Γεμάτος ο κόσμος Λάζαρους, κι εμείς...


     Σε μια από τις παραβολές του Χριστού, ο πλούσιος ζητά από τον Αβραάμ να στείλει πίσω στη γη τον φτωχό Λάζαρο, ώστε οι αδερφοί του (πλούσιου) να πιστέψουν. Η απάντηση του Αβραάμ είναι πως τους αρκεί ο Νόμος και οι Προφήτες για να πιστέψουν στο Θεό και πως ακόμα κι αν αναστηθεί ο Λάζαρος δεν πρόκειται κάτι να αλλάξει. Εκεί τελειώνει η παραβολή. Απότομα. Δεν ξέρουμε τι έγινε μετά.
     Αργότερα βέβαια ο Χριστός ανέστησε το φίλο Του Λάζαρο, και έγινε αφορμή να πιστέψουν πολλοί. Τυχαία ο φτωχός της παραβολής, ο οποίος είναι ο μόνος που αναφέρεται με το όνομά του, έχει το ίδιο όνομα με το φίλο του Χριστού; Ίσως πάλι να πρόκειται για λέξη ή έκφραση εβραϊκή, και όχι για το πραγματικό όνομα, μιας που το όνομα Λάζαρος βγαίνει από το εβραϊκό Ελ αζάρ, που σημαίνει «ο Θεός βοήθησε».
     Όπως και νά 'χει το θέμα, όντως ο Θεός βοήθησε. Και τον Λάζαρο ανέστησε, και τον σαρκωθέντα μονογενή Υιό Του και μαζί με Αυτόν άπαν το ανθρώπινο γένος, όπως λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας. Πράγματι, σε μια άλλη παραβολή ο πατέρας λέει για τον γιο που επέστρεψε ότι «νεκρός ἦν καί ἀνέστη». Η παραβολή αυτή θα έπρεπε να λέγεται «Παραβολή του Αναστάντος Υιού» και όχι του «Ασώτου», και τότε όλος ο κόσμος θα την αγαπούσε...
     Γιατί, άμα ο «άσωτος» είναι όντως Αναστάς για τον Πατέρα, κυκλοφορούμε από τότε ανάμεσα σε άπειρους Λάζαρους. Άλλοι από αυτούς είναι πλούσιοι, οι Άγιοι και οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας. Και άλλοι είναι φτωχοί και, φευ! πολλές φορές τους περιφρονούμε.
     Ποιός δύναται να γνωρίζει το μέτρο της Κρίσεως του Θεού; «και τον ύστερον ελεεί και τον πρώτον θεραπεύει˙ κακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται˙ και τα έργα δέχεται και την γνώμην ασπάζεται˙ και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί», και την άσκηση ξεπληρώνει και το «Μνήσθητι» ελεεί, και εφευρίσκει για τον καθένα μύριους τρόπους, δικούς του, για να τον ελκύσει κοντά Του.
     Ο Θεός έχει γεμίσει τον κόσμο Λάζαρους, και τους κρύβει από τα μάτια μας, γιατί τους αγαπά πολύ και γιατί εμείς ίσως δεν είμαστε έτοιμοι να τους δούμε. Αν πάλι κατατάσσουμε τους εαυτούς μας στα γνήσια παιδιά Του, πώς να δικαιολογήσουμε τα τόσα ελαττώματά μας; 
     Ή έστω, αν ο Θεός θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και επινοεί διάφορους τρόπους προς τον σκοπό αυτό, και δέχεται και τον μείζονα εν γεννητοίς γεννητόν και τον ληστή, πώς μπορώ να κρίνω (αν και δεν μου επιτρέπεται) με ασφαλή κριτήρια τον αδελφό μου; πώς να αξιολογήσω, με την κατ' όψιν κρίσιν; 
   Ελέησόν με, Κύριε, ου γαρ οίδα τί ποιώ...