«Ἐπιστάτα, δι' ὅλης νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον» (Λουκ. 5.5)

Κυριακή Α' Λουκά (27-9-2015)


«Ἐπιστάτα, δι' ὅλης νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον» (Λουκ. 5.5)


Όλη τη νύχτα πάσχιζε ο Πέτρος να συνάξει ψάρια για να θρέψει την οικογένειά του, σύζυγο και τέκνα και πεθερά, και δεν τα κατάφερε. Είχε ήδη σηκωθεί ο ήλιος, τακτοποιούσε τα δίκτυα στην ακτή, όταν είδε κόσμο πολύ να ακολουθεί έναν άγνωστο δάσκαλο. Ήταν ο Χριστός, ο οποίος τού ζήτησε να μπει στο πλοιάριό του και να τον απομακρύνει λίγο από τη στεριά, ώστε από τη θέση εκείνη να διδάξει τους όχλους. Και τι ακούει ο ανυποψίαστος βιοπαλαιστής; για αγάπη ανυπόκριτη, πίστη δίχως δισταγμό, ειρήνη χωρίς πανουργία, φιλαδελφία αδιάρρηκτη, ευσέβεια ακαπήλευτη, θεογνωσία αφιλάργυρη, παρθενία ακηλίδωτη, άσκηση αλύγιστη, συζυγία αχώριστη, να υπομένουμε κάθε πόνο υπέρ της αληθείας, να μη δειλιάζουμε μπροστά σε εκείνους που αποκτείνουν το σώμα αλλά δεν δύνανται να βλάψουν την ψυχή. Πάσχιζε όλη τη νύχτα ο Πέτρος για να εξασφαλίσει τα υλικά, και θεωρεί τον Ιησού να διδάσκει για τα πνευματικά. Και κοντά σε τούτα να προσθέτει: όποιος αγαπά την ψυχή του θα την χάσει, και εκείνος που θέλει να με ακολουθήσει ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθήσει. Και αμέσως μετά, Να μην αποκτήσετε χρυσό ή ασήμι ή χαλκό στις ζώνες σας, μήτε πουγκί ή πορτοφόλι, ούτε δύο χιτώνες.

Ψηφίζω Άνθρωπο!



Κάποτε ο Διογένης τριγυρνούσε στην Αθήνα, μέρα μεσημέρι, κρατώντας ένα αναμμένο φανάρι. -Τι το θες το φανάρι; τον ρώτησαν -Αναζητώ άνθρωπο, απάντησε ο κυνικός φιλόσοφος.

Άνθρωποι δίχως ανθρωπιά έχουμε καταντήσει, ανθρωπόμορφες ατομοκεντρικές μονάδες, η κοινωνία μας συνοθύλευμα αλληλοαντικορουόμενων συμφερόντων, όπου ο κάθε «άλλος» είναι ο εχθρός μου, ο κλέφτης, ο λωποδύτης, κι εγώ ο «καλός» Μακιαβέλι, που στο βωμό του βραχύβιου συμφέροντός μου θυσιάζω ακόμα και την μάνα μου και τα παιδιά μου. Άνθρωπος πουθενά;

«Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ θεὸς τὸν υἱὸν εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ΄ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι΄ αὐτοῦ» (Ιω. 3.17)

Κυριακή προ της Υψώσεως (13-9-2015)

Ραβέννα, Άγ. Βιτάλιος: ο Χριστός ένθρονος


«Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ θεὸς τὸν υἱὸν εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ΄ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι΄ αὐτοῦ» (Ιω. 3.17)

Η σημερινή περικοπή από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, μάς προετοιμάζει για την επερχόμενη εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, και μάς υπενθυμίζει τα λόγια του Χριστού για το Πάθος, την Σταύρωση και την Ανάστασή του, που έμελλαν να ακολουθήσουν. Αιτία της θυσίας του μονογενούς Υιού του Θεού είναι η άπειρη αγάπη του για τον άνθρωπο, η οποία υπαγορεύει και τον σκοπό: «ο Θεός δεν απέστειλε τον Υιό στον κόσμο για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος διά του Υιού».

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί από μόνος του; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό προσπάθησαν να δώσουν οι φιλόσοφοι όλων των εποχών και οι ιδρυτές όλων των θρησκειών, οι οποίοι συμφωνούν ότι ο άνθρωπος έχει την τάση να τρέπει προς το κακό την προαίρεσή του και στη συνέχεια τα έργα του. Πολλοί από τους ανθρώπους της εποχής μας, είτε δηλώνουν πιστοί σε κάποια θρησκεία είτε άθρησκοι, θεωρούν ότι ο καθένας έχει τη δύναμη να σώσει μόνος του τον εαυτό του. Ακόμα κι εμείς, οι χριστιανοί, συχνά λέμε ότι τηρούμε το Ευαγγέλιο, πηγαίνουμε στην Εκκλησία και μεταλαμβάνουμε των Αχράντων Μυστηρίων «για να σώσουμε την ψυχή μας».

«εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου»


Κυριακή ιδ' Ματθαίου (5-9-2015)


«εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου» (Ματθ. 22.11)


Η σημερινή περικοπή από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου μάς αφηγείται μία παραβολή του Χριστού, την οποία ασφαλώς έχουμε ακούσει πολλές φορές. Μάς λέει ότι η Βασιλεία του Θεού μοιάζει με βασιλέα, ο οποίος έκανε τους γάμους του γιου του και προσκάλεσε πολλούς, οι οποίοι ωστόσο αμέλησαν και αδιαφόρησαν. Κάποιοι μάλιστα έδεσαν και σκότωσαν τους αγγελιοφόρους, και για τον λόγο αυτό ο βασιλιάς εκείνος έστειλε στρατό και τούς κατέστρεψε μαζί με την πόλη τους. Έστειλε πάλι τους υπηρέτες του και κάλεσε στους γάμους όλους όσους βρήκαν στους δρόμους και στις πλατείες, πονηρούς και αγαθούς, και γέμισε το τραπέζι. Όταν μπήκε ο βασιλιάς, είδε κάποιον άνθρωπο που δεν φορούσε ένδυμα γάμου και τον ρώτησε «φίλε, πώς ήλθες έτσι ντυμένος;». Εκείνος αποστομώθηκε. Τότε ο βασιλιάς διέταξε τους διακόνους του και έδεσαν τον άνθρωπο εκείνο και τον έβγαλαν έξω, στο σκοτάδι που κάνει τα δόντια να τρίζουν. Η παραβολή κλείνει με τη φράση «διότι πολλοί μεν είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί».