Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΝΙ. Η ρητορική της κατάχρησης

Αυτό που με στεναχωρεί ιδιαίτερα, παρακολουθώντας τις “συζητήσεις” που διεξάγονται στο χώρο της Εκκλησίας -όπου αναμφίβολα υπάρχουν διαφορετικές προσωπικές τοποθετήσεις πάνω σε διάφορα και συχνά φλέγοντα ζητήματα-, είναι: α) η μανιχαϊστική τάση που επικρατεί, με συνεπακόλουθο τις ακραίες τοποθετήσεις, β) η “επίκληση” άκριτων επιχειρημάτων προκειμένου να τεθούν ταμπέλες εκατέρωθεν, γ) η απουσία ουσιαστικού επί της ουσίας διαλόγου και δ) η αδιαφορία και απαξία προς τη γνώμη και τα επιχειρήματα των “΄άλλων”, φαινόμενα που συχνά παρατηρούνται, εκτός κάποιων εξαιρέσεων.
Μέσα σε τούτο το σκηνικό, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το περιεχόμενο μιας διάλεξης με τον ανωτέρω τίτλο, την οποία έδωσε ο Umberto Eco στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια το 2004. Παραλείποντας τα σχόλιά του που αφορούν στις γεωπολιτικές ερμηνείες του μύθου που αναλύει ο Ιταλός φιλόσοφος, παραθέτω κάποια σημεία, ως αφορμή για προβληματισμό και αυτοκριτική. Για όσους πάλι σπεύσουν να ερμηνεύσουν την συγκεκριμένη ανάρτηση με διαφορετικό πρίσμα, θα υπενθυμίσω το “έκαστος των ανθρώπων δύο πήρας έχει” του Αισώπου...

«Η ρητορική είναι μια τεχνική της πειθούς και, για μια φορά ακόμη, η πειθώ δεν είναι κάτι κακό, παρόλο που μπορείς να πείσεις κάποιον με αξιόμεμπτα τεχνάσματα να κάνει κάτι ενάντια στο συμφέρον του.
Ένα από τα κλασικά παραδείγματα της ψευδορητορικής της κατάχρησης μας δίνεται από το μύθο του λύκου και του αρνιού στον Φαίδρο:

Ο λύκος και το αρνί διψάσανε και φτάσανε στην ίδια όχθη. Ψηλά στεκότανε ο λύκος, πολύ πιο χαμηλά το αρνί. Τότε, σπρωγμένος από την ξέφρενη λαιμαργία του, ο κακούργος εκείνος έψαξε πρόφαση να καβγαδίσει. “Γιατί” του ρίχτηκε “μου θόλωσες το νερό που έπινα;” Τότε το αρνί του λέει κατατρομαγμένο:”Με συγχωρείς, λύκε, πώς μπορεί να το έκανα αυτό που με κατηγορείς; Από σένα κατεβαίνει το νερό που πίνω”. Τότε εκείνος, διαψευσμένος από τα γεγονότα, επιμένει: “Πάνε έξι μήνες που με κακολογείς”. Και το αρνί απαντάει: “Μα εγώ ούτε που είχα γεννηθεί!” Και ο άλλος: “Ο πατέρας σου, μα τον Ηρακλή, με κακολογούσε”. Και μ΄ αυτά τα λόγια, το αρπάζει και, ενάντια σε κάθε δίκαιο, το ξεσκίζει. Αυτός ο μύθος αφιερώνεται σε όποιον επινοεί προφάσεις για να καταπιέσει αθώους.

Ο μύθος μας λέει δυο πράγματα. Ότι όποιος καταχράται προσπαθεί πάνω απ΄ όλα να δικαιωθεί. Αν η δικαίωση καταρριφθεί, αντιπαραθέτει στη ρητορική το μη επιχείρημα της δύναμης.
Για να φάει το αρνί, ο λύκος αναζητά μια casus belli, προσπαθεί δηλαδή να πείσει το αρνί, ή τους παρευρισκόμενους ή τον ίδιο του τον εαυτό, ότι το τρώει, επειδή το αρνί τον αδίκησε. Αυτή είναι η δεύτερη μορφή της ρητορικής κατάχρησης.
Ένα από τα πρώτα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται, για να εξαπολυθεί ένας πόλεμος ή να ξεκινήσει ένας διωγμός, είναι η άποψη ότι πρέπει να αντιδράσουμε σε μια συνωμοσία που στήθηκε εναντίον μας, εναντίον της ομάδας, της χώρας, του πολιτισμού μας.
Ουσιαστικά, κάθε μορφή λαϊκισμού, ακόμα και σύγχρονου, προσπαθεί να εξασφαλίσει τη συναίνεση μιλώντας για μια απειλή που προέρχεται από το εξωτερικό ή από ομάδες του εσωτερικού. [...] όπως και να έχει, για τους φανατικούς, η συνωμοσία και η σκευωρία του Άλλου ελλοχεύουν παντού.
Ένα ακόμα επιχείρημα, με αρχαιότατη καταγωγή, μπορούμε να το συνοψίσουμε ως εξής: “Έχουμε το δικαίωμα να καταχρώμαστε, επειδή είμαστε οι καλύτεροι”. Το πρότυπο είναι ένας λόγος του Περικλή, ένα χρόνο μετά την έναρξη του Πελοπονησιακού Πολέμου (Θουκυδίδη Ιστορία 2, 35-46). [...] Ο Περικλής ζωγραφίζει με συναρπαστικά χρώματα τον τρόπο ζωής στην Αθήνα για να νομιμοποιήσει το δικαίωμα των Αθηνών να επιβάλλουν την ηγεμονία του.
Αυτή είναι μια άλλη μορφή και ίσως η ευφυέστερη μορφή της ρητορικής κατάχρησης: έχουμε το δικαίωμα να επιβάλλουμε τη δύναμή μας στους άλλους, επειδή ενσαρκώνουμε την καλύτερη μορφή πολιτεύματος που υπάρχει. Αλλά ο ίδιος ο Θουκυδίδης (Ιστορία 5, 89-113) μάς προσφέρει μια άλλη και ακραία μορφή της ρητορικής κατάχρησης, η οποία δεν συνίσταται πια στο να βρίσκεις προφάσεις και casus belli, αλλά στο να υποστηρίξεις ξεκάθαρα το αναγκαίο και αναπόφευκτο της κατάχρησης. {σημείωση δική μας: πρόκειται για τον διάλογο μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων, όπου οι πρώτοι, επικαλούμενοι την ισχύ τους, ζητούν από τους δεύτερους να υποταχθούν, διαφορετικά θα τους καταστρέψουν -όπως και έγινε, όταν οι τελευταίοι αρνήθηκαν να υποταχθούν}
Ο Θουκυδίδης θέτει επί σκηνής τη μόνη αληθινή ρητορική της κατάχρησης, που δεν ψάχνει άλλες δικαιολογίες πέρα από τον εαυτό της. Η πειθώ ταυτίζεται με την captatio malenvolentiae: “ Ή χορεύεις στο σκοπό μου, ή άντε κόψ' το λαιμό σου”.
Η ιστορία δεν είναι άλλο από μια μακροσκελής, πιστή και λεπτομερής μίμηση αυτού του προτύπου, παρόλο που δεν έχουν όλοι οι καταχραστές τη γενναιότητα και τη διαύγεια, όπως είδαμε, των καλών Αθηναίων.»

Umberto Eco, ΜΕ ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΒΟΥΡΑ, σ. 64-89.

1 σχόλιο:

  1. ευχαριστούμε... Το βιβλιο εχει ενδιαφέρον... ναστε παντα καλα... Πνευματική τροφή χρειαζόμαστε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή