Διαβάζοντας τη σημερινή περικοπή του «καλού Σαμαρείτη» τρέφουμε συνήθως αισθήματα συμπάθειας για τον άτυχο Ιουδαίο που έπεσε θύμα των ληστών, ενώ παράλληλα τείνουμε να ταυτιστούμε με τον Σαμαρείτη, που φέρθηκε με φιλανθρωπία απέναντι σε έναν οιονεί εχθρό του, μιας που σαν καλοί χριστιανοί τείνουμε χείρα βοηθείας προς τους συνανθρώπους μας που έχουν ανάγκη.
Το παράδειγμα όμως του Σαμαρείτη το παρουσίασε ο Χριστός σαν μια εφαρμογή της εντολής της αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον, για την οποία προηγουμένως συζητούσε με έναν νομικό της εποχής. Και εάν «πλησίον» λογίζεται ακόμα και ο εχθρός που ευεργετεί τον εχθρό του, τότε καταλαβαίνουμε πως η έννοια της εγγύτητας συνδέεται άμεσα με τον βαθμό της πραγματικής αγάπης που τρέφουμε για τον συνάθρωπό μας, και όχι με το μέτρο ή την ποσότητα της φιλανθρωπίας προς τυχόν αναξιοπαθούντες.
Εάν επομένως η χριστιανική αγάπη οφείλεται ακόμα και προς τους εχθρούς μας, πολύ περισσότερο θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη προς τους αδελφούς, τους συγγενείς, τους συμπολίτες μας.
Και εδώ τίθεται το ερώτημα: μήπως αντί για «πλησίον» είμαστε εμείς οι ληστές, εκείνοι δηλαδή που απογυμνώνουν και λεηλατούν πνευματικά τους αδελφούς τους;
Σε τί διαφέρουμε από τους ληστές της παραβολής όταν με λόγια, με πράξεις ή ακόμα και με σκέψεις, σπιλώνουμε την υπόληψη των άλλων; ή όταν καταπατούμε την προσωπικότητά τους και τη ζωή τους με σκοπό ο δικό μας συμφέρον; ή όταν γινόμαστε αποδέκτες ή και πολλαπλασιαστές συκοφαντικών διαδόσεων εις βάρος τους; ή όταν τους κρίνουμε και τους κατακρίνουμε, είτε δημόσια είτε συνωμοτικά; ή όταν τους αδικούμε, προκειμένου να κερδίσουμε εις βάρος τους;
Ο κατάλογος των όσων στοιχειοθετούν, ένα έκαστο και όλα μαζί, την αφιλάδελφη, ληστρική συμπεριφορά είναι μακρύς και μπορεί κανείς να προσθέσει πολλά παραδείγματα από την καθημερινότητα. Στο βαθμό που ενεργούμε με τέτοιους εγωιστικούς τρόπους, είμαστε όλοι υπεύθυνοι -άλλος πολύ, άλλος λίγο, δεν έχει σημασία- για την διάσπαση του συνδέσμου της αγάπης στην κοινωνία που ζούμε, για την έλλειψη αλληλεγγύης, για την καχυποψία, για όλα εκείνα τα δεινά για τα οποία συνήθως κατηγορούμε «τους άλλους».
Ληστές δεν είναι μόνο εκείνοι που εισβάλλουν σε σπίτια ή εκείνοι που κλέβουν ανυποψίαστους περαστικούς στο δρόμο. Ούτε μόνο εκείνοι που αντί να προασπιστούν το δημόσιο συμφέρον μάλλον προτίμησαν τον εύκολο δρόμο των προσωπικών του φιλοδοξιών. Ληστές γινόμαστε όλοι μας όταν προσπαθούμε να υψώσουμε τον εαυτό μας ή να κερδίσουμε οτιδήποτε εις βάρος των συνανθρώπων μας.
Η κοινωνία δεν αρρώστησε από μόνη της, και γι αυτό αποτελεί ουτοπία να πιστεύουμε ότι θα θεραπευτεί από μόνη της ή με κάποια μαγική, έξωθεν παρέμβαση. Η κοινωνία ασθενεί εξαιτίας μας, και στο βαθμό που ο καθένας μας αντί να προσθέσει ένα χαλικάκι κοίταξε να αρπάξει ένα λιθαράκι, ευθύνεται για την δεινή κατάσταση την οποία βλέπουμε σήμερα. Αυτόματες λύσεις δεν υπάρχουν: όπως χρειάστηκαν πολλά χρόνια λάθος επιλογών μέχρι να διαπιστώσουμε ότι κάτι δεν πάει καλά, έτσι θα χρειαστεί επίπονη και μακροχρόνια προσπάθεια για να αλλάξουμε πρώτοι εμείς και σταδιακά να επαναφέρουμε σε υγιή κατάσταση όλον -ει δυνατόν- τον κοινωνικό ιστό.
Κι άμα η αυτοκριτική είναι δύσκολη, γιατί στη συνέχεια απαιτεί αγώνα για να διορθώσουμε τη ζωή μας, και εάν η αρετή φαντάζει ακατόρθωτη, τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε να μη πολλαπλασιάζουμε την κακία γύρω μας.