Η σημασία και ο σκοπός της ασκήσεως

Η άσκηση, αν και αυτονόητη για τον κάθε χριστιανό και ευρύτερα στην Εκκλησιαστική πρακτική, συχνά τυγχάνει λανθασμένης θεώρησης εξαιτίας κυρίως των συγρητιστικών και μανιχαϊστικών τάσεων που κυριαρχούν στην παγκοσμιοποιημένη αντίληψη περί θρησκείας, παραθεωρώντας την ιδιαιτερότητα του χριστιανισμού και ιδιαίτερα της Ορθοδοξίας αναφορικά με την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, τον κόσμο, ακόμα και αυτή την ύλη. Για την κατανόηση επομένως του ρόλου και της σημασίας της ασκήσεως στη ζωή μας, είναι απαραίτητο να εννοήσουμε ότι για τον Χριστιανό ο υλικός κόσμος δεν αποτελεί φορέα του κακού ούτε αντιστρατεύεται στην Θεϊκή βουλή, κάτι που οδηγεί τελικά σε απαξία και αυτού του ανθρώπινου σώματος. Επίσης, όταν στην εκκλησιαστική ορολογία αναφερόμαστε στην πάλη ανάμεσα στην σάρκα και το πνεύμα, δεν εννοούμε μια διασπαστική κίνηση του ανθρώπου ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα του αλλά την αντιπαλότητα που αναμφίβολα υπάρχει ανάμεσα στον σαρκικό τρόπο ζωής και την πνευματική εν Χριστώ ζωή (βλ. Ρωμ. 8, 1-17).

Ο άνθρωπος δηλαδή δεν θεωρείται δυαλιστικά, αλλά ως ενιαία οντότητα σύνθετη, εκ ψυχής και σώματος, πλασμένη «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού (Γεν. 1, 26-27) και τα σώματά μας αποτελούν ναό του Θεού, μέλη Χριστού και ναό του Αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. 3, 16 και 6, 15-20). Για το λόγο αυτό σκοπός του ανθρώπου κατά τον απόστολο Παύλο είναι να καταστήσει το σώμα του «θυσίαν ζωσαν ευάρεστον τω Θεώ» (Ρωμ. 12, 1), να αποβάλλει τα έργα του σκότους και να ενδυθεί τα έργα του φωτός (Ρωμ. 13, 12-14) ώστε να ενωθεί, γενόμενος «έν πνεύμα», με τον Χριστό. Ο αγώνας μας επομένως έχει ως μέριμνα τη νέκρωση των παθών και την ένδυσή μας με τις αρετές, « ἐπὶ πᾶσιν δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην͵ ὅ ἐστιν σύνδεσμος τῆς τελειότητος.» (Κολ. 3, 14).
Αυτός ο σύνδεσμος της αγάπης έχει μεγαλύτερη σημασία από κάθε άσκηση που αποσκοπεί στην προσωπική τελείωση του κάθε πιστού, ακόμη και από την νηστεία αυτή καθαυτή, που αποτελεί άλλωστε και την κυριότερη μορφή άσκησης: «ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω͵ ὁ δὲ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω… καὶ ὁ ἐσθίων κυρίῳ ἐσθίει͵ εὐχαριστεῖ γὰρ τῷ θεῷ· καὶ ὁ μὴ ἐσθίων κυρίῳ οὐκ ἐσθίει͵ καὶ εὐχαριστεῖ τῷ θεῷ… οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις͵ ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν πνεύματι ἁγίῳ· ὁ γὰρ ἐν τούτῳ δουλεύων τῷ Χριστῷ εὐάρεστος τῷ θεῷ καὶ δόκιμος τοῖς ἀνθρώποις. ἄρα οὖν τὰ τῆς εἰρήνης διώκωμεν καὶ τὰ τῆς οἰκοδομῆς τῆς εἰς ἀλλήλους· μὴ ἕνεκεν βρώματος κατάλυε τὸ ἔργον τοῦ θεοῦ.» (Ρωμ. 14, 3-20).
Στους τυπολάτρες Φαρισαίους που ρώτησαν ευθέως τον Χριστό γιατί οι μαθητές Του έτρωγαν με άπλυτα χέρια, η απάντηση του Κυρίου είναι καταλυτική: « οὐδέν ἐστιν ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου εἰσπορευόμενον εἰς αὐτὸν ὃ δύναται κοινῶσαι αὐτόν· ἀλλὰ τὰ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενά ἐστιν τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον… ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται͵ πορνεῖαι͵ κλοπαί͵ φόνοι͵ μοιχεῖαι͵ πλεονεξίαι͵ πονηρίαι͵ δόλος͵ ἀσέλγεια͵ ὀφθαλμὸς πονηρός͵ βλασφημία͵ ὑπερηφανία͵ ἀφροσύνη· πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον.» (Μαρκ. 7.14-23). Από τη στιγμή λοιπόν που καμία τροφή δεν θεωρείται ακάθαρτη και δεν μιαίνει τον άνθρωπο, σε αντίθεση με την πονηρία και την κακία της καρδιάς μας, η τροφή η ίδια ή η αποχή από τις τροφές δεν έχει από μόνη της άμεση σχέση με τη σωτηρία: « βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ παραστήσει τῷ θεῷ· οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα͵ οὔτε ἐὰν φάγωμεν περισσεύομεν… εἴτε οὖν ἐσθίετε εἴτε πίνετε εἴτε τι ποιεῖτε͵ πάντα εἰς δόξαν θεοῦ ποιεῖτε.» (Α’ Κορ. 8, 8-10).
Η άσκηση ωστόσο είναι απαραίτητος παράγοντας της εν Χριστώ ζωής, για την επίτευξη των πνευματικών αγωνισμάτων και την κατάκτηση των αρετών: «οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἐν σταδίῳ τρέχοντες πάντες μὲν τρέχουσιν͵ εἷς δὲ λαμβάνει τὸ βραβεῖον; οὕτως τρέχετε ἵνα καταλάβητε. πᾶς δὲ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται͵ ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἵνα φθαρτὸν στέφανον λάβωσιν͵ ἡμεῖς δὲ ἄφθαρτον. ἐγὼ τοίνυν οὕτως τρέχω ὡς οὐκ ἀδήλως͵ οὕτως πυκτεύω ὡς οὐκ ἀέρα δέρων· ἀλλὰ ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ͵ μή πως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι.» (Α’Κορ. 9, 24-27). Το σώμα δηλαδή, μέσα από την άσκηση δεν εξουθενώνεται ούτε θεωρείται εμπόδιο για τη σωτηρία μας, αλλά γίνεται υπηρέτης και συνοδοιπόρος στην πνευματική μας αναζήτηση, στην αναζήτηση του ίδιου του Χριστού. Υπό το πρίσμα αυτό ο ίδιος ο Κύριος θα δικαιολογήσει τους μαθητές Του που δεν τηρούσαν τις νηστείες του φαρισαϊκού Νόμου αλλά και θα προτρέψει τους μετέπειτα χριστιανούς στην διά της νηστείας άσκηση: «μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ΄ αὐτῶν ἐστιν νηστεύειν; ὅσον χρόνον ἔχουσιν τὸν νυμφίον μετ΄ αὐτῶν οὐ δύνανται νηστεύειν· ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ΄ αὐτῶν ὁ νυμφίος͵ καὶ τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ.» (Μαρ. 2, 19-20).
Η νηστεία επομένως δεν είναι απλά αποχή από τις τροφές, δεν είναι μια υλική διαδικασία, αλλά αποτελεί πνευματική εκγύμναση και όπλο πνευματικό που αποσκοπεί στην κάθαρση του λογισμού μας: «τὰ γὰρ ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικὰ ἀλλὰ δυνατὰ τῷ θεῷ πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων, λογισμοὺς καθαιροῦντες καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ θεοῦ͵ καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ» (Β’ Κορ. 10, 3-5). Η εγκράτεια μάλιστα, που επιτυγχάνεται δια της νηστείας, δεν είναι μόνο πνευματική άσκηση, αλλά και καρπός του Αγίου Πνεύματος : «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ πνεύματός ἐστιν ἀγάπη͵ χαρά͵ εἰρήνη͵ μακροθυμία͵ χρηστότης͵ ἀγαθωσύνη͵ πίστις͵ πραΰτης͵ ἐγκράτεια» (Γαλ. 5, 22-23). Γι’ αυτό το λόγο, και επειδή τελικά η νηστεία αποτελεί θυσία προς τον Θεό, θα πρέπει να γίνεται με διάκριση, και κυρίως χωρίς επίδειξη της δήθεν αρετής μας, που καταλήγει σε εγωιστική αυτοδικαίωση: « Ὅταν δὲ νηστεύητε͵ μὴ γίνεσθε ὡς οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί͵ ἀφανίζουσιν γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσιν τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν͵ ἀπέχουσιν τὸν μισθὸν αὐτῶν. σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι͵ ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυφαίῳ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυφαίῳ ἀποδώσει σοι.» (Ματθ. 6, 16-18)
Η έμφαση εξάλλου στην πνευματική διάσταση της ασκήσεως οδηγεί τον απόστολο Παύλο να την αντιδιαστείλει από την τυπολατρία την οποία χαρακτηρίζει αποστασία από την πίστη, διδασκαλία δαιμονίων, ψευδολόγο και υποκριτική, μιας που παραθεωρεί ότι πάνω από τη σωματική βρίσκεται η πνευματική εκγύμναση για την απόκτηση της ευσέβειας: «τὸ δὲ πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως͵ προσέχοντες πνεύμασιν πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων͵ ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων͵ κεκαυστηριασμένων τὴν ἰδίαν συνείδησιν͵ κωλυόντων γαμεῖν͵ ἀπέχεσθαι βρωμάτων ἃ ὁ θεὸς ἔκτισεν εἰς μετάλημψιν μετὰ εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν ἀλήθειαν. ὅτι πᾶν κτίσμα θεοῦ καλόν͵ καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον͵ ἁγιάζεται γὰρ διὰ λόγου θεοῦ καὶ ἐντεύξεως. Ταῦτα ὑποτιθέμενος τοῖς ἀδελφοῖς καλὸς ἔσῃ διάκονος Χριστοῦ Ἰησοῦ͵ ἐντρεφόμενος τοῖς λόγοις τῆς πίστεως καὶ τῆς καλῆς διδασκαλίας ᾗ παρηκολούθηκας· τοὺς δὲ βεβήλους καὶ γραώδεις μύθους παραιτοῦ. γύμναζε δὲ σεαυτὸν πρὸς εὐσέβειαν· ἡ γὰρ σωματικὴ γυμνασία πρὸς ὀλίγον ἐστὶν ὠφέλιμος͵ ἡ δὲ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμός ἐστιν͵ ἐπαγγελίαν ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης.» (Α’ Τιμ. 4, 1-8). Άλλωστε και ο ίδιος ο Κύριος τονίζει με έμφαση ότι η προσκόλληση στους τύπους και στις ανθρώπινες «παραδόσεις» καταλήγει τελικά να καταλύει το ίδιο το Ευαγγέλιο (βλ. Μαρ. 7, 1-8).
Η άσκηση επομένως είναι χρήσιμη για την πνευματική μας εν Χριστώ ζωή, όταν και εφόσον αποτελεί πνευματικό αγώνισμα που δεν προσκολλάται στους τύπους, όταν δεν θεωρούμε τον μη ασκούμενο ως αμαρτωλό και δεν εξουθενώνουμε τους αδελφούς μας στην εξωτερική τήρηση των εντολών του Θεού. Όταν δηλαδή γίνεται με πλήρη συνείδηση ότι απώτερος σκοπός είναι η πνευματική μας εκγύμναση, η αύξηση της πίστεως και της ευσεβείας μέσα στις καρδιές μας, η πλήρωση με την αγάπη του Χριστού που κοινωνείται και εκφράζεται προς όλους τους αδελφούς μας, όταν στοχεύει στην αναζήτηση των αρετών και εν τέλει του ίδιου του Νυμφίου Χριστού, μακριά και έξω από κάθε τάση αυτοδικαίωσης έναντι των ασθενέστερων αδελφών μας, πέρα από κάθε θεώρηση του εαυτού μας ως «καθαρού» ή δεδικαιωμένου εξαιτίας της πιστής τηρήσεως ακόμη και αυτής της νηστείας.
Στο σημείο αυτό, ως εν κατακλείδι, αξίζει να εντρυφήσουμε στους λόγους ενός μεγάλου ασκητού αλλά και δογματικού διδασκάλου της Εκκλησίας, του Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού: «Καλὸν μὲν γὰρ παρθενία ἀλλ΄ ἐὰν γήμῃς͵ οὐχ ἥμαρτες· Καλὸν τὸ νηστεύειν πᾶσαν ἡμέραν· ἀλλ΄ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω. Ἐν τοῖς τοιούτοις οὐ νομοθετεῖν͵ οὐ βιάζεσθαι͵ οὐκ ἀναγκαστῶς ἄγειν τὸ ἐγχειρισθὲν προσήκει ποίμνιον͵ πειθοῖ δὲ μᾶλλον͵ καὶ ἠπιότητι͵ καὶ λόγῳ ἅλατι ἠρτυμένῳ͵ ταύτα καὶ τούτοις ὑποτιθέμεθα. […]
»Οὕτως τοίνυν καὶ τὴν συνήθειαν τῆς Ἐκκλησίας ἐξ ἀγράφου παραδόσεως ἐπιστάμεθα͵ μίαν προνήστιμον ἑβδομάδα͵ ἐν ᾗ μόνων τῶν κρεῶν ἀποχὴ καὶ ἡ μέχρις ἑσπέρας νηστεία ἐπετελεῖτο͵ μηδαμῶς τρίτης͵ ἢ ἕκτης͵ ἢ ἐννάτης͵ ἢ τῆς τῶν ἁγίων προηγιασμένων τελετῆς γενομένης. Ἓξ δὲ͵ ἐν αἷς αἱ τριτοεκτοεννάται καὶ προηγιασμέναι ἐπιτελοῦνται͵ ὠῶν τε͵ καὶ τυροῦ͵ καὶ τῶν τοιούτων μετὰ τῶν κρεῶν ἀποχαί. Τῇ δὲ τοῦ πάθους ἑβδομάδι ξηροφαγία νενομοθέτητο͵ οὐ μέντοι προηγιασμένων τελετή· εἶτα τῇ ἁγίᾳ Πέμπτῃ ἡ τῶν μυστηρίων τελετὴ͵ ἐν ᾗ καὶ ἀπ ήρξατο. Εἶτα τῇ Παρασκευῇ τῇ ἁγίᾳ καὶ φρικτῇ παντελὴς ἀσιτία μέχρι τῆς τοῦ Σαββάτου ἑσπέρας· καὶ τῇ μὲν ἑσπέρᾳ τοῦ Σαββάτου͵ τῶν μὲν λοιπῶν ἐσθιομένων͵ τῶν κρεῶν οὐ μετέχουσι· τῇ δὲ ἁγίᾳ τῆς ἀναστάσεως Κυριακῇ͵ τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων͵ καὶ τῶν κρεῶν μετέχουσιν οἱ βουλόμενοι. Ταύτην τὴν ἀκολουθίαν ἐφθάσαμεν· οὗτος ὁ κοινὸς ὅρος καὶ νόμος τῆς Ἐκκλησίας͵ ὃν καὶ ἐν τῇ ἁγίᾳ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Ἀναστάσει ἐπιτελούμενον οἴδαμεν· τὸ δὲ περισσεύειν ἐν τῷ κακῷ͵ καὶ ἐπιδαψιλεύσασθαι τὴν ἀρετὴν͵ οὐκ ἀδόκιμον͵ οὐδὲ ἀποβλητὸν͵ ἀλλὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις εὐάρεστον͵ τοῖς γε νοῦν ἔχουσιν· οὐ μέντοι ἐκ βίας͵ ἢ ἐξ ἀνάγκης͵ πειθοῖ δὲ μᾶλλον͵ καὶ μάλιστα διὰ τὸ τοῦ καιροῦ δυσχερὲς͵ καὶ τὴν τῶν πραγμάτων ἀνωμαλίαν. Ἀμφότερα γὰρ νῦν μᾶλλον χρήσιμα καὶ ἀναγκαῖα͵ τό τε προστιθέναι τῷ καλῷ͵ καὶ τὸ τῆς βίας ἀπέχεσθαι. Τίς δοίη πάντα τὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν χρόνον μίαν ἐπιτελεῖσθαι νηστείαν; Ἀλλ΄ ἕτερος ὁ τῆς παραινέσεως͵ καὶ ἕτερος ὁ τῆς νομοθεσίας τρόπος. Ἀρκείτω τὰ νομοθετηθέντα ὑπὸ τοῦ Πνεύματος. Νουθετείσθω ἡ προσθήκη τοῦ ἀγαθοῦ.» (Λόγος περί των αγίων νηστειών, PG 95, 64-72.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου