Γιατί τόσος λόγος για τα Σύμβολα;

Αρχιμ. Χερουβείμ Βελέτζας

Γιατί τόσος λόγος για τα Σύμβολα;
(Ομιλία που εκφωνήθηκε την 11η Νοεμβρίου 2010
στο Ενοριακό Κέντρο του Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ν. Φώκαιας - Χαϊδαρίου)



Το θέμα που θα αναπτύξω απόψε στην αγάπη σας, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί χριστιανοί, είναι προφανές από τον τίτλο του: τα Σύμβολα και οι διάφορες συζητήσεις που γίνονται τελευταία γύρω από τη διατήρησή τους ή την κατάργησή τους. Πριν όμως προχωρήσω στην ανάπτυξη των σκέψεών μου, θα ήθελα από καρδιάς να ευχαριστήσω τον προϊστάμενο της ενορίας σας, τον αιδεσιμολογιώτατο και πολυγραφότατο π. Γεώργιο Φραγκιαδάκη, για την τιμή που έκαμε στο πρόσωπό μου, απευθύνοντάς μου την πρόσκληση να είμαι ομιλητής στην αποψινή εκδήλωση.

Αφορμή για την επιλογή αυτού του θέματος αποτελεί η συνεχόμενη, τα τελευταία χρόνια, προσβολή των θρησκευτικών κυρίως συμβόλων, είτε από μεμονωμένους ανθρώπους είτε από συντεταγμένες ομάδες με συγκεκριμένο ιδεολογικό ή και θρησκευτικό υπόβαθρο, με απώτερο σκοπό την κατάργησή τους από την δημόσια -τουλάχιστον- ζωή των πολιτών. Και ενώ τα επιχειρήματά τους φέρουν την επίφαση της προοδευτικότητας, της νεωτερικότητας και του σύγχρονου τρόπου του ζην και σκέπτεσθαι, ωστόσο και πολύ παλαιά είναι και άλλους στην ουσία σκοπούς, εξίσου παλαιούς, φιλοδοξούν να υπηρετήσουν. Η συζήτηση επομένως για τα σύμβολα είναι αφ' ενός μεν επίκαιρη, λόγω των γεγονότων και των συγκυριών που διαδραματίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο, και αφ' ετέρου διαχρονική, μιας που όπως θα δούμε απασχόλησε και απασχολεί την φιλοσοφική, πολιτική και θεολογική σκέψη από τότε θα λέγαμε που υπάρχουν οι άνθρωποι.

Πριν όμως μπούμε στα επί μέρους ζητήματα της επικαιρότητας, είναι αναγκαίο να διασαφηνίσουμε τί εννοούμε όταν μιλάμε για σύμβολα. Η λέξη “σύμβολο” έχει τη ρίζα της στο ρήμα “συμβάλλω”, δηλαδή βάλλω, χτυπάω μαζί με κάποιον ή μαζί με κάτι άλλο, και επομένως συμμετέχω στην εκπλήρωση ενός σκοπού. Από το ρήμα αυτό παράγονται τα ουσιαστικά “συμβολή”, που σημαίνει την πράξη ή την ενέργεια της συμμετοχής, και “σύμβολο”, που δηλώνει το αντικείμενο ή το μέσον το οποίο συμβάλλει σε κάτι. Υπό την έννοια αυτή, και αυτές οι λέξεις αποτελούν σύμβολα: «επειδή δεν είναι δυνατόν να διαλεγόμαστε φέροντας ενώπιόν μας αυτά τα πράγματα, χρησιμοποιούμε σαν σύμβολα τα ονόματα των πραγμάτων, και ό,τι συμβαίνει στα ονόματα, πιστεύουμε ότι συμβαίνει και στα πράγματα» θα πει ο Αριστοτέλης[1]. Το κάθε σύμβολο, δηλαδή, όπως η κάθε λέξη, αναφέρεται σε κάποια ιδέα ή σε κάποιο πράγμα και ανάγει τη σκέψη μας προς αυτά. Από το σύμβολο πάλι παράγεται το ρήμα “συμβολίζω”, δηλαδή χρησιμοποιώ ένα σύμβολο για να υποδηλώσω μια έννοια ή ένα πράγμα. Τέλος, όταν μιλώντας για κάποιο πράγμα λέμε ότι αυτό συμβολίζει κάτι, τότε εννοούμε ότι το συγκεκριμένο πράγμα επέχει θέση συμβόλου το οποίο υποδηλώνει κάποιο πράγμα ή κάποια έννοια ανώτερη και εισάγουμε το περιεχόμενο αυτού του συμβολισμού.

Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε πως όταν μιλάμε για σύμβολα, ουσιαστικά αυτό αφορά ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς μας και δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στα θρησκευτικά σύμβολα. Για ό,τι αφορά βέβαια τους καθημερινούς θα λέγαμε συμβολισμούς, ουσιαστικά δεν τίθεται καμία συζήτηση, διότι αυτοί είναι απλοί και αναφέρονται συνήθως σε ένα πράγμα χειροπιαστό, απλό και συνηθισμένο. Τα σύμβολα που δυσκολεύουν και δυσκόλευαν πάντοτε τους ανθρώπους είναι εκείνα που αναφέρονται σε πράγματα όχι χειροπιαστά αλλά σε ιδέες ή γεγονότα με ιστορικό, φιλοσοφικό ή θεολογικό περιεχόμενο. Πολλές φορές πάλι τα σύμβολα αναφέρονται όχι απλά σε μια έννοια αλλά σε ένα σύστημα εννοιών, ή υποδηλώνουν μια αλληλουχία γεγονότων. Η δυσκολία αυτή είναι κατανοητή, μιας που από τη φύση του δεν είναι εύκολο πράγμα να συλλάβει ο νους του ανθρώπου τις δύσκολες και εν πολλοίς ασύλληπτες φιλοσοφικές έννοιες, πολύ δε περισσότερο τον Θεό, που δεν μπορεί να περιοριστεί στα πεπερασμένα όρια του ανθρώπινου νου. Αυτή τη σύνθετη λειτουργία των συμβόλων περιγράφει παραστατικά ο Πλούταρχος στο έργο του “Περί Ίσιδος και Οσίριδος”, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να εκφράσουν το μεγαλείο του ενός Θεού, ο οποίος ασφαλώς δεν μπορεί να είναι υποχείριο των ανθρώπων, χρησιμοποίησαν διάφορα ονόματα και διάφορα σύμβολα με τα οποία, άλλοτε αμυδρά και άλλοτε πολύ ισχυρά, καθοδηγούσαν με ασφάλεια την ανθρώπινη νόηση στα θεϊκά πράγματα και νοήματα. Κάποιοι βέβαια, συνεχίζει, σφάλοντας εντελώς ολίσθησαν στην δεισιδαιμονία, και άλλοι, αποφεύγοντας σαν έλος την δεισιδαιμονία, πάλι έσφαλαν πέφτοντας σαν σε γκρεμό στην αθεΐα[2].

Σε ό,τι αφορά την εσφαλμένη θεώρηση των συμβόλων, η οποία είτε οδηγεί στην δεισιδαιμονία είτε πάλι στην αθεΐα, θα κάνουμε λόγο πιο κάτω. Στο σημείο αυτό, θα σταθούμε ακόμη περισσότερο στην χρησιμότητα των συμβόλων προκειμένου να περιγραφεί το απερίγραπτο και ακατάληπτο του Θεού. Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης τονίζει χαρακτηριστικά ότι ο τελειότερος τρόπος για να μυηθεί κανείς στα μυστήρια του Θεού δεν είναι άλλος από την Θεολογία, η οποία αφ' ενός μεν είναι ουράνια και προσεγγίζει τον Θεό με τις νοερές θεωρίες και αφ' ετέρου είναι νομική, καθότι ποικίλλεται με αισθητά σύμβολα και ανάγεται δι αυτών προς το θείον[3]. Με άλλα λόγια, η Θεολογία είναι μία άσκηση όχι απλά του κάθε πιστού μεμονωμένα, αλλά ολόκληρης της Εκκλησίας, η οποία συνίσταται στην μυστηριακή κατανόηση και βίωση του Θεού, έχοντας ως εφόδια τον πνευματικό και νοερό φωτισμό και παράλληλα τους συμβολισμούς που βρίσκονται στην Αγία Γραφή. Επομένως, η θεολογική γλώσσα δεν μπορεί παρά να είναι συμβολική, μιας που ως γνωστόν ο Θεός παραμένει πάντοτε υπεράνω και επέκεινα κάθε ανθρώπινης διανόησης. «Και επειδή συναντάμε τα περισσότερα σχετικά με τον Θεό να λέγονται συμβολικά με όρους σωματικούς, πρέπει να γνωρίζουμε,» μας λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «ότι επειδή ως άνθρωποι που είμαστε περιβεβλημένοι αυτό το παχύ σαρκίον μάς είναι αδύνατον να κατανοήσουμε ή να περιγράψουμε τις θείες και άυλες και υψηλές ενέργειες της θεότητος, παρεκτός κι αν χρησιμοποιήσουμε εικόνες και τύπους και σύμβολα παρμένα από τά δικά μας μέτρα. Επομένως όσα λέγονται για το Θεό σωματικά αποτελούν συμβολισμούς οι οποίοι έχουν σαφώς υψηλότερη έννοια και σημασία»[4]. Έτσι όταν αναφερόμαστε στους οφθαλμούς και την όραση του Θεού, εννοούμε την απέραντη και αλάθητη γνώση Του, όταν μιλάμε για ακοή υποδηλώνουμε την δεκτικότητά Του στις δεήσεις και προσευχές μας, όταν πάλι αναφερόμαστε στο πρόσωπό Του εννοούμε την φανέρωση του Θεού διά των έργων Του και όταν μιλάμε για τα χέρια Του περιγράφουμε τη δημιουργική Του δύναμη και την βοήθεια προς τους αγαθούς ανθρώπους.

Υπάρχουν και πολλοί άλλοι ανθρωπομορφικοί συμβολισμοί για τον Θεό, τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στην θεολογία, αλλά θα παραμείνουμε ενδεικτικά σε αυτούς. Άλλωστε από αυτά τα λίγα παραδείγματα καταδεικνύεται ότι η γλώσσα και η χρήση των συμβολισμών είναι πολύ πιο πλατιά και πιο βαθιά από όσο ίσως νομίζουμε, αλλά και η ουσιαστική τους αδυναμία να περιγράψουν τον Θεό, μιας που το μόνο που τελικά καταφέρνουμε είναι με τα σύμβολα να περιγράφουμε τις ενέργειες του Θεού, ενώ η θεία ουσία παραμένει παντελώς άγνωστη σε εμάς[5].

Η χρήση των συμβόλων στην Θεολογία, τη Λατρεία αλλά και την καθημερινή ζωή αποτελεί μια πρακτική ευρέως διαδεδομένη. Από το Σύμβολο της Πίστεως, την αρχιτεκτονική και τον προσανατολισμό των Ναών, τις παραβολές της Καινής Διαθήκης και την εικονογραφία, μέχρι τις επιτύμβιες στήλες και τα ηρώα των πεσόντων, την προμετωπίδα του Ελληνικού Συντάγματος και τον σταυρό στη σημαία μας, κινούμαστε καθημερινά σε ένα περιβάλλον συμβόλων και συμβολισμών, οι οποίοι έχουν σκοπό να μας υπενθυμίζουν κάποιες μεγάλες αλήθειες. Και το μεν Σύμβολο της Πίστεως ονομάζεται έτσι γιατί με τρόπο συνοπτικό συμβάλλει αφ' ενός μεν στην κατανόηση κι αφ' ετέρου στην ομολογία της ορθής πίστεως. Η Αρχιτεκτονική πάλι και ο ζωγραφικός διάκοσμος των Ναών συμβολίζουν την Εκκλησία ως σώμα με κεφαλή τον Χριστό και μέλη τους Αγίους και όλους τους πιστούς. Ο προσανατολισμός τους προς την ανατολή συμβολίζει τον πνευματικό προσανατολισμό της Εκκλησίας και κάθε μέλους της προ το ανέσπερο φως της θεότητος. Σύμβολα είναι οι εικόνες, οι οποίες περιγράφουν τη μορφή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και των Αγίων, και ανάγουν τη σκέψη μας προς τα πνευματικά. Σύμβολο και ο Σταυρός, του Πάθους αλλά και της Αναστάσεως, της -διά του σταυρικού θανάτου του Χριστού- καταργήσεως του κράτους του θανάτου.

Και για να μη μείνουμε μόνο στα θρησκευτικά σύμβολα, ας θυμηθούμε τον Παρθενώνα, το παγκόσμιο σύμβολο της Δημοκρατίας. Ας θυμηθούμε τους περίφημους λέοντες στη Χαιρώνεια, στην Αμφίπολη και αλλού, που έστησε ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος σε ανάμνηση των μαχών που κέρδισε. Ας θυμηθούμε το περιστέρι, που είναι το σύμβολο της ειρήνης, ή την κουκουβάγια που είναι το σύμβολο της σοφίας και της γνώσεως. Αλλά και η προμετωπίδα του Συντάγματος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σύμβολο, που υποδηλώνει τη χριστιανική ρίζα του νέου Ελληνικού Κράτους, και ο Σταυρός στη σημαία δηλώνει τον αγώνα για Ελευθερία «υπέρ της Πίστεως και υπέρ της Πατρίδος», και οι εννιά ρίγες της Γαλανόλευκης δεν συμβολίζουν τίποτε άλλο παρά τις εννιά συλλαβές της φράσης «Ελευθερία ή θάνατος» των αγωνιστών του '21. Όλα αυτά τα σύμβολα, και όσα άλλα καθημερινά συναντάμε, συμβάλλουν το καθένα με τον τρόπο του είτε στη σωτηρία μας και την πνευματική μας προκοπή, είτε στην ιστορική και εθνική μας αυτογνωσία.

Η οποιαδήποτε παρανόηση ή παρεξήγηση των συμβόλων έχει καταλυτικές συνέπειες. Είδαμε ότι ο Πλούταρχος αναφέρει πως είτε θα πέσουμε στο ένα άκρο, τη δεισιδαιμονία, δηλαδή την θεοποίηση και απολυτοποίηση των συμβόλων, είτε στο άλλο άκρο, την αθεΐα, την άρνηση των συμβόλων. Συνέπεια και των δύο τάσεων αποτελεί η έμμεση ή άμεση κατάλυση των συμβόλων, και ένα τέτοιο φαινόμενο, στην πιο μεγάλη ένταση που ποτέ έχει εκφραστεί, αποτελεί η Εικονομαχία του 8ου αιώνα.

Ένα από τα κυριότερα επιχειρήματα των εικονομάχων ήταν ότι οι πιστοί απέδιδαν υπερβολική λατρεία στις ιερές εικόνες, ακόμα και στο υλικό από το οποίο είχαν κατασκευαστεί. Ο φόβος της λαϊκής αυτής δεισιδαιμονίας, της ειδωλοποίησης αν θέλετε των συμβόλων, οδήγησε στο άλλο άκρο, δηλαδή την απόρριψή τους. Επειδή, έλεγαν, οι άνθρωποι τελικά δεν μπορούν να καταλάβουν το αυθεντικό νόημα των εικόνων και ολισθαίνουν σε πρακτικές που συνιστούν μιας μορφής ειδωλολατρεία, γι αυτό θα ήταν προτιμότερο να καταργηθούν οι εικόνες. Η απάντηση της Εκκλησίας ήταν και είναι σαφής: το έργο των ποιμένων της Εκκλησίας δεν είναι άλλο, παρά να διδάσκουν το λαό την αλήθεια, πώς πρέπει να πιστεύει, πώς πρέπει να προσεύχεται, πώς πρέπει να καλλιεργεί την ευσέβεια. Η άγνοια ή η παρανόηση δεν αποτελεί όμως σε καμία περίπτωση άλλοθι για την κατάργηση των συμβόλων, όσων δηλαδή συμβάλλουν στη σωτηρία μας.

Κι αν η Εικονομαχία του 8ου αιώνα κράτησε περίπου έναν αιώνα, ωστόσο πάντοτε υπάρχουν οι τάσεις είτε της παρανόησης των συμβόλων είτε της απόρριψής των. Και όπως τότε οι εικονομάχοι προσπάθησαν εναργώς κι επισταμένως να κατηγορήσουν τις ιερές εικόνες για την κακώς νοουμένη ευλάβεια των πιστών, έτσι και σήμερα, όσοι κατεργάζονται ή επιθυμούν την αποκαθήλωση των Συμβόλων από τον δημόσιο ή ιδιωτικό βίο των ανθρώπων, επιχειρούν με περισσή σπουδή να τα χρωματίσουν με τις ακρότατες των συμπεριφορών και τις ακρότατες των νοημάτων. Έτσι, ο Σταυρός αποτελεί γι αυτούς σημείο θρησκευτικού φανατισμού και η εικόνα του Χριστού στα σχολεία, τα νοσοκομεία ή τις δικαστικές αίθουσες στρεβλώνεται από σύμβολο πίστεως σε σύμβολο προσηλυτισμού ή και μισαλλοδοξίας. Ο σταυρός πάλι στη σημαία φαντάζει ως απειλή για την άγευστη και άχρωμη μαζοποίηση που επιδιώκει η -οικονομική κυρίως- παγκοσμιοποίηση, η τιμή στη σημαία στιγματίζεται ως χουντική συνήθεια και ο πατριωτισμός, όπως κι αν εκφραστεί, διαβάλλεται ως σωβινισμός.

Ωστόσο, πέρα από τις προφάσεις, τόσο η εικονομαχία όσο και η σύγχρονη πολεμική για την εξάλειψη των Συμβόλων έχουν έναν κοινό παρονομαστή: τη δημιουργία μιας νέας τάξεως πραγμάτων, την επιβολή μιας νέας κοσμοθεωρίας. Ο αυτοκράτορας Λέων ο Ίσαυρος ξεκίνησε την εικονομαχία αποσκοπώντας να αποδυναμώσει την επιρροή της Εκκλησίας στον κοινωνικό βίο των ανθρώπων της εποχής και αντίστοιχα να ενισχύσει την πολιτική και στρατιωτική του επιρροή. Οι διάδοχοί του απλά εγκλωβίστηκαν στην πόλωση που εκείνος δημιούργησε. Παγιδευμένοι σε έναν συλλογισμό χωρίς ουσιαστικό έρεισμα, μιας που η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε σφετερίστηκε την κοσμική εξουσία, τόσο οι παλαιοί όσο και οι σύγχρονοι πολέμιοί της προσπαθούν να αποκαθηλώσουν τις εικόνες, τα σύμβολα, με σκοπό, όπως πιστεύουν, να την αποδυναμώσουν. Και δεν χρειάζεται απόδειξη ότι η ενορχηστρωμένη προσπάθεια των σημερινών δυνάμεων ενάντια στα σύμβολα δεν επιθυμεί τίποτε άλλο από την αποκοπή των λαών από τις ιστορικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές τους καταβολές και την εγκαθίδρυση μιας άχρωμης και απρόσωπης παγκοσμιοποιημένης κυριαρχίας.

Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η σύγχρονη πολεμική είναι πιο επικίνδυνη, γιατί δεν είναι πάντοτε μετωπική. Σήμερα δεν πολεμούνται τα σύμβολα με την πρόφαση της προάσπισης της αλήθειας, αλλά με την δικαιολογία είτε της προστασίας των ατομικών ελευθεριών είτε της εξάλειψης της «βλαβερής» ιστορικής μνήμης. Το πλέον παράδοξο της εποχής μας είναι ότι ενώ τα σύμβολα πάντοτε αποτελούσαν ελεύθερη και δημιουργική έκφραση των ανθρώπων, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, τώρα μετατρέπονται σε αντικείμενα που ρυθμίζονται, επιβάλλονται ή αποσύρονται βάσει νόμου. Επιπλέον δε τούτου, στο όνομα των ατομικών δικαιωμάτων καταπατούνται στοιχειώδη δικαιώματα, ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Γιατί, αν υπάρχουν κάποιοι που δεν επιθυμούν για παράδειγμα να βλέπουν την εικόνα του Χριστού στις σχολικές αίθουσες, υπάρχουν ωστόσο και άλλοι που το επιθυμούν. Οι εικόνες όμως δεν επιβλήθηκαν ούτε με νόμο ούτε με κανένα άλλο τρόπο, αλλά αποτελούν φυσική έκφραση ενός λαού που πάντοτε, κατά το παρελθόν τουλάχιστον, πίστευε και συνεχίζει να πιστεύει κατά την πλειονότητά του στο Χριστό. Με τον ίδιο τρόπο, καμία δύναμη δεν επέβαλλε το Σταυρό στη σημαία, ή οποιοδήποτε άλλο σύμβολο στις μέρες μας βρίσκεται στο στόχαστρο.

Δεν είναι όμως μόνο η τάση για επιρροή στους ανθρώπους αυτή που υπαγορεύει την αποκαθήλωση των συμβόλων από τον δημόσιο τουλάχιστον βίο. Είναι πρώτα από όλα η παρανόηση, ηθελημένη ή αθέλητη, του αυθεντικού νοήματος και περιεχομένου των συμβόλων, η οποία οδηγεί άλλους μεν να αδιαφορούν γι αυτά και άλλους να τα πολεμούν αμείλικτα. Είναι η σύγχυση που στις μέρες μας επικρατεί, η έλλειψη μέτρου, διακρίσεως, νηφαλιότητας. Είναι επίσης η γενικευμένη έκπτωση των αξιών, των ιδεών, των ποιητών, των φιλοσόφων, της τέχνης. Στην αναζήτηση του «καινούριου», του μοντέρνου, απαξιώνεται κάθε τι «παλαιό» και αντικαθίσταται από «νέα» σύμβολα, «νέες» εικόνες, «νέα» ιδανικά, «νέους» ήρωες και πρότυπα ζωής. Οι «παλιές θρησκείες» περνούν στο περιθώριο και νέες δοξασίες επινοούνται, θεοποιώντας άλλα πράγματα, όπως την φύση, και γιορτάζοντας τους ίδιους τους ανθρώπους και τα πάθη τους. Οι «γιορτές» των λουλουδιών, της μητέρας, της γυναίκας, του πατέρα, των ερωτευμένων, είναι λίγα από τα καθημερινά, γνωστά πια σε όλους παραδείγματα. Ο Θεός της ασκήσεως, της αγάπης, της αυτοθυσίας δεν εμπνέει πλέον, μιας που κάτι τέτοιο απαιτεί και προσωπικό αγώνα. Στη θέση του θεοποιείται η ευημερία, η ηδονή, η απόλαυση, η ικανοποίηση του εγώ και του θέλω. Και σε ένα τέτοιο σκηνικό τα σύμβολα που θυμίζουν τον Θεό και την Εκκλησία σαφώς και ενοχλούν. Επομένως, πρέπει να εξαλειφθούν.

Το φαινόμενο αυτό της διανοητικής σύγχυσης δεν είναι καινούριο. Αν επανέλθουμε στον Πλούταρχο, και στο έργο του που μνημονεύσαμε νωρίτερα, θα δούμε ότι εφιστά την προσοχή στους ανθρώπους «ώστε να μην σφάλλουν, θεωρώντας σαν θεούς τους ανέμους και τα ποτάμια και τους σπόρους και τα άροτρα και τα φυσικά φαινόμενα και τις εναλλαγές των εποχών». Γιατί, συνεχίζει, δεν διαφέρουν από εκείνους που νομίζουν ως καπετάνιο τα ιστία και την άγκυρα, ή θεωρούν τα νήματα και τις βαφές ως υφαντή, ή εκλαμβάνουν το κύπελλο με το φάρμακο ως ιατρό, αλλά δεινές και άθεες δοξασίες επινοούν, θεοποιώντας τα άψυχα και φθαρτά πράγματα που οι ίδιοι έχουν ανάγκη. Όμως ο Θεός δεν είναι ούτε άψυχος ούτε χωρίς νου, ούτε υποχείριο των ανθρώπων[6].

Απότοκο αυτής της πνευματικής σύγχυσης δεν είναι άλλο από την κρίση. Κρίση θεσμών, κρίση αξιών, κρίση πολιτισμού, κρίση αυτογνωσίας, κρίση πίστεως, κρίση ελπίδας, κρίση αγάπης. Και αυτή η κρίση δεν αφορά τα σύμβολα, αλλά ολόκληρη τη ζωή μας. Όταν το 2005 στη Γαλλία ξέσπασαν πολύμηνα αιματηρά γεγονότα, με αφορμή το θάνατο ενός μετανάστη, ο Πρόεδρος Σιράκ χαρακτήρισε τα γεγονότα ως «κρίση της λογικής, κρίση προσανατολισμού, κρίση ταυτότητας» κι αυτό γιατί οι εξεγέρσεις προκλήθηκαν από Γάλλους πολίτες, τρίτης και τέταρτης γενιάς απογόνους μεταναστών. Όταν τα τελευταία δύο χρόνια συνέβησαν στην Αθήνα παρόμοια γεγονότα, με αφορμή τη μια φορά το φόνο ενός ανήλικου από αστυνομικούς και τη δεύτερη το κάψιμο μιας φωτοτυπίας με στίχους του Κορανίου, κανείς δεν προβληματίστηκε για τα βαθύτερα αίτια των κοινωνικών αναταραχών που προκλήθηκαν. Και το κυριότερο, κανείς δεν τόλμησε να πει ότι η βία δεν καταπολεμείται με περισσότερη βία, ούτε η αδικία με περισσότερη αδικία.

Μιλάμε σήμερα για ανοχή, και την εννοούμε μόνο μέσα από την καταπάτηση των δικαιωμάτων των άλλων. Μιλάμε για ελευθερία και βλέπουμε να επιβάλλεται μέσα από τη στέρηση των προσωπικών μας ελευθεριών. Μιλάμε για σεβασμό, και μόνο σεβασμός δεν υπάρχει, ούτε σε προσωπικό ούτε σε συλλογικό επίπεδο. Μιλάμε για δημοκρατία, αλλά παρατηρούμε μια επιβολή μέτρων, ιδεών και πρακτικών που μόνο δημοκρατικά δεν μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε. Η διάκριση, το μέτρο, η αλήθεια έχουν σε μεγάλο βαθμό εκλείψει.

Δεν θα σας κουράσω άλλο. Με όλα τα παραπάνω επιχείρησα, σε αδρές γραμμές, να δείξω ότι η πολεμική κατά των συμβόλων, είτε αυτά είναι θρησκευτικά είτε εθνικά είτε προέρχονται από τη μακραίωνη ελληνοχριστιανική μας παράδοση, εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο του πνευματικού αποπροσανατολισμού που διακατέχει την εποχή μας. Και είναι λυπηρό, σε μια εποχή που η γνώση και η πληροφορία αποτελούν αυτονόητο και εύκολο αγαθό, να βρισκόμαστε σε μια τέτοια σύγχυση. Ο μόνος τρόπος για να μη χάσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό είναι να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, ώστε να διαφυλάξουμε και να καλλιεργήσουμε την αυτογνωσία μας. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός μας, και γι αυτόν ακριβώς το λόγο είναι απαραίτητα τα σύμβολα στη ζωή μας.

Ζούμε σε μια εποχή που σταθερά απομακρύνεται από τις παραδοσιακές αξίες. Κι αν ο Χριστός ήταν πάντοτε «σημείον αντιλεγόμενον»[7] και ο Σταυρός αποτελούσε σκάνδαλο για τους Ιουδαίους και μωρία για τους Έλληνες[8], πόσο μάλλον σήμερα. Ως χριστιανοί δεν έχουμε να φοβηθούμε ούτε τους κάθε λογής πολέμιους της πίστεώς μας, ούτε τους διωγμούς. Άλλωστε, ακόμα και στο βιβλίο της Αποκαλύψεως, γίνεται φανερό ότι καμία δύναμη δεν μπορεί να υπερνικήσει τον Θεό, ούτε να σβήσει το ανέσπερο φως της Αναστάσεως, ούτε να καταπιεί αυτούς που πιστεύουν σε Αυτόν. Γι αυτό ας έχουμε θάρρος, κι ας μην πτοούμαστε από τις επιθέσεις των οποιωνδήποτε πολεμίων. Θα κλείσω μεταφέροντας τα λόγια του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Ας μη ντρεπόμαστε λοιπόν τα σεμνά σύμβολα της σωτηρίας μας, ούτε να αποκρούσουμε το μέγα κεφάλαιο των αγαθών, διά του οποίου ζούμε και υπάρχουμε, αλλά σαν στεφάνι ας περιφέρουμε τον Σταυρό του Χριστού. Γιατί τα πάντα γίνονται με το σταυρό: και το Βάπτισμα, και η Θεία Ευχαριστία, και η Χειροτονία. Γι αυτό και τον σχηματίζουμε επιμελώς και στο μέτωπό μας, και στο νου μας, και στις θύρες των σπιτιών και στα παράθυρα. Γιατί ο σταυρός είναι το κοινό σημείο της σωτηρίας μας, και δεν ονομάζεται άδικα σφραγίδα, μιας που με το σημείο του σταυρού, σαν με βασιλική σφραγίδα, σφραγίζουμε τα πάντ(Ομιλία που εκφωνήθηκε την 11η Νοεμβρίου 2010


στο Ενοριακό Κέντρο του Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ν. Φώκαιας - Χαϊδαρίου)α, και δεν τολμά να προσέλθει κανένα πονηρό πνεύμα. ... Γιατί ο σταυρός του Χριστού είναι μαχαίρι και ξύλο, πάνω στο οποίο ο Χριστός σφαγιάστηκε από τους Ιουδαίους και έλυσε τα έργα του διαβόλου ... Και γι αυτό, σαν μάστιγα βασιλική, τον προτάσσουν ως δορυφόροι οι ιερομύστες, και με αυτόν αποδιώκουν κάθε φάλαγγα του αντιδίκου, μοιράζοντας στους πιστούς θείες και βασιλικές δωρεές, και δοξάζοντας μαζί με αυτούς τον βασιλέα Χριστό»[9].

____________________________

1. Αριστοτέλους, Σοφιστικοί έλεγχοι: «ἐπεὶ γὰρ οὐκ ἔστιν αὐτὰ τὰ πράγματα διαλέγεσθαι φέροντας, ἀλλὰ τοῖς ὀνόμασιν ἀντὶ τῶν πραγμάτων χρώμεθα ὡς συμβόλοις, τὸ συμβαῖνον ἐπὶ τῶν ὀνομάτων καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων ἡγούμεθα συμβαίνειν».
2. «ὥσπερ ἥλιος καὶ σελήνη καὶ οὐρανὸς καὶ γῆ καὶ θάλασσα κοινὰ πᾶσιν, ὀνομάζεται δ' ἄλλως ὑπ' ἄλλων, οὕτως ἑνὸς λόγου τοῦ ταῦτα κοσμοῦντος καὶ μιᾶς προνοίας ἐπιτροπευούσης καὶ δυνάμεων ὑπουργῶν ἐπὶ πάντα τεταγμένων ἕτεραι παρ' ἑτέροις κατὰ νόμους γεγόνασι τιμαὶ καὶ προσηγορίαι, καὶ συμβόλοις χρῶνται καθιερωμένοις οἱ μὲν ἀμυδροῖς οἱ δὲ τρανοτέροις, ἐπὶ τὰ θεῖα τὴν νόησιν ὁδηγοῦντες οὐκ ἀκινδύνως· ἔνιοι γὰρ ἀποσφαλέντες παντάπασιν εἰς δεισιδαιμονίαν ὤλισθον, οἱ δὲ φεύγοντες ὥσπερ ἕλος τὴν δεισιδαιμονίαν ἔλαθον αὖθις ὥσπερ εἰς κρημνὸν ἐμπεσόντες τὴν ἀθεότητα.»
3. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας: «Τὴν τελεωτέραν δὲ μύησιν ἡ θεολογία τὴν καθ' ἡμᾶς ἱεραρχίαν φησὶν ἀποπλήρωσιν αὐτὴν ἐκείνης ἀποκαλοῦσα καὶ ἱερὰν λῆξιν. Ἔστι δὲ καὶ οὐρανία καὶ νομικὴ κοινωνικῶς τῇ μεσότητι τῶν ἄκρων ἀντιλαμβανομένη, τῇ μὲν κοινωνοῦσα ταῖς νοεραῖς θεωρίαις, τῇ δὲ ὅτι καὶ συμβόλοις αἰσθητοῖς ποικίλλεται καὶ δι' αὐτῶν ἱερῶς ἐπὶ τὸ θεῖον ἀνάγεται.»
4. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκφρασις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως: «Ἐπεὶ δὲ πλεῖστα περὶ θεοῦ σωματικώτερον ἐν τῇ θείᾳ γραφῇ συμβολικῶς εἰρημένα εὑρίσκομεν, εἰδέναι χρή, ὡς ἀνθρώπους ὄντας ἡμᾶς καὶ τὸ παχὺ τοῦτο σαρκίον περικειμένους τὰς θείας καὶ ὑψηλὰς καὶ ἀύλους τῆς θεότητος ἐνεργείας νοεῖν ἢ λέγειν ἀδύνατον, εἰ μὴ εἰκόσι καὶ τύποις καὶ συμβόλοις τοῖς καθ' ἡμᾶς χρησαίμεθα. Ὅσα τοίνυν περὶ θεοῦ σωματικώτερον εἴρηται, συμβολικῶς ἐστι λελεγμένα, ἔχει δέ τινα ὑψηλοτέραν διάνοιαν· ἁπλοῦν γὰρ τὸ θεῖον καὶ ἀσχημάτιστον.»
5. Πρβλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκφρασις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως: «Τὸ θεῖον ἀκατάληπτον ὂν πάντως καὶ ἀνώνυμον ἔσται. Ἀγνοοῦντες οὖν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ τῆς οὐσίας αὐτοῦ μὴ ἐκζητήσωμεν ὄνομα· δηλωτικὰ γὰρ τῶν πραγμάτων ἐστὶ τὰ ὀνόματα. Ἀλλ' ἀγαθὸς ὢν ὁ θεὸς καὶ ἐπὶ μεθέξει τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ παραγαγὼν ἡμᾶς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι καὶ γνωστικοὺς ποιήσας ἡμᾶς ὥσπερ οὐ τῆς οὐσίας αὐτοῦ μετέδωκεν, οὕτως οὐδὲ τῆς γνώσεως τῆς οὐσίας αὐτοῦ· ἀδύνατον γὰρ φύσιν τελείως γνῶναι τὴν ὑπερκειμένην φύσιν. Εἰ δὲ καὶ τῶν ὄντων αἱ γνώσεις, τὸ ὑπερούσιον πῶς γνωσθήσεται; Δι' ἄφατον οὖν ἀγαθότητα ηὐδόκησεν ἐκ τῶν καθ' ἡμᾶς ὀνομάζεσθαι, ἵνα μὴ ἀμέτοχοι παντελῶς ὦμεν τῆς αὐτοῦ ἐπιγνώσεως, ἀλλ' ἔχωμεν κἂν ἀμυδρὰν αὐτοῦ ἔννοιαν.»
6. Πλουτάρχου, Περί Ίσιδος και Οσίριδος: «Καὶ δεινὸν οὐδέν, ἂν πρῶτον μὲν ἡμῖν τοὺς θεοὺς φυλάττωσι κοινοὺς καὶ μὴ ποιῶσιν Αἰγυπτίων ἰδίους μηδὲ Νεῖλον ἥν τε Νεῖλος ἄρδει μόνην χώραν τοῖς ὀνόμασι τούτοις καταλαμβάνοντες μηδ' ἕλη μηδὲ λωτοὺς μὴ θεοποιίαν λέγοντες ἀποστερῶσι μεγάλων θεῶν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οἷς Νεῖλος μὲν οὐκ ἔστιν οὐδὲ Βοῦτος οὐδὲ Μέμφις, Ἶσιν δὲ καὶ τοὺς περὶ αὐτὴν θεοὺς ἔχουσι καὶ γιγνώσκουσιν ἅπαντες, ἐνίους μὲν οὐ πάλαι τοῖς παρ' Αἰγυπτίων ὀνόμασι καλεῖν μεμαθηκότες, ἑκάστου δὲ τὴν δύναμιν ἐξ ἀρχῆς ἐπιστάμενοι καὶ τιμῶντες· δεύτερον, ὃ μεῖζόν ἐστιν, ὅπως σφόδρα προσέξουσι καὶ φοβήσονται, μὴ λάθωσιν εἰς πνεύματα καὶ ῥεύματα καὶ σπόρους καὶ ἀρότους καὶ πάθη γῆς καὶ μεταβολὰς ὡρῶν διαγράφοντες τὰ θεῖα καὶ διαλύοντες, ὥσπερ οἱ Διόνυσον τὸν οἶνον, Ἥφαιστον δὲ τὴν φλόγα· Φερσεφόνην δέ φησί που Κλεάνθης τὸ διὰ τῶν καρπῶν φερόμενον καὶ φονευόμενον πνεῦμα, ποιητὴς δέ τις ἐπὶ τῶν θεριζόντων ’τῆμος ὅτ' αἰζηοὶ Δημήτερα κωλοτομεῦσιν·’ οὐδὲν γὰρ οὗτοι διαφέρουσι τῶν ἱστία καὶ κάλους καὶ ἄγκυραν ἡγουμένων κυβερνήτην καὶ νήματα καὶ κρόκας ὑφάντην καὶ σπονδεῖον ἢ μελίκρατον ἢ πτισάνην ἰατρόν· ἀλλὰ δεινὰς καὶ ἀθέους ἐμποιοῦσι δόξας, ἀναισθήτοις καὶ ἀψύχοις καὶ φθειρομέναις ἀναγκαίως ὑπ' ἀνθρώπων δεομένων καὶ χρωμένων φύσεσι καὶ πράγμασιν ὀνόματα θεῶν ἐπιφέροντες. ταῦτα μὲν γὰρ αὐτὰ νοῆσαι θεοὺς οὐκ ἔστιν, οὐ γὰρ ἄνουν οὐδ' ἄψυχον ἀνθρώποις ὁ θεὸς ὑποχείριον».
7. Λουκ. 2, 34.
8. Α' Κορ. 1, 23.
9. Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τήν προσύνησιν τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, PG 52, 838: «Μὴ τοίνυν αἰσχυνθῶμεν τοῖς σεμνοῖς τῆς σωτηρίας ἡμῶν συμβόλοις͵ μηδὲ τὸ μέγα κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν͵ δι΄ οὗ ζῶμεν καὶ ἐσμὲν͵ ἀποκρουσώμεθα͵ τρυφῇ ἑαυτοὺς ἐκδόντες καὶ κραιπάλῃ καὶ γαστριμαργίᾳ͵ ἀλλ΄ ὡς στέφανον περιφέρωμεν τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ͵ τουτέστι τῶν παθῶν τὴν νέκρωσιν. Καὶ γὰρ πάντα δι΄ αὐτοῦ τελεῖται τὰ καθ΄ ἡμᾶς· κἂν ἀναγεννηθῆναι δέῃ͵ σταυρὸς παραγίνεται· κἂν τραφῆναι τὴν μυστικὴν ἐκείνην τροφὴν͵ κἂν χειροτονηθῆναι͵ κἂν ὁτιοῦν ἕτερον ποιῆσαι͵ πανταχοῦ τὸ σύμβολον ἡμῖν τοῦ σταυροῦ παρίσταται. Διὰ τοῦτο καὶ ἐπὶ οἰκίας͵ καὶ ἐπὶ τῶν τοίχων͵ καὶ ἐπὶ τῶν θυρίδων͵ καὶ ἐπὶ τῶν μετώπων͵ καὶ ἐπὶ τῆς διανοίας μετὰ πολλῆς ἐπιγράφομεν αὐτὸν τῆς σπουδῆς. Τῆς γὰρ ὑπὲρ ἡμῶν σωτηρίας καὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς κοινῆς͵ καὶ τῆς ἐπιεικείας τοῦ Δεσπότου τοῦτό ἐστι σημεῖον. Διὰ τοῦτο σφραγὶς κέκληται͵ ὅτι πάσας τοῦ Θεοῦ τὰς παρακαταθήκας͵ ὅσας ἂν λάβωμεν͵ τούτῳ͵ καθάπερ τινὶ σημάντρῳ βασιλικῷ καὶ δακτυλίῳ͵ σφραγίζομεν͵ καὶ προσελθεῖν οὐδὲν οὐκέτι τολμᾷ πονηρόν. Ἂν προστασίαν δήμου τινὶ παρακατάθωμεν͵ κἂν πρὸς τὸ τῆς ἱερωσύνης ἀγάγωμεν ἀξίωμα͵ μετὰ τὸ μυρία ἐπεύξασθαι͵ καὶ καλέσαι τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν ἐλθοῦσαν͵ τούτῳ σφραγίζομεν͵ ὥσπερ ἐναποκλείοντες ἐν ἀσφαλεῖ ταμιείῳ τὴν δοθεῖσαν δωρεάν. Οὕτω καὶ ἐν ταῖς ἱερουργίαις παραλαμβάνεται. Ὁ γὰρ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μάχαιρά ἐστι καὶ ξύλον͵ ἐν ᾧ σφαγεὶς ὁ Χριστὸς ὑπὸ τῶν θεοκτόνων Ἰουδαίων ἔλυσε τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου͵ καὶ αὐτὸν τὸν διάβολον κατέβαλε͵ τὰς ἡμῶν ἁμαρτίας προσηλώσας ἐν αὐτῷ. Τούτου χάριν ἐν ταῖς ἱερουργίαις παραλαμβάνεται͵ οἵα τις ῥομφαία καὶ μάστιξ βασιλικὴ͵ βασανίζουσα καὶ ἀποδιώκουσα πᾶσαν δαιμονικὴν ἔλευσιν͵ καὶ σατανικὴν ἐπιφοράν. Διὰ τοῦτο οἱ θεῖοι ἱερομύσται͵ ὥσπερ τινὲς δορυφόροι͵ προθέντες τὴν βασιλικὴν μάστιγα͵ διὰ ταύτης ἀποδιώκουσι πᾶσαν ἀντίδικον καὶ ἀντίπαλον φάλαγγα͵ τὰς θείας καὶ βασιλικὰς δωρεὰς τοῖς μυσταγωγοῖς ἀπονέμοντες͵ καὶ σὺν αὐτοῖς τὸν βασιλέα Χριστὸν γεραίροντες.»





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου