Ασκήσεις διαλεκτικής σύνθεσης σε καιρό πολωτικής σύγχυσης*


Ασκήσεις διαλεκτικής σύνθεσης σε καιρό πολωτικής σύγχυσης*

π. Χερουβείμ Βελέτζας
φωτογραφία δανεισμένη από http://cdn.history.com

Η κατάσταση που επικρατεί τις τελευταίες ημέρες εξαιτίας της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, καταδεικνύει πολλές παθολογίες του κατά τα άλλα δημοκρατικού μας πολιτεύματος και βίου, με κυριότερη το κλίμα διχασμού το οποίο καταγγέλλουν μεν οι πάντες, τροφοδοτούν ωστόσο με τη στάση τους και τον τρόπο που συνομιλούν· πολιτικοί, δημοσιογράφοι, αλλά και πολλοί από εμάς στις καθημερινές μας συνομιλίες, πέφτουμε στην παγίδα και κριτικάρουμε οποιονδήποτε έχει διαφορετική άποψη από τη δική μας, και μάλιστα προσπαθούμε με ρητορικά επιχειρήματα, τα οποία περιέχουν επιμελώς (ασυνείδητα τις περισσότερες φορές) από αμυδρά έως προφανή σφάλματα λογικής, να εκμηδενίσουμε τη σκέψη του «αντιπάλου». Εάν προσθέσουμε και την πληθώρα των πληροφοριών και των δηλώσεων που σκοπίμως άλλοτε επαναλαμβάνονται και άλλοτε αποσιωπούνται, η εικόνα θυμίζει μάλλον τοπίο στην ομίχλη, όπου πλέον είναι σχεδόν αδύνατον να διακρίνει κανείς τον αδελφό από τον εχθρό, και ο φόβος, σε χέρια επιτήδεια, χρησιμεύει ως το πλέον αδάπανο υπερόπλο.


Αυτή η εισαγωγική διαπίστωση αποτελεί, οπωσδήποτε, την μεγάλη εικόνα του δάσους, του βουνού στο οποίο απλώνεται και της κοιλάδας με τον ποταμό που το περιορίζουν· σε ότι μάλιστα αφορά στις διενέξεις και στις δηλώσεις (που διαφοροποιούνται με μεγάλη ταχύτητα) αναφορικά με το δημοψήφισμα, τον τρόπο διεξαγωγής του και τα αποτελέσματα που αυτό θα έχει για την πορεία της Ελλάδας και της Ευρώπης, η εξεύρεση της αλήθειας καθίσταται αληθινός άθλος. Κυριότερος λόγος για την αδυναμία αυτή (του γράφοντος έστω) το γεγονός ότι κανείς μας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ούτε όλες τις παραμέτρους που συνθέτουν το πρόβλημα, ούτε ασφαλώς τις πραγματικές προθέσεις των ανθρώπων που έχουν την ευθύνη της διαχείριση αυτού, πολλώ δε μάλλον τον τρόπο με τον οποίο τελικά θα αντιδράσουν, καθότι σε αυτό το σημείο ο ανθρώπινος νους δεν ακολουθεί πάντα μαθηματικά μοντέλα. Εάν προσθέσουμε στο κλίμα αυτό και την πληθώρα των αλληλοσυγκρουόμενων απόψεων οι οποίες εκφράζονται από όλους, άρχοντες και αρχομένους, προβεβλημένους και άσημους (ετούτο, δηλαδή η ελεύθερη έκφραση της γνώμης ενός εκάστου, αποτελεί αναμφίβολα υγιές συστατικό μιας δημοκρατικής κοινωνίας), το κουβάρι μπερδεύει ακόμη περισσότερο.

Θα ανέμενε κανείς η πολυφωνία να λειτουργεί με τρόπο διαφωτιστικό για τους πολίτες και για το πολίτευμα· η αιτία για την οποία δεν συμβαίνει αυτό, είναι ο τρόπος εκφοράς του λόγου, ο οποίος παραπέμπει περισσότερο σε ρωμαϊκή αρένα, όπου ο κάθε μονομάχος επιδιώκει, με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, την ολοκληρωτική εξόντωση του αντιπάλου. Είναι λυπηρό, σε μια χώρα που γέννησε τη διαλεκτική ως φιλοσοφικό τρόπο σκέψης, η οποία καθιστά τον διάλογο άσκηση αναζήτησης της αλήθειας, να επικρατεί η φραστική πόλωση που στην ουσία καταργεί κάθε απόπειρα διαλόγου, επιθυμώντας να επιβληθεί καθολικά (ή, έστω, να παρασύρει προς το μέρος της όσο το δυνατόν περισσότερους «οπαδούς»). Αν η διπολικότητα του χαρακτήρα ενός ανθρώπου αποτελεί ψυχολογική διαταραχή, η πόλωση των πολιτών και συνεπακόλουθα της Πόλεως συνιστά εξίσου επικίνδυνη παθολογία. Όντας πολίτες της χώρας η οποία γέννησε τη Δημοκρατία, οφείλουμε να μη λησμονούμε ότι ζητούμενο της Δημοκρατίας δεν είναι η αναγκαστική ταυτότητα των επιμέρους απόψεων ή και επιδιώξεων, πολλώ δε μάλλον η εξόντωση των εκάστοτε διαφωνούντων, αλλά η αναζήτηση του κοινού καλού και η εργασία προς τον σκοπό αυτό, πράγμα που ο Αριστοτέλης ονομάζει πολιτική αρετή: «ὥσπερ οὖν ὁ πλωτὴρ εἷς τις τῶν κοινωνῶν ἐστιν͵ οὕτω καὶ τὸν πολίτην φαμέν. τῶν δὲ πλωτήρων καίπερ ἀνομοίων ὄντων τὴν δύναμιν (ὁ μὲν γάρ ἐστιν ἐρέτης͵ ὁ δὲ κυβερνήτης͵ ὁ δὲ πρῳρεύς͵ ὁ δ΄ ἄλλην τιν΄ ἔχων τοιαύτην ἐπωνυμίαν) δῆλον ὡς ὁ μὲν ἀκριβέστατος ἑκάστου λόγος ἴδιος ἔσται τῆς ἀρετῆς͵ ὁμοίως δὲ καὶ κοινός τις ἐφαρμόσει πᾶσιν. ἡ γὰρ σωτηρία τῆς ναυτιλίας ἔργον ἐστὶν αὐτῶν πάντων· τούτου γὰρ ἕκαστος ὀρέγεται τῶν πλωτήρων. ὁμοίως τοίνυν καὶ τῶν πολιτῶν͵ καίπερ ἀνομοίων ὄντων͵ ἡ σωτηρία τῆς κοινωνίας ἔργον ἐστί͵ κοινωνία δ΄ ἐστὶν ἡ πολιτεία· διὸ τὴν ἀρετὴν ἀναγκαῖον εἶναι τοῦ πολίτου πρὸς τὴν πολιτείαν... ἐπεὶ ἐξ ἀνομοίων ἡ πόλις͵ ὥσπερ ζῷον εὐθὺς ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος͵ καὶ ψυχὴ ἐκ λόγου καὶ ὀρέξεως͵ καὶ οἰκία ἐξ ἀνδρὸς καὶ γυναικός͵ καὶ κτῆσις ἐκ δεσπότου καὶ δούλου͵ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ πόλις ἐξ ἁπάντων τε τούτων καὶ πρὸς τούτοις ἐξ ἄλλων ἀνομοίων συνέστηκεν εἰδῶν͵ ἀνάγκη μὴ μίαν εἶναι τὴν τῶν πολιτῶν πάντων ἀρετήν͵ ὥσπερ οὐδὲ τῶν χορευτῶν κορυφαίου καὶ παραστάτου»[1]. Με άλλα λόγια όλοι οι πολίτες και οι πολιτικοί έχουν το ίδιο πολιτικό χρέος και ευθύνη, δηλαδή να εργάζονται προς τον κοινό σκοπό της σωτηρίας της πόλεως – κοινωνίας, ο καθένας ωστόσο αναλόγως του ρόλου και του λειτουργήματος που από τη φύση του είτε από τη θέση του αναλογεί σε αυτόν.

Με βάση όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, θεωρώ ότι είναι τουλάχιστον ατελέσφορο, εν όψει του επικείμενου δημοψηφίσματος να διαπληκτιζόμαστε για το ποιος ψεύδεται ή όχι, ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, ποιος είναι πατριώτης και ποιος δοσίλογος· άλλωστε, ουδείς αναμάρτητος. Δεν υπάρχει κανείς (τουλάχιστον από τις πολιτικές δυνάμεις που δοκιμάστηκαν τα τελευταία σαράντα χρόνια και διαφαίνεται ότι μάλλον έχει κλείσει ο κύκλος τους – για τους νυν κρατούντες ισχύει ακόμα η παροιμία του Αισώπου την οποία επικαλέστηκε προεκλογικά ο Πρωθυπουργός[2]) που να μην έκανε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν πάντα καλό ή πάντα κακό) ή που να μη διαφοροποιήθηκε από τις προεκλογικές του εξαγγελίες ή που να μην είπε στους Έλληνες πολίτες μικρά ή μεγαλύτερα ψέματα, σκόπιμα ή και αθέλητα, ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις. Αντί αυτού, ας προσπαθήσει ο καθένας να αποσπάσει την προσοχή του από τα «λάθη των άλλων», και ας εστιάσει με ειλικρίνεια πρώτα στη δική του αλήθεια και στη συνέχεια στη συνολική εικόνα του δάσους.

Ενώπιόν μας λοιπόν υπάρχει ένα δημοψήφισμα, στο οποίο ως ενεργοί και υπεύθυνοι πολίτες καλούμαστε να απαντήσουμε ΝΑΙ ή ΟΧΙ. Για την οικονομία του λόγου, αντί να θεωρήσουμε εκ προοιμίου ορθές ή ψευδείς τις αιτιάσεις που επικαλούνται οι πρωτοστάτες της κάθε απάντησης, ας κάνουμε την εξής έντιμη συνθήκη: θα εξετάσουμε έντιμα και ως εκ προοιμίου έντιμες και τις δύο θέσεις και απόψεις, όπως αυτές προβάλλονται. Έτσι, όσοι προκρίνουν το ΝΑΙ ως απάντηση στο δημοψήφισμα, προβάλλουν το επιχείρημα ότι αυτό αποτελεί ναι στην Ευρώπη και ναι στο ευρώ. Όσοι προβάλλουν το ΟΧΙ, λένε όχι στα μέτρα εξαθλίωσης των πολιτών, ειδικά των πλέων ευάλωτων οικονομικά, καθώς και στο τελεσίγραφο που έθεσε η πλευρά των δανειστών (είμαστε άλλωστε ευαίσθητοι οι Έλληνες απέναντι σε τελεσίγραφα, όπως μαρτυρά η τρισχιλιόχρονη Ιστορία μας). Δηλώνουν μάλιστα, ότι επιθυμούν την εξεύρεση μίας βιώσιμης λύσης για την Ελλάδα και για τους πολίτες της. Οι πρώτοι πάλι, κατηγορούν την κυβέρνηση ότι τα μέτρα που ήταν έτοιμη να αποδεχθεί ήταν επαχθή για την εθνική οικονομία και για τους πολίτες. Άρα, ούτε αυτοί επιθυμούν τη δυστυχία και την εξαθλίωση των πολιτών. Υπερασπίζονται όμως σθεναρά το ΝΑΙ, επειδή θεωρούν ότι το ενδεχόμενο ενός ΟΧΙ θα οδηγήσει σε αντίποινα εκ μέρους των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ. Ωστόσο, ένας εκ των πλέον σκληρών (κατά τα φαινόμενα) διαπραγματευτών στο προκείμενο ζήτημα, ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, δήλωσε εχθές ότι ένα ενδεχόμενο ΟΧΙ δεν συνεπάγεται αναγκαστικά έξοδο από το ευρώ. Επομένως, ισχύει το προσφιλές δόγμα των πολιτικών, ότι δηλαδή «στην πολιτική δεν υπάρχουν αδιέξοδα».

Αναμφίβολα όλοι, όσοι προκρίνουν να ψηφίσουν ΝΑΙ και όσοι προκρίνουν να ψηφίσουν ΟΧΙ (ακόμα και όσοι θα απέχουν από το δημοψήφισμα), αν ρωτήσει ο καθένας τον εαυτό του εάν επιθυμεί να παραμείνει στην Ευρώπη και στο ευρώ, θα απαντήσει ΝΑΙ· αν πάλι θέσει στον εαυτό του το ερώτημα εάν συμφωνεί με μέτρα τα οποία βυθίζουν στο τέλμα την ελληνική οικονομία και εξαθλιώνουν τους πολίτες, ασφαλώς θα πει ΟΧΙ. Αυτός είναι και ο λόγος που αν η κυβέρνηση είχε την φαεινή ιδέα να θέσει τα εξής δύο ερωτήματα, θα εισέπραττε στο πρώτο ένα 100% ΝΑΙ και στο δεύτερο ένα 100% ΟΧΙ:
1. Επιθυμείτε να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρώπη και στο ευρώ;
2. Επιθυμείτε να μπουν κι άλλα μέτρα τα οποία θα πλήξουν ιδιαιτέρως τους αδύναμους οικονομικά πολίτες της Ελλάδας;

Επειδή λοιπόν από τη μια πλευρά το ΝΑΙ στο πρώτο ερώτημα δεν συνεπάγεται αναγκαστικά ΝΑΙ και στο δεύτερο, όπως επίσης και ένα ΟΧΙ στο δεύτερο δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά ΟΧΙ στο πρώτο (όπως προσπαθούν να αποδείξουν με παράλογους συλλογισμούς και οι δύο πλευρές)· και από την άλλη πλευρά καθένας (τουλάχιστον) από εμάς τους πολίτες που καλούμαστε να ψηφίσουμε επιθυμεί να είναι ειλικρινής ως προς τις σκέψεις και τις προθέσεις του και στη συντριπτική μας πλειοψηφία θέλουμε να παραμείνει η πατρίδα μας στην Ευρώπη και στο Ευρώ και πιστεύουμε ότι έχουν ήδη δοκιμαστεί τα όρια αντοχής της κοινωνίας μας, θεωρώ ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της Κυριακής είναι και ΝΑΙ και ΟΧΙ: Ναι στην Ευρώπη, όχι σε σκληρότερα μέτρα στις πλάτες των πολιτών. Η διαφοροποίηση του ποσοστού ανάμεσα στις δύο απαντήσεις θα σημαίνει, κατά την άποψή μου, τον βαθμό που η ελληνική κοινωνία αντέχει ακόμα περισσότερες θυσίες επάνω στο μοντέλο που εφαρμόστηκε τα προηγούμενα πέντε χρόνια, πράγμα που θα σηματοδοτεί τον βαθμό της αναγκαιότητας προς εξεύρεση διαφορετικών διεξόδων.

Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί κοινό τόπο ότι χωρίς κόπο, θυσίες και αναπροσαρμογές στους μηχανισμούς και στις δομές της κοινωνίας μας, η πορεία της Ελλάδας διαγράφεται ζοφερή. Αυτό πολύ φοβάμαι ότι δεν το έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει ως λαός, ότι δεν αποτελεί κοινή συνείδηση· οι μαζικές αποσύρσεις κεφαλαίων από τις τράπεζες και ο πανικός που άλλοτε πηγάζει αυτόματα και άλλοτε καλλιεργείται τεχνηέντως, συνηγορούν περί αυτού. Καμία κυβέρνηση και κανένας φίλος της Ελλάδας δεν μπορεί να τη σώσει, αν ο καθένας μας δεν αναλάβει την πολιτική (δηλαδή την κοινωνική) ευθύνη που του αναλογεί, η οποία συνίσταται τόσο στην προσωπική του πολιτεία, όσο και στην καλλιέργεια σχέσεων συνεκτικών της κοινωνίας, όπως το ενδιαφέρον για τον πλησίον - συμπολίτη, την επικοινωνία, την αλληλεγγύη σε διαπροσωπικό επίπεδο. Αν δεν ζωντανέψουμε ως κύτταρα της κοινωνίας, δεν είναι δυνατόν να εγερθεί ο γίγαντας που λέγεται Ελλάδα.

Σήμερα το πρωί με ρώτησε ένας συνάδελφος πώς βλέπω τα πράγματα, άσπρα ή μαύρα· τού απάντησα ότι ο Θεός μού έδωσε μάτια τα οποία βλέπουν σε όλο το φάσμα των χρωμάτων, και ότι προτιμώ να βλέπω έγχρωμα παρά ασπρόμαυρα. Η Ελλάδα γέννησε τη Δημοκρατία, η οποία δεν αποτελεί θηριομαχία σε ρωμαϊκή αρένα, αλλά ύψιστη λειτουργία ωρίμων πολιτικών όντων, η οποία υπηρετεί το κοινό καλό αναζητώντας με πάσα ειλικρίνεια την κοινή συνισταμένη των απόψεων που εκφράζονται κατ' αλήθειαν και την κοινή προοπτική της ματιάς όλων και κάνοντας πράξη, ο καθένας στον βαθμό των ικανοτήτων, των δεξιοτήτων και της θέσεως την οποία κατέχει, ό,τι προάγει το κοινό καλό και την ευημερία όλων.

(1η Ιουλίου 2015)

--------------
* Διευκρινίζεται εκ προοιμίου στον αναγνώστη ότι το παρόν κείμενο, όπως όλα τα κείμενα της κατηγορίας «Πολιτικά», ασχολείται με την Πόλιν και αναζητεί το δίκαιον, σύμφωνα με τον ορισμό του Αριστοτέλη: «ἔστι δὲ πολιτικὸν ἀγαθὸν τὸ δίκαιον͵ τοῦτο δ΄ ἐστὶ τὸ κοινῇ συμφέρον͵ δοκεῖ δὲ πᾶσιν ἴσον τι τὸ δίκαιον εἶναι͵ καὶ μέχρι γέ τινος ὁμολογοῦσι τοῖς κατὰ φιλοσοφίαν λόγοις͵ ἐν οἷς διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν (τὶ γὰρ καὶ τισὶ τὸ δίκαιον͵ καὶ δεῖν τοῖς ἴσοις ἴσον εἶναι φασιν)͵ ποίων δὴ ἰσότης ἐστὶ καὶ ποίων ἀνισότης͵ δεῖ μὴ λανθάνειν» (Πολιτικά). Συνεπώς, πιθανή εντύπωση πολιτικολογίας, πολλώ δε μάλλον κομματισμένου λόγου, είναι έξω από τη σκέψη του γράφοντος.
[1] Αριστοτέλους, Πολιτικά. Την ιδέα της πολιτικής αρετής, με το ίδιο περιεχόμενο, αναπαρήγαγε είκοσι περίπου αιώνες αργότερα ο Μοντεσκιέ, στο Πνεύμα των Νόμων.
[2] http://www.skai.gr/news/politics/article/273235/tsipras-rodites-roditisses-idou-i-rodos-to-pidima-se-liges-meres/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου