γι αυτό δεν χάνει την ευκαιρία να προστρέξει σε αυτόν με πίστη αξιοθαύμαστη, αξιοζήλευτη και αξιομίμητη. Δεν γνωρίζει ότι συνομιλεί με αυτόν που με ένα του λόγο δημιούργησε τα σύμπαντα, γνωρίζει όμως, σαν άνθρωπος που ασκεί εξουσία, ότι ένας λόγος αρκεί για να γίνουν πολλά, και πιστεύει ακράδαντα ότι με ένα του λόγο ο Χριστός έχει την δύναμη να θεραπεύσει το παιδί του. Αυτή την πίστη των αγίων μακαρίζει ο Χριστός. Όταν μάλιστα λέει ότι πολλοί από ανατολή και δύση θα αναδειχθούν μεγάλοι στην βασιλεία του Θεού ενώ τα παιδιά της βασιλείας θα αποκλειστούν, δεν αναφέρεται μόνο στους τότε ισραηλίτες αλλά και σε όσους από εμάς, που θεωρούμε τους εαυτούς μας γνήσια τέκνα της Εκκλησίας, υπερηφανευόμαστε γι αυτό και αμελούμε τα πνευματικά και συχνά καταλήγουμε σε χλιαρότητα και σε ολιγοπιστία, ειδικά σε περιόδους θλίψεως και δοκιμασιών.
Ο εκατόνταρχος όμως δεν αισθάνεται έτσι. Παρ’ όλο που υπερέχει των άλλων ανθρώπων και έχει εξουσία πολιτική και στρατιωτική, δεν θεωρεί ότι έχει κάποια υπεροχή έναντι του Ιησου Χριστού. Γι αυτό δεν τον καλεί στο σπίτι του αλλά προστρέχει ο ίδιος προς αυτόν, και μάλιστα στην προθυμία του Χριστού να πάει στο σπίτι του θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο για μια τέτοια τιμή και επίσκεψη. Η πίστη του εκατόνταρχου συνοδεύεται, όπως βλέπουμε, με ταπείνωση, η οποία αν μη τι άλλο προέρχεται από την αυτογνωσία του. Γιατί βλέπει ότι η όποια του εξουσία δεν τον καθιστά καλύτερο από τους άλλους ανθρώπους και ότι ενώπιον του Θεού, του μονου αγαθού και του μόνου που με ένα του λόγο έχει την δύναμη να θεραπεύει κάθε σωματική και πνευματική ασθένεια, όλοι οι άνθρωποι είμαστε μικροί, δούλοι και υπήκοοι του Θεού.
Τούτο το παράδειγμα της πίστης και της ταπείνωσης ας έχουμε διαρκώς ενώπιόν μας, αδελφοί χριστιανοί. Ζούμε σε μια εποχή που η κοινωνία των ανθρώπων κλονίζεται συνθέμελα από παράγοντες που κύριο χαρακτηριστικό τους έχουν την αποξένωση, την απομόνωση, την περιφρούρηση του «εγώ». Ο καθένας επιδιώκει να ξεχωρίσει με όποιον τρόπο και να παραστήσει τον καμπόσο, είτε με χρήματα, είτε με κτήματα, είτε με τις σπουδές, είτε κατακτώντας θέσεις στην πυραμίδα της όποιας εξουσίας. Το κυνήγι αυτών των εφήμερων πραγμάτων αποξενώνει τον άνθρωπο από τον πλησίον και από τον Θεό. «Πάτησε στο αυγό και άγγιξε τον Θεό», σχολιάζει σκωπτικά η λαϊκή σοφία. Τούτος ο πειρασμος της υπερηφανίας προσβάλλει και εμάς, όταν καυχώμαστε για τα θαύματα που τυχόν έχει κάνει ο Θεός στη ζωή μας ή για τους πνευματικούς που γνωρίσαμε και συναναστραφήκαμε. Με τον τρόπο αυτό, αντί να τούς μιμούμαστε στην αρετή και στην ταπείνωση, στην σεμνότητα και στην απλότητα, φεύγουμε μακριά τους και κατακρίνουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας με την καυχησιολογία μας.
Αντί όλων αυτών, ας έχουμε στην καρδιά μας πίστη απλή και ανόθευτη, σαν του εκατόνταρχου. Αν ο Θεός μάς ευεργετεί, τούτο ας γίνεται αιτία μεγαλύτερης προς αυτόν δοξολογίας και ευχαριστίας. Και όταν προσευχόμαστε, ας ζητούμε με πίστη και ταπείνωση «τά καλά καί συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμών καί εἰρήνην τῷ κόσμῳ». Αμήν.
------------------
1. Ματθ. η’ 5-13.
Ηχητικό: ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΤΗΧΗΣΗ - Δ' ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου