τῶν ἀγγέλων οὗτος διέστηκεν ὁ χορὸς τῶν ἐπὶ γῆς ᾀδόντων καὶ λεγόντων· Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ͵ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη. ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.




Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τόν ἄγιον Ματθαῖον τόν εὐαγγελιστήν, Ὁμιλία ξη’, PG 58.643 εξ.


Τίποτα δεν ωθεί τόσο την κεφαλή και την οδηγεί στον γκρεμό· τίποτα δεν προξενεί με τέτοιο τρόπο να χάσουμε τα μέλλοντα, όσο η προσήλωση σε τούτα τα πρόσκαιρα. Και τίποτα δεν προξενεί την απόλαυση και τούτων και εκείνων, όσο από όλα να προτιμάμε εκείνα. «Ζητεῖτε γὰρ»͵ λέει ο Χριστός͵ «τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ͵ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Και παρ’ όλο που αν δεν είχαμε την προσοχή μας σε αυτό, δεν έπρεπε ούτε αυτά να επιθυμούμε· τώρα όμως λαμβάνοντας εκείνα, προσλαμβάνουμε και αυτά. Και ούτε με αυτόν τον τρόπο πείθονται κάποιοι, αλλά μοιάζουν με λίθους αναίσθητους, και επιδιώκουν τις σκιές της ηδονής.

Γιατί, τί είναι γλυκύ στον παρόντα βίο; και τί τερπνό; Διότι θέλω με πολύ θάρρος να κάνω διάλογο μαζί σας σήμερα· αλλά κάντε υπομονή, για να μάθετε ότι αυτός ο βίος που μοιάζει καταπιεστικός και επαχθής, των μοναχών λέω και των εσταυρωμένων, είναι πολύ γλυκύτερος και ποθεινότερος από τούτον που φαίνεται ευχάριστος και απαλώτερος. Και μάρτυρες αυτού είστε σείς, που πολλές φορές ζητήσατε να πεθάνετε, μέσα στις περιστάσεις και στις αθυμίες που σάς είχαν κυριεύσει, κι εκείνους μακαρίσατε που είναι στα όρη και στις σπηλιές, που δεν έχουν παντρευτεί και ζούνε τον απράγμονα βίο, και άλλους που ξημεροβραδιάζουν στις τέχνες, άλλους στο στράτευμα, άλλους δε που ζούνε απλά και όπως έτυχε, και επάνω στην [θεατρική] σκηνή και στους χορούς. Διότι κι από εκεί, κι αν ακόμα νομίζουν ότι αναβλύζουν μύριες ηδονές και πηγές ευφροσύνης, γεννιούνται ωστόσο μύρια και πικρότερα βέλη. Γιατί, αν κάποιος κυριευθεί από έρωτα για καποιο από τα κορίτσια που χορεύουν εκεί, θα υποστεί ταλαιπωρίες χειρότερες από μύριες εκστρατείες και εξορίες, ζώντας χειρότερα από κάθε πόλη σε πολιορκία.


Πλην όμως, για να μην εξετάζουμε άλλο εκείνα, αφού τα αφήσουμε στη συνείδηση αυτών που έχουν αλωθεί, φέρε να κάνουμε διάλογο για τον βίο των πολλών· και τόση θα βρούμε την απόσταση του ενός τρόπου ζωής από τον άλλο, όση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στο λιμάνι και στο πέλαγος που ταράζεται διαρκώς από τους ανέμους. Μάλιστα δες, πώς από τα καταγώγια ευθέως εξέρχονται τα προοίμια της ευημερίας, γιατί αφού έφυγαν τις αγορές και τις πόλεις και τους μέσα σ’αυτές θορυβους, προτιμησαν τον βίο στα βουνά, που δεν έχει τίποτα κοινό με τα παρόντα, που δεν υπομένει τίποτα το ανθρώπινο, ούτε λύπη βιοτική, ούτε οδύνη, ούτε τόση μέριμνα, ούτε κινδύνους, ούτε επιβουλές, ούτε βασκανία, ούτε ζηλοφθονία, ούτε άτοπους έρωτες, ούτε άλλο τι παρόμοιο ουδέν. Από εδώ μελετούν ήδη την βασιλεία [του Θεού], συνομιλώντες με τα δάση και με τα βουνά και με τις πηγές και με την πολλή ησυχία και ηρεμία, και πριν από όλα αυτά με τον Θεό. Και είναι το μεν δωμάτιό τους καθαρό από κάθε θόρυβο, η δε ψυχή ελεύθερη από κάθε πάθος και νόσημα, λεπτή και ανάλαφρη, και καθαρώτερη από τον πιο λεπτό αέρα. Το δε έργο τους είναι αυτό ακριβώς που ήταν και για τον Αδάμ στην αρχή και πριν από την αμαρτία, όταν ήταν ενδεδυμένος την δόξα [του Θεού], και με πολύ θάρρος συνομιλούσε με τον Θεό και κατοικούσε σε εκείνη την τοποθεσία, την πλήρη από πολλή μακαριότητα. Γιατί, πόσο χειρότερα διάγουν αυτοί από εκείνον, όταν πριν από την παρακοή τού ανετέθη να εργάζεται στον παράδεισο; Είχε αυτός ουδεμία βιοτική φροντίδα; ούτε τούτοι έχουν. Συνδιαλεγόταν με τον Θεό, με καθαρή συνείδηση; το ίδιο και αυτοί· μάλλον δε και πολύ μεγαλύτερη παρρησία έχουν από εκείνον, όσο και μεγαλύτερη απήλαυσαν χάρη με την χορηγία του Αγίου Πνεύματος.

Χρειαζόταν, βέβαια, αυτά, να τα λαμβάνετε υπ’ όψη σας· επειδή όμως δεν βούλεσθε, αλλά διατρίβετε μέσα στους θορύβους και στις αγορές, κι αν λοιπόν ακόμα με τον λόγο σάς διδάξουμε, ένα μέρος κρατήστε της διαγωγής αυτών· γιατί δεν είναι δυνατόν να βαδίσουμε όλον τον βίο τους. Αυτοί οι φωστήρες της οικουμένης, όταν ο ήλιος φέξει, μάλλον δε πολύ πριν την πρώτη ακτίνα, αφού σηκωθούν από το κρεβάτι, υγιείς και σε εγρήγορση και σε νήψη· (γιατί ούτε κάποια λύπη και φροντίδα, ούτε πονοκέφαλος και πόνος και πλήθος πραγμάτων, ούτε κάτι άλλο από τα παρόμοια, ουδέν τούς ενοχλεί, αλλά διάγουν όπως οι άγγελοι στον ουρανό)· αφού, λοιπόν, σηκωθούν αμέσως από το κρεβάτι φωτεινοί και περιχαρείς και στήσουν έναν χορό, με καθαρή συνείδηση συμφωνικά άπαντες, σαν από ένα στόμα, ύμνους ψέλνουν στον Θεό των όλων, δοξάζοντες αυτόν εκδιηγούμενοι την χάριν του Θεού για όλα τα ευεργετήματά του προς τους ίδιους και προς όλους τους ανθρώπους. Ώστε, φαίνεται, αφού αφήσουμε τον Αδάμ, θα ρωτήσουμε πώς αποκόπηκε αυτός ο χορός των αγγέλων επί γης ψαλλόντων και λεγόντων «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καί ἐπί γῆς εἰρήνη. εν ανθρώποις εὐδοκία».

Και η στολή τους είναι άξια της ανδρείας. Γιατί δεν είναι στολισμένοι με μακρόσυρτους χιτώνες, τσακιστούς και περιλισσόμενους· αλλά σαν τους μακαρίους εκείνους αγγέλους, τον Ηλία, τον Ελισσαίο, τον Ιωάννη, και σαν τους αποστόλους, τα ρούχα τους είναι κατασκευασμένα άλλων μεν από έριο και άλλων από τρίχες καμήλας· είναι και άλλοι που αρκέστηκαν μόνο στα δέρματα, και τούτα καταπονημένα από παλιά. Έπειτα, αφού τελειώσουν εκείνες τις ωδές, αφού λυγίσουν τα γόνατα, τον Θεό που υμνήθηκε παρακαλούν για πράγματα, που μερικοί δεν βάζουν ούτε βιαστικά στο νου τους. Γιατί δεν ζητούν τίποτα από τα παρόντα· καθότι ουδείς [υπάρχει] σ’ αυτούς για τούτα λόγος· αλλά το να σταθούν με παρρησία μπροστά στο βήμα το φοβερό, όταν έλθει ο μονογενής Υιός του Θεού να κρίνει ζώντας και νεκρούς· και το μήτε ένας να ακούσει εκείνη τη φοβερή φωνή που λέει «Δεν σάς γνωρίζω»· και ώστε με καθαρή συνείδηση και με πολλά [πνευματικά] κατορθώματα να διανύσουν αυτόν τον κοπιαστικό βίο, και να διαπλεύσουν το φοβερό πέλαγος με ούριο άνεμο. Ηγείται δε στην προσευχή αυτών ο πατήρ και ο προεστώς. Έπειτα, αφού σηκωθούν και τελειώσουν εκείνες τις αγίες και συνεχείς ευχές, αφού έχει υψωθεί η ακτίνα, πηγαίνει ο καθένας στην εργασία του και συνάγουν από αυτήν πολλή πρόσοδο για τους ενδεείς.

Πού είναι, τώρα, αυτοί που εκδίδουν τους εαυτούς τους στους δαιμονικούς χορούς και στα άσματα τα πορνικά, και κάθονται στα θέατρα; Γιατί ντρέπομαι να τους αναφέρω· πλην όμως είναι ανάγκη να γίνει και αυτό για χάρη της ασθενείας σας. Γιατί και ο Παύλος λέει, «Ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ͵ οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν». Και εμείς, λοιπόν, τώρα, έλα να αντιπαραβάλλουμε τον χορό που απαρτίζεται από γυναίκες που πορνεύουν και από νέους που εκπορνεύονται επί σκηνής, και αυτόν τούτων των μακαρίων, αναφορικά ως προς την ηδονή, για την οποία μάλιστα πολλοί από τους ράθυμους νέους χάνονται στις παγίδες εκείνων. Τόσο μεγάλη απόσταση θα βρούμε, όσο αν κάποιος άκουσε αγγέλους να ψάλλουν στους ουρανούς εκείνη την παναρμόνιο μελωδία, και σκύλους και χοίρους πάνω στην κοπριά να ωρύονται και να γρυλίζουν. Διότι, από τα μεν στόματα τούτων ο Χριστός, από τα δε χείλη εκείνων ο διάβολος προφέρεται. Αλλά σουραύλια ηχούν μαζί με εκείνους, με φωνή άσημη και όψη άσχημη, καθώς φουσκώνουν τα μάγουλά τους και τεντώνουν τα νεύρα τους; Εδώ όμως αντηχεί η χάρις του Αγίου Πνεύματος, που χρησιμοποιεί τα στόματα των αγίων αντί φλογέρας και κιθάρας και σουραυλίου. Μάλλον όμως, όσα και αν πούμε, δεν είναι δυνατόν να περιγράψουμε την [πνευματική] ηδονή σ’ εκείνους που είναι προσηλωμενοι στον πηλό και στις πλήνθους. Γι’ αυτό και ήθελα να πάρω κάποια [παραδείγματα] αυτών που παθιάζονται με τούτα, και να τα βγάλω από εκεί, και να δείξω τον χορό τούτων των αγίων, κι επομένως δεν θα μού χρειάζονταν άλλα λόγια. Πλην όμως, κι αν ακόμα συνδιαλεγόμεθα με πηλίνους, θα αποπειραθούμε με τον λόγο να τούς αποσπάσουμε έστω και λίγο από την λάσπη και από τα τέλματα. Διότι από εκεί μεν ευθέως ο ακροατής δέχεται την πύρωση του ατόπου έρωτα· και σαν να μην έφτανε η όψη της πόρνης να πυρπολήσει την διάνοια, προσθέτει ζημία και από την φωνή. Εδώ όμως, κι αν ακόμα έχι κάτι τέτοιο η ψυχή, αποβάλεται αμέσως. Και όχι μόνο η φωνή, ούτε η όψη, αλλά και τα ενδύματα πολύ περισσότερο αναστατώνουν τους θεατές. Κι αν ακόμα κάποιος είναι πολύ φτωχός και παραμελημένος, από την θεωρία και μόνο πολλές φορές θα δυσανασχετήσει και θα πει στον εαυτό του: «Η μεν πόρνη και ο πορνευόμενος, παιδιά μαγείρων και τεχνιτών, συχνά δε και υπηρετών, ζούνε σε τέτοια χλιδή· ενώ εγώ, ελεύθερος από ελεύθερους γονείς, που προτιμώ να αγωνίζομαι τίμια, ούτε στο όνειρό μου δεν δύναμαι να τα φανταστώ αυτά», κι έτσι απέρχεται αφού έχει κατακαεί από τη στενοχώρια. Με τους μοναχούς, όμως, δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο αλλά καθε τι το αντίθετο. Διότι όταν δει παιδιά πλυσίων και γόνους περιφανών ενδεδυμένους τέτοια ρούχα, τα οποία ούτε οι έσχατοι των φτωχών [φορούν], και να χαίρονται γι’ αυτό, βάλτε με το νου σας με πόση παρηγοριά της πενίας αφού έχει δεχθεί αποχωρεί. Κι αν ακόμα είναι πλούσιος, αναχωρεί αφού έχει σωφρονισθεί, γενόμενος καλύτερος. Και πάλι, όταν στο μεν θέατρο δει την πόρνη να φορεί χρυσά, ο μεν πτωχός θα θρηνήσει και θα στενάξει, βλέποντας την γυναίκα του να μην έχει τίποτα από αυτά· οι δε πλουτούντες, εξαιτίας αυτού του θεάματος θα δουν με υπεροψία και περιφρόνηση τις συζύγους των. Γιατί όταν και το σχήμα και το βλέμμα και την φωνή και το βάδισμα, τα πάντα εκείνη παρέχει επιτηδευμένα στους θεατές, αναχωρούν πυρπολημένοι και αιχμάλωτοι, λοιπόν, εισέρχονται στα σπίτια τους. Από εδώ [πηγάζουν] οι βρισιές και οι ατιμίες, από εδώ οι απέχθειες, οι πόλεμοι, οι θάνατοι οι καθημερινοί· από εδώ [γίνεται] αβίωτος ο βίος για τους πλανημένους, και η σύζυγος λοιπόν απεχθής, και τα παιδιά παρομοίως όχι ποθεινά, και πάντα άνω – κάτω της οικίας, και νομίζουν ότι ενοχλούνται ακόμα και από αυτή την ακτίνα [του ήλιου]. Αλλά καμία τέτοια αηδία από τούτους τους χορούς· αλλά ήμερο και πράο θα υποδεχθεί η γυναίκα τον άνδρα, απαλλαγμένο από κάθε άτοπη ηδονή, και ευκολώτερα θα τον χειρισθεί, από ό,τι πρωτύτερα. Τέτοιου είδους κακά γεννά εκείνος μεν ο χορός, ενώ αυτός αγαθά· ο μεν κάνοντας τα πρόβατα λύκους, ο δε μεταμορφώνοντας τους λύκους σε αρνιά.

Αλλά μέχρι στιγμής δεν είπαμε τάχα τίποτα περί ηδονης. Και τί θα γινόταν πιο ηδύ από το να μη θορυβείται και να μην πονά η διάνοια, μήτε να στενάζει και να στεναχωρείται; Πλην όμως θα πάμε τον λόγο ακόμα παραπέρα και θα εξετάσουμε την απόλαυση της καθεμιάς ωδής και θέας από τις δύο· και θα δούμε οτι η μεν μία παραμένει μέχρι το απόγευμα, για όσο καιρό ο θεατής κάθεται στο θέατρο, και μετά ένα κεντρί χειρότερο από όλα τόν ανασηκώνει· ενώ εδώ [βλέπουμε] διηνεκώς να ακμάζει στις ψυχές εκείνων που την θεωρούν. Γιατί και τον τύπο των ανδρών, και του τόπου το τερπνόν, και της διαγωγής το γλυκύ, και της πολιτείας το καθαρόν, και της καλλίστης και πνευματικής ωδής την χάρη έχουν διαπαντός εγκατεστημένα μέσα τους. Αυτοί, επομένως, που απολαμβάνουν διηνεκώς τέτοιους λιμένες, αποφεύγουν λοιπόν τους θορύβους, όπως κάποιον χειμώνα. Και όχι μόνο ψάλλοντες και προσευχόμενοι, αλλά και προσηλωμένοι στα βιβλία, τερπνό θέαμα είναι σε αυτούς που τους βλέπουν. Διότι, αφού διαλύσουν τον χορό, ο μεν ένας παίρνει τον Ησαΐα και διαλέγεται μαζί του, άλλος δε με τους αποστόλους συνομιλεί, άλλος μελετά τα πονήματα άλλων, και φιλοσοφεί περί Θεού, περί των πάντων, περί αισθητών, περί νοητών, περί της ευτελίας του παρόντος βίου, περί της μεγαλειότητας του μέλλοντος.

Και τρέφονται άριστη τροφη, όχι παραθέτοντας σάρκες αλόγων ψημένες, αλλά λόγια του Θεού, μέλι θαυμάσιο και πολύ ανώτερο από μέλι και κερήθρα ή από εκείνο με το οποίο σιτίζονταν τότε στην ερημο ο Ιωάννης. Γιατί το μέλι τούτο δεν το συλλέγουν κάποιες αγριομέλισσες που έρχονται στα άνθη, ούτε το εναποθέτουν στις κυψέλες αφού ωριμάσουν το νέκταρ· αλλά η χάρις του Αγίου Πνεύματος που το κατασκευάζει, αντί σε κεριά και σε κυψέλες και σε κελιά το εναποθέτει στις ψυχές των αγίων, ώστε όποιος θέλει να έχει το ελεύθερο να τρώει διηνεκώς. Αυτές λοιπόν τις μέλισσες και αυτοί μιμούμενοι, πετούν πάνω στα κεριά των αγίων βιβλίων, δρέποντες από εδώ πολλή την ηδονή. Και εάν επιθυμείς να μάθεις την τράπεζα εκείνων, έλα κοντά και θα δεις αυτούς τέτοια να αποφθέγγονται, προσηνή πάντα και γλυκά και γεμάτα από ευωδία πνευματική. Ουδεμία αισχρή ρήση δύνανται εκείνα τα στόματα να προφέρουν, ουδέν ευτράπελο, μήτε τραχύ, αλλά πάντα τα άξια των ουρανών. Δεν θα σφάλει κανείς αν παρομοιάσει, τα μεν στόματα των πολλών που σύρονται στις αγορές και λυσσομανούν για τα βιοτικά, με την ακαθαρσία που βγάζουν οι οχετοί, τα δε τούτων με πηγές που αναβλύζουν μέλι και πλημμυρίζουν από κρυστάλλινα νερά. Κι αν κανείς δυσανασχέτησε, επειδή αποκάλεσα τα [στόματα] των πολλών οχετούς κάποιας ακαθαρσίας, ας γνωρίζει ότι το είπα με πολλή φειδώ. Διότι η Αγία Γραφή δεν χρησιμοποιεί τούτο το μέτρο, αλλά άλλο παράδειγμα, πολύ πιο δυνατό. Γιατί λέει ότι κάτω από τα χείλη τους έχουν δηλητήριο κόμπρας και τάφος ανοιγμένος είναι ο λάρυγγάς τους. Δεν είναι όμως τέτοια τα [στόματα] εκείνων, αλλά γεμάτα πολλής ευωδίας. Και τα μεν παρόντα τέτοια είναι· τα δε επέκεινα, ποίος λόγος θα τα αναπαραστήσει; ποία διάνοια θα τα εννοήσει; το τέλος το αγγελικό, την ανείπωτη μακαριότητα, τα απόρρητα αγαθά;

Ίσως πολλοί τώρα έχετε θερμανθεί και πέσατε στην επιθυμία αυτής της καλής πολιτείας· αλλά ποιό το κέρδος, όταν έχετε τούτη τη φωτιά μονάχα όσο είστε εδώ, κι αφού εξέλθετε σβήσετε την φλόγα και μαραθεί εντελώς τούτος ο πόθος; Πώς, λοπόν, δεν θα συμβεί αυτό; Όπως είναι σε σένα θερμός τούτος ο έρωτας, πήγαινε προς αυτούς εκείνους τους αγγέλους, αναζωπύρωσε περισσότερο τον εαυτό σου. Γιατί ο δικός μας λόγος δεν θα δυνηθεί να σε ανάψει έτσι, όπως η θέα των πραγμάτων. Μη πεις «Θα συζητήσω με τη γυναίκα μου, και πρώτα θα διαλύσω τα πράγματα». Αρχή ραθυμίας είναι τούτη η αναβολή. Άκουσε ότι θέλησε κάποιος να συγκεντρώσει την οικογένειά του και δεν επέτρεψε ο προφήτης. Και τί λέω να τούς συγκεντρώσει; Να θάψει τον πατέρα του θέλησε ο μαθητής, και ούτε αυτό συγχώρησε ο Χριστός. Και ποιό πράγμα σού φαίνεται τόσο πολύ αναγκαίο, όσο η κηδεία του πατέρα; αλλά ούτε τούτο επέτρεψε. Τί λοιπόν; Επειδή σφοδρός επήλθε ο διάβολος, παρεισφρύει βουλόμενος να λάβει κάτι· και αν κατορθώσει ολίγη ασχολία και αναβολή, μεγάλη εργάζεται ραθυμία. Γι’ αυτό παρακινεί κάποιος: «Μην αναβάλλεις από μέρα σε μέρα». Γιατί με αυτόν τον τρόπο θα δυνηθείς να κατορθώσεις τα πλείονα, και με αυτόν τον τρόπο θα διευθετηθούν καλώς και τα της οικίας σου. Γιατί λέει: «Ζητεῖτε την βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Εάν, λοιπόν, εμείς καθιστούμε αμέριμνους αυτούς που παραθεωρούν τις υποθέσεις τους και προτάσσουν την φροντίδα των δικών μας πραγμάτων, πολύ περισσότερο ο Θεός, ο οποίος φροντίζει και προνοεί και χωρίς αυτούς. Επομένως, μην φροντίσεις τα δικά σου, αλλά άφησέ τα στον Θεό. Γιατί εάν σύ φροντίσεις, ως άνθρωπος φροντίζεις· αν όμως ο Θεός προνοήσει, ως Θεός προνοεί. Μη φροντίσεις για αυτά, αφήνοντας τα μείζονα, γιατί κι αυτός μετά δεν θα προνοήσει σφόδρα γι αυτά. Για να προνοεί λοιπόν σφόδρα γι’ αυτά, σε αυτόν μόνο επίτρεψε τα πάντα. Διότι εάν ο ίδιος ασχοληθείς με αυτά, αφήνοντας τα πνευματικά, ο Θεός δεν θα προνοήσει και πολύ. Επομένως, για να διεθετηθουν καλώς αυτά σε σένα, και για να απαλλαγείς από κάθε φροντίδα, κράτα τα πνευματικά, καταφρόνησε τα βιοτικά· με τον τρόπο αυτό και την γη θα έχεις μαζί με τους ουρανούς, και τα μέλλοντα αγαθά θα κατορθώσεις, με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.



[Απόδοση στη Νεοελληνική: π. Χερουβείμ Βελέτζας]




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου